Υπανάπτυξη ή περιφερειακός πόλος της νέας τάξης;
του Γ. Καραμπελιά
Το 1914, το 50% των υπενδεδυμένων κεφαλαίων στην οθωμανική αυτοκρατορία ανήκε σε Έλληνες, το 20% σε Αρμενίους και μόνο το 15% σε Τούρκους. Το 1921 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρεμπορίου της Κωνσταντινούπολης οι 528 ανήκαν σε Έλληνες.1
Το 1974, οι τουρκικές εξαγωγές έφθαναν το 1.537 εκατ. $.(έναντι 2.029,7 της Ελλάδας), το 1980 έφθασαν τα 2.910 (έναντι 5.235,7 της Ελλάδας) και το 1995 τα 21 δισ. $ (έναντι 5,8 δισ.$ της Ελλάδας). Και η σύνθεσή τους είναι χαρακτηριστική. Οι βιομηχανικές εξαγωγές, ενώ αποτελούσαν το 30% του συνόλου το 1980, έφθασαν σήμερα το 85%! Ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης στην περίοδο 1980-1993 ξεπέρασε το 5,5% το χρόνο. Σύμφωνα με τον νέο υπολογισμό του ΑΕΠ επί τη βάσει της εσωτερικής αγοραστικής δύναμης (τον οποίο έχει υιοθετήσει πλέον και ο ΟΗΕ και ο ΟΟΣΑ) η Τουρκία είχε το 1994 συνολικό ΑΕΠ 370 δισ. $ έναντι, για παράδειγμα, 489 δισ. της Ισπανίας και μόλις 85 της Ελλάδας (ή σύμφωνα με ευνοϊκότερους υπολογισμούς γύρω στα 100 δισ.) και η διαφορά του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος από την Ελλάδα είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι γίνεται γενικά παραδεκτό. Και βέβαια πολλαπλασιάστηκαν οι ξένες επενδύσεις. Ενώ στην αρχή της δεκαετίας του 80, οι ξένες εταιρείες ήταν μόλις 109, το 1993 έφθασαν τις 2.400, το 57% των οποίων προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, ενώ το 1970 παρήγοντο 10.000 ιδιωτικά αυτοκίνητα στην Τουρκία με 15% τοπική προστιθέμενη αξία, το 1993 ο αριθμός είχε φθάσει τα 360.000 και η εντόπια προστιθέμενη αξία το 90%, χωρίς να υπολογίσουμε τα 51.000 φορτηγά και τα 10.000 λεωφορεία που παρήχθησαν τον ίδιο χρόνο. Τα εμβάσματα των 3 εκατομμυρίων μεταναστών και ο τουρισμός συνετέλεσαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της αγοράς, των επενδύσεων και την διεύρυνση των εισαγωγών (το 1995 έφθασαν τα 36 δισ. $!)
Έτσι, η οπτική της Δύσης σε σχέση με την Τουρκία μεταβλήθηκε ριζικά. Η Τουρκία έπαψε να θεωρείται απλώς ένας περιφερειακός χωροφύλακας αλλά εντάσσεται πλέον στις “αναδυόμενες” μεγάλες αγορές και στις “Νέες Βιομηχανικές Χώρες”. Το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, με όγκο ημερήσιων συναλλαγών 8-10 φορές μεγαλύτερο από
εκείνον της Αθήνας, θεωρείται το μεγαλύτερο της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων και οι ανταλλαγές με τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ανέβηκαν κατακόρυφα (έφθασαν τα έξι δισεκατομμύρια δολλάρια το 1995 με τη Ρωσία, που είναι ο δεύτερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας μετά τη Γερμανία, έναντι μόλις 200 εκατ. $ πριν το 1989 με το σύνολο της Σοβιετικής Ένωσης!).
Επομένως το Δυτικό κεφάλαιο συμμετέχει πλέον άμεσα στην οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας και ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την τύχη της, ενώ οι εισαγωγές της Τουρκίας την μεταβάλλουν σε έναν από τους καλύτερους πελάτες των δυτικών επιχειρήσεων στην περιοχή.
Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσα σε 70 ή 80 χρόνια, και ιδιαίτερα στα τελευταία είκοσι χρόνια, στην τουρκική οικονομία (η οποία μεταβλήθηκε από μια εσωστρεφή παραδοσιακή οικονομία σε μια εξωστρεφή και ημιβιομηχανική κοινωνία) υπήρξαν τεράστιες. Το 1945, μόλις το 18% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις, ενώ πενήντα χρόνια αργότερα το 60% έως 75% των 63 εκατομμυρίων κατοίκων της Τουρκίας κατοικούσε σε αυτές. Στις μεγάλες πόλεις έχει συγκροτηθεί ένα σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο που ξεπερνάει τα 3 εκατομμύρια άτομα (και που γνώρισε μια σημαντική άνοδο των εισοδημάτων, του στη διάρκεια της “χρυσής δεκαετίας” με μέση ετήσια άνοδο 10% των πραγματικών μισθών) και μια ακόμα μικρή, αλλά ταχέως ενισχυόμενη, μεσαία τάξη η οποία, μαζί με τα ανώτερα στρώματα των εργατών, αποτελεί και τη βάση για την αγορά καταναλωτικών προϊόντων.
Η κρίση του 1994 και η επιτάχυνση της εξωστρέφειας και της παρεμβατικότητας
Όμως αυτή η ταχύτατη αναπτυξιακή πορεία ήταν έντονα πληθωριστική και οδήγησε σε έκρηξη των μισθών, των εισαγωγών (που πέρασαν από 15 δισ. $ το 1989 σε 22 δισ. το 1990, σε 29,5 δισ. το 1993, για να φθάσουν τα 36 δισ. το 1995 παρά την μείωσή τους το 1994), του εξωτερικού ελλείμματος και του εξωτερικού δανεισμού. Η Τσιλέρ ανέλαβε να εφαρμόσει ένα δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας το 1994, το οποίο οδήγησε στην πτώση του εθνικού εισοδήματος κατά 6,5% μέσα σε ένα χρόνο, με αντίστοιχη μείωση των μισθών κατά 40% (!), διπλή υποτίμηση της λίρας κατά 41 % και περιορισμό του ελλείμματος του δημοσίου από 12% του ΑΕΠ το 1993 σε 6,3% το 1995. Η πολιτική αυτή είχε ως συνέπεια τη δραστική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (για παράδειγμα η παραγωγή ιδιωτικών αυτοκινήτων έπεσε στο μισό) και την επίταση του εξωστρεφούς χαρακτήρα της τουρκικής οικονομίας. Ενώ το 1995 η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 7,6%, καλύπτοντας την πτώση του 1994, η μείωση της εσωτερικής ζήτησης έσπρωξε προς μια ανάπτυξη εξωστρεφή, με άνοδο των εξαγωγών, αλλά και σημαντική άνοδο των εισαγωγών και του ελλείμματος. Το πρόγραμμα λιτότητας επέτυχε λοιπόν να περιορίσει την εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από την εσωτερική ζήτηση και κατά συνέπεια έκανε την τουρκική οικονομία περισσότερο εξωστρεφή και… επεκτατική. Ταυτόχρονα όξυνε στο εσωτερικό τις κοινωνικές εντάσεις με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία και να ενισχυθεί η “παράλληλη οικονομία” που, σε συνδυασμό με την έλλειψη σημαντικού μεταναστευτικού ρεύματος προς τη Γερμανία ή τις Αραβικές χώρες, μεταθέτει την κοινωνική πίεση στο εσωτερικό. Γι’ αυτό και στις εκλογές του 1994 και 1995 ενισχύθηκε το ισλαμικό Κόμμα Ρεφάχ, που υπόσχεται ενίσχυση του λαϊκού εισοδήματος και πολιτική ανοίγματος προς κάποιες –μάλλον μυθικές– “ισλαμικές αγορές”, που φθάνουν έως την Ινδονησία και την Μαλαισία. Όμως οι συνέπειες στο πολιτικό και γεωπολιτικό παιγνίδι αυτής της νέας πορείας της τουρκικής οικονομίας είναι η ενίσχυση της λαϊκής εξαθλίωσης και η κινητοποίηση των τουρκογενών πληθυσμών προς την κατεύθυνση μιας εξίσου μυθικής “εξόδου” προς τους “Τούρκους αδελφούς” του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας ή ενάντια στους “απίστους” στην Ελλάδα και την Κύπρο. Γιατί βέβαια οικονομική επέκταση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη μείωση των δασμών είναι μάλλον αμφισβητήσιμη.
Τα πολιτισμικά όρια της οικονομικής απογείωσης
Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, με ρυθμούς μεταξύ 5% και 8% το χρόνο, στηρίχθηκε σε ένα σύνολο από ευνοϊκούς παράγοντες: την είσοδο ξένων κεφαλαίων, τη μαζική μετανάστευση και την είσοδο κολοσσιαίων για την τουρκική οικονομία εμβασμάτων, την κρατικά καθοδηγούμενη εκβιομηχάνιση, τις ευνοϊκές συγκυρίες στον άμεσο οικονομικό της περίγυρο (το 1984 οι εξαγωγές προς τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες έφθαναν το 40% του συνόλου, και το ίδιο ποσοστό αντιπροσωπεύουν και σήμερα οι εξαγωγές προς τον άμεσο οικονομικό της περίγυρο, με επίκεντρο τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) και βέβαια μια σημαντική άνοδο της αγροτικής παραγωγής και του πλεονάσματος (το ποσοστό αποταμίευσης φθάνει το 23% του ΑΕΠ, έναντι 18% της Ελλάδας).
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως αυτή η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίζεται επ’ άπειρον, και μάλιστα τα αμέσως επόμενα χρόνια. Και τα σύννεφα πυκνώνουν αδιάκοπα. Υπάρχουν κατ’ αρχήν τα γνωστά δεδομένα στα οποία αναφερθήκαμε. Η τουρκική ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχίζει να είναι επ’ άπειρον πληθωριστική, το έλλειμμα των εξωτερικών ανταλλαγών μεγαλώνει παρά την σημαντική άνοδο των εξαγωγών, τέλος, η τελωνειακή σύνδεση με την ΕΟΚ θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους κλάδους εντάσεως κεφαλαίου, ενώ η άνοδος της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα έχει εξαντληθεί.
Όμως οι σημαντικότερες υποθήκες και ερωτηματικά ως προς την πιθανότητα της απρόσκοπτης συνέχειας της αναπτυξιακής πορείας έχουν βαθύτερες κοινωνιολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις.
Στην Άπω Ανατολή, σε όλες τις χώρες του κομφουκιανού πολιτισμού, η οικονομική ανάπτυξη μπόρεσε να έχει διάρκεια και συνέχεια γιατί στηρίχτηκε στις εξής προϋποθέσεις: α. Στην ύπαρξη μιας μακραίωνης εμπορικής παράδοσης. β. Την βαθύτατα ριζωμένη έννοια της εργασιακής πειθαρχίας και της επιμονής στην ποιότητα μιας αγροτιάς συνδεδεμένης με την ορυζοκαλλιέργεια. γ. Την επιμονή στην εκπαίδευση (στην παραδοσιακή Κίνα η άρχουσα τάξη διαμορφώνονταν μέσω εξετάσεων). δ. Τον συνδυασμό κρατικής παρέμβασης και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπου το ιδιωτικό συμφέρον και η ιδιωτική ηθική ταυτίζεται με το κράτος και τα συμφέροντά του (για παράδειγμα, στην Κορέα κανείς δεν τολμάει να αγοράσει ξένα αυτοκίνητα γιατί θα γίνει δακτυλοδεικτούμενος).
Στην Τουρκία, η οικονομική ανάπτυξη στηρίχτηκε στην άμεση κρατική καθοδήγηση και επέμβαση. Η ίδια η αστική τάξη δημιουργήθηκε από τα πάνω. Η οθωμανική αυτοκρατορία ανέθετε το εμπόριο και τη βιομηχανία στους αλλόθρησκους, χριστιανούς και εβραίους, και το ίδιο συνέβαινε με την εκπαίδευση. Οι Τούρκοι ήταν στραμμένοι στον πόλεμο (την απόσπαση υπερπροϊόντος μέσω της αρπαγής), τη διοίκηση και την αγροτική ή βιοτεχνική παραγωγή. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας μέχρι τη δεκαετία του 80 στηρίζεται κατ’ εξοχήν στην κρατική βιομηχανία και παρέμβαση (ο ίδιος ο Ερμπακάν ήταν πάντα υπέρμαχος της κρατικής βιομηχανικής παραγωγής). Βέβαια, σταδιακά δημιουργείται μια αστική
τάξη η οποία ενδυναμώνεται εντυπωσιακά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ζητάει μερίδιο από την εξουσία, με κατ’ εξοχήν εκπροσώπους τον Οζάλ, στο παρελθόν, και τους Τσιλέρ-Γιλμάζ σήμερα, όμως μέχρι τα σήμερα η κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη ήταν εφικτή εξ αιτίας του σχετικά εσωστρεφούς χαρακτήρα της. Τί άραγε πρόκειται να συμβεί σήμερα που η τουρκική ανάπτυξη τείνει να γίνει εξωστρεφής και, περνώντας σε ανώτερο ποιοτικά επίπεδο, απαιτεί υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και συμμετοχής των πολιτών; Πώς θα μπορέσει ο τουρκισμός να ξεπεράσει το κρατικό στάδιο ανάπτυξης της οικονομίας και να αναπτύξει μια περίπλοκη ιδιωτική οικονομία στα πλαίσια μάλιστα του δυτικο-ευρωπαϊκού ανταγωνισμού; Γι’ αυτό εξ άλλου πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν πως η τουρκική οικονομική επέκταση δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατα προσανατολισμένη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά προς τον περίγυρο της Τουρκίας και το Ισλάμ, με ιδιαίτερο ρόλο του κρατικού βιομηχανικού τομέα, ο οποίος αντιπροσωπεύει ακόμα το 45% της βιομηχανικής παραγωγής.
Συμπερασματικά, η Τουρκία βρίσκεται ακόμα στο μεταίχμιο της μεταβολής της από μία χώρα -γεωπολιτικό σταθμό του δυτικού ιμπεριαλισμού σε μια αναδυόμενη οικονομία, μια “νέα βιομηχανική χώρα” που θέλει να μεταβληθεί σε μεγάλη δύναμη-γέφυρα Ευρώπης-Ασίας, σύμφωνα με τον στόχο των τουρκικών ελίτ και της αμερικανικής πολιτικής. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν θα κατορθώσει να το επιτύχει, παρ’ όλο που έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά τα πολιτισμικά και πολιτικά της ελλείμματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Εξ άλλου δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως και η ελληνική οικονομία, όταν βρέθηκε σε αντίστοιχο στάδιο ανάπτυξης πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, απέτυχε παταγωδώς στον μετασχηματισμό της και καταποντίστηκε. Τα πλεονεκτήματα της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερα, αλλά και τα προβλήματά της μεγάλα. Πάντως το κράμα οικονομικής ανάπτυξης και ιδεολογικού και πολιτικού επεκτατισμού συγκροτεί ένα πολύ επικίνδυνο μείγμα που θυμίζει έντονα άλλα ιστορικά παραδείγματα…
- Βασίλης Νότης, Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986, σελ. 38.
- Βλέπε CΕΡΙΙ, L’ Εconomie Mondiale 1996, La Decouverte, Παρίσι 1995, σελ. 112.
ΕΠΙΛΟΓΗ, Μάιος 1996, σελ. 59.
- Βλέπε 00ΣΑ, Τουρκία 1995, γαλλική έκδοση, 1995 και Economist, A survey of Turkey, 8 Ιουνίου 1996.
Εξαγωγικό εμπόριο της Τουρκίας (σε δισ. $)
Sources: OECD, State Planning Organisation, Reuters