Αρχική » Η Ελλάδα και οι ευρωπαϊκές εκλογές

Η Ελλάδα και οι ευρωπαϊκές εκλογές

από admin

του Γιώργου Ρακκά από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (φ. 84)

Το διακύβευμα των γαλλικών εκλογών μάς επηρεάζει σε πολλά επίπεδα!

Η περίοδος που ανοίγεται μετά το Πάσχα και τις γαλλικές εκλογές και λήγει στα τέλη Μαΐου με το ιρλανδικό δημοψήφισμα αναδεικνύεται ως πολύ κρίσιμη για ολόκληρη την Ευρώπη. Τα αποτελέσματά της θα κρίνουν, μεταξύ άλλων, τους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς και την πορεία της γερμανικής κηδεμονίας και άρα, συνακόλουθα (εδώ που έχουμε φτάσει…), το πόσο ακόμα θα σφίξει η θηλιά γύρω από τον δικό μας το λαιμό.

Το διακύβευμα των γαλλικών εκλογών μάς επηρεάζει σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, ο Φρανσουά Ολάντ έχει πολλάκις κατακρίνει την τυφλή υπακοή του Σαρκοζί στη σιδηρά γερμανική πυγμή και έχει αναδείξει το ζήτημα σε αιχμή της προεκλογικής του εκστρατείας. Ας μην ξεχνάμε ότι, στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κόμματος, είναι πολύ ισχυρές οι αντιγερμανικές τάσεις, τις οποίες εκφράζει καθαρότερα ο επικεφαλής της αριστερής εσωκομματικής αντιπολίτευσης Αρνώ Μοντεμπούρ. Εξάλλου, και ο ίδιος έχει δηλώσει, ότι σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος, θα προκαλέσει επαναδιαπραγμάτευση των σκληρών όρων που έχει επιβάλει η γερμανική κηδεμονία στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ιδιαίτερα σε μας. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να επιφέρει ριζικές αλλαγές στη δική μας την κατάσταση –απλώς οι Γερμανοί θα πρέπει να συγκρατήσουν κάπως το ανθελληνικό τους μένος, προκειμένου να κρατήσουν προσχήματα και ισορροπίες. Στον αντίποδα, βέβαια, η εκλογή του Ολάντ είναι αρνητική για το έτερο σημαντικό μέτωπο που έχουμε εντός της Ε.Ε., αυτό της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς έχει τοποθετηθεί πολλάκις υπέρ μιας φιλοτουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή.

Πού θα γείρει η πλάστιγγα;

Η μάχη μεταξύ των δύο είναι αμφίρροπη. Η δυσαρέσκεια εναντίον του Σαρκοζί είναι τεράστια, αλλά ταυτόχρονα η δυναμική του άοσμου και άχρωμου τεχνοκράτη Ολάντ  είναι ιδιαιτέρως ισχνή, με συνέπεια να κάνει διαρκώς δημοσκοπικές κοιλιές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέσα στο Μάρτιο, ο Σαρκοζί κατάφερε να τον ανατρέψει στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων για τον πρώτο γύρο, κλείνοντας την τεράστια ψαλίδα που είχε διαμορφωθεί: Ο Ολάντ είχε ξεκινήσει πέρσι στις δημοσκοπήσεις με δέκα μονάδες διαφορά (35% έναντι 25% του Σαρκοζί), έφτασε τον περασμένο Οκτώβριο να προηγείται με 15 μονάδες (39%-24%), για να απολέσει σταδιακά κάθε προβάδισμα, και να φτάσει να υπολείπεται τεσσάρων μονάδων στα μέσα του προηγούμενου μήνα (26% έναντι 30%)! Τώρα, έχει καταφέρει να καλύψει το κενό, ωστόσο παραμένει ακόμα πίσω με 29% έναντι 30%.
Όσο για το δεύτερο γύρο, προηγείται σταθερά, αλλά και εκεί είναι ασταθής, καθώς συχνά βλέπει τη διαφορά του να ψαλιδίζεται (κυμαίνεται από τις 10 στις 5 μονάδες). Στην τελευταία δημοσκόπηση, ο Σαρκοζί είχε 46% και ο Ολάντ 54%. Η διαφορά είναι μεγάλη, αλλά δεν μπορεί να πιστωθεί καμία επιτυχία στον ίδιο ή το κόμμα του, καθώς, ας μην ξεχνάμε ότι απολαμβάνει στον δεύτερο γύρο τη στήριξη όλων των αριστερών υποψηφίων και ιδιαίτερα του Μελανσόν.
Ο τελευταίος τείνει να αναδειχθεί στη μικρή έκπληξη αυτών των εκλογών, καθώς ξεκίνησε μ’ ένα ισχνό 5% και πλέον παίρνει 15%. Η συνταγή της επιτυχίας για τον Μελανσόν έγκειται στο ότι εγκατέλειψε τον στερεότυπο λόγο της αριστεράς και κινήθηκε περισσότερο κοντά στην κουλτούρα των δικών μας «αγανακτισμένων», συνθέτοντας δηλαδή αιτήματα για εθνική και κοινωνική χειραφέτηση, ενώ ταυτόχρονα δεν παρέλειψε ν’ ανοίξει και μια μεγάλη συζήτηση με το ιδεολογικό ρεύμα της «αποανάπτυξης». Αν και δεν αρνείται την αριστερή του ταυτότητα, εντούτοις η δυναμική του οφείλεται στο ότι καταφέρνει να την υπερβαίνει και να εκφράζει έναν νέο πατριωτικό ριζοσπαστισμό, πιο συγγενή με αυτόν του Έβο Μοράλες, ή του Τσάβες, γεγονός που του δίνει μεγάλη διεισδυτικότητα σ’ όλα τα εκλογικά ακροατήρια, και ιδιαίτερα σ’ εκείνα των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων.
Εν κατακλείδι, η αδυναμία του Ολάντ να διαμορφώσει ένα ξεκάθαρο ρεύμα πλειοψηφίας φαίνεται πως θα τον ταλαιπωρήσει ιδιαίτερα, ακόμα και σε περίπτωση που θα εκλεγεί. Μεγάλη του αδυναμία είναι ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, και δεν είναι τυχαίο ότι κατέρρευσε δημοσκοπικά μόλις ο Σαρκοζί έθεσε ζήτημα Σέγκεν, και ακολούθησαν τα γεγονότα της Τουλούζης. Όλα αυτά δείχνουν ότι θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, καθώς θα υφίσταται πιέσεις και σκληρή αντιπολίτευση σε όλα τα μέτωπα, από την οικονομική πολιτική ή τις σχέσεις με τη Γερμανία, μέχρι τα ζητήματα της εσωτερικής ασφάλειας και το τι θα γίνει με την Τουρκία…
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, ένα είναι σίγουρο. Πως, ό,τι και να γίνει, οι Γερμανοί δεν θα είναι πλέον σε θέση να παίζουν χωρίς αντίπαλο. Ο εγωϊσμός τους έχει δημιουργήσει ήδη τις αναπόφευκτες αντισυσπειρώσεις και έχει εκτοξεύσει τον αντιγερμανισμό σε όλες τις χώρες που παραδοσιακά σέρνονται πίσω από τις αξιώσεις της Γερμανίας για ευρωπαϊκή κηδεμονία. Εξάλλου, το ιρλαδικό δημοψίφισμα (βλ. τη συνέντευξη του Μάικ Γιούλτον στις σελίδες που ακολουθούν) ενδέχεται να αποτελέσει ένα ακόμα πλήγμα στους γερμανικούς σχεδιασμούς…

Υστερόγραφο: Λιώνουν οι πάγοι στη Σερβία;

Και ενώ εντός της ΕΕ συμβαίνουν όλα αυτά, στη Σερβία κυοφορούνται εξελίξεις που θα τη βγάλουν από το πολυετές σκότος της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής κηδεμονίας στην οποία έχει βυθιστεί. Ο πολύς Μπορίς Τάντιτς αναγκάστηκε να παραιτηθεί πριν από μια εβδομάδα και να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, στις 6 Μαΐου. Η πολιτική του Τάντιτς, τόσο σε σχέση με το Κοσσυφοπέδιο, όσο και σε σχέση με την ίδια τη Σερβία, ήταν καταστροφική και ολοκλήρωσε την έκλειψή της –έργο που είχαν αφήσει ημιτελές οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ. Ας ακούσουμε τι λέει ένας Σέρβος ακτιβιστής: «Η σερβική οικονομία επιβίωσε των διεθνών κυρώσεων κατά τη δεκαετία του ’90. Επιβίωσε, επίσης, των 3μηνων βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ […], που δεν χτύπησε μόνο στρατιωτικούς στόχους, αλλά επίσης νοσοκομεία, κοινωνικές υποδομές, τα ΜΜΕ κ.ο.κ. […]. Το κόστος των βομβαρδισμών ανήλθε περίπου στα 30 δισ. $. Εντούτοις, η οικονομία επιβίωσε και ο κόσμος μπορούσε ακόμα να βρει δουλειά. Δυστυχώς, μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς και την άνοδο του νεοφιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων που ακολουθήθηκε κατέστρεψε εντελώς την οικονομία μας…»
Αυτή η περίοδος φαίνεται να τελειώνει στις 6 Μαΐου, όπου όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι τις εκλογές θα κερδίσει ο μεγάλος αντίπαλος του Τάντιτς, Τόμισλαβ Νίκολιτς. Ο Νίκολιτς προέρχεται από το κόμμα του Σέσελιτς, εντούτοις διαφώνησε μαζί του ως προς την απόρριψη της ευρωπαϊκής πορείας της Σερβίας και έφτιαξε άλλο κόμμα, το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα. Η θέση του είναι ότι η Σερβία θα πρέπει να επενδύσει σε μια ανεξάρτητη σέρβικη στάση εντός της Ε.Ε., δίχως να ξεπουλήσει τα πάντα και να υποχωρήσει στο ζήτημα του Κοσόβου. Είναι περισσότερο ανεξάρτητος από τον Τάντιτς και καθόλου αρεστός στη Δύση. Ωστόσο πολλοί, και μεταξύ αυτών και πρώην σύμμαχοί του στις προεδρικές εκλογές του 2008, τον κατηγορούν για ηγεμονισμό, ότι επιθυμεί να διαλύσει το πολυκομματικό σύστημα επιβάλλοντας από κοινού με τον Τάντιτς ένα νέο δικομματικό σύστημα. Ανεξαρτήτως αυτών, πάντως, οι εξελίξεις δείχνουν ότι η Σερβία βγαίνει, έπειτα από πολλά χρόνια, από τη Ζώνη του Λυκόφωτος, και έτσι μάλλον ανοίγει μια νέα ευκαιρία για την Ελλάδα να στήσει ξανά στα πόδια της μια βαλκανική πολιτική. Αν βέβαια η ηγεσία της Ελλάδας πάψει να είναι αυτή που είναι και ν’ αντιστρατεύεται ανοιχτά τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ