Οι αντιστάσεις πρέπει να αποκτήσουν ερείσματα μέσα στην κοινωνία
του Γιώργου Ρακκά από τη Ρήξη (φ. 87) που κυκλοφορεί
Καθώς το καλοκαίρι σταδιακά μας αποχαιρετάει, ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι ζούμε τις τελευταίες πράξεις του ελληνικού δράματος. Η αίσθηση του αναπόφευκτου έχει παραλύσει τους πάντες –ακόμα και την αντιμνημονιακή αντιπολίτευση, αξιωματική ή μη, η οποία αρκείται στο να εκδίδει καταγγελτικά δελτία Τύπου σε ρυθμούς πολυβόλου… μόνο και μόνο για να ακολουθήσουν τα επόμενα. Η κόπωση, καθώς και το πραγματικό αδιέξοδο, αποδεικνύονται περίτρανα από το γεγονός ότι ακόμα και αυτή η μείζων αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ έχει υιοθετήσει τακτική ώριμου φρούτου, μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει ή να προτείνει.
Σήμερα ξεδιπλώνεται σε όλη του την έκταση το αποφασιστικό για την ελληνική κρίση στοιχείο, το οποίο αγνοήθηκε επιδεικτικά από όλες τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια: Ότι η έξοδος της χώρας από την κρίση δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης και τοποθέτησης και, πολύ περισσότερο, πως η ανυπαρξία αυτών των στοιχείων καταδεικνύει έλλειψη κοινωνικών υποκειμένων και κοινωνικής δυναμικής ικανών να μας βγάλουν από αυτό το θανάσιμο σπιράλ.
Σε αυτό το επίπεδο, ακόμα και οι πιο ακραίοι «αντιμνημονιακοί», όσοι υποστήριξαν την άμεση έξοδο της χώρας από το ευρώ και την Ε.Ε., ως βασικό αίτημα για την υπέρβαση της κρίσης, υπήρξαν αθεράπευτα «μεταμοντέρνοι», αφού έμειναν στα συνθήματα, μην προχωρώντας ούτε μισό βήμα στη συγκεκριμενοποίηση: δηλαδή, να τα βάλουν κάτω, να δουν πιο κοινωνικό υποκείμενο θα μπορούσε να πραγματώσει αυτή την υπέρβαση, με ποιο τρόπο κ.ο.κ. –λες και οι λέξεις μπορούσαν από μόνες τους να πλάσουν πραγματικότητες. Με άλλα λόγια, είχαμε και έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πολιτικό λόγο ο οποίος κατ’ ουσίαν είναι οραματικά και στρατηγικά κενός, αρκούμενος σε επικλήσεις και ευχολόγια. Πάντα, δε, με τη συνοδεία της αυταπάτης ότι η κρίση δεν είναι δομική –και άρα μπορεί να αντιστραφεί άμεσα, ταχυδακτυλουργικά, επιστρέφοντας στις παλιές καλές ημέρες.
Αυταπάτες που όχι μόνο καλλιεργούνται, αλλά βρίσκουν και αποδέκτες, και οι οποίες καταμαρτυρούν την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τους παρασιτικούς όρους του συστήματος και δεν μπορούν να το υπερβούν. Χαρακτηριστική περίπτωση η δημοσιοϋπαλληλική βάση του ΣΥΡΙΖΑ: Με ηγεσίες βουτηγμένες στις αμαρτίες παρελθόντος και παρόντος, όντας στο επίκεντρο του ελληνικού κλεπτοκρατικού συστήματος επί δεκαετίες, αδυνατεί να υπερβεί τους ασφυκτικούς ορίζοντες του συντεχνιασμού, αποτυγχάνει να συμπτύξει ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, να διασώσει τα δημόσια αγαθά και να υπερασπιστεί εν τέλει τον ίδιο της τον εαυτό.
(Χαρακτηριστική στιγμή, όταν ο Σαμαράς σηκώνει το γάντι της πρόκλησης, λέγοντας ότι η άμεση έξοδος της χώρας από το ευρώ στις παρούσες συνθήκες θα σημάνει πτώση του βιοτικού επιπέδου κατά 70%, κι αν υπάρχει κάποιος που να διαχειριστεί επιτυχώς αυτήν τη μετάβαση, ας αναλάβει τις ευθύνες του. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή επικρατεί αμήχανη σιωπή στο απέναντι στρατόπεδο.)
Η επιμονή όλων αυτών στη ρητορική είναι πολύ χαρακτηριστική της πρακτικής τους αδυναμίας. Κοντολογίς, υπάρχει έλλειψη ρεαλισμού στη συζήτηση και στις διαμάχες που λαμβάνουν χώρα σήμερα στην Ελλάδα. Ρεαλισμού όχι με τη γιάπικη, φτηνή έννοια της «εξύμνησης του υπάρχοντος». Ενός πολιτικού ρεαλισμού, που αναζητάει τις κρυμμένες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες δυνητικά φέρουν μέσα τους το σπέρμα της μεγάλης υπέρβασης. Που μπορούν να δημιουργήσουν την «κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».
Υπάρχει όμως κάτι τέτοιο στην Ελλάδα σήμερα; Εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Τέτοιου τύπου δυναμική υφίσταται μόνο στα ισχνά παραγωγικά στρώματα, όποια μας έχουν απομείνει πια. Και η μόνη κίνηση που την τροφοδοτεί είναι η «στροφή προς την περιφέρεια», αυτό το μικρό, αλλά υπολογίσιμο και κοινωνικά επιδραστικό ρεύμα που εγκαταλείπει τη σάπια Αθήνα και επιδίδεται σε έναν αγώνα ανασυγκρότησης της τελματωμένης επαρχίας, για να καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό το ρεύμα φέρει μέσα του νέες αντιλήψεις, πιο υγιείς, κυοφορεί νέες πρακτικές, αναζωογονεί την αγροτική παραγωγή, μιλάει για μικρή, οικολογική και «έξυπνη» μεταποίηση, είναι πολύ αποστασιοποιημένο από το τρέχον «πολιτικό πόκερ», εντούτοις είναι ριζοσπαστικό, καθώς γνωρίζει ότι η ελπίδα και η επιβίωση θα προκύψει μόνο με τη ριζική αναγέννηση των θεσμών και των συλλογικών πρακτικών. Αυτός ο κόσμος είναι ο μόνος που μπορεί να μετασχηματίσει, μπορεί να κατασκευάσει το «αρχιμήδειο σημείο» πάνω στο οποίο μπορούμε να σταθούμε για να μεταβάλουμε τη δεινή μας θέση. Αυτοί και οι δίχως μέλλον νέες γενιές –αν και εφόσον ξεφύγουν από το ελληνικό εμφυλιακό σύνδρομο, που μας καλεί επιτακτικά να φαγωθούμε μεταξύ μας όποτε σκοτεινιάζουν τα πράγματα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μα, βέβαια, ότι αυτό που –κακώς, γιατί υποδηλώνει μερικότητα– ονομάστηκε αντιμνημονιακό κίνημα κατά τα τελευταία τρία χρόνια, μπορεί να αποκτήσει κοινωνικά ερείσματα μόνο με μια λογική παρατεταμένης συγκρότησης σε στάδια. Θέλει χρόνο για να δυναμώσει η τάση της επιστροφής στην περιφέρεια, να οργανωθούν αυτά τα στρώματα, να ωριμάσει η συνείδησή τους. Το κίνημα θα μπορούσε να βοηθήσει αυτούς τους μετασχηματισμούς, να τους επιταχύνει και να τους βαθύνει. Αυτή είναι μια λογική «παρατεταμένου πολέμου» ριζικά αντίθετη με το κλίμα της «μεγάλης νύχτας» και της «εφόδου στα ανάκτορα του παρασιτισμού» που καλλιεργούσαν οι περισσότεροι πόλοι του αντιμνημονιακού στρατοπέδου, από τον Μίκη, τον Καζάκη, μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπό αυτή την έννοια, κάποια πράγματα στο παρελθόν τα αντιμετωπίσαμε πιο ελαφρά απ’ ό,τι έπρεπε: Το «κίνημα της πατάτας» δεν είναι μόνο ένα προσωρινό παυσίπονο έναντι της ακρίβειας. Είναι μια πρακτική, που μπορεί να εξαπλωθεί στην περιφέρεια, μαζί με συνεταιρισμούς, άμεσες ανταλλαγές, εναλλακτική γεωργία, και είναι σε θέση να παρέχει τη βάση για να οργανωθεί η ελληνική αντίσταση. Ως προς αυτό, υπάρχει μια ιδεολογικοπολιτική διχοτόμηση που εισήγαγε στη συζήτηση το ΚΚΕ, που διαχωρίζει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες από τα «κεντρικά πολιτικά ζητήματα». Αντιπαρέβαλε τα μαρούλια, τις πατάτες, με την εξάρτηση. Το ίδιο κάνει σιωπηρά και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, «τα μαρούλια και οι πατάτες», δηλαδή η ‘επιστροφή στην επαρχία’, είναι προϋποθέσεις ώστε να οργανωθεί ένα κίνημα απελευθέρωσης.
Για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει να κατασκευάσουμε την κοινωνική βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί. Πολλοί αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού τέτοιους προβληματισμούς: «Εδώ χανόμαστε, λένε». Θέλουν να κόψουνε δρόμο, ν’ αναδυθούν αίφνης σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία στο επίκεντρο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αυτά δεν γίνονται –το απέδειξαν και οι άδοξες καταλήξεις των νέων αντιμνημονιακών σχημάτων της πρώτης περιόδου. Είμαστε αναγκασμένοι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την αλλαγή μέσα από μια «μακρά πορεία μέσα στα ερείπια». Μέσα από αυτήν υπάρχει η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα αυθεντικό ελληνικό κίνημα απελευθέρωσης. Ένα κίνημα μεταπαρασιτικό, που θα συνδυάζει την αποκέντρωση με τη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής συνοχής, την παραγωγική ανασυγκρότηση της υπαίθρου και της μικρής παραγωγής με την οικολογία, τη δημογραφική και πνευματική αναγέννηση.
3 ΣΧΟΛΙΑ
Το “κίνημα της πατάτας”, να φύγουμε να πάμε στα χωριά, να πάψουμε να είμαστε “παρασιτικοί”, να μείνουμε σε ευρώ-ε.ε. (γιατί απ’ έξω θα μας “φάει” ο Τούρκος). Ευχολόγια και υπέρμετρη φοβία που ενισχύουν τελικά την αδράνεια…
ΥΓ. Και οι Ινδοί- Πακιστανοί- Κινέζοι- Νοτιοαφρικανοί δεν είναι καθόλου “παρασιτικοί”. Βέβαια τι επίπεδο ζωής έχουν…
πάλι διαστρεβλώνεις;
Προεκλογικά είχαμε τον ‘Μανώλη’, τώρα έχουμε τον αμερικανό πρόεδρο…
Να συμφωνήσουμε ότι πράγματι χρειάζεται να οργανωθεί η νέα παραγωγική και επομένως μη παρασιτική κοινωνική βάση πάνω στην οποία να στηριχθεί το απελευθερωτικό κίνημα , ακόμα ότι αυτό θα γίνει μέσα από ” μια μακρά πορεία μέσα στα ερείπια ”.
Εννοεί όμως ο αρθρογράφος οτι αυτό θα γίνει από την αυτόματη και ενστικτώδη αντίδραση του Ελληνικού λαού , με την αυθόρμητη δηλαδή αφύπνιση του ένστικτου της Εθνικής του αυτοσυντήρησης ; Ιδιαίτερα δύσκολη έως απίθανη εξέλιξη , όταν ο ίδιος ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι ακόμα και οι ” αντιμνημονιακοί ” Μίκης , Καζάκης και Σύριζα λαικίζουν , ενθαρύνοντας για να γίνονται αρεστοί , τα μεταπολιτευτικά παρασιτικά κοινωνικο – οικονομικά πρότυπα . Όταν αυτοδηλώνονται ως πολιτικά αντιστασιακές δυνάμεις χωρίς καμμία αναφορά στην αναζητούμενη κοινωνική βάση του ”κινήματος αντίστασης ” που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν . Ιδιαίτερα ο Σύριζα έξελίσσεται ταχύτατα στο συλλογικό σωσίβιο μεγάλου μέρους των απανταχού άστεγων και χτυπημένων από την μνημονιακή πολιτική κοινωνικών δυνάμεων του παρασιτισμού και της μικρομεσαίας διαπλοκής , με κανένα επομένως τρόπο και πέραν ακόμα των εθνομηδενιστικών του θέσεων και πολιτικών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απελευθερωτική πολιτική δύναμη .
Περισσότερο παρά ποτέ και αφού γρήγορα αντιπαρέλθουμε τις όποιες σχετικές με την ενδεχόμενη μετεξέλιξη του Σύριζα αυταπάτες , απαιτείται πολιτικό υποκείμενο που να συνδιαμορφώνεται , συνεξελίσσεται και συναναπτύσσεται με την κοινωνική – οικονομική βάση του κινήματος απελευθέρωσης που ιδεολογικά , πολιτικά και ακόμα αξιακά – πολιτισμικά καλείται να προωθεί και να αναπτύσει .
Το ερώτημα στο οποίο καλούμεθα να απαντήσουμε είναι από ποιές από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις , κινήματα αντίστασης και ανένταχτους πολίτες και με ποιές διαδικασίες θα μπορούσε να σχηματοποιηθεί με τρόπο πολιτικά αποτελεσματικό αυτό το ζητούμενο πολιτικό υποκείμενο .