Αρχική » Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών και ο νέος «πρόεδρος» της Γαλλίας

Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών και ο νέος «πρόεδρος» της Γαλλίας

από admin

Οι εξαγγελίες του Φρανσουά Ολάντ ενδέχεται να συγκρουστούν με ό,τι αντιπροσωπεύει ο ίδιος, το κόμμα του, και την πραγματικότητα της Ε.Ε.

της Νταϊάνας Τζονστόουν από τη Ρήξη (φ. 85)

Η επιλογή του Φρανσουά Ολάντ, ως προέδρου της Γαλλίας, αντί για τον Νικολά Σαρκοζί, ήταν μια ακραία περίπτωση επιλογής του λιγότερο κακού. Σπάνια υποψήφιος έχει εμπνεύσει τόσο λίγο ενθουσιασμό. Λαμβάνοντας υπόψη, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τα χαμηλά ποσοστά δημοφιλίας του Σαρκοζί, το 51,6% που πήρε ο Ολάντ, έναντι του 48,4% του Σαρκοζί, είναι εντυπωσιακά μικρή διαφορά. Η ψήφος των Γάλλων στον άοσμο και άχρωμο Ολάντ ήταν τελικά ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούν τον Σαρκοζί, που πλέον αρκούνταν στο να παίζει τον πρόεδρο της Γαλλίας.

Διότι δεν υπάρχει πια πραγματικός πρόεδρος της Γαλλίας. Ο ηγέτης αυτός, που εκλέχτηκε να κατοικήσει στο παλάτι των Ιλισίων, δεν χαράζει πια την πορεία της χώρας. Αυτός ο ρόλος έχει πλέον αναληφθεί εν πολλοίς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες.
Με τον μετριοπαθή του χαρακτήρα, ο Φρανσουά Ολάντ είναι πιο κατάλληλος για το ρόλο του μη προέδρου της Γαλλίας. Βέβαια, δεν αναμένεται να είναι ιδιαίτερα εύκολη δουλειά. Οι οικονομικές δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο τον πιέζουν, ήδη, να ανακοινώσει στο γαλλικό λαό ότι δεν μπορεί να υιοθετήσει τις πολιτικές που επιθυμεί, αλλά μόνο τις πολιτικές που επιβάλλουν οι αγορές.
Κάτι που, στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι γνωρίζουν ήδη. Το τι σημαίνει όμως ακριβώς αυτό και πώς θα αντιδράσουν, μένει να το δούμε.
Η Γαλλία, ακριβώς όπως οι 27 χώρες της ΕΕ, και ειδικά οι 17 που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως κοινό νόμισμα, υπάγεται πλέον «στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης», όπως το ονόμασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το σύστημα αυτό θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς κηδεμονίας στο οποίο υπάγεται κάποιος, όταν κρίνεται ανίκανος να διαχειριστεί τις υποθέσεις του. Λίγο λίγο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει το ρόλο του νόμιμου κηδεμόνα των κρατών μελών.
Πέρσι, αντιδρώντας στο βάθεμα της κρίσης σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία, η Ε.Ε. υιοθέτησε δρακόντεια μέτρα, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να μειώσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους και το δημόσιο χρέος τους. Σε περίπτωση αποτυχίας τους, θα τιμωρηθούν με υπέρογκα πρόστιμα. Το μέτρο θυμίζει την παλιά πρακτική εγκλεισμού των οφειλετών στο πτωχοκομείο.
Η Γαλλία έχει λάβει συγκεκριμένες οδηγίες, όπως: Να αναμορφώσει το συνταξιοδοτικό της σύστημα της χώρας (δηλαδή να περικόψει τις συντάξεις), να μειώσει ή να εξαλείψει την ασφάλιση στην εργασία, να μειώσει το όριο του κατώτατου μισθού, να αναμορφώσει το φορολογικό σύστημα με έμφαση στην κατανάλωση και όχι στο εισόδημα και να απορυθμίσει τις επαγγελματικές και εμπορικές δραστηριότητες. Αυτά τα μονόπλευρα, υπέρ του κεφαλαίου, αντεργατικά μέτρα, δεν αφήνουν περιθώριο στον «σοσιαλιστή» πρόεδρο να κάνει κάτι σημαντικό υπέρ των οικονομικά μειονεκτούντων τμημάτων του πληθυσμού.
Αντί γι’ αυτό, συνηγορεί υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων και το έχει κάνει κεντρικό ζήτημα στην εκστρατεία του, κρίνοντας, απ’ τη στάση πάνω σ’ αυτό, το ποιος ανήκει στην «αριστερά» και, ταυτόχρονα, αποξενώνοντας ένα τμήμα της συντηρητικής δεξιάς. Ο Ολάντ έχει υποσχεθεί στους ομοφυλόφιλους τη δυνατότητα να παντρεύονται και να υιοθετούν παιδιά, στους αναπήρους ποσοστώσεις στην εύρεση εργασίας, και σ’ αυτούς που πάσχουν από ανίατες ασθένειες τη δυνατότητα να θέτουν τέρμα στη ζωή τους με αξιοπρέπεια. Επίσης, έχει υποσχεθεί να καταπολεμήσει τις φυλετικές διακρίσεις, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές και τους ελέγχους ταυτότητας της αστυνομίας. Αν, και αυτό παραμένει ένα μεγάλο «αν», λάβει την πλειοψηφία στις νομοθετικές εκλογές τον ερχόμενο μήνα, ο Ολάντ μπορεί να κρατήσει αυτές τις υποσχέσεις, χωρίς να ζητήσει την άδεια των Βρυξελλών ή των αγορών. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, με βάση την εμπειρία, υπό σοσιαλιστική κυβέρνηση η αστυνομία θα έχει καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στις μειονότητες, συγκριτικά με την εποχή Σαρκοζί.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές ήδη πιέζουν αφόρητα τον Ολάντ, με την ΕΕ να σιγοντάρει, σε σχέση με το φλέγον ζήτημα των υποσχέσεών του για αλλαγή της γαλλικής οικονομικής πολιτικής, από τα μέτρα λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Οι σχολιαστές των διαφόρων γαλλικών ΜΜΕ αναμένουν με ανυπομονησία. Θα πει ο Ολάντ στους Γάλλους ότι πρέπει να συνεχίσουν να θυσιάζονται για τις τράπεζες; Θα οδηγήσει αυτό σε επανάσταση, σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση; Ή μήπως θα οδηγήσει στο φασισμό;

Ο αντιφασισμός σκοτώνει τη δημοκρατία

Είναι ένα απ’ τα παγκόσμια παράδοξα το γεγονός ότι η αντιφασιστική ιδεολογία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην κατάπνιξη της δημοκρατίας.
Αυτή η ιδεολογία, της οποίας οι πλέον σεβαστές αναφορές βρίσκονται στα γραπτά της Χάνας Άρεντ, θεωρεί πως όταν οι μάζες βυθιστούν σε βαθιά οικονομική κρίση, θα ακολουθήσουν πρόθυμα κάποιους δημαγωγούς, οι οποίοι θα βρουν τους απαραίτητους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν το φταίξιμο και να επιβάλουν κάποιου είδους φασισμό. Αυτή η ιδεολογία βρίσκεται πίσω από τη συνεχή καταγγελία κάθε κριτικής στις τράπεζες και το χρηματιστικό κεφάλαιο ως «λαϊκιστικής». Όντως, κάθε έκφραση συμπόνιας για τις ανάγκες των καθημερινών ανθρώπων καταδικάζεται σήμερα ως «λαϊκισμός», θεωρούμενος ως το πρώτο βήμα προς το φασισμό. Το αποτέλεσμα αυτού του μόνιμου φόβου είναι η υποστήριξη κάθε πιθανού μέτρου που οδηγεί στην αποδυνάμωση και δυσφήμιση του κράτους, το οποίο εμφανίζεται ως η πηγή όλων των κακών. Αυτή η ιδεολογία είναι πολύ ισχυρή στη Γαλλία. Γενιές αριστερών έχουν εκθειάσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ως απάντηση στην απειλή του φασισμού, αφού αποδυναμώνει το έθνος -κράτος. Η ΕΕ είναι σχεδιασμένη να εμποδίζει κάθε είδους υπερβάλλοντα εθνικισμό ή λαϊκισμό, μεταφέροντας το κέντρο λήψης των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Με τη σημερινή οικονομική κρίση στην ευρωζώνη, αυτή η διαδικασία έχει φτάσει στο απόγειό της. Δεν υπάρχει πια σημαντική απόφαση που να μπορεί να παρθεί σε εθνικό επίπεδο. Μια παράπλευρη απώλεια αυτού του επιτεύγματος είναι και το τέλος της έννοιας της εκλογικής δημοκρατίας. Οι δημαγωγοί μπορούν να λένε ό,τι θέλουν και οι ταραξίες να καίνε, αλλά είναι τελείως ανίσχυροι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ειρηνικούς ψηφοφόρους.
Το κοινό νόμισμα εκλήφθηκε από πολλούς ευρωπαϊστές ιδεολόγους ως ένας μηχανισμός πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Αυτό υλοποιήθηκε, αλλά με έναν τρόπο πολύ πιο οδυνηρό από αυτόν που μας υποσχέθηκαν. Η εθνική κυριαρχία των κρατών μελών καταργείται, αλλά η εθνική δυσαρέσκεια φουντώνει. Δεν υπάρχει κάποιο «κοινό ευρωπαϊκό πνεύμα», παράλληλα με το «κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα», που να γεφυρώνει τις αντιθέσεις μεταξύ των ευρωπλουσίων Γερμανών και των ευρωπτωχών Ελλήνων.

Η εθνική κυριαρχία και η διάσταση δεξιάς – αριστεράς

Η πιο εντυπωσιακή ήττα της δημοκρατίας από το «ευρωπαϊκό κατασκεύασμα» έλαβε χώρα το 2005, όταν οι Γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν ηχηρά τη Συνταγματική Συνθήκη, αλλά το γαλλικό κοινοβούλιο απλώς αγνόησε την ψήφο τους, υιοθετώντας έναν κλώνο της, με τη μορφή της συνθήκης της Λισσαβόνας. Από τότε, όλοι όσοι υποστηρίζουν την επιστροφή στην εθνική κυριαρχία αγνοούνται ή στηλιτεύονται συστηματικά από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τους πολιτικούς.
Ο πλέον αποφασισμένος υποστηρικτής της εθνικής κυριαρχίας στη Γαλλία είναι και ο πλέον αγνοημένος από τα ΜΜΕ και ονομάζεται Φρανσουά Ασελινό. Πρώην ανώτατος κρατικός υπάλληλος, ο Ασελινό έχει συστήσει ένα κόμμα με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική Ένωση (UPR), το οποίο πρεσβεύει αποκλειστικά την απομάκρυνση της Γαλλίας από την ΕΕ, ώστε να αποκτήσει ξανά ελευθερία κινήσεων. Στερούμενος οποιασδήποτε κάλυψης από τα ΜΜΕ, ο Ασελινό αναγκάζεται να διαδώσει τα επιχειρήματά του με διδακτικού τύπου διαλέξεις, όπου μιλά για την ιστορία και το νόημα της ΕΕ ως μέσου υποδούλωσης της Ευρώπης στις ΗΠΑ. Πέρα από την πρόθεσή του να ξανακάνει τη Γαλλία εθνικά κυρίαρχη, δεν υπάρχει κάτι εκκεντρικό ή ακραίο πάνω του. Παρ’ όλα αυτά, λέει πάρα πολλά για τη Γαλλία το γεγονός ότι ο Ασελινό δεν κατάφερε να συγκεντρώσει ούτε 20 από τις 500 υπογραφές δημάρχων που απαιτούνται για να πάρει κάποιος μέρος στις γαλλικές προεδρικές εκλογές. Την ίδια στιγμή, δύο άγνωστοι τροτσκιστές υποψήφιοι έλαβαν τις απαραίτητες υπογραφές, όπως και ο υποστηρικτής του Λίντον Λαρούς, αλλά και ο πρώην τροτσκιστής, Ζαν Λικ Μελανσόν. Παραδόξως, στη Γαλλία, ο τροτσκισμός με τις διάφορες μορφές του είναι πανταχού παρών στην πολιτική ζωή, σε αντίθεση με την εθνική κυριαρχία, λόγω της παρουσίας πολλών πρώην τροτσκιστών στα ΜΜΕ.
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντομινίκ ντε Βιλπέν, που το 2003 αρνήθηκε τη συμμετοχή γαλλικών στρατευμάτων στην εισβολή στο Ιράκ, επίσης δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις 500 υπογραφές και έμεινε κι αυτός έξω από την εκλογική μάχη.
Η πλήρως ενσωματωμένη κεντροδεξιά του Σαρκοζί και η κεντροαριστερά, που εκπροσωπείται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους Πράσινους, είναι απολύτως ταγμένες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία σημαίνει, τελικά, γαλλική αποδόμηση. Τα συγκεκριμένα κόμματα θα συνεχίσουν να κυριαρχούν διότι, αυτοί που ασκούν κριτική στην ΕΕ είναι κατακερματισμένοι, λόγω του ιστορικά ασυμβίβαστου ρήγματος γαλλικής δεξιάς και αριστεράς. Ακόμα και αν η πλειοψηφία των Γάλλων γυρίσει την πλάτη της στην Ευρώπη, η όποια αντίθεση στην ευρωπαϊκή προοπτική θα εξουδετερωθεί από την ένταση της διαίρεσης δεξιάς – αριστεράς.
Αυτό φάνηκε στις 22/4, στον 1ο γύρο αυτών των προεδρικών εκλογών, όπου οι δυνάμεις που υποστήριξαν το νικηφόρο «όχι» στο ευρωπαϊκό σύνταγμα διαιρέθηκαν σε διάφορες τάσεις. Τρεις υποψήφιοι, οι Μελανσόν, Λε Πεν και Ντιπόν Ενιάν, οι οποίοι ξεκάθαρα αντιπροσώπευαν το «όχι» του 2005, έλαβαν μαζί το 30% των ψήφων, δηλαδή πάνω απ’ ό,τι πήραν ξεχωριστά οι Σαρκοζί και Ολάντ. Όμως, μόνο μαζί δεν ήταν. Στο κέντρο, λαμβάνοντας μόλις το 1,8% των ψήφων, ήταν ο Ντιπόν Ενιάν, που είχε σαν σύνθημα την απομάκρυνση από το δηλητηριώδες ευρώ. Στα δεξιά, η Μαρίν Λε Πεν στοχοποίησε το ευρώ, την ΕΕ και τις τράπεζες. Στα αριστερά, ο Ζαν Λικ Μελανσόν, επιτέθηκε στο πρόγραμμα λιτότητας, αλλά αρνήθηκε να παραδεχτεί τη βασική αντίφαση ανάμεσα στο προοδευτικό κοινωνικό του πρόγραμμα και την ΕΕ, και επέλεξε να στοχοποιήσει τη Μαρίν Λε Πεν με προσωπικές επιθέσεις.
Τελικά, η Λε Πεν πήρε το 18% των ψήφων και ο Μελανσόν το 11%. Η Λε Πεν έχει κάνει προσπάθειες να φέρει το παραδοσιακό ακροδεξιό κόμμα του πατέρα της πιο αριστερά στα ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, κι έτσι έλαβε περισσότερες εργατικές ψήφους απ’ ό,τι ο Μελανσόν. Παρ’ όλα αυτά, στη συγκέντρωση του κόμματός της κατά την Πρωτομαγιά, μόνο η αναφορά του ονόματος του Μελανσόν προκάλεσε το σύνθημα «δολοφόνοι, κομμουνιστές», δείχνοντας ότι η επιδίωξή της να ενώσει όλους τους Γάλλους «ενάντια στις ελίτ» θα σκοντάψει στις σκοτεινές δομές του Εθνικού Μετώπου. Προφανώς, τα φαντάσματα του φασισμού από τη μια και των γκουλάγκ από την άλλη, υπονομεύουν κάθε απόπειρα ενοποίησης της γαλλικής ταυτότητας.

Ο κατάλογος των ευσεβών πόθων του Ολάντ

Ακόμα και ο Ολάντ τόνισε στην εκστρατεία του ότι «το διακύβευμα είναι η εθνική κυριαρχία της Γαλλικής Δημοκρατίας έναντι των αγορών». Η Γαλλία βασίζεται κατά κόρον στις δημόσιες υπηρεσίες της, τις καλύτερες στον κόσμο, πριν την επίθεση από το νεοφιλελευθερισμό. Ο Ολάντ λέει ότι θα ζητήσει απ’ την ΕΕ να υιοθετήσει μια ντιρεκτίβα για την προστασία των δημοσίων υπηρεσιών. Λέει πως θα προτείνει στους εταίρους της ΕΕ ένα σύμφωνο «υπευθυνότητας, διακυβέρνησης και ανάπτυξης» για έξοδο από την κρίση και τα μέτρα λιτότητας που τη βαθαίνουν. Λέει, επίσης, ότι θα επαναδιαπραγματευτεί την ευρωπαϊκή συνθήκη για να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Λέει ότι θα προτείνει μια νέα γαλλογερμανική συνθήκη.
Θα ζητήσει, λέει…Θα προτείνει, λέει… Κι αν του πούνε όχι, ή μάλλον «nein»;
Και τι θα γίνει με την αντίφαση ανάμεσα σε πολλές από τις ήσσονες οικονομικές προτάσεις του Ολάντ και των επιταγών του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας για περικοπές;
Ο Φρανσουά Ολάντ δεν είναι από αυτούς που μπορούν να καταφύγουν σε ξεσπάσματα οργής, όπως έκανε η Μάργκαρετ Θάτσερ ζητώντας «τα λεφτά της πίσω». Σ’ ολόκληρη την πολιτική του καριέρα ήταν στην υπηρεσία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εντελώς ταυτισμένος με την ιδεολογία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Γνωρίζοντάς το αυτό, οι αναλυτές της αγοράς προβλέπουν ότι οι εταίροι της Γαλλίας, εννοώντας κυρίως τους Γερμανούς, θα προβούν σε κάποιους ελάχιστους, ασήμαντους διακανονισμούς, ώστε να επιτρέψουν στον Ολάντ να διασώσει το προφίλ του, πριν αφεθεί ολοκληρωτικά στις ασίγαστες ορέξεις των αγορών.
Στην αριστερά, το ιδεώδες μιας ανύπαρκτης «κοινωνικής Ευρώπης» είναι ακόμα ισχυρότερο από την προσέγγιση της πραγματικής ΕΕ ως ενός θεσμικού μηχανισμού που επιτρέπει στο χρηματιστικό κεφάλαιο να καταστρέψει το περιβόητο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο».
Βεβαίως, πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα ν’ αποδειχθεί η πείρα, ταχύτατα ένας καλός δάσκαλος.
Εν τω μεταξύ, κάποιες ελάχιστες αλλαγές αναμένονται στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ένα πεδίο σε μεγάλο βαθμό αγνοημένο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Μπορεί η ανοιχτή προσήλωση του Σαρκοζί στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ να ήταν άνευ προηγουμένου, αλλά μια λιγότερο απροκάλυπτη φιλοατλαντική πολιτική εντάσσεται εξίσου στην παράδοση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι Σοσιαλιστές δεν ασχολήθηκαν με τον Τζωρτζ Μπους, αλλά ο Ολάντ αναφέρθηκε ήδη στην εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις σχέσεις του με τον Ομπάμα. Ο Ολάντ υποσχέθηκε να αποσύρει τα γαλλικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν, και είπε ότι θα ζητήσει από το ΝΑΤΟ να επιστρέψει στην αρχική του αποστολή, της διαφύλαξης της συλλογικής ασφάλειας. Αυτό ακούγεται καλό, μιας και δείχνει πολύ μικρότερο ενθουσιασμό για επιθετικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή – αν και ο Ολάντ στήριξε τον πόλεμο εναντίον της Λιβύης. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να παραπέμπει στην απόρριψη της αμερικανικής πυραυλικής ασπίδας, η οποία προκαλεί αχρείαστες εντάσεις με τη Ρωσία. Ο Ολάντ επίσης υποσχέθηκε ότι θα δώσει νέα ώθηση σε μια φιλόδοξη πολιτική υποστήριξης της αμυντικής βιομηχανίας, δίχως να ξεκαθαρίζει το αν η κλιμάκωση της παραγωγής όπλων έχει εμπορικούς ή στρατηγικούς σκοπούς.

Μετάφραση: Dean.M
πηγή: counterpunch.org

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ