Αρχική » Η κληρονομιά του Αλέξανδρου

Η κληρονομιά του Αλέξανδρου

από Άρδην - Ρήξη

Παπαϊωάννου, Κ. (2013), Η κληρονομιά του Αλέξανδρου. (μτφρ. Χ. Σταματοπούλου), Εναλλακτικές Εκδόσεις, 17-21.

Έξι αιώνες μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ένας Έλληνας από την Αίγυπτο, παίρνοντας το όνομα του Καλλισθένη, του συντρόφου του μεγάλου Μακεδόνα, συγκέντρωσε σε μια ενιαία αφήγηση όλους τους θρύλους που το όνομα του Αλεξάνδρου είχε απελευθερώσει στην ελληνιστική Ανατολή, μεταμορφώνοντας τον κατακτητή της Ασίας σε ένα είδος μάγου που έβγαινε από τις Χίλιες και μια νύχτες.

Η χωρίς προηγούμενο διάδοση του μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη δείχνει καθαρά την τεράστια εντύπωση που προκάλεσε σε όλο τον κόσμο η μορφή του Αλεξάνδρου. Μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ιούλιο Βαλέριου (4ος αιώνας) και εκείνης του Λέοντα (Νάπολη, 10ος αιώνας) Το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, συμπληρωμένο με τις μυθοπλασίες της Historia de Proeliis και της Επιστολής του Αλεξάνδρου στον Αριστοτέλη, έγινε γνωστό σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και αναπαράχθηκε σε πολλές γλώσσες, φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία. Παρομοίως, και οι ανατολικοί λαοί μετέγραψαν στις γλώσσες τους την αφήγηση του ψευδο-Καλλισθένη, εμπλουτίζοντάς την με παραλλαγές που ο αλεξανδρινός μύθος είχε γεννήσει στην Ανατολή. Έτσι για τους Αιγυπτίους, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο γιος του τελευταίου Φαραώ, Νεκτανεβώ Β΄, ενώ οι Πέρσες Φιρντουζί (10ος αι.) και Νιζαμί (12ος αι.) τον είχαν μεταβάλει σε απόγονο του οίκου των Αχαιμενιδών, δηλαδή σε εθνικό ήρωα του Ιράν. Υιοθετημένος από την εσχατολογική ιουδαϊκή φιλολογία, ο Αλέξανδρος είναι επίσης παρών στο Κοράνι, όπου αναφέρεται ως Ισκαντέρ Δουλ-Καρνεΐν («Αλέξανδρος Δικέρατος»), σε ανάμνηση του γιου του θεού Άμμωνα, που ήταν στολισμένος με δύο κέρατα του πατέρα του. Ανάλογα χαρακτηριστικά βρίσκουμε στις αναρίθμητες μεταφράσεις του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, στη συριακή, αρμενική, κοπτική, αιθιοπική, τουρκική, μαλαϊκή, σιαμέζικη και λοιπές γλώσσες. Ακόμα και σήμερα, οι οικογένειες των ευγενών του Μπαντακσάν, στις υπώρειες του Ιντοκούς, ισχυρίζονται πως κατάγονται από τον Αλέξανδρο, ενώ οι Καφίρ των ορέων του Νουριστάν θεωρούν πως είναι απόγονοι των στρατηγών και των στρατιωτών του. Παρομοίως ο πρόεδρος Σουκάρνο -αλλά και οι παλαιοί Ολλανδοί κυβενήττες- είχαν μεταμορφωθεί από τους κατοίκους της Ιάβας σε απογόνους του μεγάλου Ισκαντέρ Αγκούγκ…

[…]

Στο βάθος αυτής της οικουμενικής ονειροφαντασίας βρίσκεται ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός: αν ο Αλέξανδρος κατέστη ο μοναδικός, κοινός σε Ανατολή και Δύση, ήρωας, αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος που δημιούργησε εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη διεθνή κοινότητα που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης.

Η ελληνιστική κοινή

Αυτή η κοινή προδιαγράφηκε με τους γάμους που γιορτάστηκαν στα Σούσα, όταν ο Αλέξανδρος και ενενήντα από τους πιο στενούς συντρόφους του παντρεύτηκαν τις πιο ευγενείς νύφες του Ιράν, και επιβλήθηκε πανηγυρικά την ημερά της προσευχής στον Άπι, όπου ο κατακτητής -ήδη Φαραώ της Αιγύπτου, γιος του Άμμωνα-Δία και κληρονόμος του Βασιλέα των Βασιλέων- ευχήθηκε στους Πέρσες και στους Έλληνες «ευημερία και ομόνοια, μέσα από την κοινότητα της εξουσίας». Οι αναρίθμητες πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του θα αποτελούσαν σύντομα το θέατρο αυτής της πρώτης σύμμειξης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση.

Ήδη, ενώ ζούσε ο Αλέξανδρος, μέσα σε λίγα χρόνια, ιδρύθηκαν εβδομήντα Αλεξάνδρειες: Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οικονομικά κυρίαρχη και πολιτιστικά πρωτεύουσα του ελληνιστικού κόσμου˙ η Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούν), στη βόρεια Συρία, στο σημείο που καταλήγει η οδός του Άνω Ευφράτη˙ η Αλεξάνδρεια-λιμήν στο Δέλτα του Ινδού˙ η Αλεξάνδρεια των Παρικανίων, στο Βελουχιστάν, στον δρόμο των καραβανιών, από τα Σούσα στις Ινδιές˙ στην κεντρική Ασία, μια σειρά από πόλεις-κλειδιά: Χεράτη, Κανταχάρ, Γκαζνί˙ τέλος, τρεις Αλεξάνδρειες στα ακρότατα σημεία της αυτοκρατορίας: η Αλεξάνδρεια-Καπίτσα, στον δρόμο του Πεσαβάρ, που έλεγχε τα περάσματα του Ιντοκούς, η Αλεξάνδρεια-Χοτζάντ, πάνω στον Ιαξάρτη (Συρ-Νταριά), στραμμένη προς την μακρινή Κίνα, και η Τρίτη, η Αλεξάνδρεια-Μερβ, το τελευταίο φυλάκιο απέναντι στους νομάδες του Βορρά.

[…]

Σε αυτές τις πόλεις κατέπεσαν οι παραδοσιακοί φραγμοί που χώριζαν την Ευρώπη από την Ασία. Έτσι, εκατό χρόνια περίπου μετά τον Αλέξανδρο, ο μεγάλος σοφός Ερατοσθένης επέκρινε αυτούς που, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, χώριζαν τους ανθρώπους σε Έλληνες και Βαρβάρους και ζητούσε να τους διακρίνουν μάλλον σύμφωνα με τον τρόπο του Αλέξανδρου, δηλαδή σύμφωνα με τις ηθικές και πνευματικές τους ιδιότητες και πνευματικές τους ιδιότητες, σε καλούς και κακούς, γιατί, όπως έλεγε, «ακόμα και ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονται πολλοί κακοί άνθρωποι, ενώ ανάμεσα στους Βαρβάρους υπάρχουν άνθρωποι με υψηλό πολιτισμό όπως οι Ινδοί και οι Άριοι (Ιρανοί)˙ και άλλοι, όπως οι Ρωμαίοι και οι Καρχηδόνιοι που είναι αξιοθαύμαστοι για τα πολιτικά τους χαρίσματα». Αυτόν τον οικουμενισμό εξέφραζε και ο Ζήνων, ο θεμελιωτής του Στωικισμού, όταν σκιαγραφούσε το όραμα ενός κόσμου που μοιάζει με μια μεγάλη ενιαία πόλη η οποία υπακούει σε έναν ενιαίο θεϊκό νόμο.

Η ελληνική γλώσσα αποτέλεσε το όχημα αυτού του μοναδικού κοσμοπολίτικου πολιτισμού. Ήδη από τη δεύτερη γενεά μετά τον Αλέξανδρο, εμφανίζονται επιφανείς Ανατολίτες, τόσο απόλυτα εξελληνισμένοι που θεωρούταν σήμερα Έλληνες συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο Βηρωσσός, ιερέας του Μαρδούχ στη Βαβυλώνα που αφιέρωσε στον Αντίοχο Α΄, ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά, πάνω στην ιστορία των σουμεριανών αρχαιοτήτων, ή ο Μανέθων, Αιγύπτιος ιερέας που συνέθεσε στα ελληνικά μια ιστορία των Φαραώ, με τη βοήθεια των παραδόσεων που είχαν διατηρηθεί στους ναούς.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ