Φώτης Κόντογλου, Ο Βορέας αρπάζων την Ωρίθειαν παρά τον Ιλισσόν, 63,5 × 92 εκ. (1938)
του Δημήτρη Κοσμόπουλου από το Άρδην τ. 128
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὰ ὅρια τῆς φωνῆς – Δοκίμια γιὰ τὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία, ἐκδόσεις Κέδρος, Άθήνα 2006
Τα σαραντάχρονα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Φώτη Κόντογλου ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἔφεραν τὸ καταλάγιασμα ποὺ ἔρχεται συνήθως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε τὸ ἔργο του νὰ μελετᾶται μὲ τὴ νηφαλιότητα τὴν ὁποία χαρίζει ἡ ἄμβλυνση τῶν ἀγκυλώσεων. Ὁ Κόντογλου παραμένει ἰδιόρρυθμος σκανδαλοποιός, καὶ ἄλλους τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ τὸν παρακάμπτουν ὡς δευτερεύουσα περίπτωση – μιλῶ γιὰ ἐκείνους ποὺ διαμορφώνουν τὶς κρίσεις τους μὲ βάση τὶς αἰσθητικές τους πεποιθήσεις, ἄρα καὶ τὶς ἰδεολογικές τους «ἀρχές». Ἄλλους πάλι, τοὺς «ἀναπαύει» –γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἔκφραση τοῦ συρμοῦ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν – ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς καὶ ὑπερμάχους μιᾶς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικότητας, τοποθετούμενος μέσα σὲ μιὰ «short-list (sic) ὀνομάτων, τὰ ὁποῖα περισσότερο τὰ ἐπικαλοῦνται σὰν ἕνα εἶδος «κομματικῶν» συγγραφέων καὶ δημιουργῶν, κατὰ κανόνα ἀγνοῶντας βροντωδῶς τὸ βάθος τοῦ ἔργου τους. Προφανῶς καὶ στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἰδεολογικὲς προκαταλήψεις, κακοῦ μάλιστα τύπου. Τέλος ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ποὺ ἀντιδρώντας στὰ καθεστῶτα ρητορεύματα, ἀναζητοῦν μίαν ἄσαρκη, σχεδὸν μονοφυσιτικὴ καθαρότητα καί, ἐνοχλούμενοι ἀπὸ ἀμυντικὲς –καὶ προπάντων ἀρκετὰ εὔλογες στὸν καιρὸ τους– ἐμμονὲς τοῦ μαστρο-Φώτη, συλλήβδην τὸν πετᾶνε στὰ σκουπίδια ἢ στὴν πυρά. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἐννοήσουνε ὅτι στὸ ὄνομα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντικότητας», τὴν ὁποία αὐτοκλήτως ἔχουν ταχθεῖ νὰ φανερώνουν, περιπίπτουν σὲ μία νέου τύπου ἰδεολογικὴ καθαρότητα, μὲ συντεταγμένες ἐξίσου ἀμβλυωπικές. Δὲν ἀντιλαμβάνονται πὼς οἱ ἐσχατολογικὲς ἀναφορὲς δὲν σημαίνουν αὐτομάτως τὴν ἄρνηση τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἱστορικῆς σάρκας. Συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐσχατολογίας.
Στὸν Κόντογλου, ὅμως, συμβαίνει ὅ,τι γίνεται μὲ τοὺς ἀληθινὰ ξεχωριστοὺς δημιουργούς.
Εἶναι, δηλαδή, τὸ ἔργο τους (καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸ ἔργο τους) στοίχημα διαρκοῦς ἀνακαλύψεως. Καί, ὅπως οἱ ὠσμώσεις καὶ οἱ ἀλληλοτροφοδοσίες ἀποτελοῦν ὅρο δημιουργικῆς προκοπῆς, ἔτσι καὶ στὴ νεώτερη Τέχνη μας, τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι πού, πέρα ἀπὸ τὴν προσωπική τους στάση ἢ πεποίθηση, ἐκτίμησαν τὸν ἀέρα τῆς γραφίδας ἢ τοῦ χρωστήρα τοῦ Κόντογλου, ἐνθουσιάστηκαν καὶ ἐπηρεάστηκαν – ἀποδεικνύοντας πὼς στὴν Τέχνη ὑπερβαίνονται οἱ προκαταλήψεις καὶ γκρεμίζονται οἱ πρόσκαιροι ἐπιμερισμοὶ πού, ἑκάστοτε, ταλανίζουν τὸ κοινωνικό μας σῶμα.
Ἀλλὰ γιατί ὁ Κόντογλου εἶναι ἰδιόρρυθμη περίπτωση; Μά, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, διότι στὴ φθίνουσα ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται, μοναχικὸς καὶ ἀπαρόμοιαστος ἐν σχέσει πρὸς τὸ γενικὸ κλῖμα, τὸ ἀπολύτως μεταβατικὸ –μιλῶ γιὰ τὸ κλῖμα τοῦ Μεσοπολέμου–, ἔρχεται σὰν θυελλώδης ἄνεμος καὶ ἀναποδογυρίζει τὰ κυρίαρχα μοτίβα. Ἡ ἰδιοτυπία τοῦ Πέδρο Καζᾶς, ποὺ ἐκδίδεται στὰ 1920, φέρνει φρέσκο νερό, ἀπὸ ἄλλα χώματα βγαλμένο. Αὐτὸ τὸ ἔνιωσαν ἀμέσως πολλοί. Ὁ Δασκαλάκης, ὁ Αὐγέρης, ὁ Ἀλεξίου, ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε:
Μιὰ πόρτα ἀνατολίτικη ἄνοιξε στὴ μίζερη, μικρόπνοη, μικροῦ χώρου λογοτεχνία μας καὶ μπῆκε μία μεγάλη ἀναπνοή.
Τὸ 1924 ἔρχεται ἡ Βασάντα (καὶ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σημαίνει Ἄνοιξη στὰ σανσκριτικά). Τὸ 1928, τὰ Ταξείδια, ἀγαπημένο βιβλίο τοῦ μαθητῆ του Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Πέδρο Καζᾶς ξεκινᾶ μὲ τὸν ἑξῆς ὑπότιτλο:
Ἡ πρωτάκουστη ἱστορία τοῦ Σπανιόλου κουρσάρου ὁ ὁποῖος ἢ ἔζησε τριακόσια χρόνια ἢ γύρισε ἀπὸ τὸν Ἅδη. Τυπωμένη ἀπὸ ἕνα παράξενο Πορτουγέζικο χειρόγραφο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Φώτη Κόντογλου στὸ Ὀπόρτο.
Ἐνῶ ἡ Βασάντα ἐκδίδεται «μὲ ζωγραφιὲς καὶ μὲ πλουμίδια ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ συγγραφέα», ἀφιερώνεται στὸν Στρατῆ Δούκα, καὶ ὁ πρόλογός της εἶναι γραμμένος στὶς 2 Ἰουνίου τοῦ 1929, στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὴ δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ, βρίσκουμε τὶς πρῶτες σπουδαῖες περιγραφὲς τοῦ ἁγιορείτικου χώρου, ἀλλὰ καὶ τὶς δοκιμὲς γιὰ μετάφραση ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, μὲ ἕναν τρόπο καὶ μίαν ἰδιόλεκτο ὑποδειγματικὰ προκλητικοὺς γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀποδόσεως Ἱερῶν κειμένων.
Τὴ νύχτα κάθουμαι στὸ παραθυράκι μου καὶ βλέπω τ’ ἄστρα ποὺ ἀγρυπνοῦν. μία οὐράνια δροσιὰ στάζει μέσα μου. Ὁ νοῦς μου ξεκουράζεται ἀκουμπώντας σὲ Σένα. Ἀκούγω τὸ γλυκὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς Σου ἀπὸ χιλιάδες μίλια. μοῦ φαίνεται πὼς κρατᾶ τὸ ρυθμὸ τοῦ Σύμπαντος.
Παραθέτω ἐπίτηδες τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο στὴ Βασάντα, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ αὐτονόητο, ὡς πρὸς τὸν κόσμο τοῦ Κόντογλου, ἐκείνης τῆς περιόδου. Καὶ τοῦτο γιατί πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τὶς ριζικὰ διαφορετικὲς ἕως ἀντίρροπες περιόδους στὴν λογοτεχνική του δημιουργία. Θέλω νὰ πῶ ὅτι τὰ ἴχνη τοῦ κόσμου του τὰ ἔχει ὁ Κόντογλου σπαρμένα μέσα του ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Βεβαίως, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ξεκαθαρίζει περισσότερο τὸ τοπίο. Φυσᾶ πάντοτε ὁ ἴδιος φοβερὸς ἀέρας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποχτοῦν ψηλαφητὴ ὑπόσταση οἱ ἴδιες θάλασσες καὶ οἱ φοβεροὶ φονιᾶδες, καὶ οἱ κουρσάροι ἔρχονται σιγὰ σιγὰ νὰ δέσουν μέσα στὰ ἴδια στέρεα πρόσωπα μὲ τὸν βαθύτερο καὶ ἀληθινὸ ἑαυτό τους. Μὲ τοὺς μετανοημένους, τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Νεομάρτυρες. Γιατί τὸ ὕφος τοῦ Κόντογλου βγαίνει ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ ἀπαρχῆς ἴσαμε τὸ τέλος καὶ διαθέτει μία θαυμαστή, σχεδὸν ὑλικὴ ἑνότητα. Οἱ «ἥρωές» του εἶναι ἄνθρωποι. Μὲ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει. Μὲ ἀδυναμίες, πάθη ἀλλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἁγιότητα. Γράφει στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του Φημισμένοι ἄντρες καὶ λησμονημένοι, ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1942 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἀετός»:
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶνε ἀνακατεμένο τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ὅπως εἶνε στὸν κόσμο, ὅπου περισσεύει τὸ κακό.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὖνε γραμμένοι ἐδῶ μέσα εἶνε κακοῦργοι καὶ ληστές, ἀλλά, ὅπως γίνεται συχνά, νὰ πηγαίνει τὸ καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό, ἔτσι κ’ ἡ ζωὴ αὐτουνῶν τῶν ἀνθρώπων ἔχει κάτι τὶς τὸ ἀσυνήθιστο καὶ φχάριστο, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὸ περιφρονᾶ ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Ἂν βγάλεις κατὰ μέρος τὰ γεννημένα τέρατα, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤτανε πλάσματα κατατρεγμένα καὶ βασανισμένα, ποὺ κάνουν ὅ,τι κάνανε γιὰ νὰ πολεμήσουνε τὴν ἀδικία, κατὰ τὴν δική τους ἰδέα.
Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, γιὰ νὰ δείξει πὼς ὁ Θεὸς πονᾶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, δὲν τοὺς καταφρονᾶ, ὅπως κάνουνε οἱ ἐγωιστές, τ’ ἀδέρφια τους. Γι’ αὐτὸ εἶπε καὶ στὸν ἕναν ποὺ μετάνοιωσε: «Σήμερα θἆσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο».
Ἕνα τροπάρι λέγει πὼς ὁ Σταυρὸς στήθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, σὰν νά τανε ἡ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης. «Ἐν μέσῳ δυὸ ληστῶν, ζυγὸς δικαιοσύνης, εὑρέθη ὁ Σταυρός Σου».
Θυμᾶμαι ἐδῶ τὴν διατύπωση τοῦ σπουδαίου μας ποιητῆ, τοῦ Ν.Δ. Καρούζου, γραμμένη στὸ περιοδικὸ Σύνορο, στὰ 1965:
Ὅλα του, καὶ ζωγραφικὴ καὶ λογοτεχνία, καὶ ἄρθρα καὶ ἱερεμιάδες, φυτρώνουν ἄγρια κι ἀνόθευτα μὲ μοναχὴ τους ρίζα τὴν Ὀρθοδοξία.
Κι ὁ «Πέδρο Καζᾶς» ἀκόμη, ὀρθόδοξος εἶναι. Καὶ τὸ Ροβινσώνα Κροῦσο σὰν ὀρθόδοξο τὸν ἔβλεπε ὁ Κόντογλου. Κι ὅ,τι θαύμαζε, ὀρθόδοξα τὸ ζοῦσε καὶ τὸ φανέρωνε.