Η Ολυμπιάδα της Αθήνας δεν ανέδειξε απλώς τα πιο παρασιτικά στρώματα των κυρίαρχων ελίτ, την ιδεολογία και το όραμά τους για τον διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας αλλά επισφράγισε και το θρίαμβό τους αφού: α) Η Αθήνα τους μεταβλήθηκε επιτέλους σε μια σύγχρονη μητρόπολη της Δύσης ενώ παράλληλα η περιφέρεια παρέμεινε στην καλύτερη περίπτωση μια ενδοχώρα του αθηναϊκού κρατιδίου. β) Τα περιλάλητα έργα ήταν υπερβολικά ακριβά, και άρα μη ανταποδοτικά, κι ενώ αφορούν αυτονόητες ανάγκες της πόλης και των Αθηναίων, διαφημίστηκαν ως εξαιρετικά και πολυτελή έργα που οφείλονται αποκλειστικά στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, λες και διαφορετικά η πόλη και οι κάτοικοί της δεν δικαιούνταν ούτως ή άλλως αξιοπρεπείς συγκοινωνίες, καθαριότητα και οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους. γ) Στην Αθήνα σωρεύτηκε ακόμη περισσότερος πλούτος σε βάρος της περιφέρειας, αλλά και άνθρωποι και φυσικά αυτοκίνητα, γεγονός που μεσοπρόθεσμα ακυρώνει τη χρησιμότητα των εντυπωσιακών νέων αττικών δρόμων. δ) Η περιβαλλοντική επιβάρυνση είναι πλέον οριακή αφού και οι ελάχιστοι ελεύθεροι χώροι που είχαν απομείνει έγιναν τσιμέντο. Οι δε νέοι δρόμοι, όπως π.χ. ο περιφερειακός του Υμηττού, που υποτίθεται ανακουφίζουν κυκλοφοριακά την πρωτεύουσα, κατατρώνε ακόμη και τους ορεινούς όγκους που μέχρι πρόσφατα περιόριζαν την περαιτέρω επέκταση της πόλης.
Δίκαια λοιπόν μιλούσαμε για τους Αγώνες της Γιάννας που, την ίδια στιγμή που κομπάζει για την επιτυχία των αγώνων, καίει ατιμώρητα τη δημόσια περιουσία για να κάνει το γούστο της! Ο απόλυτος συμβολισμός! Όπως ο Αθήνα 2004 κατέστρεψε την Αθήνα για το καπρίτσιο μιας τάξης που έχει προ πολλού απολέσει το μέτρο και συμπεριφέρεται στην ίδια της τη χώρα με όρους αποικιοκρατίας.
Τα παραμύθια της Γιάννας και τα ούρα του Κεντέρη
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας υποτίθεται πως θα ξεχώριζαν ως οι αγώνες του μέτρου! Κι όμως υπήρξαν οι δαπανηρότεροι και η διαχείρισή τους η πιο σπάταλη: για παράδειγμα, αντί για μικρά στάδια και αθλητικούς χώρους που θα μπορούσαν να διαμορφωθούν έτσι ώστε να αξιοποιηθούν για τις ανάγκες των πολιτών, χτίστηκαν μεγάλα πολυτελή μέγαρα που δύσκολα μπορούν να αλλάξουν χρήση.
Το άλλο παραμύθι που κατέρρευσε ήταν εκείνη η συχνά επαναλαμβανόμενη ανοησία σύμφωνα με την οποία η επιστροφή των Αγώνων στην πατρίδα τους αρκούσε για να αποκαθάρει τους Αγώνες από τις αμαρτίες του θεσμού, όπως για παράδειγμα τη χρήση αναβολικών. Αντίθετα, ένα ολόκληρο έθνος αναρωτιέται ακόμη γιατί ο Κεντέρης και η Θάνου αρνούνταν να… κατουρήσουν!
Το ότι ο συγκεκριμένος θεσμός ευνοεί τη χρήση αναβολικών με την κάλυψη της υποκρισίας των “Αθανάτων” και τις αθλητικές ομοσπονδίες είναι κοινό μυστικό. Αυτό δε που ήταν για άλλη μια φορά απροκάλυπτο ήταν η εμπορευματοποίηση των Αγώνων και η εμπλοκή των πολυεθνικών, μέχρι του σημείου να εξαναγκάζονται φίλαθλοι να βγάζουν και να ξαναφορούν τις μπλούζες τους… ανάποδα αν η μάρκα τους δεν ανήκε στους χορηγούς των Αγώνων! Έμεινε λοιπόν το στεφάνι ελιάς να θυμίζει κάτι από την “παλιά επιβλητική ζωγραφιά”.
Όσο για την επίσης πολυδιαφημισμένη και χρυσοπληρωμένη “Πολιτιστική Ολυμπιάδα” στην καλύτερη περίπτωση προκάλεσε πολύ φασαρία για το τίποτα. Στη χειρότερη κατέδειξε την άγνοια, την αδυναμία, την αμηχανία και την άρνηση των κυρίαρχων ελίτ να προβάλουν τον ελληνικό πολιτισμό.
Τέλος, με αφορμή το ζήτημα της “ασφάλειας”, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες πούλησαν κυριολεκτικά προστασία στη χώρα μας και παράλληλα ενισχύθηκε η αστυνομοκρατία και επιχειρήθηκε ο εθισμός και η ανοχή της κοινής γνώμης στην παρακολούθηση της ζωής και δράσης των πολιτών.
“Εθνική αυτοπεποίθηση” και “εθνικισμός”
Οι Αγώνες τόνωσαν αναμφισβήτητα το ηθικό των Ελλήνων που ένιωσαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν στα δύσκολα το ίδιο και καλύτερα από τους ξένους. Τόσα χρόνια αισθήματος μειονεξίας απέναντι στην “προοδευμένη” Δύση είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν ένα τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας στους Έλληνες σε σημείο να μην διανοούνται καν ότι μπορούν να επιτύχουν στο επίπεδο που απαιτεί η διοργάνωση ενός γεγονότος παγκόσμιας εμβέλειας. Μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου στο ποδόσφαιρο και την επιτυχή διοργάνωση της Ολυμπιάδας, η αυτοπεποίθηση των Ελλήνων ανέβηκε στον Όλυμπο.
Κι αυτό, το θετικότερο ίσως στοιχείο της όλης ιστορίας, ενόχλησε την κυρίαρχη ελίτ και τα φερέφωνά της, που έχουν αναλάβει εργολαβικά την απαξίωση της εθνικής μας ετερότητας, και εν γένει όλους αυτούς που έχουν επενδύσει στην “ψωροκώσταινα”. Οι ελληνικές σημαίες ενόχλησαν, το γιουχάισμα των Αμερικανών αθλητών και οι ζητωκραυγές υπέρ της Κούβας, του Ιράκ, της Παλαιστίνης και της Κύπρου σοκάρισαν, η αποδοκιμασία της υποκρισίας των ελέγχων του ντόπινγκ και της μαφίας των κριτών στο άθλημα της γυμναστικής συκοφαντήθηκαν ως ένδειξη άκρατου σωβινισμού, όπως επίσης και η ένθερμη υποστήριξη των Ελλήνων αθλητών και η συγκίνηση στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Συνολικά ο ελληνικός λαός, για την “προοδευτική” μας διανόηση, παρέμεινε καθυστερημένος, μισαλλόδοξος, εθνικιστής και αγροίκος.
Κι όμως τα παραπάνω στοιχεία ήταν που έσωσαν την παρτίδα. Η στάση του κόσμου μέσα κι έξω από τα στάδια ανέδειξε τις θετικότερες πλευρές του συλλογικού μας εαυτού. Οι Έλληνες είδαν τους Αγώνες από τη μια μεριά σαν ευκαιρία για γιορτή και τους έζησαν αναλόγως. Αφού, σου λέει, θα πληρώσω που θα πληρώσω, δεν το φχαριστιέμαι τουλάχιστον; Από την άλλη τους είδαν και σαν μια ευκαιρία επιβεβαίωσης: έβαλαν στοίχημα να πετύχουν. Φιλοτιμήθηκαν και το πήραν… πατριωτικά. Ε, αυτό ήταν που ενόχλησε! Ο ελληνικός λαός πρέπει μια ζωή να αυτομαστιγώνεται για να μένει… ταπεινός. Δεν δικαιούται ούτε να διανοηθεί ότι είναι, έστω και για μια νύχτα, για ένα παιχνίδι, για μία κούρσα, πρώτος! Έτσι τον θέλουν οι κυρίαρχες ελίτ και τα φερέφωνά τους.
Φωτεινή εξαίρεση, οι υψηλής αισθητικής και άρτιου περιεχομένου τελετές έναρξης και λήξης. Εκεί που οι συντελεστές τους πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να κάνουν τον ελληνικό λαό να αναγνωρίσει επιτέλους τον εαυτό του, εκεί που η γιορτή συνάντησε τη φιλοσοφική διάθεση και η Ιστορία τη συγχρονία, ο αυτοσαρκασμός την διασκέδαση και η συγκίνηση το ξεφάντωμα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι οι τελετές αποτέλεσαν υλικό για ένα σεμινάριο ελληνικού πολιτισμού και ταυτόχρονα δικαίωση για την κατασυκοφαντημένη ως “ελληνολατρική” (sic) Γενιά του Τριάντα.
Συμπερασματικά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας δικαίωσαν απόλυτα τους επικριτές τους καθώς ολοκλήρωσαν τον θρίαμβο των ελίτ του αθηναϊκού παράσιτου πάνω στην Ελλάδα και την τσιμεντοποίηση της πρωτεύουσας. Ωστόσο, στο ρωμαϊκό αυτό θρίαμβο, αντί για ένα αποχαυνωμένο κοινό, αναδείχθηκε ένας λαός που ανακτά τη χαμένη του αυτοπεποίθηση, που ξέρει να γιορτάζει, αλλά και να σκέφτεται, να χειροκροτεί αλλά και να γιουχάρει. Το λαό αυτόν βρέθηκε ευτυχώς να εκφράσει και να συγκινήσει η παρέα των σαραντάρηδων που ανέλαβε τις τελετές λήξης και έναρξης. Αυτή την αισιόδοξη και γιορτινή συνάμα αίσθηση κρατάμε κι εμείς από τους Αγώνες παρά το ότι συνεχίζουμε να εμμένουμε στις επικρίσεις μας. Το “συναμφότερον” στην αποθέωσή του.