
Όπως λέει και ο ποιητής, είμαστε μοναχικοί. Η ιστορία έφερε την Ελλάδα σε μια πολιτιστική, οικονομική και γεωγραφική απομόνωση, τέτοια που σπάνια έχουν γνωρίσει άλλες χώρες. Ας την δούμε. Στα ανατολικά μας βρίσκεται ο μουσουλμανικός κόσμος με τον οποίο, μέσα από μια συμβίωση αιώνων, έχουμε αρκετά κοινά, αλλά όμως δεν παύουμε να αποτελούμε δύο διαφορετικούς κόσμους από πολιτιστική άποψη και ιστορική παράδοση. Στα βόρεια βρίσκεται ο σλαβικός κόσμος, κόσμος με τον οποίο μας ενώνουν πολλά κοινά, παλιότερα, αλλά σήμερα μας χωρίζουν τόσο το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς όσο και διαφορετικές παραδόσεις, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την τεράστια διαφορά της γλώσσας — τόσο με τους βόρειους όσο και τους ανατολικούς γείτονές μας. Τέλος Δυτικά μας — χωρίς όμως να συνορεύουμε μαζί τους — βρίσκεται ο κόσμος της Δύσης — λατινικής και προτεσταντικής — ο κόσμος με τον οποίο διατηρούμε τις περισσότερες οικονομικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, ο κόσμος τον οποίο προσπαθούμε «να φτάσουμε» εδώ και αιώνες και αποτελεί πρότυπο και σημείο αναφοράς. Από παντού λοιπόν σημεία επαφής και διαφορές, από παντού προσεγγίσεις και ταυτόχρονα απομάκρυνση. Να λοιπόν η ελληνική μοναξιά. Μια χερσόνησος και ένα αρχιπέλαγος αποκομμένα — μετά το 14ο αιώνα —από τα μεγάλα κέντρα του εμπορίου, των ανταλλαγών, της αστικής και καπιταλιστικής επανάστασης, υποταγμένα μέχρι το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα σε ένα παραδοσιακό και ξεπερασμένο Ισλάμ· ξέχωρη από τον βόρειο όγκο των σλαβικών πληθυσμών, η ελληνική χερσόνησος, το ελληνικό αρχιπέλαγος εμφανίζονται σαν μια πολιτιστική και ιστορική ιδιομορφία. Ένας μικρός λαός 10 εκατομμυρίων, υπόλειμμα ενός πολιτισμού που κάποτε αγκάλιαζε τη μισή Μεσόγειο, μοιάζει σαν το ιστορικό απολίθωμα μιας παλιάς ιστορίας που, μέσα από μια πορεία χιλιετηρίδων, διαφύλαξε αυτό το απομεινάρι στον ιστορικό χώρο που υπήρξε το κέντρο του παλιού ελληνισμού.
Να λοιπόν η ελληνική μοναξιά, η ελληνική ιδιαιτερότητα. Ας την ξαναδούμε κάται από άλλους όρους — πιο συνολικούς. Η σημερινή Ευρώπη αποτελείται από δύο μεγάλους ανθρώπινους όγκους, παρόμοιου μεγέθους και βάρους. Από τη μια τα λατινογενή και γερμανογενή κράτη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, και από την άλλη τα σλάβικα της Ανατολικής. Πρόκειται για δύο μεγάλες οικογένειες που μπορούν ίσως να χωριστούν σε περισσότερες υπο-ομάδες, αλλά έχουν κάποιες βασικές κοινότητες μεταξύ τους. Και στον Νότο, σε μια μικρή χερσόνησο, το ιστορικό απολίθωμα ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης παράδοσης που έσβησε και άφησε σαν απομεινάρι τη σύγχρονη Ελλάδα. Με γλώσσα, παραδόσεις, ψυχοσύνθεση, ολότελα ιδιόμορφες. Πέρα από Ανατολή και Δύση.
Αυτή η πραγματικότητα είναι που γεννάει όλα τα προβλήματά μας — όλες τις ιδιομορφίες μας. Το τσιφτετέλι και το ροκ, τον ρασιοναλισμό μας και τη μεσογειακή και ανατολίτικη ραθυμία μας, τη γρήγορη αντίληψη και την επιφανειακότητα, κ.λ.π. κ.λ.π. Κι όλα αυτά γιατί, ζώντας πάντα στο μεταίχμιο δύο κόσμων — ανατολής και δύσης — όσο και αν ανήκαμε στη Δύση, παίζαμε πάντα ρόλο γέφυρας, περάσματος, πολιτιστικών ανταλλαγών. Μάθαμε να κινούμαστε στο επίπεδο της κυκλοφορίας — κυκλοφορίας εμπορευμάτων, ιδεών, πολιτισμών. Και έτσι ο μεταπρατισμός έγινε ένα στοιχείο της ιδεολογίας μας, της βαθύτερης ψυχοσύνθεσης του λαού.
«Η Ελλάδα με πληγώνει»
Αυτή η πραγματικότητα, το γεγονός δηλαδή ότι η Ελλάδα
βρίσκεται στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα σε τρεις μεγάλους όγκους — τον σλάβικο βόρεια, τον λατινοπροτεστάντικο δυτικά, τον μουσουλμάνικο-αραβικό ανατολικά και νότια — μας καθόρισε σαν ένα έθνος μεταπρατικό, χωρίς αναφορές σε μεγάλα οικονομικά και πολιτιστικά ρεύματα, σαν ένα παράσιτο των μεγάλων ανθρώπινων ενοτήτων και πολιτισμών. Από κει και όλα τα χαρακτηριστικά μας, ο επαρχιωτισμός και η ταυτόχρονη ξενομανία μας, ο ματαπρατισμός, η μετανάστευσή μας, η λειτουργία μας έξω από την παραγωγή —πάντα στην κυκλοφορία. Έξω από την παραγωγή προϊόντων και ιδεών, πάντα στην κυκλοφορία προϊόντων και ιδεών. Αρκεί να δούμε την ιστορία μας των τελευταίων αιώνων. Γι’ αυτό, «όπου και να ταξιδέψεις η Ελλάδα σε πληγώνει». Επαρχία της Ευρώπης, επαρχία που διεκδικεί ζηλότυπα τον επαρχιωτισμό της και συνάμα αντιγράφει κάθε τι που της έρχεται από την εσπερία ή τον σλαβικό βορρά.
Η απομόνωση μας είναι πραγματική. Τραγική θα λέγαμε. Από άποψη συστήματος είμαστε δεμένοι με τη Δύση. Σαν επίπεδο ανάπτυξης είμαστε πιο κοντά στους βόρειους γείτονές μας. Όσο για τις πραγματικότητες στα ανατολικά μας, ακόμα μας είναι πολύ ξένες. Το ελληνικό εργατικό κίνημα δεν γνωρίζει τον διεθνισμό σαν μια ζωντανή πραγματικότητα ανταλλαγής με τους γύρω λαούς αλλά σαν μια αφηρημένη και προγραμματική αναφορά.
Μια ιδιαίτερη σύνθεση
Μπρος σ’ αυτή την πραγματικότητα του μεταπρατισμού —ξενομανίας και επαρχιωτισμού ταυτόχρονα — μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει, μια απάντηση δύσκολη και μακρόπνοη. Μια απάντηση στηριγμένη στις ελληνικές πραγματικότητες και που ξανοίγεται και εντάσσεται οργανικά στον γύρω κόσμο που μας περιβάλλει.
Ας επιμείνουμε λίγο σ’ αυτό. Τον τελευταίο καιρό είναι αρκετά έντονη μια τάση «επιστροφής» στην ελληνική παράδοση, μια τάση επιστροφής στην ορθοδοξία και τις ρίζες του σύγχρονου ελληνισμού, τάση που εκφράζει μια πρώτη αντίδραση και απογοήτευση μπρος στον δυτικό προσανατολισμό και «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής ζωής, που γίνονται πιο έντονες από τη μεταπολίτευση και μετά. Αυτή η «επιστροφή», που φαίνεται και στο πολιτιστικό πεδίο με την επιστροφή στο ρεμπέτικο και το «αυθεντικά ελληνικό», με την αναφορά στο «λαϊκό πολιτισμό», τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη κ.λ.π., δεν είναι παρά η ένδειξη της.«εθνικής ολοκλήρωσης» της Ελλάδας. Ένδειξη του γεγονότος ότι η κουλτούρα της άρχουσας τάξης, που κάποτε ήταν καθαρά δυτικόφρονη και επιφανειακή, σήμερα μπορεί να αποδεχτεί και να χρησιμοποιήσει τη «λαϊκή παράδοση» και να προσπαθήσει να δώσει μια νέα απάντηση jτο ζήτημα της «ελληνικότητας». Αυτή η εξέλιξη είναι ένδειξη του γεγονότος ότι η ελληνική αστική κοινωνία μπαίνει σε μια φάση ωριμότητας, τέτοιας που να μπορεί να ενώνει το ντόπιο, το τοπικό, με την κοσμοπολίτικη κουλτούρα που κουβαλούσε μέχρι σήμερα. Και βέβαια δεν είναι τυχαίο πως αυτή η εξέλιξη αρχίζει στη δεκαετία του ’60, με πρόδρομο την αριστερά και την προοδευτική διανόηση της εποχής, που φέρνει το ρεμπέτικο, τη δημοτική, τον Θεόφιλο κ.λ.π. και ξαναγυρνάει τις ρίζες της βυζαντινής παράδοσης.
Αυτή η ενοποίηση της λόγιας-δυτικής παράδοσης και της ντόπιας-λαϊκής, που πραγματώνεται στην Ελλάδα τόσο όψιμα, είναι ακριβώς μια ένδειξη του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία βαδίζει σε μια αστική, εθνική ολοκλήρωση.
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και πως εκφράζεται; Στο παρελθόν, η απόσταση ανάμεσα στις ανώτερες τάξεις — στραμμένες στο διεθνές εμπόριο και τον εφοπλισμό — και τα λαϊκά στρώματα, στην πλειοψηφία τους αγροτικά, αλλά και μικροϊδιοκτητικά και προλεταριακά, εκφραζόταν με μια τεράστια πολιτιστική διχοτόμηση. Από πάνω καθαρεύουσα, οπερέττες και γάλλιο τραγούδι ή ιταλικό μπελ κάντο, από κάτω δημοτική, δημοτικό και ρεμπέτικο τραγούδι. Η διχοτόμηση ήταν ξεκάθαρη. Η ελληνική κοινωνία εντασσόταν στην παγκόσμια μέσα από τη μετακίνηση των ανθρώπων της πρώτα και κύρια· έμποροι, μετανάστες, ναυτικοί ταξίδευαν και ζούσαν έξω από την Ελλάδα, ενώ μέσα αναπαραγόταν και επιβίωνε η «προαιώνια» αγροτική και κλειστή Ελλάδα. Έτσι όλα έμοιαζαν να έρχονται από — κοσμοπολιτισμός και μιμητισμός — ενώ παράλληλα η ελληνική κοινωνία έμενε παραδοσιακή και αγκιστρωμένη στις ρίζες» της. Αυτό είναι το περιβόητο ελληνικό κράμα κοσμοπολιτισμού και επαρχιωτισμού. Η ένταξη της ελληνικής κοινωνίας στην παγκόσμια αγορά πραγματοποιούνταν μέσα από r|v εξαγωγή ανθρώπων και όχι την ταυτόχρονη αλλαγή των δομών στο εσωτερικό της χώρας. Από τη στιγμή και πέρα που η ένταξη της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά παύει να είναι απλή εξαγωγή ανθρώπων και μεταβάλλεται σταδιακά σε οργανική ένταξη, μετασχηματισμό των ίδιων των δομών της χώρας, ένταξη δηλαδή στην παγκόσμια οικονομία με ενεργητικό τρόπο, γεννιέται η δυνατότητα για το ωρίμασμα της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα και την άρση της πολιτιστικής και ιδεολογικής διχοτόμησης ανάμεσα στην «ανθελληνική» άρχουσα τάξη και τα κατώτερα στρώματα. Κάτω από την πολιτιστική και ιδεολογική ώθηση της αριστεράς, η ελληνική αστική τάξη συναντάει το «λαό» της.
Τούτη η εξέλιξη, που στο επίπεδο των θεσμών και του προσανατολισμού εκφράζεται — από το 1974 και μετά — με τη θεσμική και πολιτική προσχώρηση στην Δυτική Ευρώπη, αποτελεί πια κάτι το αναπότρεπτο. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία ανήκει πια οργανικά στον χώρο της ευρωπαϊκής οικονομίας — διατηρώντας βέβαια τις ιδιομορφίες της και τον ιδιαίτερο παρασιτικό χαρακτήρα της. Έτσι για παράδειγμα, έχει ακόμα μεγαλύτερο βάρος στον τουρισμό και όχι στη βιομηχανία, κ.λ.π. κ.λ.π.
Σ’ αυτή την οργανική ένταξη, που αρχίζει από τη δεκαετία του ’60 και ολοκληρώνεται θεσμικά μετά τη μεταπολίτευση και την ένταξη στην ΕΟΚ, έχουμε στην πράξη μια προσαρμογή και θεσμών του εργατικού κινήματος —δημιουργία σωματείων, άνοδος του θεσμικού και «συνταγματικού» ρόλου της εργατικής τάξης στο νέο κράτος κ.λ.π. Στο επίπεδο όμως του προβληματισμού και της σύνδεσης με το ευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα, του αναπροσανατολισμού μιας σκέψης επαρχιακής και κοσμοπολίτικης ταυτόχρονα — όπως την ορίσαμε πιο πάνω — η καθυστέρηση παραμένει τεράστια. Η Ελλάδα, η ελληνική σκέψη, μένει πίσω από την ίδια την εξέλιξη της ελληνικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η έννοια μιας οποιασδήποτε ριζικής αλλαγής στην Ελλάδα δε συνδέεται καθόλου με την πραγματικότητα της Ευρώπης, ενώ είναι προφανές πως μια «ελληνική» επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού κινήματος.
Στο επίπεδο του κινήματος λοιπόν, βλέπουμε ένα μιμητισμό και μια τυφλή μεταφορά των δυτικών πρότυπων χωρίς να παίρνονται καθόλου υπόψη οι ελληνικές ιδιαιτερότητες, ενώ από την άλλη πλευρά τα πάντα κρίνονται μέσα στο στενό επαρχιώτικο περιβάλλον μας. Πόσες φορές δεν ζούμε — σχεδόν καθημερινά — αυτή την αντίφαση;
Μόνο έτσι μπορούμε πράγματι να ξαναβγούμε από την ιστορική μοναξιά που δημιούργησε η ιστορία για μερικές εκατοντάδες χρόνια. Μόνο έτσι θα ξαναβγούμε από τη μιζέρια, τον επαρχιωτισμό και τον μιμητισμό της Δύσης. Και κάτι τέτοιο, που θα μεταβάλει και τα λεγόμενα «εθνικά χαρακτηριστικά», μπορεί να το κάνει, πρέπει να το κάνει το επαναστατικό κίνημα. Η ελληνική μιζέρια μπορεί να λήξει οριστικά μόνο όταν πάψει «ο ίδιος ο λαός να είναι μαραζιάρης».
Αυτό στην εποχή μας δεν νοείται με το κλείσιμο σε ένα χώρο 130 χιλ. τετραγωνικών χιλιόμετρων και ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Για να ξεπεράσουμε τη μιζέρια πρέπει να ανοιχτούμε σε ευρύτερα σύνολα. Να λοιπόν το εγχείρημα μας. Όχι το μαϊμούδισμα μερικών ευρωπαϊκών κατακτήσεων και ιδεών με ταυτόχρονο επαρχιωτισμό και πτωχοπροδρομισμό, αλλά ενεργητική συμμετοχή στη διαμόρφωση της επαναστατικής σκέψης και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ξεκινώντας από τη δική μας ιδιαίτερη σκοπιά. Για να ξεπεράσουμε το έθνος — που για όλους τους μικρούς λαούς είναι βραχνάς — θα πρέπει να το «ολοκληρώσουμε». Αυτό είναι το νόημα του τέλους της μοναξιάς μας. Συνειδητοποίηση της ιδιαιτερότητας και άνοιγμα στην ευρύτερη ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκέψη και πραγματικότητα.
Η δική μας Ευρώπη
Μπρος σ’ αυτή την ιστορική μοναξιά και καθυστέρηση, εμείς — η πάλαι ποτέ άκρα αριστερά — είμαστε ίσως οι πιο καθυστερημένοι. Οι πιο μιμητικοί απέναντι στη Δύση δίχως ταυτόχρονα vα εντάσσουμε καθόλου στον προβληματισμό μας ευρύτερα σύνολα πέρα από την1 Ελλάδα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σερνόμαστε, είτε πίσω από το Εσωτερικό, σε μια ταύτιση «Ευρώπης» και ΕΟΚ, είτε — πιο συχνά — πίσω από το ΚΚεξ και του; Ρώσους πράκτορες, στην άρνηση κάθε ενοποιητικής ευρωπαϊκής διαδικασία;. Το δίλημμα λοιπόν εμφανίζεται είτε σαν Εοκικός ευρωπαϊσμός, είτε σαν κουκουέδικος και ρωσικός αντιευρωπαϊσμός.
Είναι προφανές ότι η δική μας άποψη δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετική. Παραμένοντας στην προοπτική μιας επαναστατικής διαδικασίας και κινήματος που δεν μπορεί να είναι στενά ελληνοκεντρική και που αγκαλιάζει σε τελική ανάλυση το σύνολο του ευρωπαϊκοί χώροι-, δεν μπορεί παρά vu έχουμε μια οπτική ιδιαίτερη, μια οπτική τέτοια που μας διδάσκει η γεωγραφία, η ιστορία και τα συμφέροντα μιας επαναστατικής διαδικασίας. Η δική μας οπτική δεν μπορεί παρά να είναι μια ενωμένη Ευρώπη που να υπερβαίνει τα δύο μπλοκ, μια ενωμένη Ευρώπη που να αγκαλιάζει τις χώρες της ανατολικής και της δυτικής Ευρώπης, η διάλυση των συνασπισμών και η ενοποίηση των επαναστατικών κινημάτων. Η Ελλάδα, όντας στη Νοτιο-ανατολική Ευρώπη, δεν μπορεί να βλέπει μια διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης που να περιορίζεται μόνο στη Δυτική Ευρώπη. Εμείς ζούμε στα Βαλκάνια και όχι .στον Ατλαντικό.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια μια αντι-ΕΟΚ λογική, λογική που ευνοεί μόνο τις δύο υπερδυνάμεις και ιδιαίτερα τη ρώσικη, που δε θέλει καμιά διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εξάλλου, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, η ένταξη στην ΕΟΚ είναι ένα σημαντικό όπλο για την αποφυγή πολέμου με την Τουρκία.
Αλλά είναι το ίδιο περιοριστικό και γελοίο να γινόμαστε απολογητές της Δυτικής Ευρώπης και μόνο. Η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δυτική Ευρώπη.
Ιδιαιτερότητα και διεθνισμός
Εκείνο που προτείνουμε λοιπόν είναι η αποτίναξη της κοσμοπολίτικης οπτικής και το βάθεμα στην ελληνική ιδιαιτερότητα και ιδιομορφία — γιατί πράγματι είμαστε ένας λαός μοναχικός και ιδιαίτερος. Μια επαναστατική θεωρία στην Ελλάδα — πρέπει να αντλεί από την πραγματικότητα της ελληνικής διαμόρφωσης. Και παράλληλα — κι αυτό δεν είναι καθόλου αντιφατικό — να σπάσουμε τον επαρχιωτισμό και τη μιζέρια που μας δέρνει, να δεθούμε οργανικά με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, με την πραγματικότητα των χωρών που οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά πλησιάζουμε όλο και περισσότερο. Μόνο έτσι θα ξεπεράσουμε τη μιζέρια και την επαρχιώτικη εξαθλίωσή μας. Προοπτικά, το μέλλον μας, η οπτική μας είναι το ξεπέρασμα του ελληνικού έθνους, αρχικά μέσα σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή ενότητα, και ταυτόχρονα η πολύπλευρη ανάπτυξη του τόπου που ζούμε — που βέβαια δεν θα είναι πια ένα έθνος-κράτος. Μια Ευρώπη των περιοχών, των ιδιαιτεροτήτων — που θα είναι ταυτόχρονα ενωμένη, — αυτή είναι η μόνη προοπτική. Αυτό σημαίνει από σήμερα την διπλή διαδικασία του βαθέματος στην ιδιαιτερότητα και του ανοίγματος στον διεθνισμό — όχι πια αφηρημένο και κοσμοπολίτικο, αλλά συγκεκριμένο οργανικό, όχι μίμηση των ξένων αλλά κοινή διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, πέρα από σύνορα και μπλοκ.
Η ΤΡΙΤΟΚΟΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ
Μία από τις αντιρρήσεις που προβάλλονται στην Ελλάδα σε σχέση με το θέμα της Ευρώπης είναι πως η ενωμένη Ευρώπη θα είναι καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική. Άρα η Ελλάδα δεν έχει καμιά δουλεία μέσα σε μια μονοπωλιακή ένωση, είτε γιατί η ίδια ανήκει στον «Τρίτο Κόσμο», είτε γιατί μια ενωμένη Ευρώπη θα καταπίεζε πιο έντονα τις χώρες του Τρίτου Κόσμου και θα παρέμβαινε σαν ενεργός ιμπεριαλιστική δύναμη. Τέλος θα ενίσχυε τη δημιουργία ενός ενιαίου αντεπαναστατικού δίκαιου στο επίπεδο όλης της Ευρώπης.
Αυτές είναι οι κυρίες αντιρρήσεις από την πλευρά της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα, έκτος βεβαία από τη γελοία επανάληψη συνθημάτων του ΚΚΕ γύρω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων.
Σε σχέση με το πρώτο επιχείρημα -που ήταν κάποτε κεντρικό σε ένα χώρο που μέχρι πριν 10 χρόνια υποστήριζε πως η Ελλάδα ήταν περίπου «μισοφεουδαρχικη» και που σήμερα έχει μετατοπιστεί στο ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα στους πιο πιστούς της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη και τη λεγόμενη αριστερά του ΠΑΣΟΚ – δε νομίζουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη απάντηση. Η δομή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, το καταναλωτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών, τα μητροπολιτικά κέρδη της ελληνικής κοινωνίας από εφοπλιστές, «ομογενείς», τουρισμό κ.λ.π., έχουν ήδη απαντήσει σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς. Για να μην καταφύγουμε στην πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας που βέβαια μόνο με τις καπιταλιστικές/ σοσιαλδημοκρατικές δημοκρατίες μπορεί να συγκριθεί. Γι’ αυτό και το επιχείρημα αυτό είναι όλο και περισσότερο το όπλο των τελευταίων μοϊκανών του τριτοκοσμικού ή των εκβιασμών που κάνει κάθε τόσο το ΠΑΣΟΚ μέσα στα πλαίσια της ΕΟΚ.
Αντίθετα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, πέρα από τη στήριξη της γεωργίας και των περιφερειακών προγραμμάτων – που έχουν αποδειχτεί ήδη σωτήριες ενέσεις για την ελληνική γεωργία και την αντιμετώπιση της ανεργίας -αποτελεί και τη μόνη μελλοντική προοπτική για την οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής βιομηχανίας, τόσο σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΟΚ όσο και προς τη Μέση Ανατολή. Γιατί, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, η ελληνική βιομηχανία δεν μπορεί να υπάρξει πια χωρίς να είναι εξαγωγική. ‘ Έτσι το μόνο που μπορεί να πετύχει σ’ αυτά τα πλαίσια μια ελληνική διοίκηση είναι να ενισχύσει κάποιες βιομηχανικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Ελλάδας, και όχι βέβαια να επιστρέφει σε ένα προηγούμενο – εσωστρεφές – στάδιο ανάπτυξης.
Για το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, ο στόχος δεν μπορεί να είναι πια μια εθνική επαναστατική διαδικασία αλλά μια επαναστατική διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο – σε Ανατολή και Δύση. Η μόνη απάντηση που μπορεί να ξεπεράσει τη λογική της καπιταλιστικής ΕΟΚ. Μια επαναστατική διαδικασία περιορισμένη μόνο στην Ελλάδα θα πρέπει πια να θεωρείται όλο και πιο απίθανη, και μπορεί να εμφανιστεί μόνο από τα εθνικά θέματα. Διαφορετικά το ελληνικό επαναστατικό κίνημα θα είναι βαθύτατα δεμένο με τις επαναστατικές διαδικασίες σε όλη την Ευρώπη. Έτσι λοιπόν, η τριτοκοσμική αντίρρηση καταρρέει όλο και πιο πολύ, καταρρέει από την ίδια την εξέλιξη της πραγματικότητας.
Αντίθετα, το επιχείρημα της ενίσχυσης του ιμπεριαλισμού μέσα από την δημιουργία ενός νέου ιμπεριαλιστικού πόλου έχει μια κάποια βάση. Μια ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη θα τείνει να εμφανιστεί σαν ένας νέος πόλος του ιμπεριαλισμού. Όμως και εδώ φαίνεται η στενότητα της σκέψης όλων των Ελλήνων «μαρξιστών». Ότι δηλαδή αγνοούν το κυριότερο, το σπάσιμο της ηγεμονίας των δύο υπερδυνάμεων. Μια ενωμένη Ευρώπη όχι μόνο ανατρέπει το διπολικό παιχνίδι σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά ταυτόχρονα μειώνει δραστικά τον κίνδυνο πολέμου στο «ευρωπαϊκό θέατρο», γιατί μεταβάλλεται σε μια δύναμη ισάξια σχεδόν με τις υπερδυνάμεις, με δικά της συμφέροντα, και που βέβαια δεν μπορεί να ανοίξει την όρεξη για κανενός είδους επεκτατικά παιχνίδια. Μια Ευρώπη 350 τουλάχιστον εκατομμυρίων απαγορεύει κυριολεκτικά οποιαδήποτε τυχοδιωκτική ενέργεια στην ήπειρο μας. Να λοιπόν το αποφασιστικότερο δεδομένο: μια ενωμένη Ευρώπη απομακρύνει τον κίνδυνο του πυρηνικού πολέμου με τον πιο δραστικά αποτρεπτικό τρόπο, ενώ από την άλλη ανατρέπει το παγκόσμιο διπολικό παιχνίδι. Σ αυτή τη βάση, παρ’ όλο που βέβαια δε χάνει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της στο παγκόσμιο πεδίο, αναπόφευκτα ευνοεί το επαναστατικό κίνημα, γιατί το σπάσιμο του διπολισμού επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία και βαρύτερες δυνατότητες για το επαναστατικό κίνημα και τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Επί πλέον, μια τέτοια ευρωπαϊκή εξέλιξη θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία θα αυτονομούνταν από τις υπερδυνάμεις και αντίστοιχοι πόλοι θα έτειναν να δημιουργηθούν γύρω από τη Βραζιλία στη Λατινική Αμερική, κ.λ.π. κ.λ.π. Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν η ενίσχυση του ιμπεριαλισμού μέσα από τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης είναι απλά ένα αφηρημένο σχήμα. Στην πράξη θα σημαίνει την αρχή του τέλους της παγκόσμιας κυριαρχίας των δύο υπερδυνάμεων και έτσι αποτελεί έναν κυριολεκτικά επαναστατικό παράγοντα. Κι’ όλα αυτά ακόμα και αν ευοδωθούν οι προοπτικές της καπιταλιστικής ενοποίησης. Βέβαια για το επαναστατικό κίνημα το ζήτημα μπαίνει σε μια ενοποίηση που υπερβαίνει τη λογική της ΕΟΚικής ενοποίησης.
Τέλος, ο κίνδυνος της δημιουργίας ενός ενιαίου χώρου ευρωπαϊκής καταστολής είναι πραγματικός. Οι αστικές τάξεις της Ευρώπης θα τείνουν να εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε ενοποιητική διαδικασία για λογαριασμό τους και για την ένταση της καταστολής. Εδώ το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό. Εξαρτάται από το επαναστατικό κίνημα, αυτή η διαδικασία ενοποίησης να έχει ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα. Δηλαδή, η αντικατάσταση της Ευρώπης των κρατών από μια υπερεθνική Ευρώπη να οδηγήσει σε μείωση της καταστολής και της δύναμης του κράτους και ενίσχυση της αποκέντρωσης και των αντικρατικών ή εξωκρατικών θεσμών. Και αυτό δεν είναι απραγματοποίητο αν πάρουμε υπόψη την επιβίωση των εθνικών σχημάτων, και ακόμα περισσότερο την ανάδειξη των περιφερειών και της αυτονομίας τους σε έναν από τους σημαντικότερους κόμβους της οποιασδήποτε ενωμένης Ευρώπης. Μ’ αυτή την έννοια το παιχνίδι δεν είναι παιγμένο προκαταβολικά. Αντίθετα, μια διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορεί στην πράξη να σημάνει ενίσχυση των ελευθεριών, στη βάση βέβαια ενός ισχυρού κινήματος.
Και οι αστικές τάξεις της Ευρώπης, αν συναντήσουν έντονη αντίσταση σ’ αυτόν τον τομέα, για να κερδίσουν τη συναίνεση του κόσμου στο σχέδιο τους, θα είναι υποχρεωμένες να κάνουν ένα σύνολο από υποχωρήσεις. Έτσι λοιπόν η ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να σημάνει διάχυση των κατακτήσεων από τα «ψηλότερα σημεία» σε όλα τα άλλα, τη δημιουργία ενός ισχυρότατου πανευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος. Και για να εξηγούμαστε, για μας το πανευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα δεν περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη της ΕΟΚ, αλλά αφορά το σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου και φυσικά την Ανατολική Ευρώπη.
Μ’ αυτή του την τοποθέτηση, το Εσωτερικό έχει κυριολεκτικά δυσφημίσει κάθε πολιτική που θέτει το ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, σαν πολιτική, φιλοαστική και ρεφορμιστική. Περιορίζει την αντιπαράθεση σε φτηνή επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της ΕΟΚ, και δε βλέπει μια ευρωπαϊκή ενοποίηση που να ανατρέπει τον χωρισμό σε μπλοκ, και που βέβαια έχει επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Γι’ αυτό και η κύρια ευρωπαϊκή μάχη δεν μπορεί να δοθεί στο επίπεδο του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (που άλλωστε δεν είναι παρά κοινοβούλιο των χωρών της ΕΟΚ) αλλά σ’ εκείνο της δημιουργίας, της οικοδόμησης ενός πανευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, που θα στοχεύει σε μια ενωμένη Ευρώπη πέρα από μπλοκ και συνασπισμούς. Μόνο έτσι μπορεί και το όνειρο μιας Ευρώπης χωρίς τα πυρηνικά όπλα των υπερδυνάμεων να βρει μια οποιαδήποτε βάση και έδαφος να υπάρξει.
Εμείς και το εσωτερικό
Το ΚΚΕ Εσωτερικού πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένο. Η πολιτική του γραμμή σε σχέση με την ΕΟΚ τείνει να μεταβληθεί σε κυβερνητική γραμμή: «Ενάντια στην ΕΟΚ των μονοπωλίων, για την ΕΟΚ των εργαζομένων».
Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως στο ζήτημα της Ευρώπης έχουμε ταυτόσημη θέση με το Εσωτερικό:
Κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο δεν θα μας τρόμαζε, ακόμα και με το διάβολο αν είχαμε μια σύμπτωση απόψεων, τόσο το καλύτερο.
Όμως εκείνο που μας χωρίζει με το Εσωτερικό είναι – όπως πάντα-ο… ρεφορμισμός του. Ότι δηλαδή την ευρωπαϊκή ενοποίηση τη βλέπει στα πλαίσια της ΕΟΚ, και αρκείται σ ‘ αυτό. Δηλαδή δεν τολμάει να βάλει το ζήτημα του χωρισμού της Ευρώπης στα δύο από τη Γιάλτα και μετά, και έτσι δε βλέπει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν διαδικασία που επαναστατικοποιείκαι ανατρέπει τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη. Δεν την βλέπει σαν διαδικασία που οδηγεί στη συγκρότηση ενός πόλου που θα ανατρέψει το σοβιετικό diktat παράλληλα, γι’ αυτό η θέση του μένει αποκλειστικά φιλο-ΕΟΚ και επομένως δε βάζει μια ιδιαίτερη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά σέρνεται – όπως κάνει και στην εσωτερική πολιτική – πίσω από τις αστικές τάζεις της ΕΟΚ.