νέος Ερμής ο Λόγιος – τεύχος τρίτο, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2011
Εισαγωγικό σημείωμα
«Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη…»
Το τρίτο τεύχος του νέου Λόγιου Ερμή εκδίδεται με καθυστέρηση, – in extremis μέσα στα χρονικά όρια του τετραμήνου. Ένας μεγάλος αριθμός κειμένων, ήδη σελιδοποιημένων, όπως του Γιάννη Παπαμιχαήλ για τον μετανεωτερικό πολιτισμό ή του Θεόδωρου Μπατρακούλη για τη γεωπολιτική της επανάστασης του 21, του Απόστολου Διαμαντή για το κρυφό σχολειό, θα δημοσιευτούν στο επόμενο τεύχος, όπου θα περιλαμβάνεται και ένα αφιέρωμα στην Επανάσταση του ’21.
*****
Ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής επανέρχεται στη συζήτηση για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, την οποία είχε εγκαινιάσει στο πρώτο τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή ο Σπύρος Βρυώνης και συνέχισε στο δεύτερο η Ιωάννα Τσιβάκου. Ο Μερακλής υποβάλλει στη βάσανο της κριτικής τα επιχειρήματα του Μπένεντικτ Άντερσον και του Ερνστ Γκέλνερ για την φαντασιακή θέσμιση του έθνους, με επίκεντρο το κράτος.
Εν τούτοις αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άντερσον που μοιάζει να «αφιερώνεται στους προπετείς Έλληνες μοντερνιστές που μυκτηρίζουν την έννοια της πατρίδας και του έθνους»:
Σε μια εποχή που είναι κοινός τόπος για τους προοδευτικούς, κοσμοπολίτες διανοουμένους (ιδιαίτερα στην Ευρώπη;) η επιμονή στον σχεδόν παθολογικό χαρακτήρα του εθνικισμού και στη συγγένειά του με το ρατσισμό, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι τα έθνη εμπνέουν αγάπη και συχνά αγάπη που φτάνει στην αυτοθυσία.
Και πάντως συνεχίζει ο Μερακλής, «το ελληνικό έθνος δεν χρειάστηκε να επινοηθεί. Ούτε καν ο Ηρόδοτος του 5ου π.Χ. αιώνα το επινόησε».
Στη συνέχεια προβαίνει σε μια διερεύνηση του κομβικού, για το ζήτημα της συνέχειας, ζητήματος της μετάβασης από τον αρχαίο ελληνικό στον ελληνοχριστιανικό κόσμο, όταν «έλαβε χώρα μια ξεχωριστή σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ αρχαίας ελληνικής γλώσσας και νέας, χριστιανικής θρησκείας» το δε Βυζάντιο, συνέβαλε στην ολοκλήρωση του αρχαίου ελληνισμού, με το πέρασμα στον μονοθεϊσμό και την επανασύνδεση με την Ανατολή.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου –στον οποίο θα αφιερωθεί ένα από τα προσεχή τεύχη του ν. Λόγιου Ερμή, με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του–, σε μια εκτενή μελέτη, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, εξετάζει την ανάδυση του ολοκληρωτικού κόμματος, μέσα από την αντιπαράθεση της λενινιστικής με τη μαρξιστική αντίληψη. Από την υποτίμηση της πολιτικής που χαρακτηρίζει τις αντιλήψεις του Μαρξ για το κόμμα, περάσαμε στη λενινιστική αντίληψη του μονολιθικά συγκροτημένου κόμματος, που υποκαθιστά την ίδια την εργατική τάξη, σε μια υπερπολιτική εκδοχή του μαρξισμού.
Για τον Μάρξ, οι κομμουνιστές «δεν έχουν συμφέροντα ξέχωρα από εκείνα του προλεταριάτου στο σύνολό του». Αντίθετα στη Ρωσία με βάση την υπανάπτυξη των κοινωνικών τάξεων, στο επίκεντρο των πολιτικών διεργασιών αναδεικνύεται η διανόηση – η «ιντελιγκέντσια».
Ο Λένιν, απορρίπτει, στην πραγματικότητα, «δίχως να το αντιλαμβάνεται, όλη τη µαρξιστική θεωρία της ταξικής συνείδησης, αντικαθιστώντας την µε µια θεωρία θεµελιωδώς ιδεαλιστική περί “ανεξαρτησίας” της ιντελιγκέντσιας».
… δεν καθορίζει πια το Είναι τη συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι «αντανακλάσεις» της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρµητα, ακολουθώντας τη δική τους λογική, ανεξάρτητα από κάθε κατάσταση, ταξική ή άλλη, και καταλήγουν να καθορίζουν το Είναι. Ακόµα περισσότερο: το Είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά από τη συνείδηση των διανοουµένων…
Πρόκειται ουσιαστικά για μια «αναβίωση» της χεγκελιανής φιλοσοφίας για το κράτος, «που τόσο πολέμησε ο Μαρξ». Για τον Χέγκελ, μόνο το κράτος μπορεί να συλλάβει το σύνολο και, γι’ αυτό, οι λειτουργοί του συγκροτούν την «καθολικά σκεπτόμενη τάξη», στην οποία επαφίεται η ρητή διατύπωση του «συμφέροντος της Ιδέας».
Στη λενινιστική αντίληψη, οι «επαγγελματίες επαναστάτες» παίρνουν τη θέση των χεγκελιανών κρατικών λειτουργών και εξασφαλίζουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της «προλεταριακής επιστήμης», της αληθινής ηθικής και της «γνήσιας πολιτικής συνείδησης». Οι επαγγελματίες επαναστάτες συγκροτούν, όπως ακριβώς και οι χεγκελιανοί κρατικοί λειτουργοί, μια κατηγορία «υπεράνω των τάξεων», εξωτερική προς την κοινωνία των πολιτών, αφιερωμένη στην εξερεύνηση της «ολότητας», που παραμένει κρυμμένη από τα μάτια όλων των κοινωνικών τάξεων, ακόμα και της περιούσιας τάξης.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς στην «εθνική και κοινωνική συνείδηση στην επαναστατημένη Σάμο (1805-1834)» παρουσιάζει μια σχετικά άγνωστη και αγνοημένη εμπειρία υψηλής ιστορικής αξίας και πυκνότητας.
Η εξαιρετικά μειωμένη παρουσία των Τούρκων στη Σάμο, προσέδωσε στις προεπαναστατικές συγκρούσεις έναν ενδοελληνικό κοινωνικό και ταυτόχρονα εθνικό χαρακτήρα – οι κοτζαμπάσηδες/Καλικάντζαροι συμμαχούν απροκάλυπτα με την τουρκική εξουσία, ενάντια στο λαϊκό επαναστατικό «κόμμα», τους Καρμανιόλους. Το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο του κινήματος υπήρξε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη επαναστατική «μικροαστική» τάξη, εμπόρων, καραβοκύρηδων και τεχνιτών, η οποία λειτούργησε ως οιονεί «εθνική αστική τάξη».
Ο ηγέτης της σαμιακής επανάστασης Λυκούργος Λογοθέτης (1772-1850) έζησε στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη το Άγιο Όρος και το Βουκουρέστι, ως δεύτερος λογοθέτης (πρωθυπουργός») του Αλέξανδρου Σούτσου. «Καρμανιόλος» και Φιλικός, οπαδός της γαλλικής Επανάστασης «αγιορίτης» και «λογοθέτης», αντλούσε ταυτόχρονα από το σύνολο σχεδόν των διαφορετικών παραδόσεων που άρδευαν τον προεπαναστατικό ελληνισμό.
Ο Λογοθέτης είχε μαζί του τη συντριπτική πλειοψηφία των 30.000 Σαμίων που στελέχωσαν τις τέσσερις χιλιαρχίες και αντιμετώπισαν όλες τις τουρκικές επιβουλές. Ήταν ο ηγέτης ενός επαναστατικού κινήματος που περιλάμβανε μορφές όπως ο καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης, που είχε φτάσει μέχρι τη Βραζιλία, ο Μανώλης Μελαχροινός, φαλαγγάρχης του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, ο Κωνσταντής Λαχανάς, που είχε πολεμήσει με τον Νικοτσάρα. Ο λόγιος Ιωάννης Λεκάτης, γραμματέας του Γενικού Διοικητηρίου, πρωτοστάτησε σε προβεβηκυία ηλικία στην επανάσταση των Σαμίων το…1850 ο νεαρός ποιητής της επανάστασης Κλεάνθης, συνδύαζε τη φλογερή φιλοπατρία, την ορθοδοξία και τις ιδέες του διαφωτισμού. Ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος, οπαδός των Καρμανιόλων, ευλόγησε τη σημαία της Επανάστασης και, φορώντας κοκκινωπή φουστανέλα και ζωσμένος τα φυσεκλίκια συμμετείχε αυτοπροσώπως στις μάχες.
Εν κατακλείδι, η Σάμος συνιστά το επιτυχημένο υπόδειγμα μιας αυτόκεντρης, ριζοσπαστικής και ταυτόχρονα ισορροπημένης επαναστατικής διαδικασίας, όπου τα δάνεια, από τη Γαλλική Επανάσταση, στοιχεία εντάσσονται οργανικά στον ιδεολογικό καμβά του ελληνικού κόσμου και το διαφωτιστικό πρόταγμα έχει μεταβληθεί πλήρως σε ιθαγενές λαϊκό κίνημα Η Σάμος δεν διέθετε τα μεγέθη που θα της επέτρεπαν να ηγεμονεύσει στην ελληνική πνευματική και πολιτική ζωή. αποτελεί ωστόσο την πιο ολοκληρωμένη έκφραση ενός αυτόκεντρου συνθετικού μοντέλου.
Ο Γιώργος Κοντογιώργης σε μια διεισδυτική μελέτη για την «θέση της μικρασιατικής εκστρατείας στην ιστορία και το νεοελληνικό κράτος», υποστηρίζει πως η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε το αποτέλεσμα του τρόπου της απελευθέρωσης και, κατ’ επέκταση, της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Η μικρασιατική καταστροφή συμβολίζει το τέλος ενός ελληνισμού, ο οποίος από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους συγκροτήθηκε ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.
Η δυναμική που οδήγησε στο κίνημα του 1909 εκκολάφθηκε σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μεταξύ των Ελλήνων που διέκριναν ότι οι βαλκανικοί εθνικισμοί θα οδηγούσαν αναπότρεπτα στην ουσιαστική ακύρωση του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης. Το μικρασιατικό εγχείρημα συνιστά την τελευταία πράξη της προσπάθειας για τη μερική ανατροπή του αποτελέσματος της κατάκτησης που ολοκληρώθηκε το 1453 και αποτελεί την συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από την άλλη, το αποτέλεσμα του εγχειρήματος αποδίδει και τα όρια της αναγεννητικής απογείωσης που πέτυχαν να κινητοποιήσουν οι δυνάμεις που μάχονταν την κομματοκρατία.
Το μικρασιατικό εγχείρημα είχε καταστεί αναπόφευκτο, από τη στιγμή που η επικράτηση των Νεοτούρκων συνδυάσθηκε με μια γενικευμένη πολιτική εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας. Ο μικρασιατικός καις θρακικός ελληνισμός όφειλε να επιλέξει είτε την εξορία είτε τη φυσική του εξόντωση. Επί πλέον η αυτούσια ενσωμάτωση στον εθνικό πολιτειακό κορμό του οικουμενικού ελληνισμού και των εδαφών του, θα ήταν σωστική για το ίδιο το ελληνικό κράτος και θα δημιουργούσε έναν σχετικά αυτάρκη εσωτερικό ζωτικό χώρο και ικανές συνθήκες μιας ισχυρής εξωτερικής παρουσίας.
Το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης στη Μικρασία ήταν πολύ πιο εύκολο από το εγχείρημα του 1821, ενώ και οι διεθνείς συσχετισμοί ήσαν σαφώς ευνοϊκότεροι. Ακόμη και σήμερα, το ερώτημα «γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστροφική ήττα», όπως αναρωτιέται ο Douglas Dakin, δεν μπορεί να απαντηθεί με στρατιωτικούς όρους.
Οι απόψεις οι οποίες εσχάτως αμφισβητούν όχι μόνο την αναγκαιότητα της μικρασιατικής εκστρατείας αλλά και της Επανάστασης του 21, οδηγούνται στο αδήριτο συμπέρασμα ότι θα ήταν φρονιμότερο για τον ελληνισμό να είχε παραμείνει υπόδουλος. Η άποψη αυτή συναντάται σήμερα με την επιστροφή των νοσταλγών της οθωμανικής πολιτικής στέγης.
Ο διδάκτωρ ιστορίας Δημήτρης Τσιάμαλος στο «αρματολικό φαινόμενο στη Ρούμελη» παρουσιάζει το φαινόμενο του αρματολισμού, όπως αναδεικνύεται στη Ρούμελη. Ο αρματολός είναι ο ένοπλος ανυπότακτος ραγιάς που εξαναγκάζει διά της βίας την οθωμανική εξουσία να τον διορίσει έμμισθο επιτηρητή μιας περιοχής, ενώ η συμμετοχή των αρματολών σε όλες σχεδόν τις πολεμικές εμπλοκές των χριστιανικών δυνάμεων με την οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ως ουσιαστική παράμετρο την εθελούσια μετάπτωση του αρματολού στην ιδιότητα του κλέφτη.
Οι εκφραστές της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας διατείνονται πως το προεπαναστατικό φαινόμενο του Κλεφταρματολισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μακρά παράδοση της κοινωνικής ληστείας ενώ το συγκρουσιακό πρότυπο του Κλεφταρματολού δεν εκφράζει πατριωτικά αισθήματα και εθνική συνείδηση, αλλά συνιστά απλώς μια διαρκή ανταρσία χωρίς ωστόσο να απειλεί και τις δομές της εξουσίας. Όπως υποστηρίζει ο Αλέξης Πολίτης «Ό,τι τραγουδιέται στα κλέφτικα [τραγούδια] είναι η ατομική ευψυχία, δεν θα βρούμε πουθενά ούτε εθνική ούτε κοινωνική συνείδηση».
Ωστόσο, όσο σφἀλμα αποτελεί η παραγνώριση ή υποτίμηση της «ληστρικής» πραγματικότητας για την κατανόηση του κλεφταρματολικού φαινομένου, εξίσου ή και περισσότερο σφαλερή θα ήταν η αγνόηση της διαχρονικής ιστορικής συνείδησης του κλεφταρματολού, που εγγράφεται είτε ως θρησκευτική ετερότητα είτε ως εθνικο-κοινωνική και εθνικο-πολιτισμική διάσταση της λαϊκής ιδεολογίας.
Εν κατακλείδι, η αθρόα συμμετοχή των Αρματολών σε όλες σχεδόν τις πολεμικές αναμετρήσεις των χριστιανικών δυνάμεων με την οθωμανική Αυτοκρατορία, καταδεικνύει πως η εθνική συνείδηση των Ελλήνων προϋπήρχε της ευρωπαϊκής αστικοποίησης και του Διαφωτισμού και δεν είναι δημιούργημα των νεώτερων χρόνων. οι Αρματολοί είχαν συνείδηση του Γένους τους και «ἐκαπνίζοντο» από το αίσθημα της ελευθερίας.
*****
Το παρόν τεύχος, όπως είχαμε προαναγγείλει, περιλαμβάνει εκτενές αφιέρωμα στο γλωσσικό ζήτημα, με τις εισηγήσεις της ημερίδας «Η ιστορική ορθογραφία στη νέα εποχή», που οργάνωσε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, μαζί με το Ανοιχτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο και τη συμμετοχή των περιοδικών Αντιφωνητής, Άρδην, Νέα Ευθύνη, Πλανόδιον, Τα νεφούρια, και τα Τετράδια του Ελπήνορα στις 28 Μαΐου 2011. Την ημερίδα και το αφιέρωμα εκ μέρους της ΕΜΕΠ επιμελήθηκε ο φιλόλογος Χρίστος Δάλκος. Ο ν. Λόγιος Ερμής, χωρίς να έχει υιοθετήσει την ιστορική ορθογραφία σε όλα τα κείμενά του, –μια και μεταξύ των μελών της Συντακτικής Επιτροπής περιλαμβάνονται οπαδοί του «πολυτονικού» και μη– θεωρεί το ζήτημα εξέχουσας σημασίας και γι’ αυτό συνδιοργάνωσε και τη σχετική ημερίδα. Πάντως, επειδή είναι κοινή η ανησυχία όλων μας για τις εξελίξεις στα γλωσσικά μας πράγματα, «πολυτονικοί» και «μονοτονικοί», συμφωνούμε εξ ίσου στο σολωμικό, «μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα».
Ο Γιώργος Καραμπελιάς με «Το νέο γλωσσικό ζήτημα», μας εισάγει στη γενικότερη θεματική του γλωσσικού προβλήματος, το οποίο απασχολεί, ταλανίζει και ταυτοχρόνως… αναζωογονεί την ελληνική κοινωνία, για τρίτη χιλιετία.
Σήμερα, μέσα από την φαινομενικά αδήριτη λογική της παγκοσμιοποίησης, η ζωντανή χρήση της ελληνικής απειλείται «εἴτε μέ ἐξαφάνιση εἴτε μέ ἀπομείωση» ενώ το γλωσσικό ζήτημα αναδεικνύεται ως το σημαντικότερο στοιχείο της ταυτότητας του ελληνισμού, στον πολιτισμικό χώρο. «Στίς συνθῆκες τοῦ παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμοῦ, οἱ ἄρχουσες τάξεις, ἰδιαίτερα τῶν μικρῶν καί ἐξαρτημένων χωρῶν, δέν ἐπιμένουν στή διατήρηση τῆς παράδοσης καί τῆς ταυτότητας ὡς ἐγχώριων μεσολαβητῶν τῆς ἡγεμονίας τους, ἀντιθέτως, ἀξιοδοτοῦν καί προάγουν τήν ἰσοπέδωση τῶν ταυτοτήτων».
Η εργαλειακή αντίληψη για τη γλώσσα μεταστρέφεται σε μηχανισμό της παγκοσμιοποίησης. Οι εγχώριοι εκδοτικοί μηχανισμοί και οι τεχνοκράτες εισάγουν πλέον την «απλούστευση» της γραφής και της γλώσσας, οι τουριστικοί επιχειρηματίες, οι επιχειρήσεις της «νέας οικονομίας» και το μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο προωθούν ήδη τη λατινική γραφή και τα greeklish.
Για την ιδεολογική στήριξη αυτού του εγχειρήματος επιστρατεύεται ο εργαλειακός ισοπεδωτισμός. «Η γλώσσα δεν κινδυνεύει» διακηρύττουν οι «εκσυγχρονιστές», ενδεδυμένοι «τα παλιά δοξασμένα κουρέλια» του αγωνιστικού δημοτικισμού. Προβάλλουν και πάλι, λοιπόν, τον «κίνδυνο» του «γλωσσικού εθνικισμού ή καθαρολογισμού», συσκοτίζοντας το γεγονός ότι η αντιπαράθεση δημοτικισμού και καθαρεύουσας έχει σήμερα υποκατασταθεῖ οπό την αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής γλώσσας στη συγχρονία και τη διαχρονία της, και των μηχανισμών εκπτώχευσης και περιθωριοποίησής της, της γλωσσικής παγκοσμιοποίησης και ισοπέδωσης.
Ο Γιάννης Πατίλης, φιλόλογος, εκδότης τοῦ περιοδικού Πλανόδιον, στην εισήγησή του με τον τίτλο «Ἑλληνικὰ καὶ ἱστορικὴ ὀρθογραφία στὴν πλανητικὴ εποχή» υπογραμμίζει μεταξύ άλλων, πως χρησιμοποιεί την ελληνική ιστορική ορθογραφία με το τρίτονο πολυτονικὸ, διότι, αποτελεί μοναδικὸ ιστορικό όργανο παιδείας και καλλιέργειας, όχι μόνο στενά εθνικής, ενώ, «ὡς τριαντάχρονος ἐκπαιδευτικὸς τοῦ δημόσιου σχολείου», δεν καταδέχεται να στερήσει «ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ αὐτὸ τὸ πολύτιμο μορφωτικὸ ἀγαθό, ἐπιταχύνοντας τὴν ἔλευση μιᾶς κοινωνίας ὅπου τὰ γραπτὰ ἑλληνικὰ θὰ εἶναι πολιτιστικὸ προνόμιο μιᾶς πολύγλωσσης ἐλὶτ διανοουμένων καὶ πανεπιστημιακῶν».
Η υπεράσπιση της ιστορικής ορθογραφίας δεν σημαίνει για τον συγγραφέα πως όσοι την χρησιμοποιούν είναι περισσότερο ή καλύτεροι Έλληνες από τους άλλους, αλλά το κάνει «γιὰ νὰ πλουτίζει διαρκῶς, κρατώντας την σὲ ἐγρήγορση, τὴν ψυχοπνευματική του ἐμπειρία καὶ καλλιέργεια, καὶ δι’ αὐτῆς νὰ εἶναι λιγότερο εὐάλωτος, ὄχι τόσο καὶ μόνο ὡς ἐθνικὸ ὑποκείμενο, ἀλλὰ ὡς κριτικός, πολιτικὸς καὶ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀπέναντι στὶς ὁμογενοποιητικὲς πολιτισμικὲς πρακτικὲς» των καιρών μας.
Ο συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης, στην εισήγησή του «Ξενοζηλία καί ὑποτέλεια. Σκέψεις γιά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς» σημειώνει πως «…οἱ περιπέτειες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦν κι αὐτές μέρος τῆς γενικῆς κακοδαιμονίας μας. […]Δίπλα στήν οἰκονομική καί τήν κοινωνική, δίπλα στή θεσμική καί τήν ἠθική, ὑπάρχει δηλαδή καί ἡ γλωσσική κρίση, καί αὐτή δέν εἶναι διόλου ἀμελητέα.»
Ήδη από καιρό η ελληνική αντιμετωπίζεται στην ίδια την Ελλάδα ως γλώσσα παρακατιανή και δευτεροκλασάτη. «Τό κύρος της θεωρεῖται αὐταπόδεικτα μειωμένο, ἀνίκανο νά σημάνει πρωτοβουλίες καί σχέδια φιλόδοξα. Ἡ ξενογλωσσία, ἡ ἀγγλοφωνία ἰδίως, ἔρχεται ἔτσι ὡς ἐκ τοῦ φυσικοῦ νά καλύψει τό κενό.» Και εν τέλει «ἡ ξενοζηλία, δέν εἶναι δυνατόν παρά νά πηγαίνει χέρι χέρι μέ τήν ὑποτέλεια.»
Στην πραγματικότητα το γλωσσικό πρόβλημα είναι κυρίως εξωγλωσσικό:
Τό τερατῶδες ἐξωτερικό μας χρέος ἔχει τό ἀντίστοιχό του σέ ὅλα τά μεγέθη τῆς συλλογικῆς μας ζωῆς. Χώρα μέ ἀσήμαντη θέση στόν διεθνῆ καταμερισμό τῆς ὑλικῆς καί πνευματικῆς ἐργασίας, καί ἐπιπλέον ἀντιπαραγωγική καί χρονίως ἐξαρτημένη ἀπό τήν ξένη προστασία, ἡ Ἑλλάδα ἦταν ἑπόμενο νά διολισθήσει στόν παρασιτισμό. Ἀκόμη καί ἡ νεοελληνική ἰδεολογία, ὁ τρόπος δηλαδή πού κατανοοῦμε τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἐν μερει προϊόν εἰσαγωγῆς.
Ο φιλόλογος Χρίστος Δάλκος, στην εισήγησή του «Ἱστορικὴ ὀρθογραφία: Ὄχι ὅπως πρίν», επισημαίνει πως το φαινόμενο της κατάρρευσης της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι άμεσα συνδεδεμένο με το γλωσσικό ζήτημα, διότι «ὁ βασικός λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁδηγεῖται σέ χρεωκοπία τό οἰκοδόμημα» της «εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς νοοτροπίας πού ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τοῦ καπιταλιστικῶς σκέπτεσθαι: τό κυνήγι τοῦ εὔκολου καί ἄμεσου, βραχυπρόθεσμου κέρδους, εἰς βάρος τοῦ οὐσιαστικοῦ, μακροπρόθεσμου ὀφέλους.» Αυτή η νοοτροπία χρεοκόπησε εν τέλει και όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας άλλα πρωτίστως στο πνευματικό «ἀκόμα κι ὅταν μεταμφιέζεται πίσω ἀπό δῆθεν “ἀριστερή”, “προοδευτική” ρητορεία».
Στην σημερινή μας κατάντια δεν φτάσαμε μόνο γιατί καταργήθηκε η ιστορική ορθογραφία «ἀλλά ἐπειδή συνολικά κυριαρχούμαστε ἀπό τό φιλοκερδές, χρησιμοθηρικό πνεῦμα πού ὡδήγησε καί στήν κατάργησή της».
Το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολιτισμική αναγέννηση, είναι η ανατροπή της μηχανιστικής δυτικής αντίληψης, για την εξέλιξη και την πρόοδο, όπως αναδεικνύεται και από τη μελέτη της γλώσσας. «Ἐὰν ἡ ἐξέλιξη δέν εἶναι γραμμικοῦ, ἰσοπεδωτικοῦ χαρακτῆρα, τότε εἶναι δυνατή, στό ἐσωτερικό μιᾶς γλώσσας, ἡ δημιουργία νέων λέξεων, χωρίς τήν ἐξαφάνιση τῶν παλαιῶν ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθαν καὶ εἶναι καθ’ ὅλα δυνατόν καί ἀναμενόμενο νά διασώζωνται στήν νέα ἑλληνική τύποι παλαιότεροι τῶν ἀττικῶν ἤ καί τῶν ὁμηρικῶν.»
Ο Ιωάννης Τσέγκος, ψυχίατρος, συγγραφέας, παρουσίασε την «Ἔρευνα γιὰ τὸ Πολυτονικό» που έχει πραγματοποιήσει το Ἀνοικτὀ Ψυχοθεραπευτικὸ Κέντρο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε χωρίς την πρόθεση να προστεθεί μια ακόμη «διακήρυξη» περί της ιστορικής ορθογραφίας, αλλά «μὲ ἀξιόπιστα συγκριτικὰ δεδομένα τὰ ὁποῖα θὰ προέρχονταν ἀπὸ τὴ μελέτη δύο διαφορετικῶν πληθυσμῶν παιδιῶν, (“πολυτονικοί” καὶ “μονοτονικοί”), τὰ ὁποῖα καὶ νὰ διατρέχουν τὴν ἐξοπλιστικὴ ἡλικία τῶν 6-12 ἐτῶν.» Στην έρευνα έλαβαν μέρος παιδιά που διδάσκονταν αποκλειστικά το μονοτονικό καθώς και εκείνα που για δύο ώρες κάθε Σάββατο παρακολουθούσαν στοιχειώδη αρχαία ελληνικά στην «Ἐλληνικὴ Ἀγωγή».
Σχηματιστήκαν δύο ισοδύναμες 25μελείς ομάδες και η έρευνα ξεκίνησε στα τέλη του 1999, ολοκληρώθηκε στις αρχὲς του 2006, ενώ πραγματοποιήθηκαν 3 αξιολογήσεις, πριν την έναρξη των μαθημάτων, μετά ένα σχολικό έτος και μετά τέσσερα.
«Στατιστικῶς,… ἀναμένεται ὅτι στὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν, ἡ ὁμάδα ποὺ μαθαίνει καὶ ἀρχαῖα ἑλληνικά-πολυτονικὸ θὰ προηγεῖται σημαντικά: α) στὸν Λεκτικὸ Δείκτη Νοημοσύνης (6.9 μονάδες), β) στὴν Ἀφαιρετικὴ Σκέψη (3.1 μονάδες) καὶ γ) στὸν Ὀπτικο-κινητικὸ».
«῾Η στανικὴ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ ὁποία δικαιολογήθηκε καὶ ἐγκωμιάσθηκε ὡς πανάκεια γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς μαθησιακῆς διαδικασίας, ἀπεδείχθη περιτράνως ὅτι, κυρίως, ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ “διευκολύνει” τὰ οἰκονομικὰ τῶν ἐκδοτῶν, ἐνῶ, ὡς παράπλευρες… “ὠφέλειες”, παρέσχε καὶ ἀνακούφιση στοὺς ἡμιμαθεῖς τοῦ ἥσσονος κόπου, ἀλλὰ καὶ ἀποθράσυνση στοὺς φαύλους ποὺ ψιθύριζαν λαοπονετικὰ ψευτοπροοδευτικὰ συνθήματα, γιὰ νὰ ἐξελιχθοῦν ἐν συνεχείᾳ σὲ στεντόρειους τρομοκρατικοὺς τιμητές.»
Ο Γιώργος Κεντρωτής, καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου στην εισήγησή του, με τίτλο «Τὸ μονοτονικὸ σύστημα στὴν ὑπηρεσία τοῦ πολυεθνικοῦ κεφαλαίου», υπογραμμίζει πως προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία τον κεφαλαίου στον εκδοτικό τομέα με την «εξοικονόμηση» εργατοωρών σφαγιάστηκε η ελληνική ορθογραφία.
Ο Κώστας Καραΐσκος, ἐκπαιδευτικός, διευθυντής του Ἀντιφωνητῆ με την παρέμβασή του «Ἡ πολυτονική ἐπιλογή σ’ ἕνα περιφερειακό ἔντυπο» και ο Γιάννης Κωβαίος φιλόλογος, συγγραφέας, εκπρόσωπος του περιοδικού Νέα Εὐθύνη [«Γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά; Ἡ παρρησία τῆς Εὐθύνης και ἡ εὐθύνη τῆς παρρησίας»], αναφέρθηκαν στους λόγους για τους οποίους επέλεξαν το πολυτονικό για τα έντυπά τους και περιέγραψαν τις δυσκολίες της εφαρμογής του.
Ο Ξάνθος Μαϊντάς, επίκ. καθ. Θεωρητικής Φυσικής, εκδότης του περιοδικού, Τὰ τετράδια τοῦ Ἐλπήνορα, [«Ἱστορικὴ ὀρθογραφία: Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Θετικῶν Ἐπιστημῶν»], ανέφερε ότι ένας νεαρὸς φοιτητής μαθηματικών, με εξαιρετικὲς διακρίσεις, ερμήνευσε την παρουσία τόσων καλών νέων Ελλήνων μαθηματικών ως εξής: «αὐτὸ ὀφείλεται στὴ σχέση μας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα μαθηματικῶν δομῶν». ο δε καθηγητής Φωκάς «ἔδειξε ὅτι τὴ στιγμὴ τῆς μελέτης ἑνὸς μαθηματικοῦ προβλήματος διεγείρονται κέντρα τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ εἶναι ὑπεύθυνα γιὰ τὴ γλῶσσα».
Ο Δημήτρης Kοσμόπουλος ποιητής, δοκιμιογράφος [«Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐπιμονὴ τῶν ποιητῶν»] τόνισε: «Τὸ εὐρωπαϊκό μας ἀπωθημένο –καλλίτερα τὸ εὐρωπαϊκὸ ἀπωθημένο τῶν ταγῶν μας, ἐκεῖνο τῆς ἄκρατης μίμησης καὶ τῆς ὑποτέλειας– θριάμβευσε.» Όμως «τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ μονοτονικοῦ ἡ σοβαρὴ καὶ ἀληθινὴ ποίηση στὴ γλῶσσα μας γράφεται καὶ τυπώνεται πολυτονικά, κατὰ τὴν γλωσσικὴ καὶ ποιητικὴ παράδοση, φανερώνει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς ποιητικῆς παράδοσης. Ἀπὸ Παλαμᾶ, Σεφέρη ὣς Λάγιο, οἱ ποιητές μας ἀντέχουν. Διασώζουν τὸ βαθύτερο πρόσωπό μας, διασώζουν, δηλαδή, τὴν γλῶσσα μας.»
Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, φιλόλογος, επιμελητής του φυλλαδίου της «Διαμέτρου» Τὰ Νεφούρια, στην παρέμβασή του για την «Ὀρθογραφία στὸν Παπαδιαμάντη» εκμυστηρεύτηκε τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ακόμα και σήμερα για την επιλογή της κατάλληλης ορθογραφίας στην έκδοση των κειμένων του μεγάλου Σκιαθίτη.
Ο γλωσσολόγος Νικόλαος Κοντοσόπουλος, στις «Σκέψεις πάνω στήν ὀρθογραφία ἄλλων εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν» σημειώνει πως οι γλώσσες με μακραίωνα γραπτή παράδοσι χρησιμοποιούν τη λεγόμενη ιστορική ορθογραφία, ενώ αντίθετα οι γλώσσες με χρονικά περιορισμένη γραπτή παράδοση «ἔχουν τή λεγόμενη φωνητική ὀρθογραφία.».
Τέλος ο Παναγιώτης Σιδηρόπουλος διαχειριστής λογισμικού της Magenta [«Τό ἱστορικό ὑποστήριξης τοῦ πολυτονικοῦ στούς ὑπολογιστές»] παρουσίασε το σκεπτικό και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η εταιρεία του για την δημιουργία του «Πολυτονιστή» της, ο οποίος εἰναι «ἕνα ἰσχυρό ὅπλο, στά χέρια ὅσων θέλουν νά ὑπερασπισθοῦν τό πολυτονικό, διότι ὅσο ἁπλό εἶναι νά γράφει κανείς στό μονοτονικό, τόσο ἁπλό εἶναι πλέον νά γράφει καί στό πολυτονικό.
*****
Ο Δημήτρης Ευαγγελίδης ἐθνολόγος, συγγραφέας [« Ἡ γλῶσσα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων»], μελετά εμπερίστατα τις διαφορετικές απόψεις και θεωρίες για τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, εκκινώντας από τα πραγματολογικά δεδομένα των διαλέκτων από τις οποίες κατάγεται.
Πράγματι στον ελληνικό χώρο, στην αρχική φάση εμφάνισης των ελληνικών πληθυσμών και γλωσσών, υπήρχαν τρεις διάλεκτοι: «α) Μιά ἀρχαϊκή μορφή τῆς μετέπειτα ἰωνικῆς-ἀττικῆς διαλέκτου. β) Μιά ἐπίσης ἀρχαϊκή μορφή τῆς δυτικῆς / βορειοδυτικῆς / ἠπειρωτικής διαλέκτου» και τέλος, «γ) Ἡ λεγομένη κεντρική διάλεκτος.»
Για την σχέση της αρχαίας μακεδονικής λαλιάς με τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, υποστηρίζονται ποικίλες θέσεις και απόψεις:
«α) Ἡ πρωιμότερη θέση δεχόταν τήν ἄποψη ὅτι ἡ Μακεδονική ἦταν μιά μεικτή γλώσσα, συγγενής τῆς Ἰλλυρικῆς. β) Μιά ἄλλη θέση ἀποδεχόταν τήν Μακεδονική ὡς ἀνεξάρτητη Ἰνδοευρωπαϊκή γλώσσα, συγγενική μέ τήν ἑλληνική. γ) Ἡ πλειονότητα πάντως τῶν ἐπιστημόνων καί κυρίως τῶν γλωσσολόγων ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Μακεδονική ἦταν μία ἀκόμη ἑλληνική διάλεκτος (μεταξὺ ἄλλων ὁ Γ. Χατζιδάκις, ὁ Νικ. Ἀνδριώτης, οι N. G. L. Hammond, A. Toynbee, Ch. Edson καί Olivier Masson). δ) Μιὰ μικρὴ μερίδα ἐπιστημόνων, τήρησε ἐπιφυλακτική στάση, ἐπικαλούμενη τήν ἀνεπάρκεια τοῦ γλωσσολογικοῦ ὑλικοῦ.»
Τελικώς, η Μακεδονική ανήκε στις Δυτικές / Βορειοδυτικές / Ηπειρωτικές αρχαιοελληνικές διαλέκτους και ήταν η καθομιλουμένη της πλειοψηφίας των κατοίκων του Μακεδονικού Βασιλείου. Σε ορισμένες όμως περιοχές της Κάτω Μακεδονίας, οι κάτοικοι ομιλούσαν μια αρχαϊκή αιολική διάλεκτο, κατάλοιπο των αρχικών εγκαταστάσεων των Πρωτο-Αιολέων.
Ο πολιτικός επιστήμονας-ιστορικός, Χρήστος Αλεξάνδρου διερευνά την αντίληψη του Νικολάϊ Μπερντιάγεφ για το κράτος [«Το κράτος στη σκέψη του Νικολάϊ Μπερντιάγιεφ»]. Ο Μπερντιάγιεφ γνώρισε το κράτος στις πολλαπλές μορφές του: το τσαρικό-απολυταρχικό, το μαρξιστικό-κομμουνιστικό, το αστικοδημοκρατικό, με τις μεσοπολεμικές του ιδιαιτερότητες, και το φασιστικό-ναζιστικό, και το αντιμετωπίζει ως αναγκαίο κακό.
Η στάση του Μπερντιάγιεφ καθορίζεται εν τέλει από τη χριστιανική του πίστη, τη θεμελιώδη ευαγγελική ρήση: «Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Το κράτος είναι μια αρχέγονη όσο και αναπόδραστη συνθήκη της ιστορίας. Αποτελεί μια υπερ-κοινωνική και διαχρονική οντότητα που δεν μπορεί να εκλείψει. Μόνο με το κράτος μπορεί να ανατραπεί η πορεία προς το χάος. Μη κράτος σημαίνει αποσύνθεση της κοινωνίας, που θα οδηγήσει γρήγορα σε μια ζωώδη κατάσταση. Έτσι ο Μπερντιάγιεφ φτάνει να προσδώσει στην ιδέα του κράτους και μια θρησκευτική διάσταση, ως οντολογική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ανθρώπου.
Ο καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος [«Η κυπριακή λογοτεχνία, γενικά χαρακτηριστικά και διακριτικά γνωρίσματα»] θεωρεί την κυπριακή λογοτεχνία οργανικό μέρος της ελληνικής, «όπως το κυπριακό ιδίωμα είναι οργανικό μέρος της νεοελληνικής γλώσσας, η κυπριακή κουλτούρα οργανικό μέρος της νεοελληνικής κουλτούρας και ο κυπριακός λαός οργανικό τμήμα του μείζονος ελληνισμού».
Η κυπριακή λογοτεχνία αποτελεί μια τυπική έκφραση της περιφερειακής ελληνικής κουλτούρας. Βεβαίως, υπάρχουν τοπικές ιδιαιτερότητες. μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα είναι το πολύστιχο αφηγηματικό τραγούδι των Κυπρίων ποιητάρηδων, και η ιστορική θεματική της λόγιας ποίησης που σφραγίζεται από το τραγικό βίωμα της τουρκικής εισβολής, της κατοχής και της προσφυγιάς.
Το ιστορικό βίωμα στην κυπριακή λογοτεχνία οριοθετείται από δύο εννοιολογικές κατηγορίες, του τόπου και της ιστορίας: ο ιστορικός χρόνος συγχωνεύεται σε μία ενότητα με τον γεωγραφικό χώρο και αποτελεί μαζί του τον ενιαίο χωροχρόνο του ποιητικού σύμπαντος.
Ένα έγκυρο τυπολογικό κριτήριο για τη διάκριση των πολιτισμικών συστημάτων είναι η αντίληψη που έχει μια ανθρώπινη κοινωνία για τον χώρο και τον χρόνο και τη μεταξύ τους σχέση. Οι πολιτισμοί του χώρου χαρακτηρίζονται από την προτεραιότητα που παίρνει μέσα στο κοσμοείδωλο της αντίστοιχης κοινωνίας ο τόπος, η γενέθλια γη. Η αντίληψη του χρόνου είναι κυκλική. Οι πολιτισμοί του χρόνου, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από την εμμονή στην προτεραιότητα του χρόνου, η οποία εκφράζεται με τη συνεχή μετακίνηση, την αποδημία, τη μεταβολή, τη φυγή προς τα εμπρός.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο αντίπαλα πρότυπα διακρίνουμε μια τρίτη εκδοχή εξισορρόπησης και σύνθεσης των βιωμάτων του χώρου και του χρόνου, σε μια ενιαία αντίληψη του χωρο-χρόνου. Ο εβραϊκός πολιτισμός αντιπροσωπεύει τον τύπο της κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από την προτεραιότητα του χρόνου και της κίνησης, ενώ ο ελληνικός αντιπροσωπεύει τον τύπο της κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από την αντίληψη του ενιαίου χωροχρόνου. Ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, στη βιομηχανική φάση του, προσχώρησε στο μοντέλο των πολιτισμών του χρόνου. Ακραία εκδοχή αυτού του μοντέλου αποτελεί η κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης.
Η φιλόλογος Παναγιώτα Βάσση [«Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ο κήπος της Αχαριστίας»] παρουσιάζει ένα από τα πεζά κείμενα της τελευταίας περιόδου της ζωής και του έργου του Κώστα Καρυωτάκη, της περιόδου μεταξύ 1927–1928, όταν εκφράζει την πρόθεση ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά στην πεζογραφία.
Οι «κήποι» συνιστούν προσφιλές θέμα στο έργο του Καρυωτάκη, ενώ μετασχηματίζονται στο πέρασμα του χρόνου, καθώς συνδέονται αναπόφευκτα με την ποιητική και την προσωπική περιπέτεια του ποιητή. Ο «κήπος» συνιστά τον καμβά πάνω στον οποίο ο Καρυωτάκης υφαίνει το θέμα του, την Αχαριστία.
Το κείμενο εκφράζει τη θέληση του αφηγητή να καλλιεργήσει το «ωραιότερο άνθος» στον «κήπο», όπου θα «φυτευτεί» η Αχαριστία. Οι «καιροί είναι ευνοϊκοί», δηλαδή ο χρόνος είναι κατάλληλος για να ευδοκιμήσει, ως άλλο «άνθος του Κακού», η Αχαριστία. Υπονοείται εδώ το έτος 1928 με όλες τις συνυποδηλώσεις του για την Ελλάδα –περίοδος μετά τη μικρασιατική καταστροφή– και κυρίως για τον ίδιο τον ποιητή – αρνητικές κριτικές για το έργο του και προσωπικές πικρίες, διώξεις για τη συνδικαλιστική του δράση. Χαρακτηριστική η παρατήρηση «στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια». Τα «φίδια» ανταμείβονται και κυριαρχούν. Στο νοσηρό περιβάλλον που περιγράφει, ευνοούνται τα «ερπετά», όσοι αλλοτριώνονται από την υπαναχώρηση και την υποταγή. Ποιοι ευθύνονται γι’ αυτή τη νοσηρή ατμόσφαιρα; «Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών». Η δράση των κιβδηλοποιών δεν μπορεί παρά να είναι τερατώδης. Το περιβάλλον είναι νοσηρό κι απάνθρωπο και η κοινωνία, «δάσος» από «μάσκες» .
Στις βιβλιοπαρουσιάσεις που ακολουθούν ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει το βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα, Ο μύθος της γενιάς του ’30: νεωτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, παρατηρεί πως ο Τζιόβας έχει πραγματοποιήσει ευρύτατη ερευνητική δουλειά και τονίζει τη γόνιμη σύζευξη που επιχείρησε η γενιά του τριάντα ανάμεσα στην εντοπιότητα και την οικουμενικότητα: «Παρακάμπτοντας αφενός τον μισοξενισμό και αφετέρου τον μιμητισμό η γενιά του ’30 προσπάθησε… να αναδείξει μια ισχυρή νεοελληνική ιδιαιτερότητα που θα είναι σε θέση να αντιπαραβληθεί αξιοπρεπώς με την ευρωπαϊκή παράδοση (σελ. 265).»
Ο Δημήτρης Μπαλτάς παρουσιάζει το βιβλίο του Λ. Σεστόφ, Λέων Τολστόϊ: αυτός που γκρεμίζει καυ χτίζει κόσμους, το οποίο περιλαμβάνει τρεις διαλέξεις του Ρώσου φιλοσόφου Λέοντος Σεστόφ (1866-1938) πάνω στο έργο του Τολστόϊ, καθώς και εκίνο του του Peter Bürger, Θεωρία της Πρωτοπορίας.
Ο Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος σημειώνει για το δοκίμιο του Μελέτη Μελετόπουλου, Το ζήτημα του πατριωτισμού: «αυτό που αναδεικνύεται από το βιβλίο είναι εντέλει ένας πατριωτισμός εξωστρεφής, οικουμενικός, με αυτοπεποίθηση, βασισμένος στον πολιτισμό, την γλώσσα και τη συνέχεια της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων, και όχι σε δήθεν φυλετική συνέχεια.»
Τέλος, ο Νικόλας Δημητριάδης κλείνει το τεύχος, με μια συνοπτική παρουσίαση του έργου του Φάνη Μιχαλόπουλου.
Υ. Γ.1 Ο ν. Λόγιος Ερμής ευχαριστεί ιδιαίτερα τον Χρίστο Δάλκο, τον Ανδρέα Μοράτο και τη Χριστίνα Σταματοπούλου για την αφιλοκερδή και κάποτε επίπονη ενασχόλησή τους με την επιμέλεια των κειμένων του τεύχους.
Υ.Γ. 2 Ζητάμε από τους πολλούς φίλους και συνεργάτες που αδημονούν για τη δημοσίευση των κειμένων τους, να δείξουν «λίγη ακόμα» υπομονή!