ΡΗΞΗ τ. 16
Μια αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη προβληματική αφορά το ζήτημα του «παρσίματος» της εξουσίας. Να «πάρουμε ή να καταστρέψουμε την εξουσία»; Και πιο πέρα, μπορούμε να κάνουμε κάτι από τα δύο;
Αυτή η αντίθεση γεννιέται ήδη από τον 19ο αιώνα ανάμεσα σε μαρξιστές και αναρχικούς, ανάμεσα σε «εξουσιαστές» και «αντιεξουσιαστές». Πρόσφατα αναζωοπυρώθηκε και πάλι μετά την ιδεολογική κρίση που χτύπησε και την άκρα αριστερά της Ευρώπης, μετά την κρίση των μοντέλων της Κίνας, του Βιετνάμ κ.λπ. Η ίδια αντίθεση ξαναεμφανίστηκε στην Πολωνία όπου μια τάση της «Αλληλεγγύης», στην όποια συμμετέχει και ο Βαλέσα, μιλάει για άρνηση κατάληψης της εξουσίας και παραμονή στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών ή ιδιωτών, έξω και πέρα από το κράτος.
Τρεις διαφορετικές απαντήσεις
Σε σχέση με την εξουσία λοιπόν έχουμε τρεις αντιλήψεις γύρω από το ζήτημα. Την αντίληψη της «κατάληψης» της εξουσίας, την αντίληψη της «καταστροφής» της εξουσίας και τέλος την πιο σύγχρονη, που διαπέρασε ρεύματα από τους Πράσινους μέχρι την Αλληλεγγύη και έχει εκφραστεί αρκετά ολοκληρωμένα από τον Αντρέ Γκορζ, στη Γαλλία, που αρνείται την κατάληψη, δεν θεωρεί πραγματοποιήσιμη την καταστροφή, και δέχεται την ανάγκη μιας παρέμβασης και ανάπτυξης της κοινωνίας έξω και πέρα από το κράτος. Αυτή η άποψη κυριάρχησε στην πράξη στα κινήματα της Ευρώπης και συχνά θεωρητικοποιήθηκε. Αποτελεί μια «απαισιόδοξη» εκδοχή των αντικρατικών και εξωκρατικών κινημάτων μετά την μεγάλη υποχώρηση του 1970.
Όμως οι τρεις πια απόψεις εξακολουθούν σε ένα βαθμό να συνυπάρχουν. Ας δούμε όμως τις δύο πρώτες κάτω από το φως της κριτικής της τρίτης άποψης που κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί στην Ευρώπη: Όχι ενάντια στην εξουσία, πέρα από την εξουσία.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την άποψη, η λεγόμενη κατάληψη της εξουσίας, σε όλες τις χώρες οδήγησε, αργά ή γρήγορα, στην δημιουργία ολοκληρωτικών καθεστώτων που όχι απλά δεν εξάλειψαν την εκμετάλλευση αλλά συχνά βαραίνουν χειρότερα τους λαούς απ’ ότι οι παραδοσιακές αστικές εξουσίες. Η κατάληψη της εξουσίας οδηγεί αναπόφευκτα σε μονοκομματισμό, ολοκληρωτισμό, κρατισμό, ενίσχυση της εξουσίας και του κράτους. Επομένως κάθε κατάληψη της εξουσίας δεν μπορεί παρά αναπόφευκτα να οδηγεί στο… Γκουλάγκ.
Όσο για τους «αντιεξουσιαστές», συνεχίζει η ίδια άποψη, παραδοσιακού τύπου τέτοιους που εξακολουθούμε να έχουμε στην Ελλάδα, μιλάνε υποτίθεται για κάτι διαφορετικό. Όχι για κατάληψη της εξουσίας αλλά «καταστροφή» της εξουσίας, και πέρασμα στην αυτοδιεύθυνση. Εδώ και πάλι η κριτική γίνεται εύκολη. Οποιαδήποτε καταστροφή της εξουσίας σημαίνει, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας καταστροφικής πολεμικής μηχανής, αν δεν θέλουμε να πέσουμε στην ουτοπία των «ανθρώπων» που θα ξεσηκωθούν μια ωραία πρωία. Και η καταστροφή της παλιάς εξουσιαστικής δομής, στο βαθμό που εξακολουθούν και υπάρχουν τάξεις και κοινωνικές διαφοροποιήσεις κληρονομημένες από αιώνες και χιλιετηρίδες ταξικών κοινωνιών, δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Έτσι η καταστροφή της παλιάς δομής εξουσίας δεν μπορεί να οδηγήσει για πολύ σε ένα κενό εξουσίας. Ο αναρχισμός αν θέλει να είναι αποτελεσματικός δεν μπορεί παρά να μετατραπεί σε… μπολσεβικισμό!
Γι’ αυτό εξάλλου ο αναρχισμός δεν υπήρξε ποτέ αποτελεσματικός, σε αντίθεση με τον μπολσεβικισμό, που υπήρξε!
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την «τρίτη σκοπιά» η λύση είναι μόνο μια. Η άρνηση των θεωριών της αλλαγής στην κλίμακα και το επίπεδο του κράτους και της εξουσίας και η αποδοχή της πάλης για οποιαδήποτε αλλαγή στο επίπεδο της κοινωνίας, στο μικροεπίπεδο, έξω και πέρα από το κράτος. Δεν έχουμε να κάνουμε με τον τυπικό ρεφορμισμό που μέσω της παρέμβασης στο επίπεδο της εξουσίας θέλει να κάνει αλλαγές — σταδιακές — στην κοινωνία, αλλά με κάτι καινούργιο. Την άρνηση παρέμβασης στο επίπεδο της κρατικής κεντρικής εξουσίας, την διεύρυνση της κοινωνίας των πολιτών- ιδιωτών απέναντι στην πολιτική κοινωνία-κράτος. Πρόκειται για το γέννημα μιας εποχής που συνειδητοποιεί από την μια το θάνατο των μεγάλων μύθων, τέτοιων που τους κληροδότησε ο 19ος αιώνας, για την δυνατότητα άμεσου περάσματος σε μια ειδυλλιακή κοινωνία — Εδέμ, όπως φανταζόμαστε μέχρι σήμερα τον κομμουνισμό, και αντίδραση απέναντι στην προοδευτική κρατικοποίηση των πάντων στις κοινωνίες του ώριμου σοσιαλκαπιταλισμού.
Σήμερα που το κράτος στην μια ή την άλλη μορφή κατακυριεύει τα πάντα η κατάληψη της εξουσίας δεν μπορεί παρά να σημαίνει — υποχρεωτικά — ανάπτυξη ή τουλάχιστον διαιώνιση του κράτους. Έτσι λοιπόν η μοναδική διέξοδος είναι η δράση έξω και πέρα από το κράτος. Ο στόχος κάθε αυθεντικά επαναστατικού κινήματος θα πρέπει να είναι η διεύρυνση της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να ασχολείται ιδιαίτερα με την κεντρική διακυβέρνηση. Μόνο μέσα απ’ αυτή την διαδικασία θα περιοριστεί σταδιακά το πεδίο της κρατικής εξουσίας και της εξουσίας συνολικά.
Αυτή η απάντηση συνέπεια της ήττας του Μάη και της «αποτυχίας» των επαναστάσεων να απαντήσουν στο πρόβλημα της εξουσίας έχει κατανοήσει βέβαια την διαδικασία της «μακρόχρονης επανάστασης», άσχετα με την ανατροπή της παλιάς κρατικής εξουσίας. Πράγματι μέσα σε 150 χρόνια, από τα μέσα του 19ου και μετά σε όλες τις αναπτυγμένες κοινωνίες πραγματοποιείται μια «έρπουσα» κοινωνική επανάσταση, που οδήγησε από την κυριαρχία των παλιών ιδιοκτητριών τάξεων σε εκείνη των νέων διευθυντικών τάξεων και σε σταδιακή αλλαγή της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, μια κοινωνική επανάσταση που σήμανε το πέρασμα στο σημερινό σοσιαλ-καπιταλισμό με διαφορετικούς όρους ανάλογα με την περίπτωση. Αλλού, όπως στην Ανατολική Ευρώπη σημαδεύτηκε από μια βίαιη πολιτική επανάσταση, ενώ στη Δύση δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Όμως και στις δυο περιπτώσεις παρόμοια στρώματα βρέθηκαν ή κατευθύνονται στην εξουσία, τα διευθυντικά – διανοούμενα στρώματα. Μοιάζει σαν η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου να οδηγεί στις δυτικές χώρες σε μια αναπόφευκτη εξαφάνιση των παλιών ιδιοκτητών χωρίς μια πολιτική ανατροπή μεγάλης κλίμακας.
Δηλαδή ο παλιός καπιταλο-φεουδαρχικός κόσμος των μέσων του 19ου αιώνα μεταβλήθηκε σε ένα νέο σοσιαλ-καπιταλιστικό με διάφορες μορφές στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών.
Από την στιγμή και πέρα λοιπόν που πρόκειται για μια επανάσταση κομμουνιστικού χαρακτήρα, μια επανάσταση που καταστρέφει τις παλιές εξουσιαστικές δομές και οδηγεί σε μια κοινωνία χωρίς κράτος και εξουσία, πως είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο μέσα από την οικοδόμηση ενός νέου εξουσιαστικού μηχανισμού; Να το παλιό ερώτημα του αναρχισμού που ξεπροβάλει με νέους όρους. Γιατί το νέο αντιεξουσιαστικό κίνημα δεν έχει την παλιά αφέλεια του αναρχικού κινήματος που φανταζόταν πως μπορεί να καταργήσει την εξουσία. Αντίθετα λέει, ας προχωρήσουμε στην οικοδόμηση εναλλακτικών κοινωνικών όρων αντιεξουσίας και κινημάτων ελέγχου και κριτικής των εξουσιών έτσι ώστε να οδηγηθούμε σταδιακά στην εξάλειψη ή τουλάχιστο τον ουσιαστικό περιορισμό της κρατικής εξουσίας.
Οι δύο σημαντικότερες εκφράσεις αυτής της αντίληψης για την κομμουνιστική, αντιεξουσιαστική επανάσταση εκφράστηκαν και στις δύο «όχθες» της χωρισμένης Ευρώπης, στην Γερμανία, με τους Πράσινους, εναλλακτικούς και στην Πολωνία με την «Αλληλεγγύη». Από την έκταση και το μέγεθος αυτών των κινημάτων καταλαβαίνουμε πως δεν έχουμε να κάνουμε με περιθωριακές περιπτώσεις αλλά με την ΚΕΝΤΡΙΚΗ απάντηση που δίνεται από τα κινήματα της Ευρώπης. «Επανάσταση, τι θα πεί αυτό, ν’ αλλάξουμε τη ζωή»!
Βέβαια είναι φανερό πως διάφοροι ημιμαθείς επαναστάτες των σαλονιών, που δεν έχουν δει διαδήλωση ούτε με ματοκυάλι, και αποφεύγουν σαν ο διάβολος το λιβάνι κάθε σύγκρουση με το καθεστώς, θα βρουν αυτή την άποψη «ρεφορμιστική», κι αυτό όχι για τίποτε άλλο αλλά γιατί δεν έχουν κατανοήσει τίποτε από τα βαθύτερα προβλήματα του σύγχρονου επαναστατικού κινήματος.
Για μας αντίθετα αυτή η προβληματική, όσο και αν είναι ελλιπής, έχει τεράστια σημασία. Γιατί ξεκινάει με αφετηρία τις εμπειρίες των κινημάτων της τελευταίας εικοσαετίας και ενσωματώνει την εμπειρία του εργατικού κινήματος στο σύνολο του. Αποτελεί μια προσπάθεια απάντησης στο αδιέξοδο και την κρίση στην οποία έχει βρεθεί ο μαρξισμός και η επαναστατική θεωρία γενικότερα, που απειλείται με θάνατο αν δεν προχωρήσει.
Αντιρρήσεις
Οι επιφυλάξεις και οι αντιρρήσεις μας είναι οι ακόλουθες:
Δεν μπορούμε να φανταστούμε κανένα επαναστατικό κίνημα που να μπορεί στη μια ή την άλλη στιγμή να αποφύγει την εμπλοκή του στα ζητήματα της πολιτικής κοινωνίας, της εξουσίας και του κράτους. Κι αυτό όχι μόνο σε περιπτώσεις όπως πόλεμοι, δικτατορίες και άλλες ανατροπές, αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις «κανονικής» ροής των πραγμάτων. Και βλέπουμε τόσο στην Πολωνία, όσο και στην Γερμανία με την εξέλιξη των Πράσινων πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός. Αργά ή γρήγορα μπρος σε κάθε επαναστατικό κίνημα θα μπει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Εξάλλου το λάθος είναι και μεθοδολογικό. Δεν υπάρχει ιδιωτική κοινωνία που να χωρίζεται με σινικό τείχος από την πολιτική κοινωνία, το κράτος.
Επομένως κάθε αντιεξουσιαστικό επαναστατικό κίνημα που διευρύνεται θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με την κρατική εξουσία, θα συγκρουστεί γύρω από το πρόβλημα της εξουσίας.
Η ίδια η έρπουσα κοινωνική επανάσταση, όπως την χαρακτηρίσαμε στην περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης, που οδήγησε στη γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων μέχρι το σοσιαλιστικό τους στάδιο (στον καθένα ανάλογα με την αξία της εργατικής του δύναμης) δεν αποτέλεσε μια απλή συνέπεια, «έκκριση» της συσσώρευσης του κεφαλαίου αλλά υπήρξε η συνέπεια πολέμων, επαναστάσεων, έστω και στις κοντινές χώρες, ανατροπών και αποπειρών ανατροπών, από τις οποίες είναι γεμάτος ο 19ος και ο 20ος αιώνας. Έτσι αυτό που χαρακτηρίζουμε σαν έρπουσα κοινωνική επανάσταση είναι αποτέλεσμα επαναστατικών κινημάτων και ανατροπών μεγάλης κλίμακας, από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι λοιπόν δεν μπορούμε να παίρνουμε το αποτέλεσμα, την σταδιακή δηλαδή μεταβολή των κοινωνικών όρων σαν αποτέλεσμα είτε μιας μεταρρυθμιστικής λογικής είτε μιας λογικής πάλης έξω και πέρα από το επίπεδο της εξουσίας. Οι αλλαγές στο επίπεδο της κοινωνίας ήταν αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης για την εξουσία.
Έτσι ενώ αποδεχόμαστε την σημασία και την αξία των προβληματισμών αυτής της αντιεξουσιαστικής κριτικής δεν νομίζουμε πως λύνει ικανοποιητικά το ζήτημα. Νομίζουμε όμως ότι βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Μένει να γίνει ένα βήμα ακόμα. Ένα βήμα που θα ξανασυνδέσει την προβληματική της πάλης έξω και πέρα από την εξουσία με εκείνη για την «κατάκτηση» — «καταστροφή» της εξουσίας.
Δηλαδή επιστροφή στα ίδια; Πιστεύουμε όχι, αλλά οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου, μιας νέας σχέσης με το ζήτημα της εξουσίας. Ενός επαναστατικού μοντέλου όπου η «κατάκτηση» της εξουσίας θα ναι και λίγο η καταστροφή της. Δηλαδή ενός μοντέλου επανάστασης που από την αρχή σκοπεύει σε «λιγότερο» κράτος, σε αδιάκοπο περιορισμό του κράτους, ενός μοντέλου επανάστασης, που για πρώτη φορά στην ιστορία δεν θα στρέφεται ενάντια στην μια ή την άλλη μορφή κράτους αλλά ενάντια στο ίδιο το κράτος, όχι βέβαια με την ουτοπική μορφή της «κατάργησης» αλλά του αδιάκοπου και δραστικού περιορισμού του.
Μόνο με το μπόλιασμα του αγώνα για ένα εναλλακτικό-κριτικό κίνημα με την πάλη στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας μπορεί να διαμορφωθεί σταδιακά, μέσα από ίην πείρα των κινημάτων ένα νέο αποδεκτό επαναστατικό μοντέλο.