Η άνοδος του Κώστα Σημίτη το τέλος του παπανδρεϊαμού και η ιστορική έκλειψη του
Άσχετα με την πιθανή έκβαση της μάχης του Συνεδρίου στο ΠΑΣΟΚ, για την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις αυτή τη στιγμή (μέσα Μαΐου), εντυπωσιακή παραμένει η κινητοποίηση δυνάμεων εσωτερικών και εξωτερικών, υπέρ της εκλογής Σημίτη, που εμφανίζεται να απολαμβάνει την προνομιακή υποστήριξη των περιβόητων διαπλεκόμενων συμφερόντων. Η προσπάθεια αυτών των δυνάμεων επικεντρώνεται αυτή τη στιγμή στην ολοκλήρωση της σημαντικής νίκης που επέτυχαν με την εκλογή του Κώστα Σημίτη στη θέση του πρωθυπουργού, με την οριστική άλωση και της κομματικής ιεραρχίας και γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που ισοδυναμεί και με την έκλειψη του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος σηματοδότη της μεταπολίτευσης.
Η επιλογή του Κώστα Σημίτη στη θέση του πρωθυπουργού σηματοδότησε ήδη το οριστικό τέλος του Παπανδρεϊσμού και ανοίγει το δρόμο για:
- Την οριστική μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε ένα “κανονικό” σoσιαλδημοκρατικό κόμμα της καπιταλιστικής διαχείρισης. Το ΠΑΣΟΚ παύει πλέον να αποτελεί μια πολιτικο-κοινωνική ιδιομορφία. Τουλάχιστον στις βασικές του συνιστώσες.
- Την ολοκληρωτική επικράτηση στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας της ‘γραμμής των Βρυξελλών‘, που εκφράζεται από τα τρία κόμματα, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμό και την ενίσχυση της τάσης που θεωρεί αναπόφευκτη τη σταδιακή μεταβολή της Ελλάδας σε τουρκικό προτεκτοράτο.
- Την νίκη των επιχειρηματιών, των στελεχών και των γιάπηδων, του μηχανισμού της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, των βαρώνων των Μedia, έναντι της κομματικής γραφειοκρατίας, των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, των εργατών, δηλαδή της ΠΑΣΟΚικής συμμαχίας της μεταπολίτευσης.
- Την αρχή μιας νέας κοινωνικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα.
Α. Το τέλος του ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ένα οποιοδήποτε κόμμα. Υπήρξε ένα κόμμα εξαιρετικά ιδιόμορφο. Αποτέλεσε τη συνισταμένη στο πολιτικό πεδίο της παλιάς ΕΑΜικής αριστεράς, δυνάμεων της νέας αριστεράς, της μετά το ’68 και το Βιετνάμ, και του παλιού Βενιζελογενή χώρου. Εξέφραζε ταυτόχρονα τα ρεύματα της κοινωνικής αμφισβήτησης και της διαχείρισης. Τέλος, αποτελούσε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία δυνάμεων, που άρχιζε από νεόπλουτα στρώματα της αστικής τάξης και έφτανε έως την πλειοψηφία των εργατών και των αγροτών. Το κέντρο βάρους αυτής της κοινωνικής συμμαχίας το αποτελούσαν οι μικρομεσαίοι, το δίδυμο που εκφραζόταν από την συχνά “θερμή” συμμαχία συνδικαλιστών και κομματικού μηχανισμού. Η ετερόκλητη φύση αυτής της συμμαχίας συνιστούσε εν τέλει και το δυναμισμό της, μια και επέτρεπε στο ΠΑΣΟΚ να είναι πολυσυλλεκτικό και πολυδύναμο.
Η μεταπολίτευση αποτέλεσε μια περίοδο όπου οι εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις διέθεταν μια πρωτοφανή αυτονομία (σχετική πάντα) απέναντι στο διεθνές σύστημα και όπου τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα βρέθηκαν σε συνθήκες θετικής γι’ αυτά αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας. Οι ΗΠΑ λύγιζαν κάτω από το βάρος του πολέμου του Βιετνάμ, ο απόηχος των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 ωθούσε προς την διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, ενώ ο Τρίτος Κόσμος σήκωνε κεφάλι μετά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 και το Βιετνάμ.
Τέλος στην Ελλάδα, μετά την ήττα στην Κύπρο η παραδοσιακή δεξιά και το εμφυλιοπολεμικό καθεστώς κατέρρεαν: Νομιμοποίηση του ΚΚΕ, κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, επέκταση των κοινωνικών ασφαλίσεων, γενίκευση του συνδικαλισμού, κατάργηση της βασιλείας, περιορισμός των μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων -χαρακτηριστική ήταν η σύγκρουση Καραμανλή-Ανδρεάδη.
Το ΠΑΣΟΚ αναδύεται ως ο μεγάλος αναμορφωτής της ελληνικής πολιτικής ζωής και η Αριστερά, στη μια ή την άλλη εκδοχή της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φτάνει στην εξουσία. Η Ελλάδα υψώνει την ετερόδοξη φωνή της απέναντι στη Δύση σε πάμπολλες ευκαιρίες και ο Καραμανλής επιχειρεί ακόμα και έξοδο από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα μπαίνει στη μεταπολίτευση μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής συσσώρευσης και ανάπτυξης, η οποία επέτρεπε μια σχετικά άνετη αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, αναδιανομή που θα διαρκέσει ολόκληρη την δεκαετία 1974-1984.
Σε αυτή την περίοδο διαμορφώθηκε και το στυλ ΠΑΣΟΚ, δηλαδή αυτό το κράμα εύκολου και σχετικά ανέξοδου ριζοσπαστισμού (η λέξη αγωνιστής κινδύνεψε να χάσει κάθε νόημα), λεξιλαγνείας (με τυπικό παράδειγμα τον Λαλιώτη) και εν τέλει ατολμίας -στην πράξη- που θα χαρακτηρίσει το ΠΑΣΟΚ αλλά και ολόκληρη τη μεταπολίτευση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αποτελέσει την συνισταμένη αυτών των τάσεων, θα εκφράσει την απελευθέρωση του καταπιεσμένου Έλληνα μικροαστού -απελευθέρωση πολιτική, οικονομική και γιατί όχι και σεξουαλική- που βέβαια παρά τα μεγάλα λόγια ξέρει και να φυλάγεται από τις κακοτοπιές.
Η επόμενη δεκαετία, 1984-1995, θα εκφράσει το μακρόσυρτο ψυχορράγημα αυτής της πρώτης περιόδου της γενικευμένης ευφορίας. Η σχετική αυτονομία του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού εξανεμίζεται. Ο δανεισμός, η αποβιομηχάνιση, η μεταφορά του οικονομικού κέντρου βάρους από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, και η παράλληλη κατάρρευση του κράτους πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο με την άνοδο του φιλελευθερισμού, τέλος η θανάσιμη αγωνία του ανατολικού σοσιαλισμού, μεταβάλλουν ριζικά τη συγκυρία. Η εξάρτηση αντικαθιστά την αυτονομία. Πλέον δεν είναι η ώρα του βυθίσατε το Χόρα, αλλά του Νταβός.
Στην πρώτη φάση από το 1984 έως το 1989, το στυλ ΠΑΣΟΚ μεταβάλλεται πλέον σε ανοικτή διγλωσσία. Ωστόσο παρά τη φθορά και την εξάντληση, παρά τη σταδιακή αλλαγή της κοινωνικής υπόστασης του στελεχικού δυναμικού που μεταβάλλεται σε στοιχείο των κυρίαρχων ελίτ, παρά τα σκάνδαλα, τον Κοσκωτά, τα αλλεπάλληλα σταθεροποιητικά προγράμματα, κάτι θα συνεχίσει να υπάρχει ακόμα από την ανορθολογική φύση του ΠΑΣΟΚ. Είναι το περιβόητο “Τσοβόλα δώστα όλα”.
Όμως το σκάνδαλο Κοσκωτά και οι συνέπειές του θα ολοκληρώσουν το ξεδόντιασμα του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ και του Παπανδρέου. Γι’ αυτό και η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου στη δεκαετία του ’90 θα είναι η πιο πειθήνια κυβέρνηση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Πειθήνια στις βουλές των Αμερικάνων και προπαντός στα κάθε είδους ιδιωτικά συμφέροντα που συμφύρονται και διαπλέκονται με τα ΜΜΕ. Πλέον όλοι οι εργολάβοι- ιδιοκτήτες νέμονται ένα μέρος από την πίττα και μόνο οι ελάχιστοι ριγμένοι -αλά Κουρή- διαμαρτύρονται και φωνασκούν… Η κυβέρνηση Παπανδρέου με αιχμή της τους αγαπημένους του ιδιωτικού κεφαλαίου και των Βρυξελλών, τύπου Παπαντωνίου, με τον Αμερικάνο πρεσβευτή στη θέση πραίτωρα, είναι στο εξής μια ξεδοντιασμένη κυβέρνηση και τα σκάνδαλά της δεν είναι πλέον ενοχλητικά. Όσο για τα εθνικά θέματα, θα τα “διπλώσει” με απoκορύφωμα την άρση του βέτο για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ιδιομορφίες του ΠΑΣΟΚ βέβαια δεν θα αρθούν όλες. Κάτι θα μένει από το παλιό τριτοκοσμικό σκηνικό. Και αυτό θα είναι οι βίλες, το περιβάλλον, η ελληνική έκδοση της ‘Iζαμπελίτας’, η προστασία των κομματικών από τον Παπανδρέου, κλπ. κλπ. Έτσι τα μεγάλα συμφέροντα είχαν πλέον ένα πειθήνιο ΠΑΣΟΚ απέναντι τους, μόνο που εξακολουθούσε να διαθέτει ένα κέντρο εξουσίας που αποτελούσε, έστω και ως καρικατούρα ή ως ανάμνηση, μια επιβίωση του παρελθόντος, δηλαδή της παντοδυναμίας του πολιτικού που σφράγισε τη μεταπολίτευση. Και η νέα εποχή απαιτούσε κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό, την εξαφάνιση δηλαδή κάθε πολιτικής ιδιαιτερότητας στη σχέση κεφαλαίου-κοινωνίας και στη σχέση Δύσης-ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Απαιτούσε μια κυβέρνηση, μια πολιτική εξουσία χωρίς ιδιαίτερο ανάστημα, μια εξουσία διαχειριστών, με μειωμένο το ρόλο των κομματικών μηχανισμών, όπου το ρόλο της διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης των συμφερόντων του κεφαλαίου δεν θα παίζουν πλέον αυτά τα υπολείμματα της μεταπολίτευσης, οι κομματικοί μηχανισμοί, αλλά τα Μedia.
Και αυτή η επιβίωση του παρελθόντος έγινε πρόδηλη τους τελευταίους μήνες του 1995, με την ανάδειξη της Δήμητρας σε παράκεντρο εξουσίας, που διασφάλιζε θέσεις, μίζες και συμβόλαια και διεκδικούσε προεξάρχουσα θέση στην πολιτική εξουσία… Και ο Παπανδρέου μόνος του, ή μάλλον το περιβάλλον του, θα δώσει στον Σημίτη την ευκαιρία της ζωής του. Θα τον μεταβάλει από μειοψηφία του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας σε πλειοψηφία, όπως ήταν ήδη πλειοψηφία στα ΜΜΕ, στο χρηματιστήριο, και τους ορθόφρονες και καλώς σκεπτομένους ευρωπαϊστές.
Το γάντζωμα του περιβάλλοντος στην εξουσία θα οδηγήσει το εκκρεμές στο άλλο άκρο, στην εκλογή του αντι-Παπανδρέου στην πρωθυπουργία.
Β. Η οριστική επικράτηση των Βρυξελλών.
Η νίκη του Σημίτη και των εκσυγχρονιστών θα σηματοδοτήσει την πλήρη επικράτηση των Βρυξελλών στην Ελλάδα. Πλέον ολοκληρώνεται και η μεταπολίτευση ως μετάβαση από ένα έθνος-κράτος πελάτη της Δύσης σε μια επαρχία του γερμανογαλλικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Έστω και αν, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτή η ολοκλήρωση αποτελεί εν πολλοίς και την αφετηρία για την ανάπτυξη δυνάμεων άρνησης αυτής της οργανικής ενσωμάτωσης.
Ενώ τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου και την ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειάρχη, η Ελλάδα παραγκωνίζεται και αναδεικνύεται η ετερότητά της ως πρoς τη Δύση, ωστόσο το οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο, τρέμοντας μια πιθανή αποτυχία της ενσωμάτωσης, προσπαθεί να επιταχύνει τους ρυθμούς της ένταξης. Πρόκειται για την χρυσή ευκαιρία των δυτικοευρωπαϊστών. Ο ‘ανατολικός παράγων’, η Ρωσία, βρίσκεται στην εντατική, η Σερβία κείτεται ηττημένη. Το Ισραήλ κυριαρχεί επί των Παλαιστινίων. Κατά συνέπεια ακόμα και οποιαδήποτε υπόνοια σχετικής αυτονομίας από τη Δύση φαντάζει ως τυχοδιωκτισμός. Πρέπει να επιταχυνθεί η πάση θυσία ενσωμάτωση στη
Δυτική Ευρώπη, όποιο και αν είναι το τίμημα, υποταγή στην Τουρκία, αποδοχή των τετελεσμένων στην Κύπρο, υποχώρηση στα Βαλκάνια και λιτότητα, επίταση των ανισοτήτων, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων στο εσωτερικό.
Το ευρωπαϊστικό μέτωπο μοιάζει πανίσχυρο. Μέσω της αναδιανομής του εισοδήματος στο εσωτερικό της Ελλάδας, που αποτελούν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, οι κολοσσιαίες εισαγωγές, ο τουρισμός, ο δανεισμός κεφαλαίων κλπ., διαμορφώνεται ένα μέτωπο των ελίτ και του κεφαλαίου υπέρ της ενσωμάτωσης, μέτωπο που πολιτικά εκφράζεται με την κατίσχυση των ευρωπαϊστικών κομμάτων και των αντίστοιχων τάσεων στο εσωτερικό των κομμάτων. Στη Νέα Δημοκρατία η “εθνικιστική” τάση Σαμαρά θα αποχωρήσει, στο Συνασπισμό οι χωρίς κανένα ενδοιασμό ευρωπαϊστές, τύπου Παπαγιαννάκη, θα κυριαρχήσουν, παρά τη σχετική ενδοκομματική ισχύ του αριστερού ρεύματος. Στο ΠΑΣΟΚ, με την εκλογή Σημίτη, η διαδικασία θα ολοκληρωθεί. Ο πλέον ‘ευρω- παϊστής’ πολιτικός του ΠΑΣΟΚ, που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 μιλούσε για την “Ευρώπη των λαών”, σε αντίθεση με τα Αντι-ΕΟΚικά συνθήματα του Παπανδρέου, θα έλθει στην εξουσία.
Γ. Από την πολιτική στη διαχείριση
Με το μακρόσυρτο και κωμικοτραγικό σήριαλ της εξόδου του Παπανδρέου από το προσκήνιο που διήρκεσε μερικούς μήνες, από τη γελοία φιέστα της Πάτμου έως την περιπέτεια του Ωνασείου, ολοκληρώθηκε η τελευταία(;) πράξη της μακρόχρονης και οδυνηρής διαδικασίας του τέλους του παπανδρεϊσμού και παρεμπιπτόντως της μεταπολίτευσης.
Σε όλη αυτή την περίοδο, και ιδιαίτερα μέχρι το 1985, η πολιτική αποτελούσε τη βασιλική οδό προς την εξουσία και η αυτονομία της ίσως δεν είχε προηγούμενο, τουλάχιστον τα τελευταία 50 χρόνια. Ο δρόμος της κοινωνικής ανόδου δεν περνούσε πλέον από την επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά από την πολιτική. Οι γόνοι τόσο της άρχουσας τάξης, όσο και των λαϊκών στρωμάτων συνωστίζονταν στις πολιτικές νεολαίες, ουσιαστικό προθάλαμο μιας καριέρας στα μονοπάτια της εξουσίας. Γιατί σε μια εποχή διόγκωσης του δημόσιου τομέα, κρατικοποιήσεων και συρρίκνωσης του ιδιωτικού, ακόμα και οι μάνατζερ περνούσαν μέσα από τα κόμματα. Για να εισέλθει κανείς στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου, εκτός από διανοούμενος, έπρεπε (κυρίως) να είναι και μέλος ή πελάτης κάποιου κόμματος. Οι συγκρούσεις των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή αποτελούσαν το σόου με την μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην τηλεόραση, ενώ οι τραγουδιστές και λοιποί λαϊκοί καλλιτέχνες συνωθούνταν στα κομματικά φεστιβάλ για να φτιάξουν κοινό. Οι δημοσιογράφοι στρατοπέδευαν στα κομματικά γραφεία.
Αυτός ο ηγεμονικός ρόλος της πολιτικής αντικατόπτριζε δύο θεμελιώδη γεγονότα. Πρώτον, τον πραγματικό ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων ως προς τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούσαν, και δεύτερο -ίσως ουσιαστικότερο- τη μεγάλη δυνατότητα απασχόλησης που προσέφεραν τα πολιτικά κόμματα ως διαχειριστές ενός διευρυνόμενου κράτους. Αρκεί να αναλογιστούμε πως στη διάρκεια της μεταπολίτευσης η απασχόληση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπερδιπλασιάζεται…
Tα πολιτικά κόμματα και η πολιτική ήταν ηγεμονικά στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και όλα τα κοινωνικά κινήματα -εργατικό, νεολαιίστικο- που προσπαθούν να αποκτήσουν μια κάποια αυτονομία από την πολιτική και τα κόμματα, αποτυχαίνουν και μαζί τους και όλες οι εξωθεσμικές ή επαναστατικές απόψεις και οργανώσεις.
Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η ισχύς του ενοποιημένου πλέον πολιτικού προσωπικού αδυνατίζει. Η αδυναμία διορισμών και διεύρυνσης της κρατικής σφαίρας μειώνει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του πολιτικού συστήματος. Και βέβαια, πάνω από όλα, βρίσκεται η απώλεια του ρόλου του ρυθμιστή της οικονομικής ζωής από το έθνος-κράτος. Η σύγκρουση που αναδεικνύεται με το σκάνδαλο Κοσκωτά, η πτώση του Παπανδρέου και η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο σηματοδότησε την αλλαγή φρουράς στην κορυφή των μηχανισμών εξουσίας. Οι πολιτικοί χάνουν την πρωτοκαθεδρία ή τουλάχιστον υποχρεώνονται να παραχωρήσουν μεγάλο μέρος της σε εργολάβους-ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και τους υπαλλήλους τους δημοσιογράφους… Το ’89 δεν σηματοδοτείται μόνο από το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και από την παράλληλη ανάδειξη των ιδιωτικών ραδιοσταθμών και τηλεοράσεων σε νέο ισχυρό πόλο εξουσίας. Η πολιτική αποδεικνύεται πλέον ένα πουκάμισο αδειανό.
Ο γηραλέος Παπανδρέου θα διασωθεί, αφού έλαβε το μάθημά του, από τα ίδια τα μέσα που προς στιγμήν σήκωσαν ένα μέρος του πέπλου του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Και βέβαια έξι χρόνια μετά, θα αντικατασταθεί όχι από τη… Δήμητρα αλλά από έναν εκλεκτό των επιχειρηματιών, των Βρυξελλών, των… συνδικαλιστών και των βιομηχάνων. Ο Μητσοτάκης, που θα πιστέψει ότι έχει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας, ή τουλάχιστον μεγαλύτερα από αυτά που είναι πλέον επιτρεπτά στους πολιτικούς, θα εκδιωχθεί από μια συμμαχία Κόκκαλη, Λαμπράκη, Αλαφούζου, Τεγόπουλου, Μπόμπολα, ακόμα και του ίδιου του Ελεύθερου Τύπου, και στη θέση του θα αναδειχθεί ένας απόλυτα αρεστός, αν όχι υποχείριος των νέων μηχανισμών εξουσίας. Στην ίδια την Αριστερά θα αναδειχθούν από το εκδοτικό κατεστημένο άτομα της αρεσκείας του στην ηγεσία. Δαμανάκη, Κωσταντόπουλος και άλλοι Παπαγιαννάκηδες θα επιβληθούν μέσω του πολιτικού μάρκετιν και της στήριξης των συγκροτημάτων. Τί πιο χαρακτηριστικό για τη νέα εποχή από την ρήση του Μητσοτάκη, ενός πρωθυπουργού της Δεξιάς, “Με έρριξαν τα οργανωμένα συμφέροντα”!
Οι πολιτικοί γίνονται όλο και πιο ασήμαντοι, όλο και πιο ανήμποροι, όσο περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους και εκφέρουν εν τέλει τον ίδιο λόγο. Το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και τα πορνοσώου παρουσιάζουν πλέον μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το φιλοθεάμον κοινό.
Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 και ιδίως στα ’90 η πολιτική θεωρείται αναξιόπιστη, γιατί έπαψε να προσφέρει αίγλη και δύναμη. Σήμερα ανθυποκονδυλοφόροι του χθες ταπεινώνουν βουλευτές και υπουργούς στις αίθουσες αναμονής των τηλεοράσεων, ενώ σπανίως πια οι γόνοι και οι συγγενείς των πολιτικών συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας. Προτιμούν να γίνουν δημοσιογράφοι ή τηλεπαρουσιαστές. Η πολιτική, το κοινοβούλιο και πόσο μάλλον η κινητοποίηση, η διαδήλωση, αποτελούν ξεπερασμένους θεσμούς, αντικείμενο λοιδωρίας και περίγελου. Η εκλογή του πιο αποτυχημένου Έλληνα πολιτικού στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ακριβώς γιατί ήταν αποτυχημένος, αντανακλά το μέγεθος της έκπτωσης της πολιτικής και των πολιτικών. Και βέβαια το επιστέγασμα θα είναι η εκλογή του πιο άχρωμου πολιτικού του ΠΑΣΟΚ στη θέση του πρωθυπουργού.
Δ. Η ανάδειξη ενός νέου ανταγωνισμού
Επί πολλά χρόνια ευαγγελιζόμαστε το τέλος της μεταπολίτευσης. Το τέλος δηλαδή μιας εποχής διγλωσσίας, ημιμέτρων και μεσοβέζικων λύσεων. Και ο κατ’ εξοχήν φορέας αυτού του πνεύματος, ενός δηλαδή φραστικού και συμπεριφορικού ριζοσπαστισμού, υπήρξε το ΠΑΣΟΚ. Μια από τις βασικές αιτίες αυτής της ιδιαιτερότητας θα την βρούμε στον τρόπο με τον οποίο έπεσε η δικτατορία, εξ αιτίας του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο, και όχι μιας εσωτερικής εξέγερσης. Το Πολυτεχνείο απομόνωσε τη χούντα χωρίς όμως να μπορέσει να την ανατρέψει. Η αλλαγή του καθεστώτος ήλθε σε μεγάλο βαθμό από τα πάνω, δηλαδή την τραγωδία της Κύπρου.
Αυτή η περίοδος όμως έχει εξαντληθεί. Δεν υπάρχουν ούτε τα οικονομικά ούτε τα πολιτικά περιθώρια της διγλωσσίας. Η λιτότητα δεν μπορεί να βαφτίζεται κοινωνική πολιτική, ούτε η εθνική συρρίκνωση εθνικά υπερήφανη πολιτική. Ο Σημίτης δεν μπορεί να ενδυθεί τα ρούχα και τη γλώσσα του Παπανδρέου. Προπαντός δεν μπορεί να συνεχίζει να εκφράζει τα κουρέλια της παλιάς συμμαχίας των μικρομεσαίων. Η νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ είναι πλέον μια κυβέρνηση διαχείρισης, στο πνεύμα αλλά και το γράμμα του κεφαλαίου, των Βρυξελλών και των Αμερικάνων.
Κατά συνέπεια και ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός απελευθερώνεται από την διγλωσσία. Τα στρατόπεδα μπορούν να γίνουν περισσότερο εμφανή. Όταν ο Τσοβόλας υποστηρίζει πως το ιστορικό ΠΑΣΟΚ έχει πάψει να υπάρχει έχει απόλυτα δίκαιο. Και η συνέχεια θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε διευκρίνηση των στρατοπέδων, των απόψεων, των πολιτικών. Είναι πεποίθηση μας πως σταδιακά θα αρχίσει να συγκροτείται σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος ένα αντίπαλο δέος, ιδιαίτερα δε προς τα αριστερά του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.
Αυτό το αντίπαλο δέος θα στηριχτεί μεταξύ άλλων:
1. Στην κοινωνική πόλωση που επιταχύνεται από την επιμονή στην πολιτική της σύγκλισης. Η ελληνική κοινωνία, μετά από μια περίοδο άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, 1974-1988, περνάει σε μια εποχή εκ νέου διεύρυνσης τους. Η κυβέρνηση Σημίτη, ως εντολοδόχος των Βρυξελλών και του κεφαλαίου, θα επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες, την ανεργία, χωρίς πλέον να διαθέτει το φύλλο συκής της παραδοσιακής παπανδρεϊκής διγλωσσίας.
2. Στην ανάδειξη εναλλακτικών λύσεων στην μονοδιάστατη ευρωπαϊστική κατεύθυνση, στον τομέα της οικονομίας και του πολιτισμού. Οι μόνες εξαγωγές μας που διευρύνονται είναι εκείνες προς τις Βαλκανικές χώρες και τη Μέση Ανατολή, ενώ το ποσοστό των ανταλλαγών μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζει για πρώτη φορά να μειώνεται, μετά από πολλά χρόνια, παρά την οργανική ένταξή μας σε αυτήν. Ταυτόχρονα, στο πολιτιστικό πεδίο, τη μουσική, τη λογοτεχνία, παρουσιάζεται μια αντεπίθεση της εγχώριας πολιτιστικής παράδοσης έναντι της δυτικοστραφούς επικέντρωσης της διανόησης.
3. Στη σταδιακή διαμόρφωση νέων πολιτικών μορφωμάτων. Η αρχή ρήξης του ευρωπαϊστικού μονοδρόμου σηματοδοτείται με την ανάπτυξη των περιθωριακών κομμάτων, Πολιτικής Άνοιξης, ΚΚΕ, ΔΗΚΚΙ, κομμάτων που με τον ένα ή άλλο τρόπο αντιπαρατίθενται στην ηγεμονική πολιτική της σύγκλισης, της λιτότητας, της υποταγής στο τουρκο-ευρωπαϊκό dictat. Στη συνέχεια θα αναπτυχθούν προφανώς και νέα πολιτικο-κοινωνικά μορφώματα προς την ίδια κατεύθυνση. Η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, την οποία σηματοδότησε η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη έναντι της Τουρκίας, δεν μπορεί παρά να δυσκολέψει την φιλοδυτική στρατηγική του ελληνικού κατεστημένου. Το αφασικό εθνικά κοινωνικο-πολιτικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης τρίζει από όλες τις πλευρές και σύντομα θα εκραγεί, έστω εάν, για να γίνει κάτι τέτοιο, υποχρεωθούμε να περάσουμε από το πικρό ποτάμι της εθνικής ήττας και της ταπείνωσης, όπως συνέβη με την Ίμια.
4. Στην σταδιακή αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας. Η εξέγερση των εργατών και των φοιτητών στη Γαλλία σηματοδοτεί την απαρχή της κρίσης του Μάαστριχτ με παρέμβαση των ίδιων των εργαζομένων. Στην Ανατολική Ευρώπη τα εκλογικά αποτελέσματα σημαίνουν την αρχή του τέλους της κοινωνικής διάλυσης που έφερε το 1989 με τον τρόπο που έγινε. Τέλος η συγκρότηση των Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου των Ζαπατίστας στο Μεξικό προοιωνίζει την εμφάνιση ενός νέου τύπου απελευθερωτικών κινημάτων. Η διεθνής συγκυρία της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού και της αφασίας των κοινωνικών κινημάτων δεν πρόκειται να διαρκέσει αιωνίως.