Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).
του Γιώργου Καραμπελιά
«Δύναμη εθνικής συνοχής»
Στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής, από το 1204 έως το 1821, παράλληλα με τη διαρκή αντίστασή του στα μέτωπα αδιάκοπων πολεμικών συγκρούσεων, στα όρη και τις θάλασσες, ο ελληνισμός θα διασωθεί ακουμπώντας στις μείζονες πνευματικές παρακαταθήκες του, την ορθόδοξη θρησκεία, τη γλώσσα, τη συνείδηση της ιστορικής του διαχρονίας και, τέλος, τη λαϊκή παράδοση (δημοτικό τραγούδι, παραμύθια και διηγήσεις κ.λπ.). Κατά συνέπεια, ο δια-«φωτισμός» του ελληνικού λαού, που θα λειτουργήσει ως πνευματικό υπόβαθρο της «παλιγγενεσίας», δεν εμφανίζεται –πρωτίστως– ως αντίθεση με την παράδοση, αλλά μάλλον ως εμβάθυνση και αποκάλυψή της, ενώ τα νεωτερικά και επήλυδα στοιχεία είτε συσσωματώνονται γύρω από τον πυρήνα αυτής της παραδόσεως, είτε έρχονται σε μερική, μόνο, αντίθεση μαζί της, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 18ου αι.
Στη Δύση, η καθολική θρησκεία αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τον αντίπαλο της εθνικής συγκρότησης των ευρωπαϊκών λαών. Γι’ αυτό και ο διαφωτισμός θα στραφεί κατ’ εξοχήν εναντίον του Πάπα και της καθολικής Εκκλησίας. Αντιθέτως, η «μεταρρύθμιση» της θρησκείας συμβάδισε με την επέκταση των διαφωτιστικών ιδεών και του εθνικισμού· ο Τζων Λοκ, πρωτοπόρος του διαφωτισμού, ήταν βαθιά θρησκευόμενος ενώ, στη Γερμανία, μεγάλος αριθμός των φιλοσόφων του 18ου αιώνα είχαν χρηματίσει ιερείς και θεολόγοι. Στις καθολικές χώρες όμως –Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία–, ο υπερεθνικός και, ενίοτε, «αντεθνικός» και αντιδραστικός ρόλος της καθολικής Εκκλησίας θα στρέψει τον «διαφωτισμό» σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν. Εξάλλου, η αναγέννηση και ο διαφωτισμός θα διεκδικήσουν τη χρήση των εθνικών γλωσσών απέναντι στην κυριαρχία των λατινικών.
Η εποχή της ύστερης Αναγέννησης και των απαρχών του εθνοκρατικού διαφωτισμού, δεν θα εδραιωθεί, στη συνείδηση της εποχής, με τον Καρτέσιο, τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τον Λοκ, όπως υποστηρίζουν συχνά οι διανοούμενοι, αλλά μάλλον με τον σκληρότερο ευρωπαϊκό πόλεμο, τον «Τριακονταετή» (1618-1648): Καθολικοί και προτεστάντες θα αλληλοσπαράσσονται ανελέητα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Χουσιτών, στη μάχη του Λευκού Όρους, το 1620, μετά την οποία οι Τσέχοι θα επανέλθουν επί ποινή θανάτου στον καθολικισμό. Όταν ο Γαλιλαίος θα δημοσιεύσει τον Διάλογο σχετικά με τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου, το Πτολεμαϊκό και το Κοπερνίκειο, το 1632, το έργο του θα σκεπαστεί από τον απόηχο της μάχης του Λύτσεν (16 Νοεμβρίου 1632) και τη σύγκρουση ανάμεσα στα ιερά τέρατα του πολέμου – τον Γουσταύο Αδόλφο και τον Βαλενστάιν. Το δε τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου αποτέλεσε την απαρχή της σύγχρονης εποχής των εθνικών κρατών (συνθήκη της Βεστφαλίας, 1648) και του Διαφωτισμού, πολύ περισσότερο από την έκδοση του Περί Μεθόδου Λόγου, το 1637.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη δυτική και μάλιστα την καθολική παράδοση, όπου η επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας επετεύχθη, συχνά, μέσω της σύγκρουσης με την καθολική Εκκλησία, στην Ελλάδα, η εθνική ταυτότητα διαφυλάσσεται και συγκροτείται με την ουσιώδη συμβολή της ορθοδοξίας[1]. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος ανήκει μάλλον στην αντικληρικαλική πτέρυγα των Ελλήνων στοχαστών, επισημαίνει τη διαφορά:
Ενώ δηλ. η Καθολική Εκκλησία –ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων διαφωτιστών– κινείται ως δύναμη υπερεθνική στα όρια εθνικών κρατών, τα οποία όφειλαν την εθνική τους ομοιογένεια σε παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και γεωγραφικούς και όχι θρησκευτικούς, η Εκκλησία, η ορθόδοξη, λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: μέσα στην τεράστια και πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται ο μητροπολιτικός και παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί, αντικειμενικά τουλάχιστον, δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ έναν αλλόθρησκο κατακτητή. (…) Και οι Έλληνες διαφωτιστές βρίσκονται, λοιπόν, σε μια διελκυστίνδα. Γράφουν με πρόθεση μεταρρυθμιστική – αλλά γράφουν σε συνθήκες ουσιαστικής ιδεολογικής παντοδυναμίας της Εκκλησίας, η οποία, επιπλέον, εκπληρώνει (αντικειμενικά) λειτουργία εθνική[2].
Σε όλη τη μακρά περίοδο των έξι αιώνων κατοχής, μετά το 1204, η ορθοδοξία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα διατήρησης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, καθώς και των εκπαιδευτικών μηχανισμών, ακριβώς διότι η ελληνική ιδιοπροσωπία, κατέναντι των Λατίνων και κυρίως των Τούρκων, αναδεικνύεται, πρωταρχικώς, ως θρησκευτική. Τα εκατομμύρια των εξισλαμισθέντων Ελλήνων και ορθοδόξων της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων χάθηκαν οριστικά και μεταβλήθηκαν σταδιακώς σε «Τούρκους». Ο ρόλος λοιπόν της θρησκείας για τη συντήρηση της ιδιοπροσωπίας των υπόδουλων Ελλήνων υπήρξε αποφασιστικός· στις συνθήκες της μακραίωνης Κατοχής, ο ελληνισμός επιβίωσε διά της ορθοδοξίας[3].
Η Εκκλησία, ήδη από το 1204 –και πολύ περισσότερο μετά το 1453–, συνιστά, εκούσα ή άκουσα, το καθοριστικό ενοποιητικό και διαμορφωτικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, μέσω της ιδεολογικής, γλωσσικής και διοικητικής ενοποίησης των ορθοδόξων, ως οιονεί συνέχεια του εξελληνισμένου Βυζαντίου των τελευταίων αιώνων. Ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, φανατικός πολέμιος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, γράφει:
Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελληνικών χωρών, ήσαν από γενικότερη άποψη πυρήνες ζωντανοί, μα κι’ ασύνταχτοι κ’ έτσι ευνοήσανε υπερβολικά την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού ατομικισμού και τοπικισμού.(…) η Εκκλησία, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι από την κρατική παράδοση της Ρώμης με την οργάνωσή της, που σαν ένα δίχτυ τεράστιο περιέσφιγγε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ένωνε τις κοινότητες όλες σ’ ένα στέρεο σύνολο και γένηκε φορέας κ’ ενσαρκωτής της ιδέας ενός ενιαίου πανελλήνιου κράτους[4].
Ο Σχολάριος και η ελληνική συνείδηση
Η Εκκλησία ενοποιούσε πληθυσμούς με ισχυρά τοπικιστικά χαρακτηριστικά ή διαλεκτικά ιδιώματα, που οι αιώνες της κρίσης είχαν απομακρύνει επί πολύ καιρό μεταξύ τους, ενώ τους είχαν αποκόψει από οποιαδήποτε επαφή με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Η Εκκλησία και οι ιερωμένοι θα υπενθυμίζουν στους σκορπισμένους ραγιάδες την ταυτότητά τους, θα τους μεταβάλουν και πάλι σε «Ρωμιούς» και «Έλληνες», παρά τα ευρέως διαδεδομένα αντίθετα μυθεύματα. Γράφει ο Γεννάδιος διεκτραγωδώντας την παρακμή των Ελλήνων:
Αλλοίμονο, για τα άλλα σιωπώ, αλλά είδα να χάνεται όλη η ελπίδα των δυστυχισμένων υπολειμμάτων των Ελλήνων, που μέχρι τότε σάλευαν σε μια μόνο πόλη και σε λίγα κορμιά με ακόμα λιγότερες αρετές· εγώ ο δυστυχισμένος ζούσα με αυτήν κι έτσι σαν να επρόκειτο να ανθήσουν κάποτε από κάποια ανέλπιστη μεταβολή τα ελληνικά προτερήματα, προσπαθούσα για χάρη της ελπίδας αυτής να περισώσω τα λείψανα των καλών, είτε ενεργώντας ο ίδιος, είτε παρακαλώντας όσους μπορούσαν να κάμουν οτιδήποτε. Και τώρα πια ο ανθρώπινος βίος δεν θα έχει ως πρότυπό του τα «σεμνά» των Ελλήνων ή εάν μένουν κάπου δεν θα τα γνωρίσει κανείς καλά ούτε και θα τα θαυμάσει[5].
Αυτό το απόσπασμα του Σχολαρίου ξενίζει την πλειοψηφία των αναγνωστών, διότι είναι ίσως ο πλέον συκοφαντημένος –ως δήθεν στρεφόμενος κατά των Ελλήνων– πατριάρχης, παρότι σε αναρίθμητα κείμενα διεκδικεί την ελληνική του συνείδηση: η διαστρέβλωση στηρίζεται στην εσφαλμένη ερμηνεία ενός αποσπάσματος από το πολεμικού χαρακτήρα αντιεβραϊκό κείμενό του, Ἔλεγχος τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης:
Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τὶς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι. (Αν και είμαι Έλληνας κατά τη γλώσσα, δεν θα ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου Έλληνα, γιατί δε σκέφτομαι όπως οι παλαιοί Έλληνες· θέλω αντίθετα να με αποκαλούν σύμφωνα με την πίστη μου, και αν κανείς με ρωτήσει ποιος είμαι, θα απαντήσω ότι είμαι χριστιανός)[6].
Σε αυτή τη θεολογικού χαρακτήρα αναφορά, στηρίζεται μια ολόκληρη μυθολογία και κατασυκοφάντηση του ιδίου, του Βυζαντίου και της Εκκλησίας γενικότερα. Και όμως, είναι προφανές, από την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, όπως σημειώνει ο Γιάννης Ταχόπουλος, πως: «Διαλεγόμενος με έναν Ιουδαίο, θα μιλούσε με όρους θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού. Αυτοπροσδιορίζεται ως Βυζάντιος εκ γενετής, ως Θετταλός λόγω καταγωγής, απορρίπτει το Έλλην λόγω παγανισμού και αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανός»[7]. Πρόκειται για διαστρέβλωση, διότι οι αναφορές του Γενναδίου σε Έλληνες και ελληνικότητα δεν περιορίζονται στο προαναφερθέν απόσπασμα, αλλά είναι πάμπολλες:
1) Στον διάλογό του, Νεόφρων ἢ ἀερομυθία (1445), ο «ενωτικός» Νεόφρων συζητά με τον ανθενωτικό Παλαίτιμο (Γεννάδιο). Ο Παλαίτιμος λέει στον Νεόφρονα: «Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμὲν παῖδες» (Άπ.,τ. 3, σ. 13).
2) Σε επιστολή του προς τον Λουκά Νοταρά (τῷ μεγάλω δουκί, 1451) σχετικά με το θέμα της Ένωσης των Εκκλησιών κατά την εποχή των Κομνηνών, των Λασκαρίδων και του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, αναφέρει πως «τα ζητήματα των Ελλήνων πήγαιναν καλά» («…ὁπότε τὰ Ἑλλήνων… ἤνθει»), θεωρώντας προφανώς Έλληνες τους Βυζαντινούς, ενώ, στην ίδια επιστολή, αποκαλεί τον Λουκά Νοταρά «βέλτιστ(ο)ε τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων» (Άπ., τ. 3, σ. 13).
3) Σε άλλη επιστολή, τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος (1449/50), τον χαρακτηρίζει «κόσμημα των Ελλήνων»: «κοσμεῖς δὲ ἄρα τοιοῦτος ὢν τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων (Άπ., τ. 4, σ. 453).
4) Στο Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει (1443/4): «δι’ αἰδοῦς γὰρ ἐστὶν ἡμῖν ὁ ἀνὴρ τάγε ἄλλα ἐν τοῖς νῦν Ἕλλησιν».
5) Στο Κατὰ τῆς σιμωνιακῆς αἱρέσεως ἢ ἀπιστίας (1451), με αποδέκτη τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αναφέρεται στους εναπομείναντες Έλληνες: «πᾶσιν Ἕλλησι τοῖς ὑπολελειμμένοις».
6) Στον Παραμυθητικὸν τῷ βασιλεῖ Κωνσταντίνω ἐπὶ τῇ μεταστάσει τῆς δεσποίνης τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Ελένης, αναφέρεται σε «ὅσοι(ους) τῶν Ἑλλήνων ἢ Ρωμαίων τοῦ πράγματος ὕστερον συναισθήσονται». Ταυτίζει ανοικτά Βυζαντινούς («Ρωμαίους») και Έλληνες, χαρακτηρίζει τη βασιλομήτορα «ὠφελιμωτάτη τῷ κοινῷ τῶν Ἑλλήνων» (Άπ., τ. 1, σ. 4) και, όπως σημειώνει ο Γ. Κεκαυμένος[8], για πρώτη φορά, το Βυζάντιο αποκαλείται «κοινό των Ελλήνων».
7) Με αφορμή την παραίτησή του από το πατριαρχικό αξίωμα (1454/5, ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς πόλεως καὶ τῇ παραιτήσει τῆς ἀρχιερωσύνης), γράφει μεταξύ άλλων για την Κπολη και τους κατοίκους της: « …πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς (…πατρίδας του ελληνικού έθνους μιας και κοινής) και …τῶν ἐν τῷ κλίματι τῷδε Ἑλλήνων πάντων» (Άπ., τ. 4, σ. 211).
8) Σε διάλογό του, 6-7 χρόνια μετά την Απολογία, επαναλαμβάνει, «Ἑλλάς, ἡ πρὸς ἡμῖν αὕτη καὶ ἀρχαία πατρὶς ἡμῶν»[9].
Πώς λοιπόν εξηγείται το γεγονός ότι ο Σχολάριος χρησιμοποιεί σε μία περίπτωση τη λέξη Έλλην απαξιωτικά, και σε τουλάχιστον δεκάδες άλλες ως στοιχείο της ταυτότητάς του, εκθειάζοντας τους Έλληνες και την ελληνικότητα; Μήπως υπήρξε κάποια «εξέλιξη» στη σκέψη του, μετά την Άλωση, όπως υποθέτουν κάποιοι ερευνητές; Και αυτή η εκδοχή όμως θα πρέπει να αποκλειστεί, διότι οι θετικές αναφορές στους Έλληνες και προηγούνται και έπονται της Αλώσεως. Ο Γιώργος Κεκαυμένος, που αναφέρεται εκτενώς στο θέμα, υπογραμμίζει ορθώς ότι «…η λέξη “έλληνας” την εποχή του Σχολάριου είχε δύο εντελώς αντίθετες μεταξύ τους σημασίες. Μία εθνική και μία θρησκευτική. Και ενώ η εθνική της σημασία δήλωνε τους Έλληνες, η θρησκευτική δήλωνε τους ειδωλολάτρες.[ ] Γι’ αυτό και όταν αρνείται ότι είναι έλληνας, μετά δεν διακηρύττει ότι είναι Ρωμαίος, αλλά χριστιανός, [ ] επειδή εκείνη την στιγμή χρησιμοποιεί την λέξη αποκλειστικά και μόνον με την θρησκευτική της σημασία. Ενώ, όποτε την χρησιμοποιούσε με την εθνική της σημασία, δήλωνε πάντοτε, με περισσή υπερηφάνεια, “Έλληνας”»[10]. Εξάλλου, ο Σχολάριος δεν αποτελούσε εξαίρεση, διότι η χρήση του όρου Έλληνας και η συνείδηση της ελληνικότητας είχε αρχίσει να επεκτείνεται στο ύστερο Βυζάντιο[11].
Αυτή η συνείδηση προσλαμβάνει κάποτε διάσταση ανοικτά επαναστατική: «Ἕως πότε πανακήρατε Κόρη, τὸ τρισάθλιον γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας; Ἕως πότε νὰ τοῦ πατῇ τὸν εὐγενικὸν λαιμὸν ὁ βάρβαρος Θρᾷξ;», θα αναφωνήσει ο Ηλίας Μηνιάτης – είκοσι μόλις χρονών, ο μεγάλος ιεροκήρυκας εκφώνησε το κήρυγμά του, την ημέρα του Ευαγγελισμού του 1688, στον ελληνικό ναό της Βενετίας[12].
Κατά τους πρώτους αιώνες της κατοχής, όταν η πνευματική ζωή του γένους επικεντρώνεται στη διατήρηση και την επιβεβαίωση της ιδιοπροσωπίας του, μέσα από την άμυνα εναντίον των εξισλαμισμών και της λατινικής διείσδυσης, γύρω από την Εκκλησία θα συγκεντρωθούν οι μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του. Εξάλλου, στις ευρύτερες διαστάσεις της ορθοδοξίας, της οποίας ο χώρος δράσης άρχιζε από την Ουκρανία και τη Λιθουανία και έφτανε έως την Αίγυπτο, θα στηριχθεί και μια ελληνική οικουμενικότητα, την οποία συχνά παραγνωρίζει η νεώτερη ιστοριογραφία και η ιστορία των ιδεών: Μελέτιος Πηγάς, Θεοφάνης Κριτόπουλος, Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, Πέτρος Μογίλας, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κύριλος Λούκαρις, ακόμα και οι φιλόσοφοι Θεόφιλος Κορυδαλλέας και Ευγένιος Βούλγαρις. Οι Φαναριώτες, οι μεγαλέμποροι και οι καραβοκύρηδες θα έρθουν στο προσκήνιο αργότερα, από τα τέλη του 17ου αι., οι δε κοσμικοί λόγιοι μόλις στα τέλη του 18ου.
Διά της ορθοδοξίας θα αποκρουστεί ο κίνδυνος του εξισλαμισμού, θα επιβεβαιωθεί η ιδιοπροσωπία του ελληνικού κόσμου έναντι των καθολικών, αλλά και των διαμαρτυρομένων, θα πραγματοποιηθούν οι πρώτες σημαντικές επαφές με τον ορθόδοξο ανατολικό χώρο, τη Ρωσία. Πατριάρχες όπως οι Ιερεμίας Β΄ Τρανός, Κύριλος Α΄ Λούκαρις,Κύριλλος Ε΄ Καράκαλος, θα προβούν σε μια συστηματική αντιπαράθεση με τον επιθετικό καθολικισμό, από τα τέλη του 16ου έως τον 18ου αι., θα έλθουν σε επαφή με τους διαμαρτυρομένους, διευκρινίζοντας σημεία επαφής και απόκλισης, τέλος, θα αναβαθμίσουν τις σχέσεις με τη ρωσική Εκκλησία, οριοθετώντας την ελληνική ιδιαιτερότητα έναντι των Οθωμανών, των Λατίνων και της Διαμαρτύρησης.
Εξάλλου, ο ελληνικός κόσμος, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτόν, αντιμετωπίζει όχι μόνο μια διπλή κατοχή –την Τουρκοκρατία και τη Φραγκοκρατία– με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πεδίο των διωγμών, της καταπίεσης, του οικονομικού εξανδραποδισμού, αλλά και μια διττή πνευματική απειλή. Η τουρκική κατοχή είναι ταυτοχρόνως και ένα διαρκές εγχείρημα επιβολής του ισλάμ, διά των εξισλαμισμών και του παιδομαζώματος, ενώ η φραγκική επιβουλή δεν περιορίζεται στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη αλλά, μέσα από την οικονομική και πνευματική διείσδυση, επιχειρεί να μεταβάλει τον ελληνικό κόσμο σε θρησκευτικό και πνευματικό παράρτημα του καθολικισμού. Η Εκκλησία, ως ο σημαντικότερος πνευματικός –και όχι μόνο– θεσμός του υπόδουλου γένους, είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έναν αδιάκοπο «διμέτωπο» αγώνα για να διασφαλίσει την ελληνική ιδιοπροσωπία.
[1] Μόνο όπου ο καθολικισμός θα ταυτιστεί με την εθνική ιδιοπροσωπία, όπως συνέβη στην Ιρλανδία, εκεί και θα διαδραματίσει ρόλο ανάλογο με την ορθοδοξία στην Ελλάδα.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, «Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία αποκάλυψη», στο Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Φιλοσοφικές Ιδέες, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σσ. 89-91.
[3] Προσφάτως, οι εξισλαμισθέντες Σέρβοι της Βοσνίας ήλθαν σε μετωπική και ανελέητη σύγκρουση με τους ορθόδοξους Σέρβους, ως διαφορετικό έθνος. Όσο για τους Κροάτες και τους Σέρβους, παρότι μιλούν την ίδια γλώσσα, η θρησκευτική διαφοροποίηση, καθολικοί έναντι ορθοδόξων, άρκεσε για να τους μεταβάλει σε θανάσιμους εχθρούς.
[4] Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, Α. Λιβάνης, Αθήνα 1985, σσ. 138-141.
[5] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ…,τ. Γ΄, σ. 97. Βλ. Θρήνος επί τη αλώσει της Πόλεως (1460): «εἶδον… τὴν ἐλπίδαν τοῦ δυστήνου τῶν Ἑλλήνων λειψάνου πᾶσαν ἀνηρημένην ἔζων ταύτῃ (τῇ ἐλπίδι) τρεφόμενος καὶ ὡς ἀνθησόντων ποτὲ τῶν ἑλληνικῶν πλεονεκτημάτων [ ] τὶς οὐχ ὁμολογεῖ βελτίστως Ἕλληνας ἀνθρώπων πάντων γενέσθαι; [ ]καὶ νῦν οὐκέτι τὰ τῶν Ἑλλήνων ὁ ἀνθρώπινος βίος ἕξει σεμνά, οὐδὲ τὰ μνημεῖα τῆς προγονικῆς ἡμῶν ἀρετῆς ἢ ἐστήξει, ἢ μένοντά που καλῶς γνωσθήσεταί τε καὶ θαυμασθήσεται»: Oeuvres complètes de Georges Scholarios/ Mgr. Louis Petit, X.A. Sideridès, Martin Jugie, Παρίσι 1928-1936, τ. 4, σ. 220 (Άπαντα Σχολάριου).
[6] Άπαντα, Παρίσι 1930, τ. 3, 2. σ. 253.
[7] Γιάννης Ταχόπουλος, http://www.portaaurea.gr/
[8] Γ. Κεκαυμένος, «Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό Έθνος», ΝΛΕ, τχ. 11, 2015.
[9] Βλ. Athanasios D. Angelou, «Who am I?’ Scholarios’ Answer and the Hellenic Identity», στο, C. Constantinides (επιμ.), Philhellene: Studies in Honour of Robert Browning, ΕΙΒΜΣB, 1996· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 96, 97.
[10] Βλ. Γ. Κεκαυμένος, «Ο Γεννάδιος…», ό.π.,σ.169.
[11] Βλ. ΓΚ ΙV,σσ. 49-61.
[12] Ηλίας Μηνιάτης, «Λόγος πανηγυρικός εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου Μαρίας», Διδαχαί, Βενετία 1717. Μ. Περάνθης, Ελληνική Πεζογραφία, 1453 έως σήμερα, τ. Α΄, α.χ. σ. 574.