Αρχική » Κοσμοπολίτικη Αμβέρσα, φαιά Αμβέρσα

Κοσμοπολίτικη Αμβέρσα, φαιά Αμβέρσα

από admin

 

Συγγραφέας: Ingrid Carlander

Η εί­δη­ση έ­πε­σε σαν κε­ραυ­νός: τον Ο­κτώ­βριο του 1994, στην Αμ­βέρ­σα, η α­κρο­δε­ξιά κέρ­δι­ζε το 28 % των ψή­φων στις δη­μο­τι­κές ε­κλο­γές. Δί­πλα στη Γαλ­λί­α εμ­φα­νι­ζό­ταν μια νέ­α σκλη­ρή α­κρο­δε­ξιά τά­ση.
Το άρ­θρο που α­κο­λου­θεί α­πο­τε­λεί την πρώ­τη α­νά­λυ­ση τη­ς α­νά­πτυ­ξης του φαι­νο­μέ­νου στην Αμ­βέρ­σα, έ­να α­πό τα πιο ι­σχυ­ρά σύμ­βο­λα του κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, έ­να α­πό τα πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δείγ­μα­τα του πο­λι­τι­σμι­κού πλού­του της Ευ­ρώ­πης

Το Leeuw van Vlaanderen (“Λιο­ντά­ρι της Φλάν­δρας”) εί­ναι έ­να μα­γέ­ρι­κο, κο­ντά στο πο­λυ­τε­λές δη­μαρ­χεί­ο α­να­γεν­νη­σια­κού ρυθ­μού που δε­σπό­ζει στην Grand-Place (Με­γά­λη Πλα­τεί­α) της Αμ­βέρ­σας, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νο α­πό τούς οί­κους των συ­ντε­χνιών, με κλι­μα­κω­τά α­ε­τώ­μα­τα, ε­πί­χρυ­σους κορ­φιά­δες, δό­ξα μιας πό­λης που μπό­ρε­σε να συμ­βιώ­σει με τους Βουρ­γουν­δούς, τους Ι­σπα­νούς, τους Γάλ­λους, τους Αυ­στρια­κούς. Ο ξέ­νος ε­πι­σκέ­πτης σπρώ­χνει την πόρ­τα μιας τα­βέρ­νας σκο­τει­νής, γε­μά­της κα­πνούς, με τους τοί­χους της κα­λυμ­μέ­νους α­πό α­φί­σες και αυ­το­κόλ­λη­τα· στον πά­γκο εί­ναι θρο­νια­σμέ­νος έ­νας γέ­ρο­ντας με ά­σπρη τε­τρά­γω­νη γε­νειά­δα· ξαφ­νια­σμέ­νοι, οι πε­λά­τες, με την πί­πα στο στό­μα, ση­κώ­νουν το κε­φά­λι πά­νω α­πό τα πο­τή­ρια της μπύ­ρας. Μό­λις που προ­λα­βαί­νει κα­νείς να ρί­ξει μια μα­τιά στα μη­νύ­μα­τα που στο­λί­ζουν τους τοί­χους αυ­τού του ιε­ρού χώ­ρου και να πα­ραγ­γεί­λει έ­να πο­τή­ρι μαύ­ρη μπύ­ρα πριν του γί­νει αυ­στη­ρά η σύ­στα­ση να πά­ει να πιει κά­που αλ­λού…
Δεν θα περ­νού­σε η ι­δέ­α α­πό το μυα­λό ε­νός Βαλ­λό­νου1, ε­νός αυ­τό­χθο­να Ε­βραί­ου ή ε­νός με­τα­νά­στη να δια­βεί αυ­τό το κα­τώ­φλι. Ο­ρι­σμέ­να α­πό τα 2.500 φι­λό­ξε­να κα­φε­νεί­α, μπαρ και ε­στια­τό­ρια που μέ­νουν α­νοι­κτά ό­λη τη νύ­χτα στη γρα­φι­κή πα­τρί­δα του Jordaens (σ.τ.μ. Φλα­μαν­δός ζω­γρά­φος) και των ξέ­φρε­νων ορ­γί­ων μπύ­ρας –και ό­που οι γεί­το­νες α­πό τις Βρυ­ξέλ­λες και την Ολ­λαν­δί­α έρ­χο­νται για τα κα­θιε­ρω­μέ­να με­θύ­σια του σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου– πρέ­πει να α­πο­φεύ­γο­νται. Η Αμ­βέρ­σα, άλ­λο­τε α­νοι­χτή σ’ ο­λό­κλη­ρη την υ­φή­λιο, συρ­ρι­κνώ­νε­ται μέ­σα στην ι­στο­ρί­α και τα πλού­τη της· το Λιο­ντά­ρι της Φλάν­δρας χρη­σι­μεύ­ει σαν αρ­χη­γεί­ο στους φα­να­τι­κούς του Vlaams Blok (του Φλα­μαν­δι­κού Συ­να­σπι­σμού), α­κρο­δε­ξιού κόμ­μα­τος που πέ­τυ­χε το ε­ντυ­πω­σια­κό 28 % στις δη­μο­τι­κές ε­κλο­γές του πε­ρα­σμέ­νου Ο­κτω­βρί­ου.
Μή­πως η φαιά πα­νού­κλα α­πει­λεί μια μη­τρό­πο­λη που θε­με­λί­ω­σε τα πλού­τη της πά­νω στις α­νταλ­λα­γές με την υ­φή­λιο; Αμ­βέρ­σα η φαιά; Και ό­μως, Αμ­βέρ­σα η κα­θο­λι­κή, με πλή­θος εκ­κλη­σιών και έρ­γων μπα­ρόκ –ο Ρού­μπεν­ς στην υ­πη­ρε­σί­α της α­ντι­με­ταρ­ρύθ­μι­σης–, Αμ­βέρ­σα, “πο­λι­τι­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα της Ευ­ρώ­πης” το 1993, που μπό­ρε­σε να α­ξιο­ποι­ή­σει μια κλη­ρο­νο­μιά α­πί­στευ­του πλού­του, Αμ­βέρ­σα η λα­μπε­ρή, πα­γκό­σμια πρω­τεύ­ου­σα του δια­μα­ντιού (α­φού ε­πι­σκί­α­σε τε­λεί­ως το Άμ­στερ­νταμ), Αμ­βέρ­σα η α­λα­ζών, υ­πε­ρή­φα­νη που εί­ναι το δεύ­τε­ρο λι­μά­νι της Ευ­ρώ­πης και η μο­να­δι­κή μη­τρό­πο­λη του Βελ­γί­ου (α­φού στις Βρυ­ξέλ­λες ο κό­σμος συ­χνά προ­τι­μά να κα­τοι­κεί ε­κτός των τει­χών).
“Πρώ­τα ο λα­ός μας”
“EIGEN VOLK EERST !” “Πρώ­τα ο λα­ός μας!”, δια­κη­ρύσ­σει το Vlaams Blok. Ο φλα­μαν­δι­κός λα­ός α­πει­λεί τον ξέ­νο με αυ­τά τα δύο συμ­βο­λι­κά ό­πλα: το γά­ντι του μποξ (κλη­ρο­νο­μιά ε­νός προ­πο­λε­μι­κού α­κραί­ου κόμ­μα­τος), που συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό το σύν­θη­μα “Αυ­το­ά­μυ­να”, και τη σκού­πα, α­γα­πη­τή άλ­λο­τε στο Rex του Λε­όν Ντε­γκρέλ: “Grote Kuis ! Έ­ξω α­πό δω!”. “Το Blok α­πορ­ρί­πτει την έν­νοια του έ­θνους και δέ­χε­ται την έν­νοια του λα­ού που συ­γκρο­τεί­ται α­πό τη φυ­λή”, φλα­μαν­δι­κή στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση. Πρό­κει­ται για έ­να λα­ϊ­κι­στι­κό κί­νη­μα, “που κα­ταγ­γέλ­λει έ­ναν α­πο­διο­πο­μπαί­ο τρά­γο, τον με­τα­νά­στη, και που κα­τά­φε­ρε να α­πορ­ρο­φή­σει έ­να μέ­ρος των σο­σια­λι­στών ψη­φο­φό­ρων α­κό­μα και α­νά­με­σα στους λι­με­νερ­γά­τες”, ε­ξη­γεί ο κα­θη­γη­τής Χαν­ς ντε Βιτ του Α­νώ­τε­ρου Ιν­στι­τού­του Ερ­γα­σί­ας του Κα­θο­λι­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Λου­βαίν. Ε­πι­κίν­δυ­νο; Φαί­νε­ται ό­τι ο­ρι­σμέ­νες με­γά­λες ε­πι­χει­ρή­σεις  α­πεί­λη­σαν –ί­σως για ε­ντυ­πω­σια­σμό– να ε­γκα­τα­λεί­ψουν την πό­λη με ό­λα τα υ­πάρ­χο­ντά τους… “Η Αμ­βέρ­σα στην αρ­πά­γη του φό­βου”, ή­ταν ο κύ­ριος τί­τλος μιας με­γά­λης κα­θη­με­ρι­νής γαλ­λό­φω­νης ε­φη­με­ρί­δας. “Το κόμ­μα ε­ξα­πλώ­νε­ται σε ό­λη τη Φλάν­δρα και αρ­χί­ζει να παίρ­νει σχε­δόν ε­θνι­κές δια­στά­σεις”, προ­σθέ­τει ο κ. Ντε Βιτ.
Ο κ. Φι­λίπ Ντε­βί­ντερ, διά­δο­χος του η­λι­κιω­μέ­νου προ­έ­δρου του κόμ­μα­τος, κ. Κά­ρελ Ντί­λεν (ε­κλεγ­μέ­νου στο Ευ­ρω­πα­ϊ­κό Κοι­νο­βού­λιο ό­που συ­νερ­γά­ζε­ται με το γαλ­λι­κό Ε­θνι­κό Μέ­τω­πο), εί­ναι μέ­λος του δη­μο­τι­κού συμ­βου­λί­ου και βου­λευ­τής της Αμ­βέρ­σας. Στα τριά­ντα τρί­α του χρό­νια, μπο­ρεί ή­δη να ε­πι­δεί­ξει μια κα­λή προ­ϋ­πη­ρε­σί­α. Τύ­πος α­θλη­τι­κός, οι καυ­γά­δες δεν τον φό­βι­σαν πο­τέ. Τώ­ρα, ό­πως οι άλ­λοι ι­θύ­νο­ντες, καλ­λιερ­γεί έ­να στυλ “ε­νά­ρε­το”, κα­θώς πρέ­πει. Χα­ρι­σμα­τι­κός, μπαί­νει κα­τευ­θεί­αν στο θέ­μα : “Το Βέλ­γιο εί­ναι έ­να τε­χνη­τό κρά­τος, μια μό­νο λύ­ση μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σω­με: τη φλα­μαν­δι­κή α­νε­ξαρ­τη­σί­α”, α­ναγ­γέλ­λει σε σω­στά γαλ­λι­κά. Ό­πως στην πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βί­α; “Ό­χι, αλ­λά η πρώ­ην Τσε­χο­σλο­βα­κί­α εί­ναι έ­να πο­λύ εν­δια­φέ­ρον πρό­τυ­πο”. Τα γερ­μα­νι­κά κρα­τί­δια (Länder); “Α­σφα­λώς ό­χι. Αυ­τό θα μας έ­σπρω­χνε σε μια υ­πο­χρε­ω­τι­κή αλ­λη­λεγ­γύ­η με­τα­ξύ πλού­σιων και φτω­χών! Ή­δη οι Βαλ­λό­νοι μας κλέ­βουν 1,080 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια φρά­γκα τον χρό­νο υ­πε­ξαι­ρώ­ντας τις κοι­νω­νι­κές α­σφα­λί­σεις. Πα­λαιό­τε­ρα, μας με­τα­χει­ρί­σθη­καν σαν ξέ­νους ερ­γά­τες κα­θώς ό­λη η βα­ριά βιο­μη­χα­νί­α ή­ταν ε­γκα­τε­στη­μένη στη Βαλ­λο­νί­α. Ε, λοι­πόν, τώ­ρα η κα­τά­στα­ση α­ντε­στρά­φη! Α­κού­στε, πρέ­πει να πραγ­μα­το­ποι­ή­σω­με, σε πα­νευ­ρω­πα­ϊ­κό ε­πί­πε­δο, μια ευ­ρεί­α συμ­μα­χί­α των ε­θνι­κι­στι­κών κομ­μά­των: δια­τη­ρού­με κα­λές σχέ­σεις με το γαλ­λι­κό Ε­θνι­κό Μέ­τω­πο και τούς Γερ­μα­νούς Republikaner…”
Σε έ­να ρά­φι βρί­σκει κα­νείς έρ­γα για την κ. Ίρ­μα Λα­πλάς, κό­ρη ε­νός πα­σί­γνω­στου συ­νερ­γά­τη των Γερ­μα­νών, η ο­ποί­α δι­κά­στη­κε για­τί κα­τέ­δι­δε α­ντι­στα­σια­κούς –τώ­ρα διε­ξά­γε­ται α­να­θε­ώ­ρη­ση της δί­κης της χά­ρις στην πα­ρέμ­βα­ση του Vlaams Blok–, κα­θώς και του διά­ση­μου Πα­πα-Κυ­ριέλ Βερ­σά­εβ, που κα­τα­δι­κά­στη­κε σε θά­να­το το 1946 –δια­κη­ρυγ­μέ­νη φι­λο­δο­ξί­α του ή­ταν να γί­νει ο “πά­πας του 3ου Ρά­ιχ”. Το Blok διε­ξά­γει μια δυ­να­μι­κή κα­μπά­νια ε­πι­διώ­κο­ντας α­μνη­στί­α για τους πρώ­ην συ­νερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, τους ο­ποί­ους α­πο­κα­λεί “θύ­μα­τα της κα­τα­στο­λής” ε­νώ συγ­χρό­νως αρ­νεί­ται ό­τι έ­χει α­να­θε­ω­ρη­τι­κές και α­ντι­ση­μι­τι­κές θέ­σεις. “Ο Λε­πέν, ναι, εί­ναι α­ντι­ση­μί­της αλ­λά στη Φλάν­δρα δεν υ­πάρ­χει κα­μιά α­ντιε­βρα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση. Ό­σο για τις εκ­κα­θα­ρί­σεις στη διάρ­κεια της Κα­το­χής, τα θύ­μα­τα εί­μα­στε ε­μείς, οι Φλα­μαν­δοί!”, ε­ξορ­γί­ζε­ται ο κ. Γκέ­ρολ­φ Ά­νε­μαν­ς, νέ­ος και λα­μπρός δι­κη­γό­ρος της Αμ­βέρ­σας, πο­λύ ευ­γε­νής, αρ­χη­γός της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ο­μά­δας του Vlaams Blok στην ο­μο­σπον­δια­κή Βου­λή. “Ό­χι, δεν εί­μα­στε κα­θό­λου α­να­θε­ω­ρη­τές2”, προ­σθέ­τει τη στιγ­μή που δέ­χε­ται την ε­ρώ­τη­ση πα­γί­δα: “Ο πρό­ε­δρός σας, κ. Κά­ρελ Ντί­λεν, δεν με­τέ­φρα­σε το βι­βλί­ο του Μω­ρίς Μπαρ­ντές για τη δί­κη της Νυ­ρεμ­βέρ­γης;3 Ε­κνευ­ρι­σμέ­νος, συ­νε­χί­ζει: “Ο Μπαρ­ντές δεν αρ­νή­θη­κε πο­τέ την ύ­παρ­ξη των στρα­το­πέ­δων!”
Δέ­κα ε­κτά­ρια, τέσ­σε­ρεις δρό­μοι, ι­δού η συ­νοι­κί­α των πο­λύτιμων λί­θων, η πλου­σιό­τε­ρη του κό­σμου: Pelikanstraat, Hoveniersstraat, Schupstraat. Έ­νας φα­ντα­στι­κός θύ­λα­κας που στε­γά­ζει τα τέσ­σε­ρα Χρη­μα­τι­στή­ρια και τα γρα­φεί­α των α­δα­μα­ντο­πω­λών. Πυ­λώ­νας της βελ­γι­κής οι­κο­νο­μί­ας, α­ντι­προ­σω­πεύ­ει πά­νω α­πό το 7 % των ε­ξα­γω­γών της χώ­ρας, έ­να τε­ρά­στιο πο­σό. Κο­τσι­δά­κια, γε­νειά­δες, μαύ­ρα κα­πέ­λα, σκού­φοι των Χα­σι­δι­στών και των ορ­θό­δο­ξων Ε­βραί­ων. Και βα­λι­τσά­κια των ε­πι­χει­ρη­μα­τιών, ε­νί­ο­τε στε­ρε­ά δε­μέ­να με μια α­λυ­σί­δα στη ζώ­νη τους, χω­ρίς αμ­φι­βο­λί­α γε­μά­τα με τα πο­λύ­τι­μα θραύ­σμα­τα του άν­θρα­κα. Α­δα­μα­ντο­πώ­λες α­πό τις Ιν­δί­ες και το Πα­κι­στάν συ­νο­μι­λούν στο μέ­σο του πε­ζό­δρο­μου. Η πα­ρα­κο­λού­θη­ση εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρού­σα: α­δύ­να­τον να ξε­φύ­γει κα­νείς α­πό την προ­σο­χή των αν­δρών της α­στυ­νο­μί­ας. Δε­κά­δες βι­ντε­ο­κά­με­ρες. Εξ αι­τί­ας της α­πό­πει­ρας του 1981 –α­πό πα­λαι­στί­νιους;– και της α­πί­στευ­της λη­στεί­ας των χρη­μα­το­κι­βω­τί­ων της Antwerpsche Diamanthuis4 –τον πε­ρα­σμέ­νο Δε­κέμ­βριο.
Την ώ­ρα του με­ση­με­ρια­νού φα­γη­τού, έ­να ε­βρα­ϊ­κό σνακ μπαρ γε­μά­το κό­σμο α­ντη­χεί α­πό έ­ντο­νες πα­ρα­σκη­νια­κές συ­ζη­τή­σεις· δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για ζου­με­ρές υ­πο­θέ­σεις, α­κό­μα και μέ­σα στην κου­ζί­να, σφρα­γί­ζο­νται με τον λό­γο της τι­μής· δεν χρειά­ζο­νται υ­πο­γρα­φές. Ε­δώ μι­λιού­νται αγ­γλι­κά, ι­τα­λι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νο­ε­βρα­ϊ­κά, φλα­μαν­δι­κά, με πά­θος, εν­θου­σια­σμό και έ­ντο­νη αυ­το­συ­γκέ­ντρω­ση. Η α­τμό­σφαι­ρα εί­ναι ζε­στή, η γει­το­νιά ό­μως εί­ναι πε­ρι­φραγ­μέ­νη, τα αυ­το­κί­νη­τα χρειά­ζο­νται ει­δι­κή ά­δεια κυ­κλο­φο­ρί­ας. Η πρό­σβα­ση στα Χρη­μα­τι­στή­ρια του δια­μα­ντιού ε­λέγ­χε­ται αυ­στη­ρά: οι ταυ­τό­τη­τες ε­ξε­τά­ζο­νται λε­πτο­με­ρώς κά­τω α­πό την ε­πι­τή­ρη­ση ο­πλι­σμέ­νων αυ­στη­ρών φυ­λά­κων.
Ο κ. Νά­θαν Ρά­μετ, α­δα­μα­ντο­πώ­λης και πα­λιός ε­ξό­ρι­στος, δέ­χε­ται τους ε­πι­σκέ­πτες στα γρα­φεί­α του· ε­δώ, τον α­πο­κα­λούν με σε­βα­σμό Κύ­ριο Μνή­μη. Πε­νή­ντα ε­πτά μέ­λη της οι­κο­γέ­νειάς του ε­ξο­ρί­στη­καν, δύ­ο ε­πέ­στρε­ψαν. Το σχέ­διό του: το Μου­σεί­ο των ε­ξο­ρί­στων και της Α­ντί­στα­σης στην πό­λη Μα­λίν, του ο­ποί­ου μας δεί­χνει τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά σχέ­δια. “Δεν θέ­λο­με με­τω­πι­κή σύ­γκρου­ση με τους εξ­τρε­μι­στές. Αυ­τή τη στιγ­μή δεν πα­νι­κο­βαλ­λό­μα­στε. Εξ άλ­λου, ο­λό­κλη­ρη η φλα­μαν­δι­κή κοι­νό­τη­τα μας υ­πο­στη­ρί­ζει”. Ό­σον α­φο­ρά στο Blok, δια­βε­βαιώ­νει ό­τι “οι Ε­βραί­οι εί­ναι μέ­ρος του φλα­μαν­δι­κού το­πί­ου”. “Αλ­λά ποιος θα α­πο­φα­σί­σει ε­άν ο τά­δε ή ο δεί­να εί­ναι φλα­μαν­δός ή ό­χι;”, προ­σθέ­τει με χιού­μορ.
Έ­νας άλ­λος με­γα­λέ­μπο­ρος υ­πο­στη­ρί­ζει: “Ξέ­ρε­τε, η Φλάν­δρα δεν έ­γι­νε φα­σι­στι­κή ή ρα­τσι­στι­κή ε­πει­δή το 30 % σχε­δόν του πλη­θυ­σμού της Αμ­βέρ­σας ψή­φι­σε το Vlaams Blok!” Η αι­τί­α αυ­τής της α­κραί­ας ψή­φου; “Εν μέ­ρει η ά­νευ προ­η­γου­μέ­νου α­η­δί­α για την πο­λι­τι­κή, που ο­φεί­λε­ται στα πο­λυά­ριθ­μα σκάν­δα­λα και στην πο­λύ κα­κή δια­χεί­ρι­ση της πό­λης ε­δώ και πολ­λά χρό­νια”.
Μέ­σα στον κλει­στό κό­σμο των α­δα­μα­ντο­πω­λών
Η Αμ­βέρ­σα εί­ναι φτιαγ­μέ­νη α­πό μη συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεί­α· ο πλη­θυ­σμός δεν α­να­μι­γνύ­ε­ται. Ο κό­σμος του δια­μα­ντιού ζει χω­ρι­στά, ό­πως και οι με­γα­λο­α­στοί της πε­ριο­χής. Έ­νας κό­σμος κλει­στός, πο­λύ δε­μέ­νος, με τα σχο­λεί­α του, τις τρά­πε­ζές του, τις α­θλη­τι­κές του λέ­σχες, τα κι­νή­μα­τα της νε­ο­λαί­ας του. “Μια σύγ­χρο­νη κοι­νό­τη­τα”, μας εκ­μυ­στη­ρεύ­ε­ται έ­να α­πό τα μέ­λη της μπρο­στά σ’ έ­να bolleke (πο­τή­ρι μπύ­ρας), μέ­σα σ’ έ­να α­πό τα μπαρ με μου­σι­κή που εί­ναι το θέλ­γη­τρο της πα­λιάς πό­λης. Ο­ρι­σμέ­νοι ζουν με τρό­πο υ­περ­βο­λι­κά υ­λι­στι­κό, τους α­ρέ­σει να ε­πι­δει­κνύ­ουν τα πλού­τη τους και να ξο­δεύ­ουν. Αλ­λά οι α­δα­μα­ντο­πώ­λες εί­ναι άν­θρω­ποι ε­νή­με­ροι για ό­λα, με­γά­λοι τα­ξι­διώ­τες, πο­λύ­γλωσ­σοι, οι ο­ποί­οι δια­θέ­τουν μια ε­ξαι­ρε­τι­κής α­κρί­βειας α­νά­λυ­ση της διε­θνούς κα­τά­στα­σης. Οι ορ­θό­δο­ξοι Ε­βραί­οι α­πο­τε­λούν έ­ναν α­κό­μα χω­ρι­στό κό­σμο. Ό­σο για τούς Χα­σι­δι­στές, ζουν α­πό την ε­λε­η­μο­σύ­νη της οι­κο­γέ­νειάς τους, με­λε­τούν το Ταλ­μούδ και κά­νουν πολ­λά παι­διά. Έ­να άλ­λο “γκέ­το” εί­ναι οι Ιν­δοί α­δα­μα­ντο­πώ­λες α­πό το Γκου­ζα­ράτ. Χά­ρις στις τε­ρά­στιες οι­κο­γέ­νειές τους, α­να­πτύσ­σουν πο­λυ­πλό­κα­μα δί­κτυα που α­πλώ­νο­νται α­πό τη Νέ­α Υόρ­κη έ­ως τη Βομ­βά­η περ­νώ­ντας α­πό το Λον­δί­νο. Με­ρι­κοί έ­χουν κτί­σει πο­λυ­τε­λή πα­λά­τια. Έ­νας φί­λος δια­κο­σμη­τής δι­η­γεί­ται ό­τι είδε σ’ αυ­τά τα πα­λά­τια σω­ρούς α­πό θαυ­μά­σια πράγ­μα­τα και πολ­λά πα­τώ­μα­τα υ­πο­γεί­ων γε­μά­τα με τρό­φι­μα. Για να α­ντι­στα­θούν σε μια πο­λιορ­κί­α; Μή­πως φο­βού­νται κά­τι; Ε­άν η σιω­πή φαί­νε­ται να εί­ναι υ­πο­χρε­ω­τι­κή μέ­σα στο πε­ρι­βάλ­λον των α­δα­μα­ντο­πω­λών, η α­νη­συ­χί­α εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρού­σα.
Το 1994, οι 1.200 ε­ται­ρεί­ες δια­μα­ντιών α­ντάλ­λα­ξαν 237 ε­κα­τομ­μύ­ρια κα­ρά­τια για έ­να πο­σό ρε­κόρ 620 δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων βελ­γι­κών φρά­γκων. Το 80% των α­κα­τέρ­γα­στων δια­μα­ντιών δια­με­τα­κο­μί­ζε­ται α­πό την Αμ­βέρ­σα, το 80% ξα­να­φεύ­γουν, ε­μπό­ριο α­δα­σμο­λό­γη­το, ε­κτός τε­λω­νεί­ου. Η πό­λη που α­πλώ­νε­ται στις ό­χθες του Σκάλ­δη κα­τέ­χει το 54 % του διε­θνούς ε­μπο­ρί­ου των κα­τερ­γα­σμέ­νων πο­λύ­τι­μων λί­θων, των ο­ποί­ων τα ω­ραιό­τε­ρα κομ­μά­τια ε­πε­ξερ­γά­ζο­νται οι κα­λύ­τε­ροι τε­χνί­τες του κό­σμου στη γει­το­νι­κή πε­ριο­χή Καν­πίν: πρό­κει­ται για το “ω­ραί­ο βελ­γι­κό τα­γιά­ρι­σμα”· οι πέ­τρες δεύ­τε­ρης δια­λο­γής στέλ­νο­νται για ε­πε­ξερ­γα­σί­α στη Βομ­βά­η ή στην Κί­να, στο Ισ­ρα­ήλ, στην Τα­ϋ­λάν­δη, λό­γω του χα­μη­λού κό­στους των ερ­γα­τι­κών χε­ριών. Χι­λιά­δες πο­λύ­τι­μα μι­κρά πα­κέ­τα δια­σχί­ζουν τους αι­θέ­ρες. Α­κό­μα και ε­δώ, η ύ­φε­ση εί­ναι αι­σθη­τή. Η ε­ται­ρεί­α Ντε Μπέ­ερ­ς, ο κύ­ριος προ­μη­θευ­τής, δια­τη­ρεί υ­ψη­λές τι­μές. Και φαί­νε­ται ό­τι το μο­νο­πώ­λιό της δέ­χε­ται ι­σχυ­ρά πλήγ­μα­τα α­πό το λα­θρε­μπό­ριο δια­μα­ντιών ρω­σι­κής προ­έ­λευ­σης, που προ­έρ­χο­νται σε με­γά­λο μέ­ρος α­πό τα ο­ρυ­χεί­α της Για­κου­τί­ας.


Ένα μα­κρύ πα­ρελ­θόν ξε­νο­φο­βί­ας

“Πώς μπο­ρεί μια πό­λη τό­σο κο­σμο­πο­λί­τι­κη, που ε­πε­λέ­γη ως ‘πο­λι­τι­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα της Ευ­ρώ­πης’ το 1993, να ψη­φί­σει έ­να ρα­τσι­στι­κό κόμ­μα;” διε­ρω­τά­ται το Regards, ε­βδο­μα­διαί­α ε­φη­με­ρί­δα του κοι­νο­τι­κού λα­ϊ­κού ε­βρα­ϊ­κού Κέ­ντρου των Βρυ­ξελ­λών5. “Οι Ε­βραί­οι εί­ναι α­σφα­λείς α­πέ­να­ντι στον ρα­τσι­σμό;” Ο κ. Ρα­μέτ ση­μειώ­νει σ’ αυ­τό το άρ­θρο ό­τι “οι τε­λευ­ταί­ες ο­δη­γί­ες του Vlaams Blok εί­ναι σα­φείς: στα προ­πα­γαν­δι­στι­κά κεί­με­να, ο δε­δη­λω­μέ­νος στό­χος πρέ­πει να εί­ναι οι Μα­ρο­κι­νοί, οι Τούρ­κοι, και να α­πο­φεύ­γο­νται οι α­ντι­ση­μι­τι­κές εκ­φρά­σεις”.
“Πριν τον πό­λε­μο, πολ­λές ορ­γα­νώ­σεις της Αμ­βέρ­σας, ό­πως το Verdinaso και το Rex, ρί­χτη­καν σε μια α­ντιε­βρα­ϊ­κή πλειο­δο­σί­α χω­ρίς προ­η­γού­με­νο”, γρά­φει ο Ού­γκο Γκί­ζελ­ς στο βι­βλί­ο του με θέ­μα το Vlaams Blok. Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο συ­ντη­ρού­σαν την ξε­νο­φο­βί­α και τον α­ντι­ση­μι­τι­σμό. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Κα­το­χής, οι Γερ­μα­νοί έ­κα­ναν τα πά­ντα για να διατηρήσουν τον δι­χα­σμό ανάμε­σα στον πλη­θυ­σμό, χτυ­πώ­ντας τη χορ­δή του παν­γερ­μα­νι­σμού και ε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τους Φλα­μαν­δούς κρα­τού­με­νους, ε­νώ οι Βαλ­λό­νοι σά­πι­ζαν πί­σω α­πό τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα.
Ποιες εί­ναι οι ση­μα­ντι­κές η­με­ρο­μη­νί­ες της Ι­στο­ρί­ας για τους εξ­τρε­μι­στές; Η μά­χη του Πουα­τιέ και η “μά­χη των χρυ­σών σπι­ρου­νιών”, ό­που οι ευ­γε­νείς Γάλ­λοι ιπ­πό­τες του Φι­λίπ­που του Ω­ραί­ου ητ­τή­θη­καν στο Κουρ­τρέ α­πό το φλα­μαν­δι­κό πε­ζι­κό. Ο Ού­γκο Κλά­ους, στο έρ­γο ο Κα­η­μός των Βέλ­γων, μπε­στ σέλ­λερ με υ­ψη­λό­φρο­να διά­θε­ση, κω­μι­κό και γε­μά­το χλευα­σμό, βά­ζει το κύ­ριο πρό­σω­πο του έρ­γου να λε­ει6: “Ε­μείς, εί­μα­στε Γερ­μα­νοί. Ο Θε­ός έ­τσι μοί­ρα­σε τα πράγ­μα­τα πά­νω στη γη. Δια­φο­ρε­τι­κές ρά­τσες, με­ρι­κές εί­ναι πιο κο­ντά στην καρ­διά Του…” Και με­τά: “Εί­ναι Γερ­μα­νοί. Εί­μα­στε της ί­διας ρά­τσας”. Δεν θα πρέ­πει να πα­ρα­λεί­ψο­με τη μά­χη του Υ­ζέρ, στον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, κα­τά την ο­ποί­α Γάλ­λοι α­ξιω­μα­τι­κοί έ­στει­λαν στη σφα­γή τους δύ­στυ­χους Φλα­μαν­δούς στρα­τιώ­τες δί­νο­ντάς τους δια­τα­γές σε μια γλώσ­σα α­πό την ο­ποί­α δεν κα­τα­λά­βαι­ναν ού­τε μια λέ­ξη.
Τρί­α α­πό τα τέσ­σε­ρα πο­γκρόμ κα­τά των Ε­βραί­ων το 1942, έ­γι­ναν στην Αμ­βέρ­σα, ό­που το κλί­μα ευ­νο­ού­σε την εκ­κό­λα­ψη ε­νός νε­φε­λώ­μα­τος μι­κρών κομ­μά­των, κλη­ρο­νό­μων της συ­νερ­γα­σί­ας με τους Γερ­μα­νούς, κού­φιο ό­νει­ρο –ε­νί­ο­τε βί­αιο– ε­νός παν­γερ­μα­νι­σμού που εί­χε θέ­ση ι­δε­ο­λο­γί­ας. Εξ άλ­λου, δεν ή­ταν τυ­χαί­ο το γε­γο­νός ό­τι, κα­τά την Α­πε­λευ­θέ­ρω­ση, στις ό­χθες του Σκάλ­δη κα­τέ­φθα­σε έ­να πλή­θος Φλα­μαν­δών, πρώ­ην συ­νερ­γα­τών των Γερ­μα­νών.
Ο “ι­σό­βιος” πρό­ε­δρος του κόμ­μα­τος, κ. Κά­ρελ Ντί­λεν, ευ­ρω­βου­λευ­τής, ευ­χα­ρί­στως εμ­φα­νί­ζε­ται δη­μο­σί­ως στο Στρα­σβούρ­γο με τον κ. Ζαν Μα­ρί Λε­πέν. Η πο­ρεί­α του εί­ναι διά­φα­νη, οι ι­δέ­ες του δεν έ­χουν αλ­λά­ξει κα­θό­λου. Αρ­νού­με­νος πά­ντα να κα­τα­δι­κά­σει τον να­ζι­σμό, συμ­με­τεί­χε στις δρα­στη­ριό­τη­τες του VMO (Vlaamse Militante Orde), που δια­δέ­χθη­κε το Dinaso (Dinaso Militante Orde). Το VMO εν­σω­μα­τώ­θη­κε στην VU (Volksunie, Λα­ϊ­κή Ένω­ση), στη συ­νέ­χεια η VU δια­χω­ρί­ζε­ται κα­θώς το έ­κρι­νε τε­λεί­ως φα­σι­στι­κό. Ο κ. Ντί­λεν ι­δρύ­ει τό­τε το Vlaams Blok, το 1978, μα­ζί με μια ι­σχυ­ρή α­κρο­δε­ξιά και νε­ο­να­ζί συ­νι­στώ­σα, ό­πως το VMO, Voorpost, Were Di, NSV, κ.ά. Πράγ­μα που δεν αρ­νεί­ται ο κ. Ντε­βί­ντερ, διά­δο­χός του στο κόμ­μα, στο βι­βλί­ο με τί­τλο Μό­νος ε­να­ντί­ον ό­λων. [ ]
Α­πό τη με­ριά των γαλ­λό­φω­νων, ε­άν η δε­ξιά έ­χει προ­φα­νώς ε­γκολ­πω­θεί στην πο­λι­τι­κή της το θέ­μα της με­τα­νά­στευ­σης, κόμ­μα­τα ό­πως το βελ­γι­κό Ε­θνι­κό Μέ­τω­πο ή Δρά­ση (Agir) έ­χουν πο­λύ μι­κρό­τε­ρο κοι­νό και λί­γες σχέ­σεις με τους Φλα­μαν­δούς.
“Eigen Volk Eerst”: το Vlaams Blok, στην Αμ­βέρ­σα, εκ­με­ταλ­λεύ­θη­κε πε­ρι­στά­σεις ε­ξαι­ρε­τι­κά ευ­νο­ϊ­κές, έ­να συν­δυα­σμό κα­κής δια­χεί­ρι­σης, βρώ­μι­κων συ­ναλ­λα­γών και στρε­βλών πο­λι­τι­κών συμ­μα­χιών. Μια κα­τά­στα­ση που διαρ­κού­σε σχε­δόν 3/4 του αιώ­να, μέ­χρι τις δη­μο­τι­κές ε­κλο­γές του πε­ρα­σμέ­νου Ο­κτω­βρί­ου. Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ό­τι υ­πάρ­χει ο κίν­δυ­νος οι βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές και οι ε­κλο­γές για τά κοι­νο­τι­κά και πε­ρι­φε­ρεια­κά συμ­βού­λια της 21ης Μα­ΐ­ου να γεί­ρουν προς την κα­τεύ­θυν­ση του προ­γράμ­μα­τος που προ­πα­γαν­δί­ζει μια Ευ­ρώ­πη υ­γιή και κα­θα­ρή, “που να μην κα­τα­κλύ­ζε­ται α­πό Α­φρι­κα­νούς και Α­σιά­τες”, ό­πως εύ­χε­ται ο κ. Ντί­λεν, και μια φλα­μαν­δι­κή μη­τρό­πο­λη κα­θα­ρή, α­παλ­λαγ­μέ­νη α­πό τα ξέ­να μιά­σμα­τα.
Στην Αμ­βέρ­σα, δύ­ο κόμ­μα­τα μοι­ρά­ζο­νταν την ε­ξου­σί­α, το δη­μαρ­χεί­ο και το λι­μά­νι: το φλα­μαν­δι­κό σο­σια­λι­στι­κό κόμ­μα (SP), που ε­νέ­χε­ται στο σκάν­δα­λο Agusta, και το CVP (φλα­μαν­δοί χρι­στια­νο-σο­σια­λι­στές). Έ­νας συ­να­σπι­σμός δυό κομ­μά­των που έ­χει τε­λεί­ως φθα­ρεί και που παί­ζει το παι­χνί­δι των συμ­βι­βα­σμών –βελ­γι­κή σπε­σια­λι­τέ– σε ση­μεί­ο ώ­στε να πα­ρα­λύ­ουν και τα δύ­ο. Κα­θώς η κύ­ρια έ­γνοια τους ή­ταν το λι­μά­νι, η πό­λη του Σκάλ­δη ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε και έ­μει­νε χω­ρίς πι­λό­το. “Ένα θέ­α­μα πραγ­μα­τι­κά σου­ρε­α­λι­στι­κό!”, α­κού­ει κα­νείς να λέ­νε. [ ] “Αλ­λε­πάλ­λη­λα σκάν­δα­λα, μό­νι­μη έλ­λει­ψη ξε­κά­θα­ρων πλειο­ψη­φιών που να ε­ξα­σφα­λί­ζουν μια σα­φή πο­λι­τι­κή· το φως στο τού­νελ δια­κρί­νε­ται α­κό­μα;” κα­ταγ­γέ­λλει έ­να ση­μαί­νον πρό­σω­πο της πό­λης που προ­τι­μά να κρα­τή­σει την α­νω­νυ­μί­α.
Το λα­ϊ­κι­στι­κό Vlaams Blok κε­φα­λαιο­ποιεί αυ­τή την ε­γκα­τά­λει­ψη της πό­λης. Ε­πω­φε­λεί­ται α­πό τα πά­ντα: τις διεκ­δι­κή­σεις σχε­τι­κά με θέ­μα­τα δη­μό­σιας α­σφά­λειας, την πα­ρου­σί­α των με­τα­να­στών, πα­ρά­νο­μων ή ό­χι (ε­κτι­μά­ται ό­τι εί­ναι πε­ρί­που 20.000 σε έ­να πλη­θυ­σμό μι­σού ε­κα­τομ­μυ­ρί­ου), την α­νι­σό­τη­τα των με­τα­βι­βά­σε­ων α­νά­με­σα σε Βορ­ρά και Νό­το7, τις μι­κρές δυ­νά­μεις της α­στυ­νο­μί­ας, τη διά­λυ­ση των οι­κο­γε­νεια­κών α­ξιών, τις γυ­ναί­κες που δεν γεν­νούν πια αρ­κε­τά παι­διά για να διαιω­νί­σουν την ω­ραί­α φλα­μαν­δι­κή “φυ­λή”, την α­νερ­γί­α των νέ­ων, τους φό­βους των η­λι­κιω­μέ­νων, χω­ρίς να ξε­χνά­με την πορ­νεί­α, μια ση­μα­ντι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα που τους κά­νει να κερ­δί­ζουν πολ­λές ψή­φους ! Το κόμ­μα μπό­ρε­σε να διεισ­δύ­σει στους λι­με­νερ­γά­τες και τα συν­δι­κά­τα. Μα­ρο­κι­νοί και Τούρ­κοι συ­γκε­ντρώ­νο­νται κυ­ρί­ως στο Borgerhout, ό­που χτί­ζε­ται τώ­ρα έ­να με­γά­λο τζα­μί που ε­πι­σκε­φθή­κα­με με έ­ναν εκ­πρό­σω­πο της τουρ­κι­κής κοι­νό­τη­τας. “Πώς; Πή­γα­τε στο Borgerokko; (σύ­ντμη­ση των λέ­ξε­ων  Borgerhout και Morokko, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­χνά στην Αμ­βέρ­σα), α­να­φω­νεί η πρό­σχα­ρη ι­διο­κτή­τρια του ξε­νο­δο­χεί­ου. Ε, λοι­πόν, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νε­τε για­τί ό­λος ο δρό­μος μου ψη­φί­ζει Vlaams Blok! Αυ­τοί οι μου­σουλ­μά­νοι δεν ξέ­ρουν να δου­λεύ­ουν και εί­ναι βρώ­μι­κοι!”, ε­νώ συγ­χρό­νως προ­σθέ­τει με κά­ποια λύ­πη : “Δεν μας α­ρέ­σει αυ­τός ο Φι­λίπ Ντε­βί­ντερ…”
Ποιοι εί­ναι οι ψη­φο­φό­ροι του κόμ­μα­τος; Τι σχέ­ση υ­πάρ­χει με­τα­ξύ των ψή­φων του κόμ­μα­τος και της πα­ρου­σί­ας των με­τα­να­στών; “Βε­βαί­ως υ­πάρ­χει αυ­τή η σχέ­ση, ση­μειώ­νει ο κ. Μαρ­κ Σου­ί­γκε­ντου, κα­θη­γη­τής πο­λι­τι­κής κοι­νω­νιο­λο­γί­ας στις Βρυ­ξέλ­λες, αλ­λά το Blok συ­γκέ­ντρω­σε πολ­λές ψή­φους α­κρι­βώς στις κοι­νό­τη­τες ό­που δεν υ­πάρ­χουν με­τα­νά­στες. Το προ­φίλ των ε­κλο­γέ­ων; Προ­έρ­χο­νται α­πό ό­λες τις ο­μά­δες του πλη­θυ­σμού· ω­στό­σο, ση­μειώ­νο­με έ­να πο­σο­στό 32,5 % στους νέ­ους 18-25 ε­τών που προ­έρ­χο­νται α­πό χα­μη­λές κοι­νω­νι­κές τά­ξεις, με χα­μη­λό μορ­φω­τι­κό ε­πί­πε­δο, άν­δρες ή γυ­ναί­κες, και έ­να 18 με 20 % στους η­λι­κιω­μέ­νους ά­νω των 65 ε­τών”. Το κόμ­μα δεν εί­ναι πλού­σιο. Ζει α­πό τις κρα­τι­κές χο­ρη­γί­ες στα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, ό­πως ε­πί­σης α­πό κά­ποιες συ­νει­σφο­ρές πα­λιών συ­νερ­γα­τών, ευ­κα­τά­στα­των ι­διο­κτη­τών μι­κρών κα­τα­στη­μά­των, ή των οι­κο­γε­νειών των. “Α­ναρ­χι­κοί οι κά­τοι­κοι της Αμ­βέρ­σας ; Πά­ντως, πρό­κει­ται για έ­να ι­διαί­τε­ρο ε­κλο­γι­κό σώ­μα, πιο ι­διόρ­ρυθ­μο και πιο α­στα­θές α­πό το υ­πό­λοι­πο Βέλ­γιο”, δια­βε­βαιώ­νει ο κα­θη­γη­τής Σου­ί­γκε­ντου. Μπρο­στά στον κίν­δυ­νο, τα κόμ­μα­τα κι­νη­το­ποιού­νται. Ό­λες οι κοι­νό­τη­τες υ­πέ­γρα­ψαν μια ε­πί­ση­μη συν­θή­κη, την πε­ρί­φη­μη “Υ­γειο­νο­μι­κή ζώ­νη”, με σκο­πό να αρ­νη­θούν ο­ποια­δή­πο­τε συμ­φω­νί­α με τους εξ­τρε­μι­στές και σε κά­θε ε­πί­πε­δο, το­πι­κό, πε­ρι­φε­ρεια­κό ή ο­μο­σπον­δια­κό.
Πώς θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυ­τή η συμ­μα­χί­α; “Εξ αι­τί­ας των ι­διαί­τε­ρα πο­λύ­πλο­κων δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων πά­νω στο πρό­γραμ­μα και τις θέ­σεις που έ­πρε­πε να κα­τα­λη­φθούν, η μη­τρό­πο­λη έ­μει­νε για πολ­λές ε­βδο­μά­δες χω­ρίς τι­μό­νι και χω­ρίς δή­μαρ­χο!”, λε­ει με λύ­πη η κ. Λε­ό­να Ντε­τιέζ, πρώ­ην υ­πουρ­γός ερ­γα­σί­ας (SP) και και­νούρ­για έ­νοι­κος του δη­μαρ­χεί­ου, μέ­σα στο γρα­φεί­ο της που δε­σπό­ζει στη Με­γά­λη Πλα­τεί­α, με φό­ντο τοί­χους με υ­πέ­ρο­χες ξύ­λι­νες ε­πεν­δύ­σεις και πο­λυ­δου­λε­μέ­να α­νά­γλυ­φα πορ­τραί­τα. Με τα δύ­ο πα­ρα­δο­σια­κά κόμ­μα­τα ε­νώ­θη­καν οι φι­λε­λεύ­θε­ροι του VLD, το Agalev (οι­κο­λό­γοι) και α­κό­μη έ­να μι­κρό κόμ­μα, το WOW (Γερ­νά­με μέ­σα σε α­πό­λυ­τη η­ρε­μί­α), έ­να α­πό αυ­τά τα εκ­κε­ντρι­κά κι­νή­μα­τα που α­γα­πά­νε ε­δώ.
Στη δια­κυ­βέρ­νη­ση μιας πό­λης που αι­σθά­νε­ται ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νη α­πό χρό­νια και α­πει­λού­με­νη α­πό τη “φαιά πα­νού­κλα”, η Δή­μαρ­χος ο­φεί­λει να δώ­σει σκλη­ρή μά­χη. Η ε­πεί­γου­σα α­νά­γκη; “Να α­πο­κα­τα­στή­σο­με την ε­πα­φή με τον πλη­θυ­σμό”. Η προ­τε­ραιό­τη­τα; “Η οι­κο­νο­μί­α αυ­τού του τε­ρά­στιου κε­φα­λιού που εί­ναι το λι­μά­νι, αλ­λά ε­πί­σης ο πλη­θυ­σμός της Αμ­βέρ­σας”. “Πρέ­πει να κά­νο­με την πό­λη ελ­κυ­στι­κή, να πο­λε­μή­σο­με την α­νερ­γί­α, να ξα­να­δώ­σο­με στους κα­τοί­κους της Αμ­βέρ­σας τη χα­μέ­νη υ­πε­ρη­φά­νειά τους”. [ ] Η τε­ρά­στια βιο­μη­χα­νι­κή ζώ­νη του Σκάλ­δη, δεύ­τε­ρο πε­τρο­χη­μι­κό κέ­ντρο του κό­σμου με­τά το Χιού­στον, α­πα­σχο­λεί πά­νω α­πό ε­ξή­ντα πέ­ντε χι­λιά­δες ά­το­μα. Και α­πό το 1992, τα πλοί­α μπο­ρούν να τα­ξι­δεύ­ουν α­πό την Αμ­βέρ­σα μέ­χρι τη Μαύ­ρη Θά­λασ­σα! Ο πρώ­τος α­ντι­δή­μαρ­χος του λι­μα­νιού εί­ναι ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νος: μό­λις υ­πέ­γρα­ψε μια συμ­φω­νί­α με την Ολ­λαν­δί­α (ό­που βρί­σκε­ται η εκ­βο­λή του πο­τα­μού) για τη εκ­βά­θυν­ση του Σκάλ­δη.
“Οι δια­πραγ­μα­τεύ­σεις τρά­βη­ξαν εί­κο­σι χρό­νια… Η φι­λο­δο­ξί­α μου; Να ε­νι­σχύ­σο­με τη σύν­δε­ση με τη Βαλ­λο­νί­α, τις Βρυ­ξέλ­λες και τις γαλ­λό­φω­νες χώ­ρες –χω­ρίς να ξε­χνά­με και το γι­γα­ντιαί­ο στοί­χη­μα, τις σχέ­σεις μας με τις Α­να­το­λι­κές χώ­ρες. Η συ­μπε­ρι­φο­ρά του Vlaams Blok εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτη, ι­δί­ως α­πό τη στιγ­μή που θέ­λει να διώ­ξει τους ξέ­νους και τους με­τα­νά­στες που έ­χουν πά­ρει βελ­γι­κή υ­πη­κο­ό­τη­τα”.
Ε­πέ­κτα­ση στον Ολ­λαν­δό γεί­το­να
“Θα πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νο­με ό­τι θα δια­νύ­σο­με μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο ό­ταν η α­κρο­δε­ξιά θα φθά­σει στο α­πο­κο­ρύ­φω­μα της δύ­να­μής της, τό­σο ε­δώ, στην Φλάν­δρα, ό­σο και στη γει­το­νι­κή Ολ­λαν­δί­α, ό­που ο Ντε­βί­ντερ πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα ε­φαρ­μο­σμέ­νης στρα­τη­γι­κής στο ολ­λαν­δι­κό φα­σι­στι­κό κί­νη­μα. Το Blok εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νο σύμ­φω­να με ά­ψο­γους κα­νό­νες, με υ­περ-αυ­στη­ρές πα­ρα­μέ­τρους, και ξέ­ρει τέ­λεια να κα­τα­λαμ­βά­νει κά­θε κε­νό χώ­ρο και να κά­νει δι­κά του μέ­χρι και τα σύμ­βο­λα και τη ρη­το­ρι­κή των γνή­σιων σο­σια­λι­στών”, υ­πο­γραμ­μί­ζει ο κ. Λού­κας ντε Βος, δη­μο­σιο­γρά­φος και εκ­πρό­σω­πος του Υ­πουρ­γού Ε­ξω­τε­ρι­κών, Συ­νερ­γα­σί­ας και Α­νά­πτυ­ξης. Αυ­τό το ρεύ­μα α­πει­λεί την ε­νό­τη­τα του Βελ­γί­ου; “Ας μην ξε­χνά­με τη συ­νο­λι­κή κα­τά­στα­ση”, διευ­κρι­νί­ζει ο κ. Ντε Βος. “Κα­τά κά­ποιον τρό­πο, το Βέλ­γιο δεν υ­πάρ­χει πια! Δεν υ­πάρ­χει πια το για­κω­βί­νι­κο βελ­γι­κό κρά­τος α­πό τη στιγ­μή που ε­γκαι­νιά­στη­κε η δια­δι­κα­σί­α του φε­ντε­ρα­λι­σμού, και η α­πο­σύν­θε­ση του κρά­τους· και α­πό την προ­σε­χή 21η Μα­ΐ­ου, οι βου­λές της Βαλ­λο­νί­ας και της Φλάν­δρας θα ε­κλέ­γο­νται με ά­με­ση ψη­φο­φο­ρί­α, πράγ­μα το ο­ποίο ση­μαί­νει ό­τι θα υ­πάρ­χει μια α­πό­λυ­τη νο­μι­κή αυ­το­νο­μί­α. Σε τι χρη­σι­μεύ­ει να μι­λά­με για αυ­το­νο­μι­στι­κό κί­νη­μα; Θα το α­ντι­κα­τα­στή­σει ο ε­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμός. Εξ άλ­λου, υ­πάρ­χει ά­ρα­γε α­κό­μα έ­να συ­ναί­σθη­μα, έ­νας βελ­γι­κός ε­θνι­κι­σμός, μέ­σα σε μια χώ­ρα αρ­κε­τά α­ναρ­χι­κή που α­ντι­στέ­κε­ται στην ε­ξου­σί­α;” Κά­τι το ε­ξαι­ρε­τι­κά πα­ρά­δο­ξο, η ε­πι­τυ­χί­α του Blok μπο­ρεί ά­νε­τα να ε­ξη­γη­θεί α­πό αυ­τό το α­ντιε­ξου­σια­στι­κό ρεύ­μα – ε­νώ το ί­διο το κόμ­μα πα­ρα­μέ­νει αυ­ταρ­χι­κό…
Με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά: Κα­τε­ρί­να Φα­με­λιά­δου

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ