Αρχική » Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία:  Α. Ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι Έλληνες

Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία:  Α. Ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι Έλληνες

από Άρδην - Ρήξη

Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).

του Γιώργου Καραμπελιά

«Δύναμη εθνικής συνοχής»

Στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής, από το 1204 έως το 1821, παράλληλα με τη διαρκή αντίστασή του στα μέτωπα αδιάκοπων πολεμικών συγκρούσεων, στα όρη και τις θάλασσες, ο ελληνισμός θα διασωθεί ακουμπώντας στις μείζονες πνευματικές παρακαταθήκες του, την ορθόδοξη θρησκεία, τη γλώσσα, τη συνείδηση της ιστορικής του διαχρονίας και, τέλος, τη λαϊκή παράδοση (δημοτικό τραγούδι, παραμύθια και διηγήσεις κ.λπ.). Κατά συνέπεια, ο δια-«φωτισμός» του ελληνικού λαού, που θα λειτουρ­γήσει ως πνευματικό υπόβαθρο της «παλιγγενεσίας», δεν εμφανίζεται –πρωτίστως– ως αντίθεση με την παράδοση, αλλά μάλλον ως εμβάθυνση και αποκάλυψή της, ενώ τα νεωτερικά και επήλυδα στοιχεία είτε συσσωματώνονται γύρω από τον πυρήνα αυτής της παραδόσεως, είτε έρχονται σε μερική, μόνο, αντίθεση μαζί της, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 18ου αι.

Στη Δύση, η καθολική θρησκεία αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τον αντίπαλο της εθνικής συγκρότησης των ευρωπαϊκών λαών. Γι’ αυτό και ο διαφω­τισμός θα στραφεί κατ’ εξοχήν εναντίον του Πάπα και της καθολικής Εκ­κλη­σίας. Αντιθέτως, η «μεταρρύθμι­ση» της θρησκείας συμβάδισε με την επέκταση των διαφωτιστικών ιδεών και του εθνικισμού· ο Τζων Λοκ, πρωτοπόρος του διαφωτισμού, ήταν βαθιά θρησκευόμενος ενώ, στη Γερμανία, μεγάλος αριθμός των φιλοσόφων του 18ου αιώνα είχαν χρηματίσει ιερείς και θεολόγοι. Στις καθολικές χώρες όμως –Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία–, ο υπερεθνικός και, ενίοτε, «αντεθνικός» και αντιδραστικός ρόλος της καθολικής Εκκλησίας θα στρέψει τον «διαφωτισμό» σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν. Εξάλλου, η αναγέννηση και ο διαφωτισμός θα διεκδικήσουν τη χρήση των εθνικών γλωσσών απέναντι στην κυριαρχία των λατινικών.

Η εποχή της ύστερης Αναγέννησης και των απαρχών του εθνοκρατικού διαφωτισμού, δεν θα εδραιωθεί, στη συνείδηση της εποχής, με τον Καρτέσιο, τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τον Λοκ, όπως υποστηρίζουν συχνά οι διανοούμενοι, αλλά μάλλον με τον σκληρότερο ευρωπαϊκό πόλεμο, τον «Τριακονταετή» (1618-1648): Καθολικοί και προτεστάντες θα αλληλοσπαράσσονται ανελέητα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Χουσιτών, στη μάχη του Λευκού Όρους, το 1620, μετά την οποία οι Τσέχοι θα επανέλθουν επί ποινή θανάτου στον καθολικισμό. Όταν ο Γαλιλαίος θα δημοσιεύσει τον Διάλογο σχετικά με τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου, το Πτολεμαϊκό και το Κοπερνίκειο, το 1632, το έργο του θα σκεπαστεί από τον απόηχο της μάχης του Λύτσεν (16 Νοεμβρίου 1632) και τη σύγκρουση ανάμεσα στα ιερά τέρατα του πολέμου – τον Γουσταύο Αδόλφο και τον Βαλενστάιν. Το δε τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου αποτέλεσε την απαρχή της σύγχρονης εποχής των εθνικών κρατών (συνθήκη της Βεστφαλίας, 1648) και του Διαφωτισμού, πολύ περισσότερο από την έκδοση του Περί Μεθόδου Λόγου, το 1637.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη δυτική και μάλιστα την καθολική παράδοση, όπου η επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας επετεύχθη, συχνά, μέσω της σύγκρουσης με την καθολική Εκκλησία, στην Ελλάδα, η εθνική ταυτότητα διαφυλάσσεται και συγκροτείται με την ουσιώδη συμβολή της ορθοδοξίας[1]. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος ανήκει μάλλον στην αντικληρικαλική πτέρυγα των Ελλήνων στοχαστών, επισημαίνει τη διαφορά:

Ενώ δηλ. η Καθολική Εκκλησία –ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων διαφωτιστών– κινείται ως δύναμη υπερεθνική στα όρια εθνικών κρατών, τα οποία όφειλαν την εθνική τους ομοιογένεια σε παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και γεωγραφικούς και όχι θρησκευτικούς, η Εκκλησία, η ορθόδοξη, λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: μέσα στην τεράστια και πο­λυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται ο μητροπολιτικός και παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί, αντικειμενικά τουλάχιστον, δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ έναν αλλόθρησκο κατακτητή. (…) Και οι Έλληνες διαφωτιστές βρίσκονται, λοιπόν, σε μια διελκυστίνδα. Γράφουν με πρόθεση μεταρρυθμιστική – αλλά γρά­φουν σε συνθήκες ουσιαστικής ιδεολογικής παντοδυναμίας της Εκκλησίας, η οποία, επιπλέον, εκπληρώνει (αντικειμενικά) λειτουργία εθνική[2].

Σε όλη τη μακρά περίοδο των έξι αιώνων κατοχής, μετά το 1204, η ορθοδοξία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα διατήρησης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, καθώς και των εκπαιδευτικών μηχανισμών, ακριβώς διότι η ελληνική ιδιοπροσωπία, κατέναντι των Λατίνων και κυρίως των Τούρκων, αναδεικνύεται, πρωταρχικώς, ως θρησκευτική. Τα εκατομμύρια των εξισλαμισθέντων Ελλήνων και ορθοδόξων της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων χάθηκαν οριστικά και μεταβλήθηκαν σταδιακώς σε «Τούρκους». Ο ρόλος λοιπόν της θρησκείας για τη συντήρηση της ιδιοπροσωπίας των υπόδουλων Ελλήνων υπήρξε αποφασιστικός· στις συνθήκες της μακραίωνης Κατοχής, ο ελληνισμός επιβίωσε διά της ορθοδοξίας[3].

Η Εκ­κλη­σί­α, ή­δη α­πό το 1204 –και πολύ περισσότερο μετά το 1453–, συνιστά, εκούσα ή άκουσα, το καθοριστικό ενοποιητικό και διαμορφωτικό στοιχείο της ελ­λη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας, μέ­σω της ι­δε­ο­λο­γι­κής, γλωσ­σι­κής και διοι­κη­τι­κής ε­νο­ποί­η­σης των ορ­θο­δό­ξων, ως οιονεί συνέχεια του εξελληνισμένου Βυζαντίου των τελευταίων αιώνων. Ο Δημοσθένης Δα­νι­η­λί­δης, φα­να­τι­κός πο­λέ­μιος της εκ­κλη­σια­στι­κής ιε­ραρ­χί­ας, γρά­φει:

Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελ­λη­νι­κών χω­ρών, ή­σαν α­πό γε­νι­κό­τε­ρη ά­πο­ψη πυ­ρή­νες ζω­ντα­νοί, μα κι’ α­σύ­ντα­χτοι κ’ έτσι ευνο­ή­σα­νε υ­περ­βο­λι­κά την α­νά­πτυ­ξη του κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού α­το­μι­κι­σμού και το­πι­κι­σμού.(…) η Εκκλησί­α, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι α­πό την κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση της Ρώ­μης με την ορ­γά­νω­σή της, που σαν έ­να δί­χτυ τε­ρά­στιο πε­ριέ­σφιγ­γε ο­λό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρί­α, έ­νω­νε τις κοι­νό­τη­τες ό­λες σ’ έ­να στέ­ρε­ο σύ­νο­λο και γέ­νη­κε φο­ρέ­ας κ’ εν­σαρ­κω­τής της ι­δέ­ας ε­νός ε­νιαί­ου πα­νελ­λή­νιου κρά­τους[4].

Ο Σχολάριος και η ελληνική συνείδηση

Η Εκκλησία ενοποιούσε πληθυσμούς με ισχυρά τοπικιστικά χαρακτηριστικά ή διαλεκτικά ιδιώματα, που οι αιώνες της κρίσης είχαν απομακρύνει επί πολύ καιρό μεταξύ τους, ενώ τους είχαν αποκόψει από οποιαδήποτε επαφή με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Η Εκκλησία και οι ιερωμένοι θα υπενθυμίζουν στους σκορπισμένους ραγιάδες την ταυτότητά τους, θα τους μεταβάλουν και πάλι σε «Ρωμιούς» και «Έλληνες», παρά τα ευρέως διαδεδομένα αντίθετα μυθεύματα. Γράφει ο Γεννάδιος διεκτραγωδώντας την παρακμή των Ελλήνων:

Αλλοίμονο, για τα άλλα σιωπώ, αλλά είδα να χάνεται όλη η ελπίδα των δυστυχισμένων υπολειμμάτων των Ελλήνων, που μέχρι τότε σάλευαν σε μια μόνο πόλη και σε λίγα κορμιά με ακόμα λιγότερες αρετές· εγώ ο δυστυχισμένος ζούσα με αυτήν κι έτσι σαν να επρόκειτο να ανθήσουν κάποτε από κάποια ανέλπιστη μεταβολή τα ελληνικά προτερήματα, προσπαθούσα για χάρη της ελπίδας αυτής να περισώσω τα λείψανα των καλών, είτε ενεργώντας ο ίδιος, είτε παρακαλώντας όσους μπορούσαν να κάμουν οτιδήποτε. Και τώρα πια ο ανθρώπινος βίος δεν θα έχει ως πρότυπό του τα «σεμνά» των Ελλήνων ή εάν μένουν κάπου δεν θα τα γνωρίσει κανείς καλά ούτε και θα τα θαυμάσει[5].

Αυτό το απόσπασμα του Σχολαρίου ξενίζει την πλειοψηφία των αναγνωστών, διότι είναι ίσως ο πλέον συκοφαντημένος –ως δήθεν στρεφόμενος κατά των Ελλήνων– πατριάρχης, παρότι σε αναρίθμητα κείμενα διεκδικεί την ελληνική του συνείδηση: η διαστρέβλωση στηρίζεται στην εσφαλμένη ερμηνεία ενός αποσπάσματος από το πο­λε­μι­κού χαρακτήρα αντιεβραϊκό κεί­με­νό του, Ἔ­λεγ­χος τῆς ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς νῦν πλά­νης:

Ἕλ­λην ὢν τῇ φω­νῇ, οὐκ ἄν πο­τε φαί­ην Ἕλ­λην εἶ­ναι, διὰ τὸ μὴ φρο­νεῖν ὡς ἐ­φρό­νουν πο­τὲ Ἕλ­λη­νες· ἀλ­λ’ ἀ­πὸ τῆς ἰ­δί­ας μά­λι­στα θέ­λω ὀ­νο­μά­ζε­σθαι δό­ξης. Καὶ εἴ τις ἔ­ροι­τό με τὶς εἰ­μί, ἀ­πο­κρι­νοῦ­μαι χρι­στια­νὸς εἶ­ναι. (Αν και είμαι Έλληνας κατά τη γλώσσα, δεν θα ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου Έλληνα, γιατί δε σκέφτομαι όπως οι παλαιοί Έλληνες· θέλω αντί­θε­τα να με α­πο­κα­λούν σύμ­φω­να με την πί­στη μου, και αν κα­νείς με ρω­τή­σει ποι­ος εί­μαι, θα α­παν­τή­σω ό­τι εί­μαι χρι­στια­νός)[6]

Σε αυ­τή τη θε­ο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­να­φο­ρά, στη­ρίζε­ται μια ο­λό­κλη­ρη μυ­θο­λο­γί­α και κα­τα­συ­κο­φάν­τη­ση του ι­δί­ου, του Βυ­ζαν­τί­ου και της Εκκλη­σίας γενικότερα. Και όμως, είναι προφανές, από την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, όπως σημειώνει ο Γιά­ννης Τα­χό­που­λος, πως: «Δι­α­λε­γό­με­νος με έ­ναν Ι­ου­δαί­ο, θα μι­λού­σε με ό­ρους θρη­σκευ­τι­κού αυ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμού. Αυ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ως Βυ­ζάν­τιος εκ γε­νε­τής, ως Θετ­τα­λός λό­γω κα­τα­γω­γής, α­πορρίπτει το Έλλην λόγω παγανισμού και αυ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζεται ως χριστιανός»[7]. Πρόκειται για διαστρέβλωση, διότι οι αναφορές του Γενναδίου σε Έλληνες και ελληνικότητα δεν περιορίζονται στο προαναφερθέν απόσπασμα, αλλά είναι πάμπολλες:

1) Στον δι­ά­λο­γό του, Νε­ό­φρων ἢ ἀ­ε­ρο­μυ­θί­α (1445), ο «ε­νω­τι­κός» Νε­ό­φρων συ­ζη­τά με τον ανθενωτικό Παλαίτιμο (Γεννάδιο). Ο Πα­λαί­τι­μος λέ­ει στον Νε­ό­φρο­να: «Οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν, Ἑλ­λή­νων γάρ ἐ­σμὲν παῖ­δες» (Ά­π.,τ. 3, σ. 13).

2) Σε ε­πι­στο­λή του προς τον Λουκά Νοταρά (τῷ με­γά­λω δου­κί, 1451) σχετικά με το θέ­μα της Ένωσης των Εκκλησιών κα­τά την ε­πο­χή των Κο­μνη­νών, των Λα­σκα­ρί­δων και του Αν­δρό­νι­κου Β΄ Πα­λαι­ο­λό­γου, αναφέρει πως «τα ζη­τή­μα­τα των Ελ­λή­νων πήγαιναν καλά» («…ὁ­πό­τε τὰ Ἑλ­λή­νων… ἤν­θει»), θε­ω­ρών­τας προφανώς Έλληνες τους Βυζαντινούς, ε­νώ, στην ίδια επιστολή, α­πο­κα­λεί τον Λουκά Νοταρά «βέλ­τι­στ(ο)ε τῶν νῦν Ἑλ­λή­νων ἁ­πάν­των» (Ά­π., τ. 3, σ. 13).  

3) Σε άλ­λη ε­πι­στο­λή, τῷ βα­σι­λεῖ Τρα­πε­ζοῦν­τος (1449/50), τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει «κό­σμη­μα των Ελ­λή­νων»: «κο­σμεῖς δὲ ἄ­ρα τοι­οῦ­τος ὢν τὸ γέ­νος ἅ­παν Ἑλ­λή­νων (Ά­π., τ. 4, σ. 453).

4) Στο Κα­τ τῶν Πλή­θω­νος ἀ­πο­ρι­ῶν ἐ­π’ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει (1443/4): «δι’ αἰ­δοῦς γὰρ ἐ­στὶν ἡ­μῖν ὁ ἀ­νὴρ τά­γε ἄλ­λα ἐν τοῖς νῦν Ἕλ­λη­σιν».

5)  Στο Κα­τ τῆς σι­μω­νια­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως ἢ ἀ­πι­στί­ας (1451), με α­πο­δέ­κτη τον Κων­σταντίνο Παλαιολόγο, α­να­φέ­ρε­ται στους ε­να­πο­μεί­ναν­τες Έλ­λη­νες: «πᾶ­σιν Ἕλ­λη­σι τοῖς ὑ­πο­λε­λειμ­μέ­νοις».

6) Στον Πα­ρα­μυ­θη­τι­κὸν τῷ βα­σι­λεῖ Κων­σταν­τί­νω ἐ­πὶ τῇ με­τα­στά­σει τῆς δε­σποί­νης τῆς μη­τρὸς αὐ­τοῦ, Ε­λέ­νης, α­να­φέ­ρε­ται σε «ὅ­σοι(ους) τῶν Ἑλ­λή­νων ἢ Ρω­μαί­ων τοῦ πράγ­μα­τος ὕ­στε­ρον συ­ναι­σθή­σον­ται». Ταυ­τί­ζει α­νοι­κτά Βυ­ζαν­τι­νούς («Ρωμαίους») και Έλληνες, χαρακτηρί­ζει τη βα­σι­λο­μή­το­ρα «ὠ­φε­λι­μω­τά­τη τῷ κοι­νῷ τῶν Ἑλ­λή­νων» (Ά­π., τ. 1, σ. 4) και, ό­πως ση­μει­ώ­νει ο Γ. Κε­καυ­μέ­νος[8], για πρώτη φορά, το Βυ­ζάντιο α­πο­κα­λεί­ται «κοι­νό των Ελ­λή­νων».

7) Με α­φορ­μή την πα­ραί­τη­σή του α­πό το πα­τριαρχικό αξίωμα (1454/5, ἐ­πὶ τῇ ἁ­λώ­σει τῆς πό­λε­ως καὶ τῇ πα­ραι­τή­σει τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης), γρά­φει με­τα­ξύ άλ­λων για την Κπο­λη και τους κα­τοί­κους της: « …πα­τρί­δος τῷ νῦν ἑλ­λη­νι­κῷ γέ­νει μιᾶς τε καὶ κοι­νῆς (…πα­τρί­δας του ελ­λη­νι­κού έ­θνους μιας και κοι­νής) και­ …τῶν ἐν τῷ κλί­μα­τι τῷ­δε Ἑλ­λή­νων πάν­των» (Ά­π., τ. 4, σ. 211).

8) Σε δι­ά­λο­γό του, 6-7 χρό­νια με­τά την Απολογία, επαναλαμβά­νει, «Ἑλ­λάς, ἡ πρὸς ἡ­μῖν αὕ­τη καὶ ἀρ­χαί­α πα­τρὶς ἡ­μῶν»[9].

Πώς λοι­πόν ε­ξη­γεί­ται το γεγονός ό­τι ο Σχο­λά­ριος χρη­σι­μο­ποι­εί σε μί­α πε­ρί­πτω­ση τη λέ­ξη Έλ­λην α­πα­ξι­ω­τι­κά, και σε του­λά­χι­στον δε­κά­δες άλ­λες ως στοι­χεί­ο της ταυ­τό­τη­τάς του, εκ­θει­ά­ζον­τας τους Έλ­λη­νες και την ελ­λη­νι­κό­τη­τα; Μή­πως υ­πήρ­ξε κά­ποι­α «ε­ξέ­λι­ξη» στη σκέ­ψη του, με­τά την Ά­λω­ση, ό­πως υ­πο­θέ­τουν κά­ποι­οι ερευνητές; Και αυτή η εκδοχή όμως θα πρέπει να αποκλειστεί, δι­ό­τι οι θε­τι­κές α­να­φο­ρές στους Έλ­λη­νες και προ­η­γούν­ται και έ­πον­ται της Αλώσεως. Ο Γιώργος Κεκαυμέ­νος, που αναφέρεται ε­κτε­νώς στο θέ­μα, υ­πο­γραμ­μί­ζει ορ­θώς ό­τι «…η λέξη “έλληνας” την εποχή του Σχολάριου είχε δύο εντελώς αντίθετες μεταξύ τους σημασίες. Μία εθνική και μία θρησκευτική. Και ενώ η εθνική της σημασία δήλωνε τους Έλληνες, η θρησκευτική δήλωνε τους ειδωλολάτρες.[ ] Γι’ αυτό και όταν αρνείται ότι είναι έλληνας, μετά δεν διακηρύττει ότι είναι Ρωμαίος, αλλά χριστιανός, [ ] επειδή εκείνη την στιγμή χρησιμοποιεί την λέξη αποκλειστικά και μόνον με την θρησκευτική της σημασία. Ενώ, όποτε την χρησιμοποιούσε με την εθνική της σημασία, δήλωνε πάντοτε, με περισσή υπερηφάνεια, “Έλληνας”»[10]. Ε­ξάλ­λου, ο Σχολάριος δεν αποτελούσε εξαίρεση, διότι η χρή­ση του ό­ρου Έλ­λη­νας και η συνείδηση της ελληνικότητας εί­χε αρ­χί­σει να ε­πε­κτεί­νε­ται στο ύ­στε­ρο Βυ­ζάν­τιο[11].

Αυτή η συνείδηση προσλαμβάνει κάποτε διάσταση ανοικτά επαναστατική: «Ἕ­ως πό­τε πα­να­κή­ρα­τε Κό­ρη, τὸ τρι­σά­θλιον γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων ἔ­χει νὰ εὑ­ρί­σκε­ται εἰς τὰ δε­σμὰ μιᾶς ἀ­νυ­πο­φέρ­του δου­λεί­ας; Ἕ­ως πό­τε νὰ τοῦ πα­­τῇ τὸν εὐ­γε­νι­κὸν λαι­μὸν ὁ βάρ­βα­ρος Θρᾷξ;», θα αναφωνήσει ο Ηλίας Μηνιάτης – είκοσι μόλις χρονών, ο μεγάλος ιεροκήρυκας εκφώνησε το κήρυγμά του, την ημέρα του Ευαγγελισμού του 1688, στον ελληνικό ναό της Βενετίας[12].

Κατά τους πρώτους αιώνες της κατοχής, όταν η πνευματική ζωή του γένους επικεντρώνεται στη διατήρηση και την επιβεβαίωση της ιδιοπροσωπίας του, μέσα από την άμυνα εναντίον των εξισλαμισμών και της λατινικής διείσδυσης, γύρω από την Εκκλησία θα συγκεντρωθούν οι μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του. Εξάλλου, στις ευρύτερες διαστάσεις της ορθοδοξίας, της οποίας ο χώρος δράσης άρχιζε από την Ουκρανία και τη Λιθουανία και έφτανε έως την Αίγυπτο, θα στηριχθεί και μια ελληνική οικουμενικότητα, την οποία συχνά παραγνωρίζει η νεώ­τερη ιστοριογραφία και η ιστορία των ιδεών: Μελέτιος Πηγάς, Θεοφάνης Κριτόπουλος, Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, Πέτρος Μογίλας, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κύριλος Λούκαρις, ακόμα και οι φιλόσοφοι Θεόφιλος Κορυδαλλέας και Ευγένιος Βούλγαρις. Οι Φαναριώτες, οι μεγαλέμποροι και οι καραβο­κύρηδες θα έρθουν στο προσκήνιο αργότερα, από τα τέλη του 17ου αι., οι δε κοσμικοί λόγιοι μόλις στα τέλη του 18ου.

Διά της ορθοδοξίας θα αποκρουστεί ο κίνδυνος του εξισλαμισμού, θα επιβε­βαι­ωθεί η ιδιοπροσωπία του ελληνικού κόσμου έναντι των καθολικών, αλλά και των διαμαρτυρομένων, θα πραγματοποιηθούν οι πρώτες σημαντικές επαφές με τον ορθόδοξο ανατολικό χώρο, τη Ρωσία. Πατριάρχες όπως οι Ιερεμίας Β΄ Τρανός, Κύριλος Α΄ Λούκαρις,Κύριλλος Ε΄ Καράκαλος, θα προβούν σε μια συστηματική αντιπαράθεση με τον επιθετικό καθολικισμό, από τα τέλη του 16ου έως τον 18ου αι., θα έλθουν σε επαφή με τους διαμαρτυρομένους, διευκρινίζοντας σημεία επαφής και απόκλισης, τέλος, θα αναβαθμίσουν τις σχέσεις με τη ρωσική Εκκλησία, οριοθετώντας την ελληνική ιδιαιτερότητα έναντι των Οθωμανών, των Λατίνων και της Διαμαρτύρησης.

Εξάλλου, ο ελληνικός κόσμος, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτόν, αντιμετωπίζει όχι μόνο μια διπλή κατοχή –την Τουρκοκρατία και τη Φραγκοκρατία– με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πεδίο των διωγμών, της καταπίεσης, του οικονομικού εξανδραποδισμού, αλλά και μια διττή πνευματική απειλή. Η τουρκική κατοχή είναι ταυτοχρόνως και ένα διαρκές εγχείρημα επιβολής του ισλάμ, διά των εξισλαμισμών και του παιδομαζώματος, ενώ η φραγκική επιβουλή δεν περιορίζεται στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη αλλά, μέσα από την οικονομική και πνευματική διείσδυση, επιχειρεί να μεταβάλει τον ελληνικό κόσμο σε θρησκευτικό και πνευματικό παράρτημα του καθολικισμού. Η Εκκλησία, ως ο σημαντικότερος πνευματικός –και όχι μόνο– θεσμός του υπόδουλου γένους, είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έναν αδιάκοπο «διμέτωπο» αγώνα για να διασφαλίσει την ελληνική ιδιοπροσωπία.


[1] Μόνο όπου ο καθολικισμός θα ταυτιστεί με την εθνική ιδιοπροσωπία, όπως συνέβη στην Ιρ­λανδία, εκεί και θα διαδραματίσει ρόλο ανάλογο με την ορ­θο­δο­ξί­α στην Ελ­λά­δα.

[2] Παναγιώ­της Κονδύλης, «Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία απο­κάλυψη», στο Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Φιλοσοφικές Ιδέες, εκδ. Θεμέλιο, Αθή­να 1988, σσ. 89-91.

[3] Προ­σφά­τως, οι ε­ξισ­λα­μι­σθέν­τες Σέρ­βοι της Βοσ­νί­ας ήλ­θαν σε με­τω­πι­κή και α­νε­λέ­η­τη σύγ­κρου­ση με τους ορ­θό­δο­ξους Σέρ­βους, ως δι­α­φο­ρε­τι­κό έ­θνος. Ό­σο για τους Κρο­ά­τες και τους Σέρ­βους, πα­ρό­τι μι­λούν την ί­δια γλώσ­σα, η θρη­σκευ­τι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση, κα­θο­λι­κοί έναντι ορθοδόξων, άρκεσε για να τους μεταβάλει σε θανάσιμους εχθρούς.

[4] Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και οι­κο­νο­μί­α, Α. Λιβάνης, Αθήνα 1985, σσ. 138-141.

[5] Απ. Βα­κα­λό­που­λος, ΙΝΕ…,τ. Γ΄, σ. 97. Βλ. Θρή­νος ε­πί τη α­λώ­σει της Πό­λε­ως (1460): «εἶ­δον… τὴν ἐλ­πί­δαν τοῦ δυ­στή­νου τῶν Ἑλ­λή­νων λει­ψά­νου πᾶ­σαν ἀ­νη­ρη­μέ­νην ἔ­ζων ταύ­τῃ (τῇ ἐλ­πί­δι) τρε­φό­με­νος καὶ ὡς ἀν­θη­σόν­των πο­τὲ τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πλε­ο­νε­κτη­μά­των [ ] τὶς οὐχ ὁ­μο­λο­γεῖ βελ­τί­στως Ἕλ­λη­νας ἀν­θρώ­πων πάν­των γε­νέ­σθαι; [ ]καὶ νῦν οὐ­κέ­τι τὰ τῶν Ἑλ­λή­νων ὁ ἀν­θρώ­πι­νος βί­ος ἕ­ξει σε­μνά, οὐ­δὲ τὰ μνη­μεῖ­α τῆς προ­γο­νι­κῆς ἡ­μῶν ἀ­ρε­τῆς ἢ ἐ­στή­ξει, ἢ μέ­νον­τά που κα­λῶς γνω­σθή­σε­ταί τε καὶ θαυ­μα­σθή­σε­ται»: Oeuvres complètes de Georges Scholarios/ Mgr. Louis Petit, X.A. Sideridès, Martin Jugie, Παρίσι 1928-1936, τ. 4, σ. 220 (Ά­παν­τα Σχο­λά­ριου).

[6] Άπαντα, Παρίσι 1930, τ. 3, 2. σ. 253.

[7] Γιάννης Ταχόπουλος, http://www.portaaurea.gr/

[8]  Γ. Κεκαυμένος, «Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό Έθνος», ΝΛΕ, τχ. 11, 2015.

[9] Βλ. Athanasios D. Angelou, «Who am I?’ ScholariosAnswer and the Hellenic Identity», στο, C. Constantinides (επιμ.), Philhellene: Studies in Honour of Robert Browning, ΕΙΒΜΣB, 1996· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 96, 97.

[10] Βλ. Γ. Κεκαυμένος, «Ο Γεν­νά­διος…», ό.π.,σ.169.

[11] Βλ. ΓΚ ΙV,σσ. 49-61.

[12] Ηλίας Μηνιάτης, «Λόγος πανηγυρικός εις τον Ευ­αγ­γελισμόν της Θε­ο­τό­κου Μαρίας», Διδαχαί, Βε­νε­τί­α 1717. Μ. Πε­ράν­θης, Ελληνική Πεζογραφία, 1453 έως σήμερα, τ. Α΄, α.χ. σ. 574.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ