Αρχική » το τέλος της Μεταπολίτευσης ή «στρίβειν διά του αρραβώνος»

το τέλος της Μεταπολίτευσης ή «στρίβειν διά του αρραβώνος»

από admin

Η μεταπολίτευση

του Ηλία Γεωργαλή από το Άρδην (τ. 89)
Τα βασικά συμπεράσματα του αποτελέσματος των εκλογών έχουν νόημα όταν συνοδεύονται από προτάσεις παρέμβασης, δηλαδή προϋποθέσεις μετοχής του λαού, στις όποιες κατακτήσεις-εξελίξεις της κεντρικής πολιτικής. Προϋπόθεση είναι να  ξεφύγουμε απ’ τον ιδεαλισμό της «λαϊκής εντολής», που δίνεται απ’ το αποτέλεσμα των εκλογών, λογική που χρησιμοποιήθηκε απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου να μετατραπεί το εκλογικό αποτέλεσμα σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Το εκλογικό αποτέλεσμα διαμεσολαβείται, εκτός από το εκλογικό σύστημα, κι από την πολιτική του ερμηνεία, η οποία κρίνεται ιστορικά. Δεν υπάρχει εκλογικό αποτέλεσμα χωρίς την πολιτική του ερμηνεία. Με αυτή την  έννοια, οι εκλογές καταγράφουν κοινωνικές δυναμικές που παράγουν πολιτική και διαμορφώνονται απ’ αυτήν.
Η κύρια δυναμική αυτών των εκλογών είναι η δυναμική του τέλους της μεταπολίτευσης. Αυτή όμως κινδυνεύει να παραμείνει μετέωρη, γιατί το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει, καταρχήν, την κατάρρευση των δύο κύριων πυλώνων της (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), μιας και το μνημόνιο μπορεί να παίξει τον ρόλο (και μέχρι τώρα συμβαίνει) της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, που εξαγνίζει, και του φερετζέ, που κρύβει εκείνες τις γονιδιακές καταβολές που κάνουν την Αριστερά, όπως τη γνωρίσαμε στη μεταπολίτευση, μέρος του μεταπολιτευτικού κάδρου.
Η καταστατική συγκρότηση αυτής της Αριστεράς  στη μεταπολιτευτική περίοδο αφορά στην ανακατανομή του προϊόντος μιας διαρκούς (αλλά και επιλεκτικής) μεγέθυνσης. Έτσι η Αριστερά ενστερνίζεται την ατζέντα της μαζικής, καταναλωτικής δημοκρατίας, στο βαθμό που αυτή διασφαλίζει τη μεγέθυνση, δίνοντας επιμέρους μάχες χαρακωμάτων υπέρ των εργαζομένων. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό, κάτω απ’ αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζει τη γεωπολιτική, κάτω απ’ αυτό το πρίσμα –δεν– αντιμετωπίζει το οικολογικό. Στην ουσία, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού κρατισμού, η θεωρητική αδυναμία υπερφαλαγγίζεται με φυγή προς τα εμπρός, με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ταυτόχρονα,αποδοχή (επί της ουσίας) αποδοχή των «ελεύθερων» αγορών και καταγγελία των ακροτήτων των, μ’ έναν καταγγελτικό λόγο που εξυπηρετούσε την αναδιανομή και πάντως με αδυναμία συγκρότησης αντιπρότασης. Αυτός ο κυλιόμενος και διογκούμενος οικονομισμός οδηγεί στην αποδόμηση της πολλαπλότητας της ταυτότητας των εργαζομένων και, εν τέλει, στην αποσιώπηση-απόκρυψη του συλλογικού υποκειμένου.
Ατομικά δικαιώματα, εθνοαποδόμηση, συντεχνιασμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής αριστεράς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, έχοντας αποδεχθεί το κοσμοείδωλο, διεκδικεί (και της παραχωρείται) την πολιτιστική ηγεμονία, που εξαντλείται σ’ έναν ουμανισμό προσκοπικού τύπου, με έμφαση στο μεταμοντέρνο αίτημα της αυτοπραγμάτωσης (ενδεικτικό της νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης, καθώς και των κοινωνικών ομάδων που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως Αριστερά), με εξάρσεις, ενίοτε, του αυτοσικτιρίσματος της κολοβής ατομικής ταυτότητας, ελλείψει μεταφυσικού ερείσματος. Κυρίως όμως στην εκλαΐκευση της παγκοσμιοποιητικής ατζέντας: Η παγκοσμιοποίηση απαιτούσε φτηνό εργατικό δυναμικό κι η Αριστερά υπερασπιζόταν με τη σειρά της τα δικαιώματα των μεταναστών. Τα υπερεθνικά κέντρα προωθούσαν την παγκόσμια διακυβέρνηση κι η Αριστερά (των ινστιτούτων και των πανεπιστημίων) την εθνοαποδόμηση. Και πολλά απ’ αυτά με το αζημίωτο..
Την ίδια ώρα που οι από καταβολή παρασιτικές ελίτ ολοκλήρωναν το έργο της παραγωγικής αποσάθρωσης της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας, η Αριστερά διεκδικούσε «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Ακόμα και στον προνομιακό χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όχι μόνο δεν επιχειρήθηκε καν μια αντίρροπη συγκρότηση απέναντι στο κεντρικό κράτος των αγοραίων αγορών, όχι μόνο δεν επιχειρήθηκε μια κοινοτιστική οργάνωση (στο οικονομικό πεδίο και την αμεσοδημοκρατική οργάνωση), όχι μόνο δεν επιχειρήθηκε μια εναλλακτική θεώρηση της κεντρικής πολιτικής με κοινοτιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και στην αποδόμηση της αυτοδιοίκησης (της καποδιστριακής και καλλικρατικής «μεταρρύθμισης») δεν υπήρξε καν προσπάθεια εναλλακτικής θεώρησης και αντίστασης. Η αριστερή αυτοδιοίκηση εξαντλήθηκε σε δημιουργία στοιχειωδών τοπικών προνοιακών δικτύων και στην υπεράσπιση του δημόσιου χώρου από επελαύνοντα συμφέροντα. Κατά παράδοξο (;) τρόπο, δεν έδειξε την  ίδια ευαισθησία για τα επελαύνοντα συμφέροντα στον εθνικό χώρο, φτάνοντας να στηρίζει, κομμάτι της, ακόμα και το Σχέδιο Ανάν!
Έχοντας αντικαταστήσει τη γεωστρατηγική και την ισορροπία ισχύος με ανέξοδες ρητορικές περί «φιλίας των λαών», αδυνατεί να ορίσει τη χώρα στον ευρύτερο χώρο, να αναπτύξει μια στρατηγική αντίστασης στον νεοθωμανισμό του Νταβούτογλου και τη διάλυση των Βαλκανίων. Αλλά, αν δεν το έκανε αυτό η Αριστερά, ποιος θα το έκανε; Οι εξαρτημένες ελίτ των Αθηνών, των ολυμπιακών αγώνων και του χρηματιστηρίου; Ο Κανένας! Η αρχετυπική μορφή διάσωσης της συλλογικότητας, που την υπονοεί, τη νοσταλγεί, αλλά δεν την κατονομάζει. Ο Κανένας των δημοσκοπήσεων, ο Κανένας πρωθυπουργός, ο Κανένας, χωμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αρνιού, να βγούμε απ’ τη σπηλιά του Κύκλωπα της μεταπολίτευσης.
Αυτός είναι το αδιαμόρφωτο συλλογικό υποκείμενο, η νέα ηγεσία που  διασώζεται από κάτω, στις νησίδες αντίστασης της μεταπολίτευσης.
Στις διάφορες Κινήσεις Πολιτών στην οικολογία, την ενέργεια, την αυτοδιοίκηση, τον πολιτισμό, διασώζεται η αντισυστημικότητα στη μεταπολίτευση. H αντισυστημικότητα των κινήσεων αυτών έγκειται όχι μόνο στην αμεσοδημοκρατική τους συγκρότηση, αλλά κυρίως στην, μέσα από την επεξεργασία των τοπικών και θεματικών ζητημάτων, κριτική στον πυρήνα του παγκόσμιου υποδείγματος. Την ίδια ώρα, μέσα απ’ τη διαρκή ενσωμάτωση, τα κόμματα έχουν μετατραπεί σε στελεχιακές ομάδες, με ελάχιστη ή καθόλου κοινωνική αναφορά. Η πολιτική παίρνει διαζύγιο απ’ την κοινωνία. Το άτομο στην απόλυτα αυτάρεσκη διαστολή του.

 Η Κρίση

Να πούμε, επιγραμματικά, για την κρίση πως δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη κυκλική κρίση του καπιταλισμού, αλλά για δομική κρίση του παγκόσμιου συστήματος, οριστική κρίση υποδείγματος που εκδηλώνεται σ’ όλα τα πεδία, απ’ το γεωπολιτικό, οικονομικό και αναπτυξιακό, μέχρι το οικολογικό, το πολιτισμικό και το ανθρωπολογικό. Πρόκειται όχι μόνο για το τέλος της δυτικής ηγεμονίας, όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, αλλά και για συνολική εξασθένιση της παγκόσμιας συστημικότητας.
Αυτή η κρίση στην περιφέρεια εμπλέκεται και αναδεικνύει τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά. Μ’ αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται η κρίση στην Ευρώπη, μ’ αυτόν και στην Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει πως η ανατροπή απαιτεί οικουμενική θεώρηση, ευρωπαϊκό σχέδιο και ελληνική πρόταση, καθώς και σύγχρονες παρεμβάσεις και στα τρία επίπεδα.
Είναι προφανές πως η ελληνική παρασιτική ιδιαιτερότητα και η εξάρτηση των ελληνικών αρχουσών τάξεων όχι μόνο μετέτρεψε μια δημοσιονομική κρίση σε κρίση κυριαρχίας, αλλά προσέδωσε εθνικό-πατριωτικό πρόσημο σ’ όλα τα πεδία εκδήλωσης της κρίσης.
Συνεπάγεται πως η από τα κάτω σύνθεση των κινήσεων πολιτών προϋπέθετε τη μετατόπιση σε εθνικοανεξαρτησιακή κατεύθυνση. Αυτές οι επεξεργασίες ήταν απαραίτητες για τη συνάντηση των νησίδων αντίστασης προς τη συγκρότηση ενός νέου, από τα κάτω διαμορφούμενου πολιτικού υποκειμένου.
Όμως, το κίνημα των Αγανακτισμένων, ακριβής εκφραστής αυτής της πρόθεσης, έχοντας πατριωτική και αντιμνημονιακή ταυτότητα, απέτυχε να συναντηθεί με τις θεματικές κινήσεις πολιτών και να γίνει η ώσμωση των επεξεργασμένων οικολογικών, πολιτισμικών, αυτοδιοικητικών κ.λπ. αντισυστημικών αντιλήψεων με τον πολιτικά αδιαμόρφωτο πατριωτισμό. Η νέα συγκρότηση έμεινε μετέωρη.
Κι έτσι ήρθε η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κι οι εξελίξεις

Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα κινήματα ήταν ιδιόμορφη. Ενώ είναι κόμμα της μεταπολιτευτικής  Αριστεράς, ουσιαστικά συστημικό (με την έννοια της υιοθέτησης της ατζέντας της μαζικής δημοκρατίας), ταυτόχρονα εμφανίζεται ως πολιτικός εκφραστής των επιμέρους κινημάτων, πράγμα που μέχρι ένα σημείο κατορθώνει και το ισορροπεί.
Η αδυναμία αυτόνομης παρέμβασης των Αγανακτισμένων χρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό εκφραστή του αντιμνημονιακού χώρου. Αυτό ωθεί τον Τσίπρα σε μια υπέρβαση. Έχοντας καταλάβει απ’ τον Αλαβάνο πως η ενιαία συγκρότηση είναι όρος επιβίωσης για το κόμμα του, βρίσκει τη χρυσή ευκαιρία. Αφήνει πίσω τις ισορροπίες των συνιστωσών, υιοθετεί την ατζέντα της πλατείας και λανσάρει πατριωτική ρητορική. Εν ολίγοις, επιχειρεί να γίνει ο πολιτικός εκφραστής και αυτού του κινήματος. Αυτό όμως συνιστά ριζική μεταμόρφωση του κόμματος. Η Αριστερά, η συγκροτημένη στην Ελλάδα μέσα απ’ την Αντίσταση και τον Κυπριακό Αγώνα, ξαναβρίσκει, σε επίπεδο τουλάχιστον ρητορικής, τα αντιστασιακά χαρακτηριστικά της. Ξαναβρίσκει τη λαϊκότητά της μέσα απ’ την οικειοποίηση της ατζέντας των Αγανακτισμένων. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου είναι το αναμενόμενο υπό αυτές τις συνθήκες.
Και τώρα, τι γίνεται;
Τα νούμερα (αριθμός και ποσοστά ψήφων) είναι ασύλληπτα. Είναι προφανές πως βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις διεργασίες εντός της Αριστεράς.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η προβληματική της αποανάπτυξης και σχετικές διεργασίες είχαν προχωρήσει και κατακτηθεί σ’ ένα βαθμό από κινήματα της ριζοσπαστικής οικολογίας και κομμάτια της Αριστεράς σε όλη την προ της κρίσης περίοδο. Όταν ξεσπάει η κρίση, όλος αυτός ο προβληματισμός ξεχνιέται κι απ’ τα ίδια αυτά τα κομμάτια. Η αιχμή του δόρατος της αντιμνημονιακής επιχειρηματολογίας είναι η λογική πως το μνημόνιο οδηγεί σε ύφεση και η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο! Έτσι απλά. Τα περί αποανάπτυξης πάνε περίπατο. Δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν σ’ έναν αντιμνημονιακό λόγο. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η ύπαρξη δύο  αντιμνημονιακών στρατοπέδων (αριστερού και δεξιού) δείχνει την αδυναμία σύνθεσης κοινωνικού και αντιμνημονιακού λόγου.
Η άλλη δυναμική που φανέρωσαν οι εκλογές και σχετίζεται με τις περαιτέρω εξελίξεις  είναι το αδιέξοδο της σοσιαλδημοκρατίας και η σταδιακή συρρίκνωσή της. Η εντυπωσιακή πτώση του ΠΑΣΟΚ είναι η πρόγευση της τύχης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Η ανασυγκρότηση της κεντροαριστερής σοσιαλδημοκρατίας προσκρούει πανευρωπαϊκά και παγκόσμια στην οριστική υποχώρηση του κεϋνσιανισμού και του κράτους πρόνοιας, ακριβώς γιατί η παγκόσμια κρίση είναι άλλης τάξης πρόβλημα. Πρόκειται, όπως έχουμε επανειλημμένα πει, για κρίση υποδείγματος, δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα ανακύκλωσης πλεονασμάτων.
Αν  στη Γαλλία η σύγκρουση παραγωγικών δυνάμεων  και χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει ένα πραγματικό περιεχόμενο (με εθνικές και γεωπολιτικές διαστάσεις), που μπορεί να συσπειρώνει –προσωρινά– ευρύτερα τμήματα των γαλλικών ελίτ γύρω απ’ τον Ολάντ, στην Ελλάδα των παρασιτικών εξαρτημένων ελίτ, δεδομένης της κατάρρευσης του μοντέλου, η σοσιαλδημοκρατία θα μετατρέπεται σε ένα χώρο με φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, με έντονο ψευτοευρωπαϊσμό επαρχιώτικου τύπου.
Την ίδια τύχη θα έχει στην Ελλάδα και η Δεξιά, που θα οδηγείται ολοταχώς σε νεοφιλελεύθερες θέσεις, με το κομμάτι της λαϊκής δεξιάς να ριζοσπαστικοποιείται διαρκώς.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ αυτούς τους όρους οδεύουμε προς τις εκλογές του Ιουνίου.
Η εκλογική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι λαθεμένη για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί ακυρώνει τη δυναμική του τέλους της μεταπολίτευσης, και δεύτερον γιατί τον οδηγεί σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Ήταν απ’ την αρχή φανερό πως ο Σαμαράς θα οδηγούσε τις δεύτερες εκλογές σε μετωπική σύγκρουση Δεξιάς–Αριστεράς.
Οι επιλογές του Τσίπρα ήταν δύο: Ή θα σήκωνε το γάντι, ή θα έκανε το αποφασιστικό βήμα επανίδρυσης του κοινωνιστικού χώρου από μηδενική βάση.
Σηκώνοντας το γάντι της μετωπικής σύγκρουσης, βγάζει την Αριστερά απ’ το κάδρο της μεταπολίτευσης, κολακεύοντας την αυταρέσκειά της, και στριμώχνει τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα μέχρις εξαφάνισης.
Το τίμημα είναι πως οδηγείται έτσι ξανά στο αδιέξοδο της «αριστερής κυβέρνησης», που ξεπερνιέται μόνο με την εντυπωσιακή του άνοδο. Όπως και να είναι, παίζει το μνημόνιο στα ζάρια. Και όχι μόνο αυτό: Μια τέτοια σύγκρουση τον οδηγεί σε υπερτίμηση του κοινωνικού-οικονομικού παράγοντα και υποτίμηση του πατριωτικού-εθνικοανεξαρτησιακού. Αυτή η κουβέντα, με τη σειρά της (βοηθούντος  του ξένου και ντόπιου παράγοντα), οδηγεί σε αντιπαράθεση διαχειριστικών τεχνικών, πράγμα για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι φανερά απροετοίμαστος.
Η εναλλακτική λύση ήταν η υπέρβαση της μεταπολιτευτικής γεωγραφίας και της μεταπολιτευτικής ρητορικής.
Η άρνηση της μη λειτουργικής (εξάλλου) διαχωριστικής γραμμής Αριστεράς–Δεξιάς οδηγεί αφ’ ενός σε συνολικό επαναπροσδιορισμό του κοινωνιστικού χώρου, αφ’ ετέρου στην απεύθυνση κατευθείαν στον λαϊκό πυρήνα του Σαμαρά και της Αριστεράς. Αδιαμεσολάβητα. Προϋπόθεση αυτού είναι η μεταφορά του κέντρου βάρους στον πατριωτικό–κυριαρχικό παράγοντα του μνημονίου. Έτσι θα υπερέβαινε το πρόβλημα της κύριας αντιπαράθεσης γύρω από οικονομικές τεχνικές και την πόλωση στο δίλημμα ευρώ–δραχμή.
Το τίμημα αυτής της λύσης είναι πως θα έσπρωχνε τα πράγματα προς την ουσιαστική διάλυση της κομματικής του γραφειοκρατίας και επαναθεμελίωση ακόμα και της κοινωνικής του βάσης. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια…

Και μετά;
Το περίεργο της συγκυρίας είναι πως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών για τον ΣΥΡΙΖΑ, και μετά τις εκλογές, οι προκλήσεις είναι ανοικτές.
Είτε χάσει, είτε κερδίσει τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διαχειριστεί τα ποσοστά του και την επιρροή του. Αυτό μπορεί να το κάνει ή με στόχο την ισορροπία των μηχανισμών, ή με υπέρβαση και συνολική επανίδρυση του αριστερού –κοινωνιστικού- εναλλακτικού χώρου.
Αν χάσει τις εκλογές, η μνημονιακή κυβέρνηση που θα σχηματισθεί θα είναι βραχύβια, άρα το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ξανατεθεί. Όσο επιτείνεται η ανάγκη ομογενοποίησης της πολιτικής του, τόσο οι εντός του συγκρούσεις θα αυξάνονται.
Η άλλη επιλογή της επανίδρυσης ανοίγει ένα δρόμο για ευρύ κοινωνικό διάλογο.
Αυτός ο διάλογος όμως θα οδηγήσει μοιραία στην αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ των αυτάρεσκων δυνάμεων της αριστερής μεταπολιτευτικής γραφειοκρατίας, που αποτελούν τον πυρήνα του μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, αφ’ ενός, και της κοινωνίας αφ’ ετέρου. Η ατομική προσχώρηση σ’ αυτόν το διάλογο δεν έχει κανένα νόημα, δεδομένου πως μια τέτοια σύγκρουση (όπως περιγράφηκε) απαιτεί έναν δεύτερο πόλο, συγκροτημένο πολιτικά και οργανωτικά.
Η από τα κάτω περιφερειακή  κεντρομόλος αμεσοδημοκρατική συγκρότηση της κοινωνίας αποτελεί άμεση και επιτακτική ανάγκη. Όχι με λόγια, αλλά με άμεσες πρωτοβουλίες τοπικών και θεματικών συγκροτήσεων και συνθέσεων.
Εξάλλου, όποια κι αν είναι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκρότηση του νέου μεταπολιτευτικού πολιτικού υποκειμένου είναι ζητούμενη όσο ποτέ.

    Ηλίας Γεωργαλής        
 Αστακός 26/5/2012

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Δημήτρης 15 Αυγούστου 2012 - 02:15

Για τη μεταπολίτευση και το ρόλο του πολιτικού συστήματος σε σχέση με την κοινωνία αποκαλυπτικές και πρωτότυπες αναλύσεις, με πλούσια ιστορική και νομική τεκμηρίωση και άφταστη εννοιολογική καθαρότητα έχει κάνει ο Κοντογιώργης. Στο τελευταίο του βιβλίο υπάρχουν άρθρα που έχει γράψει για το ‘κράτος των κομμάτων’ και το πώς αυτά αδυνατούν εγγενώς να ανταποκριθούν στη θεμελιώδη ανάγκη εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος. Εκεί επισημαίνει ότι την οικονομική κρίση στην Ελλάδα τη δημιούργησε όχι το τραπεζικό αλλά το πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν ελέγχεται καθόλου από την κοινωνία και φορτώνει πάντα σε αυτήν τα βάρη των αποφάσεών του. Αυτό δε συνεπάγεται βέβαια ότι η ελληνική κρίση είναι άσχετη με την παγκόσμια. Δείχνει όμως ότι πρέπει να εξετάζεται μελετώντας σε βάθος την ελληνική πραγματικότητα, όχι μόνο την πρόσφατη ούτε μόνο την πολιτική ή οικονομική. Κριτική του βιβλίου υπάρχει εδώ:
http://argonautis.eu/kommatokratia_kai_dynastiko_kratos.htm

Βέβαια πώς να δουλέψουν για την κοινωνία πολιτικοί που όχι μόνο δεν έχουν εθνική συνείδηση αλλά και προσπαθούν καθημερινά και με κάθε μέσο να αποδομήσουν την κοινωνία με επιθέσεις στην πολιτισμική ταυτότητά της, στα στοιχεία που τη συγκροτούν. Έτσι μετατρέπουν τα μέλη της σε άτομα-κάφρους, που πλησιάζουν τους πολιτικούς αποκλειστικά ως ιδιώτες, αδιαφορούν ολότελα για το συλλογικό καλό και χειραγωγούνται εύκολα. Πρόκειται για το γνωστό μας εθνομηδενισμό, τον οποίο καταπολεμάει εδώ και χρόνια ο Καραμπελιάς με τα βιβλία και τις εκδηλώσεις του.

Ο εθνομηδενισμός είναι ουσιώδης πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική πτυχή της μεταπολίτευσης, άρρηκτα δεμένη με τη στρατηγική των κομμάτων για αποδυνάμωση της αντίστασης της κοινωνίας στις ενέργειές τους. Βέβαια ο ίδιος παρουσιάζεται ως κάτι άλλο από αυτό που είναι, συγκεκριμένα ως ‘αντι-εθνικισμός’, ξεγελώντας όσους αγνοούν όχι μόνο την ιστορία αλλά και βασικές αρχές της επιστημονικής δουλειάς. Η καταπολέμησή του είναι αναγκαία για τη διάσωση της ελληνικής κοινωνίας από τα κόμματα που την απομυζούν και της έχουν αφαιρέσει κάθε αυτονομία και αξιοπρέπεια.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ