του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη που κυκλοφορεί
Στόχος τους να καμφθούν τα ριζώματα του νεοελληνισμού
Κάποιοι διανοούμενοι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με αξιολογική ουδετερότητα, άλλα όσο μεγαλύτερη δέσμευση έχουν με τους θεσμούς ενός κράτους που έχει παύσει να ασκεί την κυριαρχία του σε πολλούς τομείς, θυμίζοντας ανοικτά πλέον προτεκτοράτο, τόσο μεγαλύτερη είναι η παρερμηνεία της πραγματικότητας που διαπράττουν. Τα παραδείγματα είναι αρκετά και κραυγαλέα.
Το ζήτημα της διδασκαλίας της ιστορίας, όπως επιχειρήθηκε να αναθεωρηθεί, με το περιβόητο βιβλίο της κ. Ρεπούση, ενώ προσωρινά εγκαταλείφθηκε, δεν έπαυσε να περιλαμβάνεται στους σχεδιασμούς κάποιων κύκλων και κατά συνέπεια να επανέρχεται όταν οι συνθήκες φαίνονται ευνοϊκές για αυτό. Είναι εντυπωσιακό ότι το έργο αυτό, ενώ είχε καταγγελθεί από στοχαστές διαφορετικής προέλευσης και κοσμοαντίληψης για το πλήθος των παραλείψεων ή την χρησιμοποίηση μιας μεταμοντέρνας γλώσσας, που άκομψα υποτιμούσε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως ήταν η μικρασιατική καταστροφή, επανέρχεται ως να ήταν το σπουδαίο και αψεγάδιαστο έργο.
Πρόσφατα, έγινε, στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, συνέδριο με θέμα την διδασκαλία στα σχολεία της ελληνικής ιστορίας. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο ιστορικός και ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές του εγχειριδίου Ρεπούση. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «οι προοδευτικές δυνάμεις προσπαθούν να καθαγιάσουν τα πάθη της Αριστεράς μέσα από την ένταξή τους στη σχολική ύλη ενώ οι δυνάμεις της συντήρησης, σε συμμαχία με το ιδεολογικό έκτρωμα ενός νεόκοπου αντι-ιμπεριαλιστικού πατριωτισμού, προσπαθούν να υπερασπιστούν και να επιβάλουν τις πιο λαϊκίστικες και τις πιο αντιεπιστημονικές εκδοχές της ελληνικής Ιστορίας» (από την ιστοσελίδα του ΒΗΜΑΤΟΣ, Λ. Κουζέλη 10.2.2012 «Πώς διδάσκεται η μεταπολεμική Ιστορία στο σχολείο»). Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια σειρά ύβρεων, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση, που αποσκοπεί να αντιπαρέλθει την αντίθετη άποψη χωρίς καν να την συζητήσει. Αλλά και ως νοοτροπία αποκαλύπτουν μια κυνική αλαζονεία απέναντι σε όποιον διατυπώσει έστω τις επιφυλάξεις του για την εγκυρότητα εκφράσεων όπως ο «συνωστισμός στην Σμύρνη».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά «Συνωστισμένες στο Ζάλογγο», όπου με ένα πλήθος πρωτογενών στοιχείων και μαρτυριών αποκαλύπτονται οι αποσιωπήσεις και η διαστρέβλωση της ιστορικών γεγονότων στο βιβλίο της προσφάτως συνταξιοδοτηθείσας αναπληρώτριας διευθύντριας της Κεντρικής Υπηρεσίας των Αρχείων του Κράτους, Βάσως Ψιμούλη, για το Σούλι, αλλά και σε μικρότερης εμβέλειας έργα του Α. Πολίτη. Θα αναμέναμε ότι θα προσπαθούσανε να ανασκευάσουν τις κατηγορίες του Γ. Καραμπελιά με ένα πυκνό επιχειρημάτων λόγο. Αντ’ αυτών η σιωπή, οι δηλώσεις σαν αυτές του Β. Παναγιωτόπουλου και «απαντήσεις» όπως αυτή της Ψιμούλη στο έντυπο του χώρου του εθνομηδενισμού The Books’ Journal, που εκθέτουν ακόμα περισσότερο τη συγγραφέα τους.
Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τέτοιου είδους τακτικές, θα συμπεράνουμε ότι ένα μέρος των διανοούμενων, λειτουργώντας ως οργανικοί διανοούμενοι, καλλιεργούν αυτό που συνήθως κατηγορούν τους αντιπάλους τους, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Στόχος να καμφθούν τα ριζώματα του νεοελληνισμού, να διαλυθούν οι αξιακές και πνευματικές προϋποθέσεις της αντίστασης του ελληνικού κράτους. Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς, θεωρήθηκε από κάποιους, ότι η εθνική ταυτότητα είναι εμπόδιο στην αφομοίωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατόπιν στην παγκοσμιοποίηση και, τώρα πια, στις κατοχικές εντολές της Τρόικας. Κατά δεύτερο, οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν ότι η αναθεώρηση της νεώτερης ιστορίας μας θα διευκολύνει τους επιχειρούμενους συμβιβασμούς –για να μην χρησιμοποιήσουμε βαρύτερη έκφραση– με την νεο-οθωμανική Τουρκία. Βεβαίως, λόγω των αντιρρήσεων του Ισραήλ, και όχι για τους δικούς μας λόγους, το τελευταίο μάλλον πρόσκαιρα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Είναι εντυπωσιακό όμως ότι, με άρθρά τους στα ΝΕΑ, ο Β. Παναγιωτόπουλος και η Α. Φραγκουδάκη κατηγόρησαν ως εθνικιστή τον Τσίπρα για τις δηλώσεις του ότι όσοι αποδέχονται τις οδηγίες της Τρόικα δεν είναι πατριώτες. Η συμπεριφορά τους είναι πολλαπλά αποκαλυπτική. Δείχνει ποιους υπηρετεί πολιτικά ο αντιπατριωτισμός και η αναθεώρηση της ιστορίας, αλλά και πόσο λάθος έκανε ο Τσίπρας όταν και αυτός υπερασπιζόταν έργα σαν της Ρεπούση. Καμία αντίσταση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στους νέους, ούτε στους παλαιότερους κατακτητές αν δεν υπερασπιστούμε την ιστορική μας πραγματικότητα.
Μία άλλη μια περίπτωση είναι ο Ν. Μουζέλης. Σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ (12.2.2012), με τον τίτλο «Γερμανικός παραλογισμός και ιμπεριαλισμός», μεταξύ άλλων γράφει: «Ποιος φταίει για τα δεινά που βιώνουμε και για τα χειρότερα που έρχονται; Πρωτίστως η κομματοκρατία που κυριολεκτικά διέλυσε το κράτος και κομματικοποίησε όλους τους μη πολιτικούς θεσμούς της χώρας». Για όσους δεν θυμούνται, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Μουζέλης υπήρξε σύμβουλος και συμπαραστάτης του Κ. Σημίτη και η σύζυγός του, Θ. Δραγώνα, ειδική γραμματέας στο υπουργείο Παιδείας, στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, δηλαδή αποτελούν στοιχεία της άθλιας κομματοκρατίας, που στο άρθρο του σωστά κατηγορεί.
Τελευταία περίπτωση είναι η υπεράσπιση του φαινομένου Π. Κωστόπουλου από την δημοσιογράφο της Καθημερινής Ξένια Κουναλάκη σε άρθρο της με τον τίτλο «Ο Πέτρος και ο Λύκος» (23.2.2012). Βεβαίως, για την περίπτωση Π. Κωστόπουλου αρκεί η ανάγνωση των δηλώσεων του Γ. Αγγελάκα. Απορία δεν δημιουργεί το γιατί και πώς χρεοκόπησε το συγκρότημα της ΙΜΑΚΟ, αλλά το πώς υποδυόταν επί δεκαετίες αυτός ο κύριος τον επιχειρηματία, που, αν διαβάσουμε τις συνεντεύξεις του, μας δίνουν την εντύπωση ενός κακομαθημένου έφηβου, χωρίς την παραμικρή γνώση για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο. Η Ξ. Κουναλάκη γράφει στο άρθρό της: «Τρίβουν τα χέρια τους διάφοροι συμπλεγματικοί που δεν κατάφεραν να χωνέψουν την ενσάρκωση του greek dream στο πρόσωπο του Πέτρου Κωστόπουλου, τη διαδρομή Βόλος – Αθήνα – Παρίσι – Φιλοθέη – Μύκονος». Είναι εκπληκτικό ότι η σημαντικότερη συντηρητική εφημερίδα βάζει πλάτη με ένα υβριστικό λόγο, σε ένα πασοκικό δημιούργημα, που ύμνησε τον κενό λόγο, τον εύκολο και άκοπο πλουτισμό, τον άθλιο φιλοτομαρισμό και τον παρασιτικό καταναλωτισμό. Τα έντυπά του γεμάτα εικόνες, ελάχιστα και τηλεγραφικά κείμενα, άφθονο πορνό αποσκοπούσαν στο να κάνουν τους αναγνώστες τους να μην σκέπτονται αλλά να φαντασιώνονται ότι μπορούν να καταναλώνουν όπως ο Καίσαρης ή ο Κόκκαλης. Στο τέλος κατέρρευσαν λόγω της φθίνουσας διαφημιστικής ύλης και του περιορισμού των αναγνωστών, διότι και η τελευταία κομμώτρια του Κολωνακίου κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να είναι σταρ στην Μύκονο ή στην Αράχωβα, δίχως να πάρει βαριά ναρκωτικά.
Οι περιπτώσεις αυτές, ενώ φαίνεται να είναι ξεχωριστές και να μην συνδέονται μεταξύ τους, έχουν ένα κοινό στοιχείο. Πρόκειται για μια άθλια ιδεολογία που στην μία περίπτωση απευθύνεται στους διανοούμενους και στην άλλη στα λαϊκά στρώματα, κύριος φορέας της οποίας υπήρξε το ΠΑΣΟΚ και κάποιοι φίλοι του της «Αριστεράς», μια ιδεολογία που διέλυσε, τα τελευταία τριάντα χρόνια, ό,τι ζωντανό και αυθεντικό δημιουργήθηκε σε αυτόν τον τόπο και στο τέλος μας παρέδωσε δέσμιους στην πιο βαθιά, στην πιο σκληρή κατοχή και υποτέλεια που γνωρίσαμε μεταπολεμικά.