του Γιώργου Ράκκα από τη Ρήξη που κυκλοφορεί
Η κομματική νομενκλατούρα θέτει σε αμφισβήτηση το μέλλον του ΚΚΕ
Μεγάλη εντύπωση έκανε ένα άρθρο του Μάκη Μαΐλη στον Ριζοσπάστη, το οποίο υποστήριζε, λίγο έως πολύ, ότι η πάγια ζαχαριαδική θέση περί «προδοτικής αστικής τάξης» είναι λαθεμένη, και δεν σημαίνει ότι σήμερα στην Ελλάδα ζούμε συνθήκες προδοσίας και εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας από τις άρχουσες τάξεις.
Μ έχρι και το Βήμα έκανε σχετική αναφορά, περιγράφοντας τη διαμάχη η οποία άνοιξε μεταξύ ΚΚΕ και «λαφαζανικών» του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από ένα κείμενο του Νίκου Ζαχαριάδη του 1946. Όντως, η επιχειρηματολογία του είναι για γέλια, καθώς καταργεί κάθε έννοια κοινής λογικής, προκειμένου να δικαιώσει τον σημερινό, μοναχικό και παρανοϊκό δρόμο που έχει πάρει το κόμμα:
Η ανισότιμη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις διάφορες αστικές τάξεις και τα αντίστοιχα κράτη αποτελεί την άλλη όψη της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η συμμετοχή κάθε αστικής τάξης στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κ.ά.) γίνεται οικειοθελώς και με σκοπό να ισχυροποιήσει τη θέση της ενάντια στην εργατική τάξη της χώρας της, αλλά και ενάντια στην εργατική τάξη άλλων χωρών, αποσπώντας όσο είναι δυνατό μεγαλύτερο μέρος από τη λεία.
Τα αστικά κόμματα της Ελλάδας δεν ενεργούν σύμφωνα με τις υποδείξεις της τρόικας ή τη θέληση της Μέρκελ. Ενεργούν από κοινού. Οι διαφωνίες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αφορούν τους χειρισμούς και τις επιλογές για το ποιο τμήμα του κεφαλαίου και πόσο θα καταστραφεί, δηλαδή ποιος θα πληρώσει τη ζημιά σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης. Μεταξύ τους επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας, όμως στην επίθεση ενάντια στους λαούς είναι ενωμένοι και ομόθυμοι.
Τι κρύβεται πίσω από αυτό το μνημείο της παράνοιας; Το ΚΚΕ αυτή τη στιγμή προσπαθεί να αποφύγει ως ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε συζήτηση για συγκλίσεις και μέτωπα, μπροστά στο φάσμα της κατοχής και της εξαθλίωσης που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός. Σ’ αυτή του την προσπάθεια, προτιμάει ακόμα και να δώσει άλλοθι στις προδοτικές άρχουσες τάξεις της χώρας μας, από το να εκτεθεί στους οργανωτικούς κινδύνους ενός ανοίγματος. Και βέβαια, όταν λέμε άνοιγμα, δεν εννοούμε μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ ή την αριστερά, όπως βλέπουν δηλαδή μια τέτοια διαδικασία ο Λαφαζάνης ή ακόμα και ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Για το ΚΚΕ, το ίδιο επικίνδυνο είναι ένα άνοιγμα στην ίδια την κοινωνία, στα υπό ριζοσπαστικοποίηση λαϊκά στρώματα, τα οποία υπερβαίνουν τις παραπλανητικές πλέον διαιρέσεις του παρελθόντος. Γι’ αυτό, όχι μόνο αρνείται συστηματικά να κάτσει σε οποιοδήποτε τραπέζι διαπραγματεύσεων, αλλά αποφεύγει επίσης οποιαδήποτε κίνηση θα απέδιδε στο ίδιο το κόμμα την… ηγεμονία, στα πλαίσια του αντιμνημονιακού ρεύματος.
Το ΚΚΕ δεν θέλει να αναδειχθεί στον αγώνα ενάντια στη νέα κατοχή, ούτε μαζί με τους άλλους, αλλά ούτε και μόνο του. Απλούστατα γιατί οποιοδήποτε τέτοιο άνοιγμα σε άλλους ή μετασχηματισμό του ίδιου του κόμματος σε μαζικό κόμμα-μπροστάρη των λαϊκών κινητοποιήσεων, θα προϋπέθετε την… αυτοκατάργησή του! Γιατί, προφανώς, θα έπρεπε να παραμερίσει τον ιδεολογικό και οργανωτικό σκοταδισμό του, να πλήξει την εσωτερική γραφειοκρατία (που είναι πιο δυσλειτουργική κι από έναν δημόσιο ημικατεδαφισμένο οργανισμό!), να εγκαταλείψει το εγκεφαλικό κώμα στο οποίο έχει θέσει εαυτόν προκειμένου να επιβιώσει δίχως ν’ αλλάξει, σε μια εποχή όπου όλα καταρρέουν. Να βγει, δηλαδή, από την κατάψυξη.
Αυτά όμως δεν γίνονται στο σύμπαν της ΚΚέδικης παλαιοντολογίας. Ο μηχανισμός του κόμματος έχει τη δική του εσωτερική λογική, που ορίζεται στη βάση ενός αμείλικτου ενστίκτου επιβίωσης. Κι αυτό το ένστικτο της επιβίωσης υπαγορεύει στο ΚΚΕ να μη μεγαλώσει ποτέ πέρα απ’ ένα ορισμένο σημείο, 5% ή 10%, προκειμένου να διατηρήσει ακλόνητη την ιεραρχία και την οργανωτική του συνοχή.
Αυτός ο πρώτος, υπέρτατος κανόνας λειτουργίας, είναι που καθιστά το Κόμμα, «κόμμα της τάξης και της ασφάλειας», ακόμα και σε αυτήν την εποχή της κρίσης. Γιατί ακριβώς η κρίση και άρα η αμφισβήτηση των κομματικών στεγανών, η ανατροπή των πολιτικών διαιρέσεων στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων και η ανάδυση ενός νέου ρεύματος αντίστασης στις επιλογές των αρχουσών τάξεων και της τρόικας, βάζουν το κόμμα σε περιπέτειες. Το ΚΚΕ πολύ θα επιθυμούσε να παραμείνει στη χρυσή εποχή του δικομματισμού, όπου έπαιζε τον ρόλο του ασώτου υιού του πολιτικού συστήματος και επωφελούνταν προνομιακά από την κοινωνική διαμαρτυρία, δίχως να κάνει τίποτα. Και αισθάνεται υπερβολικά αμήχανο, τώρα που το κομματικό σύστημα της ύστερης μεταπολίτευσης διαλύεται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Γι’ αυτό αρχικά υποστήριζε ότι «η κρίση είναι φτιαχτή», και γι’ αυτό και τώρα επιμένει να λέει «μάχη με την πλουτοκρατία», και βάζει στην πρώτη γραμμή το ΠΑΜΕ, επιμένοντας σ’ έναν αυτιστικό εργατισμό, τη στιγμή που ακόμα και η επιβίωση της χώρας παίζεται στο κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Για όσους θυμούνται καλά, την ίδια αντανακλαστική συμπεριφορά είχαν και τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ πριν αρχίσει η εθνική αντίσταση, που επέμεναν στη γραμμή των «εργατικών αγώνων στις μεγάλες πόλεις». Τότε βέβαια τους έσωσε ο Βελουχιώτης, και η ακόμα ζωντανή στην ελληνική ύπαιθρο λαϊκή αντιστασιακή ταυτότητα του ελληνισμού.