Αρχική » Ξαναγυρνώντας στο εθνικό

Ξαναγυρνώντας στο εθνικό

από admin

ΡΗΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 10

Του Γιώργου Καραμπελιά

Μετά τη συζήτηση που άνοιξε με το άρθρο στη προηγούμενη Ρήξη σχετικά με το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα, δημοσιεύουμε δύο άρθρα.

Το πρώτο είναι ένα κείμενο του Γ.Κ., σα συνέχεια του προηγούμενου, και το δεύτερο μια απάντηση σ’ εκείνο το άρθρο που μας έστειλαν από τη Θεσσαλονίκη.

Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 9 της Ρήξης πάνω στο ζήτημα του «αξιόμαχου» του στρατού σε σύνδεση με το εθνικό ζήτημα γέννησε πολλούς προβληματισμούς και ερωτηματικά, αλλά πιστεύουμε ότι γενικά πέτυχε το στόχο του, δηλαδή να ξαναβάλει στη συζήτηση και στον προβληματισμό του χώρου ένα «ξεχασμένο» ζήτημα, το εθνικό ζήτημα και τη σχέση του με την ταξική πάλη και την καθημερινή πρακτική μας.

Βέβαια, δεν είναι τυχαίο πως αυτό το ζήτημα ξαναπιάστηκε –τουλάχιστον από μας– τη στιγμή που το ανέδειξε η ίδια η πραγματικότητα της πάλης μας, δηλαδή η ανάπτυξη των αγώνων για το στρατό και στο στρατό και όχι αφηρημένα.

Αυτό ακριβώς ξένισε πολλούς συντρόφους, δηλαδή οι παλιότεροι φανταζόντουσαν πως τη θέση μας, αποδοχής του εθνικού σαν υπαρκτού ζητήματος, την είχαμε καταπιεί, ενώ οι νεότεροι δεν την είχαν ακούσει ποτέ και γι’ αυτό τους φάνηκε τουλάχιστον «περίεργη» και αναντίστοιχη με τις υπόλοιπες αναλύσεις μας για την ένταξη της Ελλάδας στις ιμπεριαλιστικές χώρες, για την προσέγγιση της στην Ευρώπη κ.λπ. Όμως απλούστατα τα τελευταία χρόνια δεν προβάλαμε την αντίληψη μας για το εθνικό ακριβώς γιατί τα συγκεκριμένα επίπεδα της πάλης μας δεν το αναδείκνυαν σε πρόβλημα της άμεσης παρέμβασης του κινήματος μας. Το εθνικό παρέμενε ένα ζήτημα «υψηλής πολιτικής» που ξεπερνούσε τη δυνατότητα παρέμβασης του «χώρου» και του κινήματος. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και ασχολιόμαστε και παρεμβαίναμε σε εκείνα τα ζητήματα που θεωρούσαμε κεντρικά σε εκείνη την περίοδο.

Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι την εθνική αντίθεση τη θεωρούσαμε πάντα δευτερεύοντα αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι δεν της δίναμε μια αναλυτική κεντρικότητα που δεν είχε.

Σήμερα όμως σε έναν τομέα της πάλης μας, το στρατό, το εθνικό εμφανίζεται σαν άμεσο πρόβλημα, σαν πρόβλημα που η τοποθέτηση σ’ αυτό καθορίζει τις ίδιες τις τύχες του κινήματος των φαντάρων. Άρα θα χρειαστεί να επιμείνουμε όσο κρίνουμε πως δεν έχουν εξαντληθεί τα επιχειρήματα και τα προβλήματα.

Α. Πάνω στη μεθοδολογία.

Εκείνο που διακρίνει τις κριτικές που έγιναν, και που γίνονται γενικότερα πάνω στο εθνικό είναι η μεθοδολογία που τις χαρακτηρίζει. Έτσι τόσο στην κριτική που μας κάνει η ΟΣΕ στην εφημερίδα της «Εργατική Πρωτοπορία», όσο και το περιοδικό «Νύχτα» του Πειραιά, όσο και στην κριτική που έγινε και γίνεται από συντρόφους της ίδιας της Ρήξης (!) το γενικό χαρακτηριστικό είναι ο αφηρημένος χαρακτήρας της. Δηλαδή το εθνικό δεν αντιμετωπίζεται σα συγκεκριμένο ιστορικό ζήτημα που αφοράει μια χώρα σε μια συγκεκριμένη εποχή αλλά αντιμετωπίζεται σα γενική κατηγορία, γενικό πρόβλημα. Τα εθνικά ζητήματα «γενικά», οι πόλεμοι γενικά και ελάχιστες αναφορές των αντίστοιχων άρθρων ή απόψεων αναφέρονται στο συγκεκριμένο, πάει να πει τη συγκεκριμένη ελληνική πραγματικότητα, τις αντιθέσεις της, την πραγματικότητα της.

Και βέβαια αυτή η μεθοδολογία δεν αφορά μόνο το εθνικό ζήτημα ή το ζήτημα του πολέμου, αφοράει το σύνολο της μεθοδολογίας αυτών των απόψεων.

Ας τις δούμε πιο συγκεκριμένα. Κάπου ο Γκράμσι, αναφερόμενος στον Τρότσκυ λέει πως το βασικό του λάθος είναι ότι όντας αφηρημένα, γενικά διεθνικός και διεθνιστής καταφέρνει να μη μπορεί να είναι ούτε σωστά εθνικός, ούτε σωστά διεθνικός. Και πράγματι, χαρακτηριστικό αυτής της αφαίρεσης είναι η δημιουργία του «παγκόσμιου κόμματος», της 4ης Διεθνούς πριν και έξω από τις συγκεκριμένες εθνικές πραγματικότητες. Το αποτέλεσμα ήταν πως τα κινήματα αυτά δεν είχαν ανταπόκριση ούτε σε εθνικό πεδίο, ούτε βέβαια σε διεθνικό, ήταν λάθος στο εθνικό πεδίο, λάθος και στο διεθνικό. Και αυτό βέβαια είναι μια ασθένεια των διανοουμένων (χωρίς να σημαίνει πως τις αντίστοιχες αντιλήψεις τις δέχονται μόνο οι διανοούμενοι) που βλέπουν το κεφάλαιο σαν παγκόσμιες κατηγορίες, σαν τάση σε παγκόσμιο επίπεδο, και αρνούνται να δουν το πως συγκεκριμένα υλοποιείται και μορφώνεται η τάση σε τοπικό περιφερειακό, εθνικό ή ηπειρωτικό επίπεδο. Έτσι η πάλη των τάξεων μεταβάλλεται σε ένα τεράστιο θέατρο χωρίς πραγματικούς πρωταγωνιστές με σάρκα και οστά καθορισμένους από την εποχή τους, και τις αντιθέσεις της εποχής τους, αλλά σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε κατηγορίες!

Έτσι λοιπόν, όλες εκείνες οι απόψεις που επιμένουν πάνω στο γενικό, στην ερμηνευτική κατηγορία, που μεταφέρουν τις σελίδες του «κεφαλαίου» στην πάλη των τάξεων που διεξάγεται μέσα σε πλαίσια ιστορικά και γεωγραφικά, αποτυχαίνουν να αποδώσουν την πραγματικότητα της πάλης των τάξεων, την πραγματικότητα του κεφαλαίου, τόσο εθνικά, μερικά, όσο και παγκόσμια! Και ας προχωρήσουμε πάρα πέρα. Αυτή η μεθοδολογία –που εδώ δεν έχουμε το χώρο να την αναλύσουμε περισσότερο– είναι μια μεθοδολογία που σημαδεύει βαθειά την ελληνική άκρα αριστερά, και γενικότερα σημαδεύει όλη την ιστορία της ελληνικής αριστεράς.

Η ιδιαιτερότητα μιας έντονα μικροαστικής και μικροϊδιοκτητικής χώρας, παράσιτου του διεθνούς ιμπεριαλισμού, που μοιάζει να βρίσκεται ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, σφράγισε την ελληνική επαναστατική σκέψη με μια χαρακτηριστική ατροφία και καθυστέρηση. Τα πρότυπα της ήταν πάντα «εισαγόμενα», οι αντιθέσεις πάντα ανάμεσα σε «κατηγορίες». Από το 1919 μέχρι το 1930 το ΚΚΕ θεωρούσε την Ελλάδα ιμπεριαλιστική σύμφωνα με μια μεταφορά –άκριτη με τον τρόπο που γινόταν– των μοντέλων της Διεθνούς. Στη συνέχεια μεταπήδησε στον «τρίτο κόσμο» και τη «λαϊκοδημοκρατική επανάσταση» μέχρι το 1946. Από το 1946 μέχρι το 1956 ξαναπέρασε στη σοσιαλιστική επανάσταση κ.ο.κ. Κι όλα αυτά πάντα με αναφορές στις διεθνείς «στροφές». Το ίδιο συμβαίνει και με την άκρα αριστερά. Τα χρόνια της δικτατορίας έθρεψαν τις «τριτοκοσμικές» και «αντιφασιστικές» εκδοχές, ενώ η συνέχεια, με τα 8 χρόνια φιλελευθερισμού και «εξευρωπαϊσμού» ήταν φυσικό να εκθρέψει τις εντελώς αντίθετες απόψεις και πρακτικές – ξαφνικά «γίναμε Ευρώπη». Να το πρότυπο και η αναφορά. Συνέπεια αυτού του δίδυμου του εμπειρισμού και της γενικολόγας δογματικής θεώρησης, που τι παράδοξο βαδίζουν πάντα μαζί, είναι το ότι οι γενικές αναφορές ταλαντεύονται αδιάκοπα και δανείζονται κάθε φορά τα αντίστοιχα διεθνή πρότυπα και κατηγορίες. Απέναντι σ’ αυτή τη μεθοδολογία νομίζουμε πως υπάρχει μια άλλη, αληθινά «παραγωγική» μεθοδολογία, εκείνη που ξεκινάει από την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πάντα βέβαια με αναλυτικό εργαλείο τις τάσεις, αλλά που παίρνει υπ’ όψη της και συνθέτει αυτές τις τάσεις με το βάρος της δομής.

Μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει μια σωστή αντίληψη για την ίδια την παγκόσμια κατάσταση και τις αντιθέσεις στο διεθνές πεδίο. Μόνο ότι είναι αρκετά «εθνικό», συγκεκριμένο, μπορεί να είναι και διεθνές.

Όσοι λοιπόν νομίζουν –και γι’ αυτό ένοιωσαν έκπληξη για τις θέσεις μας για το εθνικό– πως και η δική μας άποψη είναι μια απλή έκδοση της μεταφοράς των ξένων προτύπων –ευρωπαϊκών αυτή τη φορά– στην ελληνική πραγματικότητα έχουν μεγάλο λάθος. Η άποψη μας έχει μια και βασική αφετηρία, την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που δοκιμάζουμε εδώ και δεκαπέντε χρόνια και από κει ξεκίνησε και η συνεύρεση μας με οποιαδήποτε γενικότερη αντίληψη και η αναφορά μας στο διεθνές πεδίο. Αυτή η μεθοδολογία, πιστεύουμε, είναι η μόνη που μας επιτρέπει να έχουμε μια αντίληψη τόσο για την ελληνική όσο και τη διεθνή πραγματικότητα.

Έτσι λοιπόν η μεθοδολογία της αφηρημένης τσιτατολογίας και γενικολογίας δεν αντιπαράθεσε στις απόψεις μας, και την ανάλυση της ιστορικής πραγματικότητας του εθνικού παρά μόνο, τι άλλο τσιτάτα, και γενικές αναφορές του τύπου οι προλετάριοι, οι πατρίδες κ.λπ. Οι συγκεκριμένες αναφορές, όπου έγιναν, ήταν ελάχιστες και κινήθηκαν στο επίπεδο αστεϊσμών του τύπου, «η ελληνική αστική τάξη είναι επεκτατική απέναντι στην Τουρκία γιατί ζητάει 12 μίλια στο Αιγαίο»! ή η κατάρρευση της χούντας του Ιωαννίδη έδειχνε την αντιπολεμική διάθεση του ελληνικού στρατού.

Ας ξαναδούμε λοιπόν μερικά από τα στοιχεία που παραθέσαμε στο προηγούμενο άρθρο.

Β. Πόλεμος και επανάσταση.

Όπως υποστηρίξαμε πάρα πάνω η αφηρημένη στάση στο εθνικό επίπεδο σημαίνει λαθεμένη στάση στο διεθνές! Δηλαδή, όπως λένε οι σύντροφοι της «Νύχτας» τι σχέση έχουν οι πόλεμοι με τις επαναστάσεις; Τη στιγμή, που είναι πασίγνωστο, πως αν υπάρχουν δύο γεγονότα που είναι σχεδόν αξεχώριστα δεμένα μεταξύ τους είναι ο πόλεμος και η επανάσταση. Ή οι πόλεμοι φέρνουν τις επαναστάσεις ή οι επαναστάσεις μεταβάλλονται και οδηγούν σε πολέμους.

Και βέβαια υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα, όχι τόσο αφελή. Τι δουλειά έχουν τα εθνικά ζητήματα με τις επαναστάσεις. Και εδώ η ιστορία έχει απαντήσει εκατοντάδες φορές. Αρχίζοντας από την Κομμούνα του Παρισιού που ξεκίνησε σαν απάντηση στην εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία, από το ίδιο το αρχέτυπο της σοσιαλιστικής επανάστασης! Και τότε βέβαια τόσο ο Μπακούνιν, όσο και ο Μαρξ δεν αρνήθηκαν τον εθνικό και ταυτόχρονα κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης. Και περνάμε στη συνέχεια σε όλη την αλυσίδα των επαναστάσεων που από την Κινέζικη μέχρι τη Νικαραγουανή και την Παλαιστινιακή σαρώνουν τον Τρίτο Κόσμο. Βέβαια μπορεί ο «Τρίτος Κόσμος» να μην σας αρέσει. Τότε να περάσουμε σήμερα στην Τσεχοσλοβακία ή την Πολωνία. Τι λέτε υπάρχει εθνική αντίθεση με τη Ρωσία ή όχι, και η προλεταριακή-κοινωνική επανάσταση εκεί δεν είναι ταυτόσημη με την εθνική τους απελευθέρωση από το Ρωσικό ζυγό; Θα μπορούσαμε βέβαια να αναφερθούμε σε χιλιάδες παραδείγματα ακόμα. Αλλά ας γυρίσουμε σε ένα «χοντρό». Στην κατοχή έπρεπε το ελληνικό εργατικό κίνημα να παλέψει ενάντια στους καταχτητές ή να ακολουθήσει το τόσο «ρεαλιστικό» και «επαναστατικό σύνθημα» μη βαράτε τους Γερμανούς φαντάρους, που είχαν (ευτυχώς μόνο ορισμένοι και όχι όλοι) τροτσκιστές και αρχείοι. Αυτό μήπως εννοεί η εφημερίδα της ΟΣΕ όταν κριτικάρει και τη θέση μας για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Βέβαια δε θέλουμε να επεκταθούμε άλλο σε διεθνείς αναφορές. Θα σταθούμε σε μια κεντρική στην οποία στηρίζεται πάντα ο προβληματισμός όλων όσων τα όνειρα σταματάνε στο 1917 – και η μετέπειτα ιστορία τους γίνεται απωθητική. Την περίπτωση του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Πρόκειται για τον κλασσικό ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο. Ούτε ο προηγούμενος –γαλλογερμανικός του 1870-, ούτε ο επόμενος, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά μ’ αυτόν. Αλλά ας είναι. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε μια τυπική «ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση» για το μοίρασμα του κόσμου. Μέσα σ’ αυτή, που καθορίζεται κεντρικά από τη σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων, τα όποια πραγματικά εθνικά προβλήματα όπως αυτά που είχε η Σερβία με την Αυστρία χάνονται γιατί είναι υποταγμένα στη γενική φύση του πολέμου. Μ’ αυτόν τον τρόπο π.χ. απάντησε ο Λένιν στο ζήτημα των διεκδικήσεων της Σερβίας. Και βέβαια αυτή ήταν η σωστή απάντηση. Το ίδιο θα έλεγε κανένας βέβαια και αύριο σε μια περίπτωση διεθνούς σύρραξης, αν υποθέσουμε ότι αύριο βαδίζουμε σε ένα Γ΄ Παγκόσμιο πόλεμο η διεκδίκηση των εθνικών προβλημάτων της Ελλάδας άσχετα με το δίκιο ή όχι του θέματος θα σήμαινε σοβινιστική αντίληψη. Έτσι λοιπόν, και μόνο έτσι, μπορούμε να δούμε το ζήτημα του Α’ Παγκοσμίου Πόλεμου που η γενική του ιμπεριαλιστική φύση επικάλυπτε τις οποιεσδήποτε – δίκαιες – εθνικές διεκδικήσεις. Όσο για την άποψη της ΟΣΕ «η περίπτωση της Πολωνίας είναι η μοναδική όπου ο Λένιν συμφωνούσε με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι οι επαναστάτες δεν έπρεπε να προβάλλουν το εθνικό ζήτημα» (Εργατική Πρωτοπορία Νο 48), ε, λοιπόν ας δώσουμε και εμείς ένα τσιτάτο όπως τόσο αρέσει σ’ αυτούς τους συντρόφους.

«Αν δεν προβάλλουμε και δεν προωθούμε μέσα στη ζύμωση που κάνουμε το σύνθημα του δικαιώματος για αποχωρισμό, κάνουμε το παιχνίδι όχι μόνο της αστικής τάξης, αλλά και των φεουδαρχικών στοιχείων και της απολυταρχίας του έθνους το οποίο καταπιέζει». Αυτό το επιχείρημα που ο Κάουτσκυ διατύπωσε από πολύ παλιά ενάντια στη Ρόζα Λουξεμπουργκ είναι αναμφισβήτητο. Από φόβο ότι θα «βοηθήσει» την εθνικιστική αστική τάξη της Πολωνίας, η Ρόζα Λουξεμπουργκ, απορρίπτοντας το δικαίωμα της απόσχισης που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα των μαρξιστών της Ρωσίας, βοηθάει στην πράξη τους μεγαλο-ρώσους αντιδραστικούς. Βοηθάει στην πράξη τους οπορτουνιστές που μας καλούν να βολευτούμε με τα προνόμια (ή κάτι χειρότερο από απλά προνόμια) των μεγαλο-ρώσων.

Παρασυρμένη από την πάλη της ενάντια στον εθνικισμό στην Πολωνία η Ρόζα Λουξεμπουργκ ξέχασε τον εθνικισμό των Μεγαλο-ρώσων, παρ’ όλο που αυτός ο εθνικισμός είναι πολύ πιο επίφοβος σήμερα, παρ’ όλο που είναι λιγότερο αστικός και περισσότερο φεουδαλικός, παρ’ όλο που αποτελεί το κυριότερο φρένο στη δημοκρατία και την επαναστατική πάλη. Σε κάθε αστικό εθνικισμό ενός καταπιεζόμενου έθνους υπάρχει ένα γενικό δημοκρατικό περιεχόμενο που στρέφεται ενάντια στην καταπίεση- και είναι ακριβώς αυτό το περιεχόμενο που υποστηρίζουμε χωρίς κανένα περιορισμό…

Τρέχοντας πίσω από τον «πρακτικισμό» η Ρόζα Λουξεμπουργκ έχασε από την οπτική της το βασικό πρακτικό καθήκον του μεγαλορώσικου προλεταριάτου όπως και εκείνου των άλλων εθνικοτήτων, την καθημερινή δουλειά προπαγάνδας και ζύμωσης ενάντια σε κάθε εθνικό προνόμιο μέσα στο κράτος, και για το ίσο δικαίωμα όλων των εθνών να διαμορφώσουν το δικό τους εθνικό κράτος». (Λένιν, Άπαντα, γαλ. έκδοση, τομ. 20, «Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», σελ. 415-481, γράφτηκε το Φλεβάρη με το Μάη του 1914)

Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος ο Λένιν συμφωνούσε(!) με τη Λουξεμπουργκ σε ένα βιβλίο που είναι όλο αφιερωμένο στην κριτική της Λουξεμπουργκ, και ειδικά για την Πολωνία.

Αλλά δεν νομίζουμε πως θα χρειαστούν άλλα τσιτάτα.

Το πρόβλημα λοιπόν που μπαίνει δεν είναι να δεχτούμε αν γενικά υπάρχει εθνικό ζήτημα γιατί την εποχή των αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων είναι γελοίο να το αρνείσαι, αλλά κάτι το διαφορετικό. Υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα;

Γ. Πραγματικότητα του εθνικού.

Στο κείμενο που είχαμε δημοσιεύσει στο προηγούμενο τεύχος της Ρήξης προσπαθούσαμε να δείξουμε πως συγκεκριμένα δημιουργήθηκε μετά το δεύτερο πόλεμο ένα νέο εθνικό πρόβλημα, σε αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πώς αυτό ξεκινώντας από το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Πάρα πέρα πως αυτό το εθνικό ζήτημα αποτέλεσε για την ελληνική κοινωνία βασικό στοιχείο υπονόμευσης της αστικής κυριαρχίας και εμφάνισης ενός κινήματος. Έτσι το 1955-59, την εποχή του αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο γεννήθηκε το πρώτο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, που στράφηκε ενάντια σε Άγγλους, Αμερικάνους και Δεξιά. Εκεί σ’ αυτούς τους αγώνες έχει και την αφετηρία του το φοιτητικό κίνημα.

Στην επόμενη περίοδο ’63 – ’67 το Κυπριακό αποτελεί βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη μαζικού αντιαμερικανικού κινήματος και αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες ανατροπής κυβερνήσεων και για την έλευση της δικτατορίας.

Στη συνέχεια αποτελεί την άμεση αιτία για την κατάρρευση της χούντας, και μετά τη νίκη των Τούρκων και την κατάληψη του 40% της Κύπρου η αντίθεση μεταβάλλεται σε συνολική αντίθεση Ελλάδας – Τουρκίας γιατί ο Τουρκικός επεκτατισμός παρεμβαίνει πια σε σχέση με το Αιγαίο, τα υποτιθέμενα πετρέλαια, την επικυριαρχία στα νησιά, και τελικά την ίδια τη Θράκη. Πάντα βέβαια κέντρο των βλέψεων του παραμένει η Κύπρος. Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί σε κρίση τις διεθνείς συμμαχίες της ελληνικής αστικής τάξης, ΝΑΤΟ, Αμερικάνους, και στο εσωτερικό σημαίνει το μάξιμουμ των υποχωρήσεων στο λαϊκό κίνημα και το προλεταριάτο ώστε να διατηρείται ένα μίνιμουμ συναίνεσης. Δεν είναι τυχαίο πως σ’ αυτό το επίπεδο, του καθορισμού δηλαδή της ίδιας πολιτικής της αστικής τάξης από το «εθνικό», και το αδυνάτισμα της που είναι προφανές ακόμα και για έναν κρεττίνο οι διάφοροι «αρνητές» του εθνικού δε βάζουν τσιμουδιά. Πράγματι είναι τόσο στρίμωγμα που συνεπάγεται για την αστική τάξη, ώστε δεν βγάζουν ουσιαστικά τσιμουδιά για το συγκεκριμένο. Καταφεύγουν σε γενικολογίες, ή προσπαθούν να απαντήσουν με την άρνηση του επεκτατικού χαρακτήρα της Τουρκικής άρχουσας τάξης. Σ’ αυτό το σημείο θα χρειαστεί να επιμένουμε λίγο πάρα πάνω.

Δ. Υπάρχει Τουρκικός επεκτατισμός;

Επειδή κανείς τελικά δε μπορεί να αρνηθεί τα γεγονότα, δηλαδή την εισβολή στην Κύπρο, τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο, στη στρατιωτικοποίηση και τον έλεγχο του Κουρδιστάν –πράγματα δηλαδή που δείχνουν απτά και συγκεκριμένα τόσο τον επεκτατικό χαρακτήρα του Τούρκικου κράτους, όσο και το γεγονός πως πρόκειται ήδη για ένα κράτος που όχι μόνο καταπιέζει εθνικά ένα έθνος 9 εκατομμυρίων– τους Κούρδους, στους οποίους δεν αναγνωρίζει καν την εθνική τους υπόσταση, και απαγορεύει ακόμα και τη γλώσσα τους, αλλά έχει δείξει ήδη από στο παρελθόν πως ξέρει να λύνει τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων – τόσο των Αρμενίων, όσο πιο πρόσφατα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Όμως παρ’ όλα αυτά η εικόνα που δίνουν οι Έλληνες αριστεριστές είναι πως πρόκειται για μια οποιαδήποτε αστική τάξη που είναι το ίδιο επεκτατική όπως και η ελληνική(!), και μάλιστα η τούρκικη επειδή δεν είναι αναπτυγμένη σαν την ελληνική, και έχει ακόμα και έντονα προκαπιταλιστικά στοιχεία δεν είναι καθόλου επικίνδυνη, ούτε έχει στα σοβαρά οποιεσδήποτε επεκτατικές βλέψεις! Κι όλα αυτά παρά την επεκτατική πολιτική της! Όμως ας ξαναδούμε τα πράγματα!

Ι. Η Τουρκία είναι μια χώρα με ταχύτατη καπιταλιστική ανάπτυξη, τα τελευταία είκοσι χρόνια, που συνδυάζεται και με μια μεγάλη πληθυσμιακή διόγκωση, έτσι που ήδη έχει ξεπεράσει τα 45 εκατ. πληθυσμό και πλησιάζει ήδη τα 50 εκ. Έναν πληθυσμό νέο, με μεγάλο ποσοστό ανεργίας, που συσσωρεύεται στις μεγάλες πόλεις. Πάνω στη βάση αυτών των πραγματικοτήτων η τούρκικη αστική τάξη έχοντας το φόβο του Ιράν και πιεσμένη απ’ αυτή τη γρήγορη μετεξέλιξη ακολουθεί μια πολιτική μεταβολής της σε βασικό ιμπεριαλιστικό υποσταθμό στη Μέση Ανατολή. Έτσι αναπτύσσει τόσο τις οικονομικές της σχέσεις με τη Μέση Ανατολή, όσο και βλέπει τον εαυτό της σαν κέντρο ή πιθανό κέντρο της περιοχής. Και ακριβώς γιατί δεν έχει ένα υψηλό στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει και επεκτατικές–εδαφικά τάσεις. Αν η Τουρκία διέθετε αναπτυγμένα μονοπώλια δε θα ενδιαφερόταν για εδαφικές προσαρτήσεις. Θα διείσδυε μέσω των μονοπωλίων. Οι αστικές τάξεις ενδιαφέρονται για εδαφικές προσαρτήσεις την εποχή της ανάπτυξης τους, και όχι στην ωριμότητα τους, γιατί τότε δεν τις έχουν ανάγκη παρά μόνο σα βάσεις. Δυστυχώς για μας λοιπόν η Τουρκία βρίσκεται σε εκείνο το στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης που η κατάκτηση της πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή εκφράζεται και με την εδαφική προσάρτηση και εθνική καταπίεση. Και το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είναι πιο αναπτυγμένη καπιταλιστικά είναι σαθρό και ο Λένιν απαντούσε ήδη στο αντίστοιχο επιχείρημα της Λούξεμπουργκ για την Πολωνία! Είναι θέμα μεγέθους και συσχετισμού δύναμης.

Έτσι λοιπόν για την Τουρκική άρχουσα τάξη η άνοδος του ρόλου της και το πνίξιμο των επαναστατικών κινημάτων στο εσωτερικό της πηγαίνουν μαζί με την «έξοδο» της στις γύρω θάλασσες, καταρχήν στην Κύπρο, που ελέγχει όλη τη Μέση Ανατολή και της ήρθε σα «μάννα εξ ουρανού», όσο και παρά πέρα στο Αιγαίο. Επί πλέον αυτή η πολιτική σημαίνει μακροπρόθεσμα και την υποταγή της ελληνικής αστικής τάξης στην τουρκική. Στα τέλη του αιώνα, αρχές του επόμενου, η Τουρκία θα φτάνει τα 80 εκατ. και η Ελλάδα θα παραμένει στα 10 σύμφωνα με τις σημερινές τάσεις. Άρα η επιβολή της τουρκικής ηγεμονίας στην περιοχή και στην Ελλάδα αποτελεί μακροπρόθεσμα στόχο της Τουρκικής αστικής τάξης.

ΙΙ. Το δεύτερο στοιχείο που τρέφει το Τούρκικο επεκτατισμό είναι η γεωπολιτική του θέση. Τόσο για τους Αμερικάνους –που μετά το χάσιμο του Ιράν θεωρούν την Τουρκία το βασικό φραγμό των Ρώσων στον έλεγχο της Μέσης Ανατολή– όσο και για τους Ρώσους που για τους ίδιους λόγους θεωρούν αποφασιστικές τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Η συνέπεια είναι πως τόσο η Αμερική και το ΝΑΤΟ είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν την Τουρκία στις σχέσεις της με την Ελλάδα, όσο και οι Ρώσοι να διατηρούν πάση θυσία προνομιακή σχέση με την Τουρκία.

Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τον τούρκικο επεκτατισμό για να μην αναφερθούμε και σε άλλα, όπως τα βάρος της παράδοσης, το πρόσφατο αυτοκρατορικό παρελθόν και η πικρία της πρώην μεγάλης δύναμης που μπορεί και πάλι να ξαναδείξει τα νύχια της κ.λπ. κ.λπ.

Ε. Βυθίσατε το Χόρα λοιπόν;

Αν λοιπόν σύμφωνα μ’ όλα αυτά τα στοιχεία για μας είναι βέβαιη η πραγματικότητα ενός εθνικού ζητήματος, τι στάση παίρνουμε; Μήπως εκείνη του τύπου: ας προετοιμαστούμε τώρα και ας κάνουμε έναν πόλεμο στην Τουρκία –προληπτικά–, μια και μόνο κάτι τέτοιο μπορεί να προλάβει έστω για μερικά χρόνια την εκδήλωση του τουρκικού επεκτατισμού; Μια τέτοια πολιτική δεν είναι δική μας σε καμιά περίπτωση, και το κίνημα θα την κατάγγελλε.

Μήπως από την άλλη θα πρέπει να μείνουμε στη διακήρυξη των αρχών, μόνο ένα επαναστατικό καθεστώς στην Ελλάδα σε συμμαχία με το επαναστατικό κίνημα στην Τουρκία μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο και να εμποδίσει τον επεκτατισμό της Τουρκικής αστικής τάξης. Και άρα η μόνη πολιτική μας θα είναι του τύπου των καταγγελιών στην πολιτική της άρχουσας τάξης, κάτι που κάναμε μέχρι τώρα και μόνο, και μάλιστα όσοι «ελάχιστοι» το κάναμε!

Ή αντίθετα, παράλληλα μ’ αυτή την καταγγελία θα πρέπει να αρχίσουμε να προωθούμε ένα πρόγραμμα συγκεκριμένης απάντησης εδώ και τώρα, τέτοια που να παρουσιάζει τις μεγαλύτερες πιθανότητες λύσης, και που θα πρέπει να το προωθήσουμε και στις επαναστατικές δυνάμεις της Τουρκίας έτσι ώστε για πρώτη φορά να παρθεί μια πρωτοβουλία για να ξεφύγουμε από το μόνιμο ζήτημα του εθνικού, και να αποφύγει ο λαός την απειλή του πολέμου. Μέχρι σήμερα, και κάτι τέτοιο είναι αίσχος, δεν έχει υπάρξει κανένα πρόγραμμα από κοινού Ελλήνων και Τούρκων επαναστατών για έξοδο από την κρίση. Και είναι φανερό ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι άξονες ενός τέτοιου προγράμματος. Χωρίς να γυρνάμε πίσω στην ιστορία, χωρίς να προσπαθούμε να επανακτήσουμε αυτά που «χάσαμε» έστω και αν κάτι τέτοιο θα ήταν δίκαιο –ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά την Κύπρο και τα δικαιώματα των Ελλήνων που διώχτηκαν από την Κωνσταντινούπολη– με βάση τις πραγματικότητες να προωθήσουμε ένα πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Και αυτό σημαίνει ξεκάθαρα: Αποδοχή του σημερινού στατους κβο στην Κύπρο και την επικύρωση του με την ένωση αυτού του τμήματος που έχει απομείνει, με την Ελλάδα, χωρίς διεκδίκηση του υπόλοιπου κομματιού, έτσι ώστε να λήξει η διαμάχη. Όσον αφορά το Αιγαίο διατήρηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας κλπ. κλπ. Και βέβαια μιλάμε για κάποιους βασικούς άξονες.

Βέβαια εκείνο που μπορεί να ξενίσει είναι η «εγκληματική» πρόταση της διπλής ένωσης στην Κύπρο. Αυτή η πρόταση είναι εγκληματική όσο ήταν δυνατή μια άλλη δίκαιη λύση – η αυτοδιάθεση ένωση – στην Κύπρο. Από τη στιγμή που αυτό  ανατράπηκε με την κατοχή του βόρειου μέρους της Κύπρου από τους Τούρκους, σήμερα η τούρκικη πολιτική δεν δέχεται μια τέτοια λύση διπλής ένωση γιατί βλέπει ότι με τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης στην επόμενη διεθνή κρίση θα καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο. Γι’ αυτό σήμερα η Τούρκική πλευρά θέλει τη διατήρηση της αβεβαιότητας και σε καμιά περίπτωση δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί αυτή τη λύση που κάνοντας το 60-70% της Κύπρο μέρος του ελληνικού κράτους θα δυσκόλευε κατά πολύ την κατάληψη του απ’ αυτούς. Μ’ αυτή την έννοια «εγκληματική» και «προδοτική» είναι η πολιτική κάποιων άλλων, των εμπόρων και μεταπρατών της Κύπρου και της αστικής τάξης της Ελλάδας που με την πολιτική τους, της διαιώνισης του φαντασματικού Κυπριακού κράτους ανοίγουν το δρόμο στον εξανδραποδισμό 600.000 Ελληνοκυπρίων.

Όσο στην Κύπρο και στην Ελλάδα, κα ιδιαίτερα στην Κύπρο δεν υπάρχει ένα λαϊκό κίνημα που θα αγωνιζόταν για μια ολοκληρωμένη και δίκαιη λύση του Κυπριακού, δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα, πέρα από τη διαιώνιση της σημερινής μεσοβέζικης κατάστασης που θα οδηγήσει αναπόφευκτα και στην κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από τους Τούρκους και τελικά και σε πόλεμο ή αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Μόνο η ένωση –ότι έχει απομείνει από την Κύπρο– με την Ελλάδα μπορεί να διασφαλίσει σχετικά το μέλλον των Κυπρίων και να κλείσει μια πληγή πολεμικής αντιπαράθεσης στην Αν. Μεσόγειο.

Ένα τέτοιο ή παρόμοιο πρόγραμμα –εδώ δεν εξετάζουμε λεπτομέρειες, ούτε επιμένουμε στη μια ή άλλη λύση– θα μπορούσε να είναι η βάση για τη δημοσιοποίηση από επαναστατική σκοπιά του «εθνικού» ζητήματος και θα μπορούσε να είναι η μόνη πραγματική αντιπολεμική βάση ενός κινήματος στην Ελλάδα.

Πάει να πει λοιπόν η θέση μας για το «εθνικό» δεν έχει σα συνέπεια τον πόλεμο και την επίκληση του πολέμου, αλλά αντίθετα είναι η μόνη γραμμή που μπορεί να τον αποφύγει. Και αυτό βέβαια γίνεται γιατί δε θεωρούμε το εθνικό το κεντρικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας. Η κατάληψη της Βόρειας Κύπρου, ο εξανδραποδισμός των Ελλήνων της Πόλης και οι απειλές στο Αιγαίο δε στοιχειοθετούν εθνική καταπίεση τέτοιας κλίμακας που να μεταβάλλει το εθνικό σε πρωταρχική αντίθεση. Όμως παραμένει μια σοβαρή αντίθεση, ίσως η σοβαρότερη στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων και σε περίπτωση σύγκρουσης μπορεί να μεταβληθεί σε κυρίαρχη.

Αναγνωρίζοντας λοιπόν το εθνικό σαν πραγματικό ζήτημα δεν κεντράρουμε στον πόλεμο, αλλά στην αποφυγή του. Όσοι στρουθοκαμηλικά αρνούνται την ύπαρξη του και δε μπορούν να καταλάβουν τις συνέπειες του για την εσωτερική πολιτική (αδυναμία της αστικής τάξης και των συμμαχιών της), και δεν κάνουν τίποτε για να εμποδίσουν τον υπαρκτό κίνδυνο πολέμου – οι «αντιπολεμικοί».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ