του Γιώργου Ρακκά
Από τη στιγμή που ο Γιώργος Καραμπελιάς και το Άρδην δημοσιοποίησαν τις απόψεις τους πάνω στο «φαινόμενο Χρυσή Αυγή», και ξεκίνησαν μια καμπάνια ενάντια σε αυτό, πολλοί έσπευσαν να διαφωνήσουν: «Η Χρυσή Αυγή είναι αποκλειστικά προϊόν των θλιβερών συνεπειών του μεταναστευτικού αδιεξόδου. Λύνεις το αδιέξοδο, και λύνεις το πρόβλημα που λέγεται Χρυσή Αυγή», μας είπαν.
Εντούτοις, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, και όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο διαθέτουν λειψή κατανόηση του φαινομένου. Διότι, δυστυχώς, δεν μπορούμε να το περιορίσουμε μόνο στην όντως ταχύτατη απογείωση που πραγματοποίησε η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιώντας με έξυπνο τρόπο το μεταναστευτικό αδιέξοδο.
Σαφώς, υπάρχει ένα μεθοδικό πολιτικό σχέδιο πίσω από τη διαπλοκή της Χρυσής Αυγής με το μεταναστευτικό αδιέξοδο: Πρώτον, βρήκε μια συγκεκριμένη γειτονιά, υποδειγματική του προβλήματος, και εγκαταστάθηκε εκεί κάνοντας «δουλειά στη βάση». Έχτισε την ηγεμονία της μεθοδικά, με καθημερινές παρεμβάσεις και επιδείξεις μιας δύναμης που ισχυροποιούνταν με τον καιρό, όσο οι άρχουσες τάξεις και σύσσωμο το πολιτικό κατεστημένο του εθνομηδενισμού συνέχιζαν την εγκληματική τους στάση έναντι του ζητήματος. Η δράση τους θυμίζει τους «εγκατεστημένους» της κομμουνιστικής παράδοσης, δηλαδή τις ομάδες των αγκιτατόρων που πήγαιναν επί μήνες να ζήσουν στις εργατικές συνοικίες, για να οργανώσουν το κίνημα διεκδικήσεων και την αντίσταση της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, ήρθε η έδρα στο Δημοτικό Συμβούλιο, που συμβόλισε τη γενίκευση της ηγεμονίας, από μια γειτονιά σε όλες τις συνοικίες της πόλης, όπου υπάρχει παρόμοιο πρόβλημα. Την ίδια μέθοδο ακολούθησαν και στις άλλες πόλεις και γειτονιές της χώρας, με αποτέλεσμα, στις εκρηκτικές συνθήκες της γοργής μνημονιακής αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, να γίνει η μεγάλη έκπληξη.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι πέρα από αυτό. Υπάρχει ένα στοιχείο που αναδεικνύεται σήμερα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο ερμηνεύει τα ερείσματα της Χρυσής Αυγής μέσα στην ελληνική κοινωνία. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ πραγματικά να κατανοήσουμε ούτε για το τι πράγμα μιλάμε, ούτε για το τι κινδύνους εγκυμονεί.
Η άνοδος της Χ.Α. εκφράζει το τέλος ενός ολόκληρου αστερισμού αξιών, νοοτροπιών και αντιλήψεων στις οποίες είχαμε συνηθίσει μέσα στη μεταπολίτευση. Η μεταπολίτευση ξεκίνησε με ένα τεράστιο ηθικό, αξιακό, ακόμα και συναισθηματικό κεφάλαιο, που άφησαν οι αιματηροί και πολύχρονοι αγώνες του λαού για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Αυτό το κεφάλαιο είναι που προσδιόριζε αυστηρά τα όρια της φαντασιακής θέσμισης της μεταπολίτευσης, το τι μπορεί να λέγεται και το τι όχι. Η Χρυσή Αυγή βρέθηκε στο περιθώριο, διότι βρισκόταν έξω από τη ρητά όρια, ζούσε στη σφαίρα της ολοκληρωτικής ιδεολογικής απονομιμοποίησης.
Και όμως! Αρκούσαν 25 χρόνια εθνομηδενισμού και καθεστωτικής μετάλλαξης των προοδευτικών δυνάμεων, μέσα στους ποικίλους εξουσιαστικούς θεσμούς, για να εκφυλιστεί εξ ολοκλήρου αυτό το αξιακό, ηθικό και συναισθηματικό κεφάλαιο. Οι άνθρωποι που το διαχειρίστηκαν, το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά και οι αντιεξουσιαστές, το ξεφτίλισαν εντελώς: το διέστρεψαν σε εθνομηδενισμό, σε μηδενισμό, σε ολοκληρωτική εγωκρατία και σε αμοραλισμό. Το συλλογικό μας ζώο σάπισε από το κεφάλι ρημάζοντας κάθε υψηλή συλλογική αξία, κάθε βαθύτερο νόημα που, με αγώνες και αίμα, έγραψε ο ελληνικός λαός καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Δυστυχώς, σήμερα, μέσα στο τέλμα όπου έχουμε φτάσει, δεν ισχύουν ούτε τα βασικά, που άλλοτε καθιστούσαν την ελληνική κοινωνία ανοιχτή, δημοκρατική, φιλολαϊκή και προοδευτική – με την πραγματική έννοια του όρου, δηλαδή με εκείνην της ανύψωσης και της καλλιέργειας των πιο υψηλών αρχών του ελληνισμού. Σήμερα, τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Και ο κόσμος, «εκπαιδευμένος» σε συνθήκες γενικευμένου αμοραλισμού και έκπτωσης κάθε αρχής και αξίας, δεν αντιλαμβάνεται, για παράδειγμα, το γιατί είναι πολύ επικίνδυνο να θέσουμε στο επίκεντρο της συλλογικής μας ζωής τη βία και τον νόμο του ισχυρού – βασικό πρόταγμα της Χρυσής Αυγής. Ούτε η ανθρώπινη ζωή ή η αλληλεγγύη έχουν κάποια αξία, εδώ που φτάσαμε. Και δεν είναι μόνο η έκπτωση των ιδεών, είναι και η έκπτωση των πραγματικών, υλικών συνθηκών για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Υπ’ αυτή την έννοια, η ασχήμια της Χρυσής Αυγής αντικατοπτρίζει την ασχήμια των αδιεξόδων που κατατελματώνουν τις ζωές μας: εκφράζει τη διολίσθηση της καθημερινότητάς μας σε μια επί της ουσίας μη-ανθρώπινη κατάσταση, εξ ου και η ανύψωση της απανθρωποποίησης σε πρόταγμα, που αντιπροσωπεύουν οι μπρουτάλ φιγούρες των Κασιδιάρηδων και των Παναγιώταρων.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο εγγυάται τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη της διάχυτης αγανάκτησης που επικρατεί στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας: τον μετασχηματισμό και την καταστάλαξή της σε μίσος. Τι άλλο υπόσχεται η Χρυσή Αυγή, πέρα από τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας από το μίσος, και της πολιτικής από τη βία; Γι’ αυτό και πάντοτε ο εχθρός θα πρέπει να βρίσκεται εκεί που φτάνει η γροθιά τους. Είναι οι μετανάστες και όχι η μετανάστευση, είναι τα «κομμούνια» και όχι ο κοινός, σε δεξιούς και αριστερούς, νεοφιλελεύθερους και αντικαπιταλιστές, εθνομηδενισμός.
Τι εγγυάται, όμως, αυτή η εξέλιξη; Τι θα γίνει, ας πούμε, στα κέντρα των πόλεων, όταν το, καταλυμένο προ πολλού και ανίκανο να προστατέψει τις λαϊκές τάξεις, κράτος δικαίου υποκατασταθεί εκτεταμένα από τις δυνάμεις του μίσους; Η βία θα γίνει ο μοναδικός τρόπος διευθέτησης των συλλογικών μας αναγκών, σε ένα τοπίο δίχως μέλλον.
Διότι είναι εξίσου σημαντικό ότι δεν υφίσταται καμία πρόταση διακυβέρνησης από τη σκοπιά του νέου ναζισμού. Μόνο μια υπόσχεση ότι η επικράτηση των πρακτικών της βίας στην καθημερινότητά μας θα αποκαταστήσει την τάξη και την ασφάλεια – και όλα αυτά στο όνομα μιας αντίληψης για την τάξη, σε χημικά καθαρή μορφή: ένας ολοκληρωτισμός που κινητοποιείται για να καταστείλει τους πολλαπλούς εσωτερικούς εχθρούς στη λογική της συλλογικής ευθύνης. Ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα το κοινωνικό σκηνικό που υπόσχεται η Χρυσή Αυγή, όχι για να αποφύγουμε τη φτώχεια και την ολοκληρωτική χρεοκοπία, αλλά για να την διαχειριστούμε. Γι’ αυτό και η πολιτική της ταιριάζει στη χρεοκοπία, το όνειρό της είναι να προκληθεί στη χειρότερη μορφή της, ώστε, τότε, να αποπειραθεί να υποκαταστήσει, σε μεγάλη κλίμακα, την εκφυλισμένη δημοκρατική αρχή με τη δική της.
Παραδόξως, σε αυτό το σημείο, υφίσταται μια εκλεκτική συγγένεια με το άλλο άκρο του φάσματος, με τον αντιεξουσιαστικό εθνομηδενισμό, ο οποίος ήταν εκείνος που πρώτος γύρευε ν’ αναδείξει πάνω απ’ όλα το «ταξικό μίσος». Τώρα, έντρομος, ανακαλύπτει ότι η πολιτική έκφραση του μίσους, που κυριαρχεί μεταξύ των πιο φτωχών και απελπισμένων, κάθε άλλο παρά τους δικούς τους καρπούς έχει δρέψει. Αυτό, ωστόσο, ανήκει σε μια άλλη πολύ ευρύτερη συζήτηση που θα πρέπει να διεξαχθεί άμεσα και διεξοδικά: στην ευρύτερη αλληλεπίδραση που υφίσταται μεταξύ του ακραίου εθνομηδενισμού και του νέου ναζισμού της Χρυσής Αυγής, στην έμμεση αλληλοτροφοδοτική δυναμική που ανέπτυξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, κατά τα οποία βρίσκονταν σε κάθετη σύγκρουση. Αυτή η παράδοξη σχέση θεμελιώθηκε πάνω σε κοινά γνωρίσματα των δύο χώρων, τη λατρεία του εμφυλίου, τη μισαλλοδοξία, την έμφαση προς τον ολοκληρωτικό πόλεμο και τη βαθιά απέχθεια –όχι μόνο προς τους δημοκρατικούς θεσμούς αυτούς καθ’ αυτούς, που, εξάλλου, έπνεαν σάπιοι τα λοίσθια κατά την ύστερη μεταπολίτευση– αλλά απέναντι σε αυτή καθεαυτή τη δημοκρατική αρχή.
Υπ’ αυτή την έννοια –της υποστροφής σε μια κατάσταση καθολικού εμφυλίου– η Χρυσή Αυγή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη απειλή για την ελληνική κοινωνία, σήμερα. Μια απειλή την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμεσα – και, προφανώς, το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ο εθνομηδενισμός που τροφοδοτεί το φαινόμενο και δρα συμπληρωματικά ως προς αυτό.
Αντίθετα, ο αγώνας ενάντια στους νέους Έλληνες ναζί ή θα είναι πατριωτικός ή δεν θα υπάρξει. Και θα είναι πατριωτικός με δύο τρόπους.
Πρώτον, θα κατανοεί τον ιδιαίτερο, εθνικό χαρακτήρα του ελληνικού αδιεξόδου και θα απαντάει αποφασιστικά σε αυτό, αφαιρώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή, να απαντήσουμε επί της ουσίας σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η τουρκική απειλή, η τεράστια προδοσία που διαπράττουν ελλαδικές και κυπριακές ελίτ πάνω στο Κυπριακό, να διαμορφώσουμε μια νέα εθνική στρατηγική αξιοπρέπειας για τη χειραφέτησή μας από τους δυτικούς μας πάτρωνες.
Δεύτερον, και εξίσου καθοριστικό, θα πρέπει να υπάρξει μια πνευματική και παιδευτική αναγέννηση. Να ξαναστήσουμε στα πόδια του το ελληνικό φαντασιακό, γιατί σήμερα κάθε αξία έχει καταρρεύσει, και όλα φαίνονται να επιτρέπονται: Η κατάρρευση της ελληνικής παιδείας, και η ισοπέδωση του ελληνικού πολιτισμού έχει κατεδαφίσει κάθε ηθικό και αξιακό φραγμό εντός της κοινωνίας. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που μας κάνει να μην μπορούμε, σήμερα, να αντιμετωπίσουμε τη Χρυσή Αυγή μόνο με καταγγελίες για τον ναζιστικό της χαρακτήρα, την ανοιχτή οικειοποίηση της δικτατορίας κ.ο.κ. Γιατί αυτά είναι ψιλά γράμματα, που χάνονται στον χυλό της αμάθειας και της αποπολιτικοποίησης, που έχτισαν από κοινού τηλεοράσεις και εθνομηδενισμός κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτόν τον χυλό επωάζονται όλα τα πνευματικά υποπροϊόντα, που στρώνουν τον δρόμο στη νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής, και αυτόν τον χυλό θα πρέπει ακριβώς να καταπολεμήσουμε.
Υστερόγραφο: Όποιος «πέφτει από τα σύννεφα», μπροστά στη γοργή και ταχεία ανάδειξη της Χρυσής Αυγής στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι, σήμερα, η Χρυσή Αυγή, πατάει σε στοιχεία που δρούσαν συγκαλυμμένα κατά την εποχή της μεταπολίτευσης. Ο αυριανισμός συσπείρωνε γύρω του πολλά τέτοια στοιχεία, καθώς είχε κατ’ εξοχήν ολοκληρωτικό χαρακτήρα και επώαζε στο εσωτερικό του φασιστικές αντιλήψεις. Η μεταστροφή ενός μεγάλου όγκου του αυριανισμού προς τη Χρυσή Αυγή, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι μετακινήσεις από το ΠΑΣΟΚ προς αυτήν, ιδιαίτερα στις λαϊκότερες και φτωχότερες συνοικίες, σηματοδοτεί όντως μεγάλη πολιτική μεταστροφή, που τελέστηκε μπροστά στο σοκ απώλειας της έστω και σχετικής ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών. Ωστόσο, η μετατόπιση ήταν κυρίως πολιτική και όχι ιδεολογική, καθώς ο κανιβαλικός εκπασοκισμός είχε ήδη επωάσει στο εσωτερικό του το «αυγό του φιδιού». Και κάτι τέτοιο δεν μπορούμε να το λαμβάνουμε υπόψη μόνον σε ό,τι αφορά αποκλειστικά τους ψηφοφόρους ή τους υποστηρικτές του κόμματος. Θα πρέπει να το κατανοήσουμε και γενικότερα, στο επίπεδο της ιδεολογικής ηγεμονίας, δηλαδή στο πώς εκπαίδευσε ο εκπασοκισμός μια ολόκληρη κοινωνία, σε στάσεις και συμπεριφορές που σήμερα στρώνουν τον δρόμο για την άνοδο της Χ.Α.
12 ΣΧΟΛΙΑ
Δεν είμαι οπαδός, μέλος ή ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής. Θα τολμούσα όμως -χωρίς διάθεση υπεράσπισής της- να θέσω ένα ερώτημα που με βασανίζει. Που ήταν τα κόμματα κι οι νεολαίες τους, όταν οι κάτοικοι των προβληματικών συνοικιών εξ αιτίας της λαθρομετανάστευσης ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια και κατηγορούνταν ως φασίστες ; Θεωρώ ότι ήταν φυσικό, το κενό που άφησαν εξ αιτίας των ιδεολογικών τους αγκυλώσεων, να καλυφθεί από την Χ.Α. Τώρα όλοι υφιστάμεθα το αποτέλεσμα της αγκύλωσης των δημοκρατικών κομμάτων, αλλά μάλλον είναι πολύ αργά.
Καλημέρα. Μιλάτε για στοιχεία βίας υπολανθάνοντα εδώ και καιρό, που τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια. Μιλάτε για τη συνεισφορά του “εθνομηδενισμού” και τη βία του αντεξουσιαστικού χώρου. Σαν απάντηση ένα απλό ερώτημα: η νεοναζιστική βία στην υπόλοιπη Ευρώπη (ανατολική και βόρεια) πώς υπάρχει λοιπόν; Μάλλον έχουν και εκεί εθνομηδενιστές και Αυριανο-Πασόκους!
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι ομάδες αυτές έχουν πολύ πιο σύνθετους δρόμους ανάπτυξης και δράσης. Μοιράζονται δε, με εσάς και εμένα, την ίδια μεταμοντέρνα αντίληψη στην καθημερινότητά της. Η αποδόμηση των μεγάλων ιδεολογικών αφηγήσεων και το “φλουτάρισμα” της Πολιτικής, τί να κάνουμε έχει και τις “μαύρες” πλευρές του…Συλληπητήρια σε όλους μας…
Στην Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη, δεν υπήρχε, ούτε μικρασιατική καταστροφή, ούτε εθνική αντίσταση, ούτε αγώνες για τη Δημοκρατία – ούτε βεβαίως κατεχόμενη Κύπρος. Κι εκεί, με εξαίρεση την Ουγγαρία αν δεν κάνω λάθος, κανένα νεοναζιστικό ή φασιστικό μόρφωμα δεν παίρνει 7% στις εκλογές.
Υπάρχει επίσης στις χώρες της Βαλτικής το φαινόμενο της απόδοσης τιμής σε συνεργάτες των ναζί – αλλά κι εκεί συνδέεται με το γεγονός της επί της ουσίας κατοχής των χωρών αυτών από την ΕΣΣΔ επί δεκαετίες. Το φαινόμενο δηλαδή, είναι μάλλον εθνικής παρά πολιτικής φύσεως.
Αυτό που μάλλον μοιραζόμαστε με όλους τους άλλους λαούς (και που δεν καλύπτεται στο κείμενο του Ρακκά), είναι η ανάδειξη του Διαδικτύου ως “μορφωτικού εργαλείου” – κάτι που ευνοεί κατ’ εξοχήν την προπαγάνδα. Αρκεί ένα παιδί του που έχει μάθει ήδη απ’ την κοινωνία του πως “η Μακεδονία είναι Ελληνική”, να διαβάσει δύο-τρία τσιτάτα περί ΚΚΕ και Μακεδονικού ή ’22 στις φασιστοσελίδες του Ιντερνέτ, για να αποφανθεί πως “οι κομμουνιστές ήταν προδότες”. Γιατί θα παιδευτεί περαιτέρω, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια μιας βιβλιοθήκης;
Πολύ σωστός, Ανδρέα. Είναι κι αυτό κάτι που επηρεάζει την όλη υπόθεση.
Γενικά, το ίντερνετ μπορεί ν’ αποβεί ο χειρότερος εχθρός σε κάποιον ο οποίος ψάχνει την αλήθεια.
Φυσικά κι η στάση του ΚΚΕ ήταν ενάντια στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά πώς στο διάβολο οι 300 -κι άμα- σιδηρουργοί του σαμπόταραν έναν ολόκληρο πόλεμο είναι άλλο θέμα.
Τέλος, κανείς -μα κανείς!- που μπαίνει στον κόπο να ψάξει κάτι τέτοιο δε διερωτάται από πού ξεκίνησε η ιστορία για την ονομασία της Μακεδονίας, ποιες ήταν οι συνθήκες τότε, ποια ήταν η πολιτική του ΚΚΕ και των Αριστερών γενικά και το κυριότερο: ποιοι ήταν οι συνεργάτες των κατακτητών (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων) στην Ελλάδα του Β’ Π.Π.; Μήπως ήταν οι “εθνικόφρονες”, βασιλόφρονες, χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες, χίτες κλπ…;
AYΤΗ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΤΕ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΚΥΡΙΕ ΛΑΓΩΝΙΚΕ
ΔΕΝ ΣΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΣΑΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΚΕ ΔΕΝ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ Η ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ.
ΑΛΛΑ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ
ΑΝΤΕΘΝΙΚΗ
ΑΚΟΜΑ ΠΟΣΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΚΚΕ ΚΑΤΑ
ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΑΝ Η ΤΥΧΗ ΠΟΥ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΠΟΥΛΚΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΕΝΤΑΔΕΣ
ΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΤΥΧΗ ΟΛΩΝ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝ ΝΙΚΟΥΣΕ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΠΡΟΦΑΝΩΣ
ΘΑ ΕΦΤΑΝΕ
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΑΠΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΝΑ ΖΕΙΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟ ΕΣΑΣ
Από το Άρδην και τη Ρήξη έχει τονιστεί πολλές φορές ότι αυτό το εμφυλιοπολεμικό κλίμα δεν ωφελεί σε τίποτα. Συμφωνώ. Φυσικά, όπου χρειάζεται θα γίνεται μνεία. Όπως λόγου χάρη τώρα.
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Δεν υπάρχει εθνική κι αντεθνική στάση. Ειδικά σε μία χώρα η οποία δεν είναι εθνική, όπως η Ελλάδα. Εάν η εθνική στάση ήταν το ’22 η υπακοή στις προσταγές των Ελλήνων αστών που καθοδηγούνταν από τους Εγγλέζους να γίνει μια ολόκληρη εκστρατεία στην πιο αχανή χώρα της Εγγύς Ανατολής, τότε να βράσω το έθνος σας. Εάν η εθνική στάση στην Κατοχή ήταν η συνεργασία με τους Γερμανούς εναντίον των κομμουνιστών όπως έγινε πολλές φορές όχι από τους δοσίλογους ταγματασφαλίτες αλλά από τους απλούς, υποτίθεται, χωροφύλακες αλλά και τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, όπως πάλι πρόσταζαν οι Εγγλέζοι επειδή τα προτάγματα του ΕΑΜ ήταν παλλαϊκά και φοβόντουσαν μην βγει στην εξουσία η Αριστερά από το λαό και για το λαό, τότε να χέσω το έθνος σας ξανά.
Όπως καταλαβαίνεις, η Ιστορία δεν είναι αυτή που σε μάθανε. Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Κι ίσως το ΚΚΕ κολλημένο σε μια ανάλυση στα λόγια μαρξιστική, αυτή της Κομιντέρν να μην ήθελε την εξουσία, ο λαός όμως το πρόσταζε. Γι αυτό και τιμωρήθηκαν οι αντίπαλοι του ΕΑΜ χωρίς να κουνηθεί φύλλο. Δεν είναι διόλου παράξενο το ότι τα μέλη του κι οι υποστηρικτές του ήταν εκατομμύρια και το κοινωνικό του έργο τεράστιο ενώ από την άλλη ο ΕΔΕΣ αριθμούσε μέλη κι υποστηριχτές σε… δεκάδες χιλιάδες… Για να μην πω για τους ταγματασφαλίτες που ο ίδιος ο λαός της Πελοποννήσου έστειλε στην κυριολεξία στα τάρταρα.
Κάποιος άλλος λοιπόν θα πρέπει να μάθει να ζει με άλλους.
Γιατί αν μη τι άλλο, ο τόπος αυτός χόρτασε από μεγάλα λόγια, τόσο αριστερά όσο και δεξιά, ενώ ταυτόχρονα χόρτασε κι από πράξεις και προδοσίες της δεξιάς.
Δεν πρόκειται να κάτσω να μπω στο τρικ καμιάς ανάλυσης κι ούτε είμαι εδώ για να λύνω τα σύνδρομα του κάθε αναγνώστη. Απλά να πατάμε στο έδαφος λιγάκι δε βλάπτει. Έστω πού και πού…
Η διάθεση για διάλογο κι η ανοχή στην άλλη άποψη από το ΚΚΕ και τις λοιπές “προοδευτικές” δυνάμεις αποδεικνύεται τόσο από αυτές που επέδειξαν τα διάφορα καθεστώτα υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αν. Ευρώπη (ΕΣΣΔ, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ.) όσο κι από τις πρακτικές του ΠΑΜΕ και των συνιστωσών του Σύριζα μέσα στα πανεπιστήμια κλπ. Αλλά ακόμα κι αυτά να αγνοεί κανείς και μόνον η προσπάθεια να χαρακτηρισθούν όλες μα όλες οι ιστοσελίδες που έχουν αντίθετη άποψη για τον Εμφύλιο ως φασιστοειδείς δείχνει το δημοκρατικό κι ανεκτικό ποιόν των αριστερών και στην Ελλάδα. Είναι καλύτερα λοιπόν να μη μιλάμε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου όταν δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε και τίποτα καλύτερο από την αριστερά που ανοικτά ευαγγελίζεται την κατάλυση του κράτους (και δη του ελλαδικού) και τη δικτατορία του προλεταριάτου ή της δημοσιοϋπαλληλίας πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τις προδοσίες της αριστεράς, και τονίζοντας ότι αυτό δεν απαλλάσσει τη δεξιά από τις δικές της ευθύνες κι ενέργειες, αρκεί κανείς να κοιτάξει τα τελευταία 30-40 έτη όταν η αριστερά στην ουσία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας: διάλυση του κράτους από τον Ανδρέα και τους πρασινοφρουρούς (που τώρα ξαναγυρίζοντας στις αριστερές τους καταβολές μετακινήθηκαν στον Σύριζα), Ίμια, Οτσαλάν, εθνομηδενισμός, καταστροφή κι απώλεια της ελληνικής γλώσσας, σχέδιο Ανάν, ζεϊμπέκικα κλπ., κλπ. Κι η τελευταία πινελιά στην προσφορά της αριστεράς στον Ελληνισμό παράδοση και προδοσία των οικονομιών Ελλάδας και Κύπρου.
Δηλ. ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι πριν το 74 όντως η δεξιά πλειοδοτούσε στις προδοσίες αυτό οφείλεται στο ότι οι συνθήκες δεν της επέτρεψαν να ασκήσει εξουσία. Όμως η ίδια αν όχι μεγαλύτερη εθελοδουλεία σε ξένα (απλά διαφορετικά μέχρι το 1990) αφεντικά και πάτρονες αποκαλύφθηκε πλήρως στη μεταπολίτευση ακόμα κι αν αγνοήσει κανείς τη χαιρεκακία του ΚΚΕ για τη μικρασιατική καταστροφή, τον ιταμό ρόλο αυτού και του Ζαχαριάδη στον Εμφύλιο (όπου αν είχαν κερδίσει τότε, όπως σωστά επισημαίνει ο Δημήτρης, η Ελλάς θα είχε την ίδια τυχή με την Κορέα και τη Γερμανία, δηλ. τη διχοτόμηση, με τη μόνη διαφορά ότι η σοσιαλιστική Β. Ελλάς θα ονομάζοταν Μακεδονία κι οι κατοικοί της εθνικά Μακεδόνες δηλ. θα εξωθούντο δια της σοσιαλκομμουνιστικής πειθούς α λα Στάλιν και Τίτο να αποβάλλουν την ελληνική τους γλώσσα και να «ξεχάσουν» την εθνική καταγωγή τους…), τον αγώνα του ΑΚΕΛ και των αριστερών στην Κύπρο εναντίον του απελευθερωτικού-ενωτικού αγώνα των Κυπρίων κλπ.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΑΣ
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΕ ΤΑ ΟΣΑ ΛΕΩ
Να είσθε καλά και συγγνώμη που εκ παραδρομής σας ανέφερα ως Δημήτρη στο σχόλιό μου.
Πέτρος
Να ξεφυγουμε τοσο απο την αγιοποιηση των αριστερων πεπραγμενων ,οσο και απο την εθνοκαπηλεια της δωσιλογικης δεξιας.Ειναι αδιεξοδο!!
Eξαιρετικό το κείμενο κύριε Ρακκά, συγχαρητήρια. Δεν είναι πολύ δημοφιλές βέβαια, σε περιόδους όπου ο διχασμός και η δαιμονοποίηση του αντιφρονούντος έχουν συσκοτίσει κάθε πνευματικό και λογικό αισθητήριο, να επιχειρεί κανείς να αμφισβητήσει κατεστημένες νοοτροπίες και παγιωμένες ιδεοληψίες, και μάλιστα και στους δύο πόλους του πολιτικού φάσματος. Αλλά πρέπει να συνεχίσουμε. Οφείλουμε να συνεχίσουμε.
Σε ένα από τα πολλά ιστολόγια της Αριστεράς κατεγράφη ερώτημα προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για την σπουδή που επέδειξαν νέοι βουλευτές του κόμματος στην χρήση των προνομίων, που πηγάζουν από τη συμμετοχή τους στο εθνικό Κοινοβούλιο. Και ειδικότερα στην παραλαβή βουλευτικών Ι.Χ. αυτοκινήτων.
Ερωτούσε ο οπαδός την ηγεσία του κόμματος τι σημαίνει η σπουδή απόλαυσης των προνομίων και πόσο διαφοροποιούνται από τους βουλευτές των άλλων κομμάτων που κάνουν επί δεκαετίες το ίδιο.
Ψιλά γράμματα θα πείτε, αφού προσφέρει τη δυνατότητα το Κοινοβούλιο, γιατί να την αρνηθούν οι βουλευτές ενός αριστερού κόμματος;
Ελα όμως που ο συγκεκριμένος επιστολογράφος αντιπαραβάλλει τη στάση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με την εντελώς αντίθετη που επέδειξαν εκπρόσωποι κόμματος, το οποίο κινείται στο άλλο άκρο του πολιτικού τόξου.
Στην περίπτωση αυτή οι απαντήσεις δυσκολεύουν, δεν είναι προφανείς, δεν μπορούν να ξεπερασθούν με αναφορές στον λαϊκισμό.
Πολύ περισσότερο όταν ο επιστολογράφος παραπονιέται ότι δεν έχει λάβει ακόμη κάποια απάντηση από την ηγεσία του κόμματός του.
Και επειδή δεν την έλαβε, έκρινε σκόπιμο να δημοσιοποιήσει το ερώτημά του.
Προφανώς επειδή θεωρεί ότι Αριστερά της ευθύνης, της λαϊκής διεκδίκησης, των αγώνων και των θυσιών, δεν μπορεί να επιπίπτει επί των αγαθών της εξουσίας χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, χωρίς έστω περίσκεψη και περισυλλογή.
Γιατί τότε απλούστατα δεν θα διαφέρει σε τίποτε από άλλους τους οποίους κατακεραυνώνει με κάθε ευκαιρία.
Οπως λένε και στα μοναστήρια, είναι δύσκολη η καλογερική και για να την υπηρετήσεις με αξιώσεις πρέπει να αρνηθείς αγαθά, υπηρεσίες και άλλα πολλά…