Αρχική » Εχθρός εντός των τειχών – O Λοιμός στην Αθήνα του Περικλή

Εχθρός εντός των τειχών – O Λοιμός στην Αθήνα του Περικλή

από Άρδην - Ρήξη

Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς, ο οποίος θεωρείται πως αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών

Πόλη-κράτος των Αθηνών. Μάιος 430 π.Χ.

Απόσπασμα από το βιβλίο του ιατρού Παναγιώτη Χούπα, Αόρατοι εχθροί: Λοιμώξεις, επιδημίες & πανδημίες, που κυλλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις

«Ακόμη και άνθρωποι σε πλήρη υγεία, ξαφνικά εμφάνιζαν ισχυρό πονοκέφαλο και πυρετό. Τα μάτια τους κοκκίνιζαν και έκαιγαν. Η γλώσσα και ο φάρυγγας γίνονταν κατακόκκινα και η αναπνοή αφύσικη και δύσοσμη. Ακολουθούσαν φταρνίσματα και βραχνάδα και μετά από λίγο προσβαλλόταν το στήθος, με έντονο βήχα. Όταν κατέβαινε στο στομάχι προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση και εμετούς κάθε είδους, με περαιτέρω επιβάρυνση. Οι περισσότεροι είχαν λόξυγγα με έντονο σπασμό, άλλοι σύντομο, άλλοι πολύ παρατεταμένο.

Το σώμα εξωτερικά δεν ήταν ούτε ζεστό, ούτε κίτρινο, παρά μόνο ελαφρώς κόκκινο ή ωχρό, με μικρές φουσκάλες και πληγές. Εσωτερικά όμως υπήρχε τόσο κάψιμο, που ακόμα και ελαφρά ρούχα ή σεντόνια δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτά και οι άρρωστοι προτιμούσαν να μένουν γυμνοί, επιζητώντας να ρίχνονται σε κρύο νερό. Πολλοί μάλιστα από εκείνους που δεν επέβλεπε κανείς, έκαναν ακριβώς αυτό: έπεφταν σε στέρνες, αφού η δίψα τους δεν έσβηνε όσο και αν έπιναν. Καμία ανάπαυση δεν μπορούσαν να βρουν και βασανίζονταν από αϋπνία.

Για όσο η αρρώστια βρισκόταν στη μεγαλύτερή της ένταση, το σώμα παραδόξως άντεχε την ταλαιπωρία και δεν κατέρρεε. Έτσι, οι περισσότεροι πέθαιναν μεταξύ της έβδομης και της ένατης ημέρας υψηλού πυρετού και ενώ είχαν ακόμη δυνάμεις. Σε ορισμένους που κατάφερναν να ξεπεράσουν αυτό το στάδιο, η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά προκαλώντας έλκη και ακατάσχετη διάρροια, οπότε ακολουθούσε θάνατος από εξάντληση.

Η αρρώστια λοιπόν διέτρεχε όλο το σώμα, αρχίζοντας από το κεφάλι και κατεβαίνοντας. Αν κανείς άντεχε, μπορούσε να φτάσει στα γεννητικά όργανα ή τα άκρα του, όπου άφηνε τα σημάδια της. Ορισμένοι σώθηκαν αφού ακρωτηριάστηκαν ή έμειναν τυφλοί. Άλλοι ανέρρωσαν, αλλά έπαθαν αμνησία: δεν ήξεραν ποιοι ήταν, ούτε αναγνώριζαν τους δικούς τους».

Η πληρέστατη αυτή παρουσίαση ανήκει στον αρχαίο ημών Θουκυδίδη και είναι γραμμένη στις Ιστορίες του1, αμέσως μετά τον «Επιτάφιο του Περικλέους». Έτσι περιγράφει τη συμπτωματολογία της επιδημικής θανατηφόρας νόσου που χτύπησε την Πόλη των Αθηνών στο τέλος της άνοιξης του 430 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ. – 404 π.Χ.), η οποία έμεινε στην ιστορία ως ο «Λοιμός των Αθηνών».2

Ο λοιμός, μαζί με τον πόλεμο, ουσιαστικά διέλυσε την κορυφαία πόλη-κράτος της αρχαιότητας, θέτοντας τέλος σε μια πολιτική και πολιτιστική ακμή απαράμιλλου ύψους. Ιδιαίτερα αποκαρδιωτική ήταν η απώλεια από τη νόσο του ίδιου του Περικλή (429 π.Χ.).

Ο Θουκυδίδης (κατά προσέγγιση 460 π.Χ. – 399 π.Χ.), Αθηναίος στρατιωτικός και ιστορικός, κατά ευτυχή συγκυρία επιζήσας παρότι προσεβλήθη και ο ίδιος, αν και αναφέρει ρητώς τον λόγο για τον οποίο προβαίνει σε λεπτομερή περιγραφή της νόσου (για μελλοντική χρήση από όσους κληθούν, ίσως, να την αντιμετωπίσουν και πάλι), παρέχει και υπερπολύτιμες πληροφορίες επιδημιολογικού ενδιαφέροντος.

Αναφέρει ότι παρόμοιες μεταδοτικές νόσοι είχαν βεβαίως πλήξει άλλες περιοχές στο παρελθόν («περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις»), σε καμία όμως δεν είχε παρατηρηθεί τόσο ταχεία εξέλιξη, τόσο εκτεταμένη διασπορά, τόσο μεγάλος φόρος σε ανθρώπινες ζωές («οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι»).

Σύμφωνα με την πληροφόρηση που είχε, η νόσος ξεκίνησε από την Αφρική («ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη»), ήταν δε προφανές ότι στην Αθήνα εισήλθε από θαλάσσης, από τον Πειραιά («τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων»), για να θεωρηθεί αρχικά ως δολιοφθορά, αφού οι πρώτες φήμες που είχαν διαδοθεί υποστήριζαν ότι οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους είχαν δηλητηριάσει τις δεξαμενές νερού («ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα»).

Παρέχει αμέσως βασικό στοιχείο υπέρ της μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο αφού, όπως λέει, στα πρώτα θύματα περιλαμβάνονταν οι γιατροί που προσπαθούσαν ματαίως να βοηθήσουν τους πάσχοντες, μη γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο («οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν»).

Πιθανολογεί μετάδοση από τον άνθρωπο σε ζώα, τονίζοντας ότι παρόλο που πολλά πτώματα παρέμεναν για μέρες άταφα σε κοινή θέα, τα πτωματοφάγα ζώα (π.χ. όρνεα ή σκυλιά) δεν τα πλησίαζαν ή, αν τα έτρωγαν, πέθαιναν («τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο»).

Παρατηρεί, οξυδερκώς, ότι την κατάσταση επιδείνωνε ο συνωστισμός εντός των τειχών της πόλης («Ἐπίεσε δ᾽ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ»), αφού υπήρχε συνεχής φυγή του πληθυσμού από την αττική ύπαιθρο λόγω της εισβολής των Σπαρτιατών σε αυτή. Παρατηρεί επίσης ότι, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η επιδημία, οι άλλες εποχικές νόσοι είχαν εξαφανιστεί και, αν εμφανιζόταν κάποια, ο ασθενής πάλι από τον λοιμό κατέληγε («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα»). Τονίζει, όλως ιδιαιτέρως, ότι η νόσος άφηνε ανοσία σε όποιον είχε την τύχη να αναρρώσει πλήρως και δεν χτυπούσε δεύτερη φορά τον ίδιο άνθρωπο, ή, κι αν τον χτυπούσε, η δεύτερη νόσηση δεν ήταν θανατηφόρα («δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν»).

Αλλά και η ψυχολογικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος περιγραφή του Θουκυδίδη είναι εξίσου εντυπωσιακή. Φιλονικίες ξέσπασαν («ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις»), οι επικλήσεις σε ανώτερες δυνάμεις απέτυχαν («ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν»), κατάθλιψη και αίσθηση ματαιότητας εμφανίστηκαν («δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων»), η απομόνωση πήρε τη θέση τής αλληλεγγύης («μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος»), τα δάκρυα στέρεψαν και τα μοιρολόγια έπαψαν («τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι»), αδιαφορία επικράτησε που δεν άφησε ανέγγιχτα ούτε τα όσια και τα ιερά («ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως»).

Ιδιαίτερα σοκαριστική είναι η περιγραφή από τον Θουκυδίδη της απανθρωποποίησης στην οποία περιήλθαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Νέο νόσημα, αυτό της ανομίας, αναδύθηκε («Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα»), αφού κανείς δεν πίστευε πως θα γλύτωνε ώστε να λογοδοτήσει ή να τιμωρηθεί για τις πράξεις του («τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι»), ηθικός ξεπεσμός κυριάρχησε («ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν»), η εφήμερη ηδονή και το άμεσο κέρδος κατάντησαν να θεωρούνται καλά και χρήσιμα («ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη»). Πολύ χαρακτηριστική της ηθικής νέκρωσης που είχε επέλθει ήταν η ασέβεια προς τους άλλους νεκρούς: ορισμένοι έριχναν τις σορούς των δικών τους ανθρώπων πάνω σε πυρές που είχαν ετοιμαστεί για άλλους νεκρούς και έβαζαν φωτιά στα ξύλα ή, ακόμη χειρότερα, εναπέθεταν και τον δικό τους νεκρό πάνω στον ήδη καιγόμενο ξένο νεκρό και έφευγαν γρήγορα («ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν»).

Αυτός λοιπόν ήταν ο λοιμός, ο οποίος χτύπησε την αρχαία Αθήνα σε τρία κύματα, μεταξύ της άνοιξης του 430 π.Χ. και του χειμώνα του 427-426 π.Χ., με αποτέλεσμα περίπου 75.000 έως 100.000 θανάτους επί πληθυσμού περίπου 300.000 κατοίκων.

Παρά τη λεπτομερή περιγραφή του Θουκυδίδη, κανείς δεν μπορεί να πει ακόμη και σήμερα με βεβαιότητα ποιο ακριβώς ήταν το υπεύθυνο για αυτήν τη λαίλαπα μικρόβιο. Ούτε η συμπτωματολογία ούτε τα επιδημιολογικά στοιχεία ταιριάζουν ακριβώς σε κάποιο από τα γνωστά σύγχρονα λοιμώδη νοσήματα. Κατά καιρούς διάφοροι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων διαπρεπείς πανεπιστημιακοί και έμπειροι κλινικοί γιατροί, έχουν ενοχοποιήσει διάφορες νόσους όπως πανώλη, ευλογιά, ιλαρά, επιδημικό τύφο, τυφοειδή πυρετό, λοίμωξη από τον ιό Εμπόλα κ.ά., καμία όμως εξήγηση δεν είναι 100% ικανοποιητική, παρά τους κατά καιρούς σαγηνευτικούς ή ενθουσιώδεις τίτλους των σχετικών άρθρων τού ενημερωτικού Τύπου.

Όλοι βεβαίως φαίνεται να συμφωνούν ότι το ένοχο μικρόβιο πιθανότατα εξαφανίστηκε ή εξελίχθηκε σε κάποια διαφορετική μορφή, που επιβιώνει με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά ως τις μέρες μας, και ότι το διαχρονικό αίνιγμα της ταυτοποίησής του μάλλον θα παραμείνει άλυτο.

Ωστόσο, σκόπιμη θα ήταν μια έστω και σύντομη ανάλυση για το πιθανό αίτιο του λοιμού, συνοδευόμενη από μια αναπόφευκτη καλόπιστη κριτική προς ορισμένες αυθεντίες, οι οποίες σε κατά καιρούς παρεμβάσεις τους υπό το περιορισμένο οπτικό πεδίο της ειδικότητάς τους, φαίνεται να αγνοούν βασικές αρχές την ιατρικής διαγνωστικής τέχνης και γενικότερα της μάχιμης ιατρικής.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ