Της Χαρίκλειας Τσοκανή, επ. Καθηγήτριας Παντείου Πανεπιστημίου από το Άρδην τ. 129
Στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ελικώνος, κοντά στα χωριά Θεσπιές και Άσκρη του νομού Βοιωτίας, εκτείνεται μία περιοχή, η ταυτότητα της οποίας έχει σφραγισθεί πολιτισμικά από μια μακρόχρονη αγωνιστική καλλιτεχνική δραστηριότητα. Σ’ αυτόν τον τόπο, στη θέση όπου υπήρχε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. το ιερό άλσος των Μουσών, καθιερώθηκαν αργότερα και θεσμοθετήθηκαν, στο τέλος του 3ο αιώνα προ Χριστού, μουσικοποιητικοί αγώνες με την επωνυμία Μούσεια ή Μουσεία[1].
Στον ευρύτερο αυτό βιογεωγραφικό χώρο βρίσκεται ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Στο εσωτερικό του ναΐσκου, ο επισκέπτης συναντά έναν υποβλητικό αρχαίο κίονα εν είδει υποστηλώματος του μικρού οικήματος. Καθ’ όλον το ύψος και περιμετρικά του κίονος είναι χαραγμένα τα ονόματα αρχαίων αθλητών που διακρίθηκαν στους μουσικούς αγώνες, οι οποίοι ετελούντο στο εντός της κοιλάδας θέατρο των Μουσών.
Για τον πεπαιδευμένο περιηγητή μπορεί να μην αποτελεί έκπληξη η συνύπαρξη οικοδομικών υλικών αντλημένων από αρχαία ιερά και τοποθετημένων σε χριστιανικούς ναούς, καθώς ήταν συνηθισμένη πρακτική να οικοδομούνται οι ναοί με δάνεια τέτοιων υλικών, αφού συχνά, μάλιστα, εγείρονταν αυτοί στα ερείπια των αρχαίων ιερών. Τέτοιος ήταν και ο ναός της Αγίας Τριάδος που είχε κτιστεί επάνω στα θεμέλια του ιερού των Μουσών. Για τον λόγο αυτό, η τοποθέτηση του κίονος σε θέση στυλοβάτη του ναΐσκου του αγίου Νικολάου αποκτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία, θεωρούμενη διαμέσου της ιστορίας του τόπου.
Ιδωμένος με το βλέμμα ενός ευαίσθητου παρατηρητή, ο ανάγλυφος αυτός κίων μοιάζει να αποκτά ζωτικές δυνάμεις, να εμψυχώνεται και, αποκτώντας φωνή, να καλεί έναν-έναν, με το όνομά τους, τούς καταγεγραμμένους επάνω του, άλλοτε πρωτεύσαντες, αθλητές.
Η μαρμάρινη αυτή στήλη θα μπορούσε να ζωντανέψει ακόμη και στα μάτια του αμύητου, αλλά ανοιχτού στα σήματα που στέλνει ο χώρος, θεατή, εάν εκείνος έστρεφε το βλέμμα του προς την κορυφή τού Ελικώνος και ατένιζε με προσοχή το οξύρυγχο άκρο του να προβάλλει μέσα από την αχλύ των νεφών. Θα έβλεπε τότε με τη φαντασία του, όπως ο ποιητής Ησίοδος, τις Μούσες να του νεύουν για να τις πλησιάσει και να λάβει το μήνυμα ενός ευγενούς αγώνος: την ιδανική μορφή του ευ αγωνίζεσθαι που συντελείται στον στίβο των καλλιτεχνικών αθλημάτων.
Πρόκειται για τον αγώνα που υπέδειξαν οι ίδιες οι Μούσες αμιλλώμενες στον χορό και το τραγούδι, κάνοντας την κοιλάδα, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Ζαγαρά, να δονείται αρμονικά από την τραγουδιστική καλλιφωνία τους και τις ελαφροπάτητες χορευτικές κινήσεις τους με τις οποίες έστησαν το ιερό του Διός.
Στη γόνιμη ησιόδεια φαντασία οφείλουμε, λοιπόν, τη μεταφορά των Πιερίδων Μουσών από τον επιβλητικό Όλυμπο στον πολύπτυχο Ελικώνα[2]. Έτσι, οι παλαιότερες Μούσες μετετράπησαν, από δυνάμεις που εκπροσωπούσαν το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, σε διακεκριμένες ιέρειες της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Από την εποχή του Ησιόδου, οι Μούσες καθίστανται οντότητες των οποίων η δράση φαίνεται να ταυτίζεται περισσότερο με εκείνη των Νυμφών και των κατοπινών Νεράιδων, παρά με αυτή των ομωνύμων προγόνων τους. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της μετοίκησής τους, οι Ελικωνιάδες Μούσες εμφανίζονται με διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα των Ομηρικών. Αντί να προστρέχουν ως εγγυήτριες δυνάμεις, ως αγαθοεργοί σύμβουλοι στον ποιητή που τις επικαλείται, όπως οι Μούσες του Ομήρου, διακρίνονται από μια ιδιάζουσα, σχεδόν απρόβλεπτη συμπεριφορά σε σχέση με τις Ομηρικές. Τα παλαιά γνώριμα χαρακτηριστικά τους έχουν σκιαστεί από την επαφή τους με το νέο πολυποίκιλο και γεμάτο εκπλήξεις, ως προς την πανίδα και χλωρίδα, περιβάλλον. Τα πρόσωπά τους μοιάζουν αινιγματικά και τα λεγόμενά τους συνιστούν πραγματικούς γρίφους, τους οποίους θα πρέπει να λύσει ο αοιδός που προσδοκά τη βοήθειά τους. Άλλωστε, είναι εκείνες τώρα που του υποδεικνύουν τη στάση τής επιφύλαξης απέναντί τους, όταν του λένε: «Χοντράνθρωποι τσοπάνηδες, κακές ντροπές ολόκορμοι, κοιλιές μονάχα! Ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε όμοια μ’ αλήθειες, μα ξέρουμε μαθές, αν θέλουμε, κι αλήθειες να ιστορούμε»[3].
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ο καλλιτέχνης ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις υποσχέσεις τους, και πως είναι απαραίτητο να εξασκηθεί σ’ ένα αγώνισμα του οποίου οι όροι και οι προϋποθέσεις έχουν αλλάξει. Πώς θα μπορέσει, όμως, να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματά τους ώστε να εκπληρώσει το πεπρωμένο του που ορίζει την αναγκαιότητα των δώρων τους στη ζωή του;
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η τέχνη του τον καλεί να παραγάγει μια νέα ιδέα που θα τον γεμίσει χαρά και αυτοπεποίθηση, από την άλλη, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος η ιδέα του να μη συνιστά παρά μια αίολη μορφή δημιουργίας που αφήνει ανέγγιχτη την αλήθεια.
Έτσι, ενώπιον των Ελικωνιάδων Μουσών, ο ποιητής συνειδητοποιεί πως ο αγώνας μαζί τους δεν είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε προστάτιδες δυνάμεις και σε ευνοούμενούς τους, αλλά μια μορφή πάλης με δυνάμεις άγνωστες, μέσα σ’ έναν δύσβατο τόπο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί προσεκτικά και υπομονετικά. Διαπιστώνει πως οι κόρες της Μνημοσύνης και του Διός δεν έρχονται κοντά του για να ενισχύσουν τη μνήμη του και να τον συνδράμουν στο να αντλήσει ευχερέστερα μέσα απ’ αυτή το υλικό της δημιουργίας του. Όλα του δείχνουν ότι ο κόσμος γύρω του έχει αλλάξει, ότι η εμπιστοσύνη στην παράδοση έχει κλονιστεί και ότι το παρελθόν δεν είναι, πλέον, ασφαλής οδηγός του δημιουργού. Αλλού θα πρέπει τώρα να αναζητήσει τα κριτήρια της καλλιτεχνικής παραγωγής: μέσα του, μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, χρειάζεται να αντλήσει τις αρχές εκείνες που θα τις ορίσει ως οδοδείκτες στο έργο του.
Συνεπώς, οι Μούσες του Ησιόδου δεν τον διδάσκουν, όπως οι παλιές Μούσες, να ανασυνθέτει αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε γνωστά μοτίβα με αναγνωρισμένη αξία. Αντιθέτως, φαίνεται να τον μυούν σε ένα νέο καθήκον· στο καθήκον να συνδέσει την παράδοση με την καινοτομία, να γεφυρώσει το παρόν με το παρελθόν για να ανοίξει ένα σίγουρο δρόμο για το μέλλον.
Με ένα τέτοιο καθήκον δεν φαίνεται να είναι επιφορτισμένος ο ομηρικός ραψωδός. Ο Φήμιος δεν διακρίνεται από κανέναν παρόμοιο φόβο απομάκρυνσης από την παράδοση αυτοσχεδιάζοντας τα τραγούδια του ενώπιον του Οδυσσέα στην αυλή των Φαιάκων. Είναι σίγουρος ότι ο κοσμογυρισμένος Οδυσσέας θα τον καταλάβει, πως το τραγούδι του θα τον αγγίξει βαθιά.
Όμως ο Ησίοδος είναι καινοτόμος ποιητής. Πρώτος αυτός θα τολμήσει να μιλήσει, με τρόπο συστηματικό, για τη γέννηση και τη δράση των θεών, αλλά και την κοινωνική πραγματικότητα των ανθρώπων[4]. Διστάζει, λοιπόν, και ανησυχεί για το κατά πόσον οι σύγχρονοί του θα τον καταλάβουν. Νιώθει ουσιαστικά ξένος ανάμεσά τους, γιατί το εγχείρημά του είναι όντως πρωτόγνωρο. Επειδή, όμως, το αποτέλεσμα της δημιουργικής του προσπάθειας είναι κυρίως έργο της εκλογής του, οι Μούσες του Ησιόδου προσδιορίζονται ως διφορούμενες δυνάμεις και καθόλου ασφαλείς συνοδοιπόροι του.
Ποιο είναι ακριβώς το ζήτημα εδώ, θα μπορούσε να ρωτήσει ο μέσος άνθρωπος εκείνον που θα τον καλούσε σ’ έναν τέτοιο προβληματισμό με αρχέγονες ρίζες. Τι έχει να πει στην εποχή μας η «φαντασίωση» ενός αρχαϊκού ποιητή; Θα του απαντούσαμε ότι, εάν υπήρχαν αυτιά κατάλληλα για να το υποδεχτούν, αυτό το μήνυμα θα μπορούσε να είναι συνταρακτικό για τον σύγχρονο καλλιτέχνη και, γενικότερα, τον δημιουργό.
Για πρώτη φορά, τίθεται, πράγματι, με έναν τόσο καθαρό τρόπο το ζήτημα της δημιουργίας, και συγκεκριμένα των προϋποθέσεων και των ορίων της. Για πρώτη φορά, η συνείδηση του δημιουργού έρχεται αντιμέτωπη με το ερώτημα αν η δημιουργία μπορεί να δημιουργήσει, δηλαδή, αν οι πράξεις του δημιουργού μπορούν να εδραιώσουν έναν κόσμο καλύτερο από τον υπάρχοντα. Από τη ρευστότητα της εποχής του, έρχεται στον ποιητή το ανήσυχο μήνυμα ότι οι κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει, χωρίς να έχουν παγιωθεί οι νέοι κώδικες που να ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή και να εμπνέουν εμπιστοσύνη .
Η συνείδηση του ευαίσθητου δημιουργού τον ειδοποιεί πως η παράδοση δεν εξασφαλίζει πλέον το μέλλον της ζωής του, αφού όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, πράγμα που σημαίνει πως η πρόοδος είναι εξίσου πιθανή με την οπισθοδρόμηση.
Σε αντίθεση με τον σημερινό καλλιτέχνη, τον συχνά πρόθυμο να παραδοθεί άκριτα στα μέσα της εποχής του, αγνοώντας την παράδοση, ο αρχαϊκός Ησίοδος είναι επιφυλακτικός απέναντι στις νέες δυνατότητες που του παρέχει η εποχή του. Διαισθάνεται ότι, ενώ χρειάζεται από τη μια να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών του, από την άλλη δεν μπορεί να κόψει τους δεσμούς με το παρελθόν. Είναι πεπεισμένος ότι οι Μούσες, που εκπροσωπούν το σύνολο της δημιουργίας, θα τον εκδικηθούν παρασύροντάς τον με τα ψέμματά τους.
Έτσι, χάρη στη συνετή καλλιτεχνική του φύση, ο Ησίοδος αποφεύγει, τελικά, τον σκόπελο της ύβρεως, αναζητώντας στα στηρίγματα του παρελθόντος βοήθεια για να ξεπεράσει το δίλημμα. Προστρέχει στις υπηρεσίες των Μουσών των οποίων παραμένει αναλλοίωτη η συμπεριφορά μέσα στους αιώνες. Στην πρωταρχική τριάδα τους, απ’ όπου προέκυψαν οι υπόλοιπες Μούσες: στην Αοιδή, τη Μελέτη και τη Μνήμη[5]. Από τη Μούσα Αοιδή, μπορεί να αξιοποιήσει τη ρυθμικο-μελωδική μορφή της που καθιστά ευάγωγη κι ευάρεστη τη δημιουργική διαδικασία. Από την απαιτητική Μελέτη, αναμένει το χάρισμα της πρωτοτυπίας και, για τούτο, σ’ αυτήν την πρόθυμη αρωγό του, θα υποταχθεί. Τέλος, από τη Μούσα με την επωνυμία της Μνήμης, προσδοκά τη συμβολή της στο να διακρίνει τα επιτεύγματα του παρελθόντος για να αναμετρηθεί μαζί τους, ακόμη κι αν δεν μπορέσει να τα ξεπεράσει.
Αυτό το στέρεο πνεύμα των Μουσών φαίνεται να θεμελιώνει το θέατρο των καλλιτεχνικών αγωνισμάτων, τα οποία κατόπτευε με το βλέμμα του ο ποιητής από το υψίπεδο της αρχαίας Άσκρης. Διακεκριμένο ανάμεσα στα αγωνίσματα ήταν, και δικαίως, το αγώνισμα της μουσικής· της τέχνης που έλαβε το όνομά της από εκείνο των Μουσών. Το έργο της είναι μάλλον αξεπέραστο, όχι μόνον γιατί συνεγείρει και υποβάλλει το θυμικό, αλλά και γιατί εγκυμονεί την αρμονία, αρχή κάθε μορφής τάξεως και δημιουργίας.
Ως προς το ζήτημα της αρμονίας, αυτής της πολύτιμης συνθετικής αρχής –που πάντα χάνεται πρώτη και επιτυγχάνεται τελευταία, σύμφωνα με την πλατωνική ρήση– η τέχνη της μουσικής δίνει το αρχετυπικό παράδειγμα. Πρώτον, με τη μελωδία, τη σύμπλεξη ήχων που έχουν μικρή ή και απομακρυσμένη μεταξύ τους συγγένεια, και, δεύτερον, με τον ρυθμό, που εγείρει τη μελωδία, συνθέτοντας τη θέση με την άρση, τα σύμβολα της εγρήγορσης και της ανάπαυλας. Στη μουσική λαμβάνει χώρα το φαινόμενο που ο Ηράκλειτος αποκάλεσε εναντιοδρομία: την εναλλαγή και σύνθεση των αντιθέτων.
Έτσι, η μουσική συναντήθηκε εννοιολογικά με τον αγώνα, και η ηρακλείτεια σκέψη γειτνίασε με την ησιόδεια μέσω της μουσικής. Ή μήπως δεν είναι αντίθετα το δοξάρι με τη λύρα που παράγουν μουσική; Ναι, αλλά το τεντωμένο τόξο μπορεί και να σκοτώνει. Έτσι η εναντιοδρομίαπου ρυθμίζει τη ζωή, καθώς φέρει στα σπλάχνα τηςτον οργανωμένο μουσικό ρυθμικό παλμό, πήρε στον Ηράκλειτο τη φορτωμένη με οδύνες επωνυμία του πολέμου.
Ενώ ο Ησίοδος παραμένει ένας ειρηνιστής δημιουργός. Υποστηρίζει τη συμφιλίωση μέσα από τον καλλιτεχνικό αγώνα και όχι μέσα από τον ανελέητο πόλεμο. Δεν ζει, παρά για να συμβουλεύεται τις Μούσες στο πώς θα παρουσιάσει και θα δώσει λύσεις στις αντιθέσεις που προκύπτουν ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Οι δικές του Μούσες μπορεί να του φαίνονται απειλητικές, αλλά του μαθαίνουν κάτι ουσιαστικό, μια γνώση απαραίτητη για κάθε δημιουργό. Πώς η νέα δημιουργία, για να γίνει πραγματικά καινοτόμος, πρέπει να περάσει μέσα από τη δοκιμασία της παλαιάς. Αυτό σημαίνει ότι, με κάποιο τρόπο, το παρελθόν θα πρέπει να αφομοιωθεί από τα έργα του παρόντος για να στηρίξει εκείνα του μέλλοντος.
Το μήνυμα των ησιόδειων Μουσών μοιάζει να το σεβάστηκε αρκετά ο ελληνικός πολιτισμός. Χάρη στην ικανότητά του να αφομοιώνει και να συνθέτει επί μακρόν στοιχεία του παρελθόντος μ’ εκείνα του παρόντος, έδειξε την αντοχή του, αφού δεν έπαψε να επεξεργάζεται και να συνθέτει τις αντιθέσεις των ποικίλων παραδόσεών του.
Μικρό παράδειγμα αποτελεί το εκκλησάκι, εδώ κοντά μας,του αγίου Νικολάου, στη Κοιλάδα των Μουσών. Εδώ, δύο μακροχρόνιοι εχθροί, το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης με το πνεύμα του χριστιανισμού, συνυπάρχουν αρμονικά. Για τους χριστιανούς, η αντιθετική αυτή συνύπαρξη έχει την ιδιαίτερη αξία της, καθώς θεωρείται σημείο ενός νικηφόρου αγώνα που ήταν υπέρμετρα αιματηρός.
Είναι, όμως, εξίσου ουσιαστικό να ειπωθεί ότι ο χριστιανισμός δεν θα μπορούσε να επικρατήσει εάν δεν είχε αξιοποιήσει, εκτός από τα υλικά, και τα άυλα επιτεύγματα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Εργάστηκαν, βεβαίως, αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση, και από πολύ νωρίς, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Με τους δικούς του αγώνες, επίσης, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος, ενοποιώντας τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αναδεικνύοντας τον χριστιανισμό σε κυρίαρχη θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έδειξε ότι ένας πολιτισμός κερδίζει σε μεγαλείο όταν συνθέτει τα καλύτερα στοιχεία των παραδόσεών του.
Μεταφέροντας το κέντρο της αυτοκρατορίας του εν μέσω χωρών που αποτελούσαν την κοιτίδα του ελληνισμού, ο Μέγας Κωνσταντίνος συνδύασε τη χριστιανική πίστη, στην οποία μυήθηκε στο τέλος της ζωής του, με την αγάπη του για την ελληνική τέχνη. Ας αναλογιστούμε ότι μεταξύ άλλων αριστουργημάτων της αρχαίας γλυπτικής, εκόσμησε το παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη με τα αγάλματα των Ελικωνιάδων Μουσών, που τα αφήρεσε από την κορυφή του ιερού όρους.
Ακόμη και ως σφετεριστής της πολιτισμικής κληρονομιάς των Βοιωτών, ο Λατίνος, ως προς τη γλώσσα, αυτοκράτορας, θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ πιο ευαίσθητος αποδέκτης των μνημείων του ελληνικού πολιτισμού, από ορισμένους σύγχρονους αρχαιολόγους, οι οποίοι φαίνεται να απαξιώνουν με τις αποφάσεις τους τα ιερά του Ελικώνος, εγκρίνοντας την τοποθέτηση ανεμογεννητριών όχι μόνο σε απόσταση τέτοια που να υπάρχει οπτική συνάφεια με αυτά, αλλά ακόμα και επάνω σε αυτά τα ίδια.
Για τους συμπατριώτες μας εκείνους που λαμβάνουν σήμερα μία τέτοια απόφαση, κινούμενοι ενδεχομένως από την πεποίθηση πως ικανοποιούν τις πρακτικές ανάγκες της χώρας μας, το λιγότερο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι όχι μόνον δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία αυτού του τόπου, αλλά και δεν τον έχουν ποτέ περπατήσει με ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά τους.
Σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε οι «ειδήμονες» να γνωρίζουν ότι οι Μούσες αγρυπνούν, αγωνίζονται και τιμωρούν την ύβρη, ακόμη και εάν αυτή προέρχεται από αγαπημένους τους, όπως μας θυμίζει η ιστορία του Θάμυρη.
[1] Τα αρχαία Μούσεια του Ελικώνος, που είναι ουσιαστικά οι πρώτοι θεσμοποιημένοι μουσικοποιητικοί αγώνες, διατηρήθηκαν επί μακρόν, ανακτώντας ιδιαίτερη φήμη και στον εκτός της Ελλάδος χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιδίως κατά τον δεύτερο και πρώτο αιώνα προ Χριστού. Προσθέτοντας όμως στον αγωνιστικό στίβο και αγώνα εγκωμίων, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θέλησαν να οικειοποιηθούν την αίγλη των αρχαίων Μουσείων μετονομάζοντάς τα σε Μεγάλα Καισαρεία, αφού ο προς τον αυτοκράτορα έπαινος επεκράτησε να ακούγεται πρώτος, αφήνοντας τη δεύτερη θέση στις Μούσες.
[2] Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, εισαγ. μτφρ.σχόλια, Παναγή Λεκατσά, στιχ. 1-5, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. χ.χ. Σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο, οι Πιερίδες Νύμφες, κόρες του Πιέρου και της Ευίππης, που διέμεναν στην Πιερία, συναγωνίστηκαν στο τραγούδι τις Ελικωνιάδες Μούσες και ηττήθηκαν απ’ αυτές.
[3] «Ποιμένες άγραυλοι, κακ΄ελέγχεα, γαστέρες οίον, ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμησιν ομοία, ίδμεν δ’ ευτ’ εθ’ εθέλομεν, αληθέα γηρύσασθαι». Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 21-23, εισ.-μτφ.-σχόλια Παναγής Λεκατσάς, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ.
[4] Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, όπου μεταξύ άλλων θεμάτων θίγει και το ζήτημα της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη, της έντιμης εργασίας, της οικονομίας του βίου.
[5] Βλ.Παυσανίας, Βοιωτικά, βιβλ. 9ο , 29.2.
*Κείμενο βασισμένο σε ομιλία που δόθηκε σε διαδικτυακή ημερίδα στις 5 Απριλίου 2021, με θέμα την Προστασία και ανάδειξη της κοιλάδας των Μουσών.