Του Νικόλα Δημητριάδη
Με την έναρξη του 2025, η Πολωνία ανέλαβε για έξι μήνες την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τη θέση αυτή είχε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου η Ουγγαρία. Συντηρητικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και οι δύο, όμως τόσο διαφορετικές στην εξωτερική πολιτική τους. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ορμπάν, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, είχε ως κύρια έγνοια την «σύσφιγξη δεσμών» με τη Ρωσία και την Κίνα, εξ ου και οι δύο επισκέψεις του σε Μόσχα και Πεκίνο. Τώρα, με την Πολωνία στο τιμόνι, οι προτεραιότητες αλλάζουν: από εκεί που ο Ορμπάν προωθούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, την «αυτοδιάλυση» της Ευρώπης, η Πολωνία αναμένεται να εργαστεί για την στρατηγική και στρατιωτική της αναβάθμιση. Όχι τυχαία, το σύνθημα που ανακοίνωσε η Πολωνία κατά την ανάληψη των νέων καθηκόντων της είναι το «Ασφάλεια, Ευρώπη!».
Για καιρό η Ανατολική Ευρώπη αποτελούσε μία «αόρατη ήπειρο», ωσάν το ειδικό βάρος της σε δημογραφικό, οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο να είναι αμελητέο. Είναι ενδεικτική η παραφιλολογία που αναπτύχθηκε (αριστερά και δεξιά) μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία αντιμετωπίστηκε από πολλούς «αντισυστημικούς αναλυτές» ως μία αμιγώς αμερικανορωσική αναμέτρηση. Στις αναλύσεις τους, η Ανατολική Ευρώπη (ακόμη και η ίδια η Ουκρανία), έλαμπε δια της απουσίας της. Η διάχυτη ρωσοφιλία οδηγούσε στην πλήρη «εξαφάνιση» μια ντουζίνα χωρών, με πληθυσμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων…
Είναι χαρακτηριστική η παρουσία των δύο χωρών, Ουγγαρίας και Πολωνίας, στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Η μία υπερπροβάλλεται, η άλλη υποτιμάται. Η Ουγγαρία παρουσιάζεται από την πέραν της Νέας Δημοκρατίας Δεξιά ως ένας «φάρος». Η συντηρητική κυβέρνηση του Ορμπάν, με την αντίθεση στη Woke ατζέντα, την αντι-μεταναστευτική πολιτική και την προώθηση της δημογραφικής ανάκαμψης και των παραδοσιακών αξιών, διαφημίζεται κατά κόρον ως παράδειγμα προς μίμησιν. Υπάρχει, όμως, εδώ ένα παράδοξο: Παρόμοια, συντηρητική πολιτική εφαρμόζει και η Πολωνία. Κι όμως, οι αναφορές στην Πολωνία από τους εν Ελλάδι δεξιούς είναι απειροελάχιστες.
Η ειδοποιός διαφορά είναι προφανής: Πέραν, βεβαίως, του αυταρχισμού του, αυτό που «εξιτάρει» τους «υπερπατριώτες» στην περίπτωση του Ορμπάν δεν είναι ο συντηρητισμός του, αλλά… ο φιλορωσισμός του. Αυτό είναι το στοιχείο που έχει μετατρέψει έναν άκρως φιλότουρκο πολιτικό σε ίνδαλμα της ελληνικής ακροδεξιάς. Στόχος εδώ είναι να καταδειχθεί ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα «έσωθεν» αλλαγής στην παρηκμασμένη Ευρώπη: η αλλαγή θα έρθει από έξω, από τον… «πατερούλη» Πούτιν. Γι’ αυτό και αποσιωπώνται χώρες σαν την Πολωνία, όπως αποσιωπώνται όλες οι ενέργειες που υποδεικνύουν ότι η Ευρώπη σιγά σιγά αλλάζει: από την αντιμεταναστευτική πολιτική της …σοσιαλιστικής Δανίας, μέχρι τις προσπάθειες αμυντικής θωράκισης των σκανδιναβικών χωρών, η Ευρώπη προσαρμόζεται σταδιακά στην πραγματικότητα.
Παρόμοια αποσιώπηση περιπτώσεων σαν της Πολωνίας, όμως, παρατηρούμε και από το «συστημικό» κατεστημένο – και μάλιστα για τους ίδιους λόγους: Ώστε να καταδειχθεί ότι η παρούσα πολιτική των ανοιχτών συνόρων και του woke παραλογισμού αποτελεί μονόδρομο. Όσοι διαφωνούν πρέπει υποχρεωτικά να ταυτιστούν με τους «ακραίους» και τους «εχθρούς της Ευρώπης». Εντέλει, για το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού της χώρας, η Ανατολική Ευρώπη, η «αόρατη ήπειρος», περιορίζεται σε μία μόνο χώρα, την Ουγγαρία, η οποία προβάλλεται πότε ως σωτήρας και πότε ως μπαμπούλας.
Όμως η Ανατολική Ευρώπη είναι κάτι παραπάνω: είναι το τμήμα της ηπείρου που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο προσκήνιο καθώς επιτελεί έναν ακριτικό ρόλο, απέναντι στον αναθεωρητισμό των εξ Ανατολών δικτατόρων. Καλώς ή κακώς, λοιπόν, ο ακριτικός αυτός ρόλος, επιβάλλει στην Ανατολική Ευρώπη, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, την ανάληψη πρωτοβουλιών για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο η Ε.Ε. ήταν μία οικονομική Ένωση, χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία ή η Ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως ήσσονος σημασίας, συγκριτικά με την Ολλανδία ή το Βέλγιο. Από τη στιγμή που η συγκυρία θέτει την άμυνα και την ασφάλεια στο προσκήνιο, οι ρόλοι αυτοί αντιστρέφονται. Ιδίως η Πολωνία, με τα πληθυσμιακά και οικονομικά της μεγέθη, φιλοδοξεί να λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, την ώρα που παραδοσιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις κλυδωνίζονται από μία παρατεταμένη πολιτική και ιδεολογική κρίση.
Έτσι, ανάμεσα στη Woke παράνοια από τη μία και την αντιδημοκρατική διολίσθηση τύπου Τράμπ και Λεπέν από την άλλη, η Ανατολική Ευρώπη οφείλει να προσφέρει ένα νέο υπόδειγμα, ταυτόχρονα δημοκρατικό και πατριωτικό. Όπως γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς[1], «Σήμερα, ένας αυθεντικός πατριωτισμός των ευρωπαϊκών εθνών είναι υποχρεωμένος να έχει συνθετικό χαρακτήρα, όπως, παραδείγματος χάριν, κάνουν οι Πολωνοί, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα πατριώτες, για να μην πούμε καμιά φορά και εθνικιστές, και από την άλλη έντονα ευρωπαϊστές. Ακριβώς διότι μόνο μια ενιαία και ανεξάρτητη Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τόσο τους οικονομικούς εκβιασμούς των Αμερικάνων όσο και τις δυνάμεις της Ευρασίας, από την Τουρκία μέχρι τη Ρωσία. Αυτό τον κίνδυνο διατρέχει σήμερα η Ευρώπη και όμως ακόμα δεν υπάρχουν δυνάμεις ικανές να τον αντιμετωπίσουν».
Και αυτή η πραγματικότητα, πέρα από πολιτικές διαστάσεις, έχει και ιδεολογικές. Όπως γράφει ο Γιώργος Ρακκάς[2]: «Ο πόλεμος ξεκίνησε για την «Ευρώπη». Και αυτήν την παράμετρο δεν θα πρέπει να την ξεχνάμε, διότι πέραν των γεωπολιτικών, έχει και μια πολύ βαθιά ιδεολογική συνέπεια: Αφορά στην επίγνωση ότι η ενωμένη και ανεξάρτητη Ευρώπη έχει ως προϋπόθεσή της την αυτοδιάθεση της Ανατολικής Ευρώπης. Και μας ωθεί, πηγαίνοντας ακόμα βαθύτερα, να συνειδητοποιήσουμε την διαφορετική πολιτική παράδοση της Ανατολικής Ευρώπης σε σχέση με την Δυτική. Μια παράδοση καθόλου αποικιακή, όπου η εθνική αυτοδιάθεση συνειδητοποιείται και διεκδικείται απέναντι στις μεγάλες αυτοκρατορίες –την Αυστροουγγρική, την Ρωσική, την Οθωμανική– και γι’ αυτό συνδυάζει το στοιχείο της δημοκρατίας και το στοιχείο της πολιτιστικής αφύπνισης και καλλιέργειας».
[1] Γιώργος Καραμπελιάς, «Η παγκόσμια κρίση και οι ρίζες της», περιοδικό άρδην, τ. 133, Δεκέμβριος 2024-Ιανουάριος 2025.
[2] Γιώργος Ρακκάς, «Ουκρανία: Ο ρυθμιστής της ευρωπαϊκής αυτοδυναμίας», περιοδικό Άρδην, τ. 133, Δεκέμβριος 2024-Ιανουάριος 2025.