του Κακουριώτη Σπύρου
«Κιβωτός της ορθοδοξίας» είναι ένα όνομα που συχνά αποδίδεται στο Άγιον Όρος, επισημαίνοντας, ορθά, τον κομβικό ρόλο της μοναστικής πολιτείας στην διατήρηση του πνευματικού (αλλά και καλλιτεχνικού) πλούτου της ορθόδοξης παράδοσης. Πλούτος αιώνων, γεννημένος από το «έργο» χιλιάδων ταπεινών και ανώνυμων τεχνιτών, προϊόν της ορθόδοξης φιλοκαλίας, φυλάσσεται εκεί, ες αεί μαρτυρία της χριστιανικής μας πνευματικότητας. Αυτό που συχνά λησμονείται είναι ότι ο Άθως παραμένει ακόμη και σήμερα, σε καιρούς χαλεπούς, κέντρο παραγωγής πολιτισμού. Ιδιαίτερα μετά την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον μοναστικό βίο και την προσέλευση νέων (και σε ηλικία) μοναχών τις τελευταίες δεκαετίες, η αναβίωση των παραδοσιακών «καλλιτεχνικών» δραστηριοτήτων παίρνει νέα ορμή.
Ένας τέτοιος τομέας, στον οποίο το Περιβόλι της Παναγίας έχει μακρόχρονη παράδοση, είναι και αυτός της εκδοτικής δραστηριότητας. Το πρώτο άλλωστε τυπογραφείο που λειτούργησε στο Όρος ανάγεται στο 1759 και είναι αυτό του Κοσμά του Επιδαυρίου. Σήμερα εκατοντάδες είναι τα βιβλία που, αν και τυπώνονται εκτός Άθωνος, έχουν ως εκδότη τις Ιερές Μονές ή τις Σκήτες.
Δείγμα της συνέχισης της μοναστικής παράδοσης σε αυτόν τον τομέα, αλλά και του σύγχρονου προβληματισμού τον οποίον φιλοξενεί, αποτελεί μια διπλή έκδοση που έρχεται από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Πρόκειται για τη συλλογή κειμένων με θέμα Ορθοδοξία – ελληνισμός: πορεία προς την τρίτη χιλιετία και την ανθολογία σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών με τίτλο Ελλάδα και πολιτισμός: Λόγου τέχνη.
Φιλοδοξώντας αυτή η τελευταία να αποτελέσει ένα ετήσιο λεύκωμα πολιτισμού, ένας από τους κλάδους του οποίου είναι και η λογοτεχνία, στις σελίδες της ανθολογούνται 87 νέοι και παλαιότεροι ποιητές, πεζογράφοι και δοκιμιογράφοι, ενώ η όλη έκδοση κοσμείται από έργα Ελλήνων ζωγράφων. Εξηγώντας ότι η λογοτεχνία έχει το μοναδικό προνόμιο να μεταφέρει σε λεκτικές μορφές τις πραγματικότητες που τα φαινόμενα αποκαλύπτουν ή συγκαλύπτουν και έτσι να αγγίζει τα μύχια της υπάρξεως, ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, προλογίζοντας τον τόμο, ξεκαθαρίζει: «Η λογοτεχνία δεν λυτρώνει τον άνθρωπο. Έχει όμως τη δύναμι να τον εισάγει στον χώρο της εσωτερικής πάλης και συνειδητοποίησης, όπου μπορεί να αναζητήσει την λύτρωσί του, επικαλούμενος τον Λόγο που τεχνούργησε και ανακαινεί τα πάντα στον εαυτό Του».
Ο δεύτερος τόμος, μια πολυτελής έκδοση που κοσμείται από φωτογραφίες της μονής και εικόνων που φυλάσσονται σε αυτήν, έχει ως κεντρικό του άξονα τον προβληματισμό πάνω στη σχέση ορθοδοξίας και ελληνισμού, υπό το φως μάλιστα της εισόδου μας στην τρίτη χιλιετία, από μια οπτική δηλαδή σύγχρονη. Οι συμμετέχοντες συγγραφείς είναι 47, Έλληνες και ξένοι καθηγητές και ιερωμένοι. Ξεχωριστή παρουσία ανάμεσά τους ο γηραιός βυζαντινολόγος Σερ Στήβεν Ράνσιμαν, ο οποίος, αφού εξηγήσει την διαπλοκή των δύο παραδόσεων, της ελληνικής και της χριστιανικής, διακινδυνεύει μια πρόβλεψη για τον επόμενο αιώνα: «Ίσως μετά από έναν αιώνα η Ορθόδοξη Εκκλησία θα είναι η μόνη από τις μεγάλες Χριστιανικές Εκκλησίες που θα έχει επιζήσει, αφού μόνη αυτή θυμάται πως η θρησκεία είναι μυστήριο» κι αυτό γιατί «η προσπάθεια των Δυτικών Εκκλησιών να εκσυγχρονίζουν τη θρησκεία… και η μέριμνα να υποτάξουν την θεολογία στην λογική συμφώνως προς τα σύγχρονα κοσμικά στερεότυπα απλώς οδηγεί τον λαό του Θεού στον αγνωστικισμό»… Αλλά και τα ονόματα και άλλων εξεχόντων στοχαστών κοσμούν το συλλογικό αυτό έργο, επικεντρώνοντας κυρίως στη μελέτη της γόνιμης συνάντησης των δύο θεολογικο-φιλοσοφικών ρευμάτων και της σύντηξής τους στην ορθόδοξη παράδοση (π.χ. Κάλλιστος Ware, Ιωάννης Ρωμανίδης κ.ά.) ή στην ορθοδοξία ως το κατ’ εξοχήν στοιχείο της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού (Σ. Καργάκος, Ε. Στοφορόπουλος κ.ά.). Ο τόμος συμπληρώνεται με τη μελέτη ειδικότερων θεμάτων (π.χ. οικολογία, βιοηθική), καθώς και άρθρα αποκλειστικά θεολογικά, ενώ ολοκληρώνεται με αναφορές στην εκδότρια μονή, το Κουτλουμούσι, και την ιστορία της.
Σε μια εποχή που «σήμα κατατεθέν» της έχει την «παγκοσμιοποίηση» και την ισοπέδωση των περιφερειακών (ως προς τον δυτικό κόσμο…) ταυτοτήτων κάτω από τον οδοστρωτήρα της εμπορευματοποίησης και των πλέον προσωπικών αναγκών, η επικαιρότητα του προβληματισμού των συγγραφέων του τόμου «Ορθοδοξία – ελληνισμός: πορεία στην τρίτη χιλιετία» αποτελεί μια αχτίδα αισιοδοξίας. Και αυτό διότι μας επαναβεβαιώνει ότι ο λόγος της Εκκλησίας, δηλαδή ο λόγος της αγάπης, μπορεί και πρέπει να απαντά στους προβληματισμούς και τις ανάγκες όχι μόνο του αιώνιου αλλά και του σημερινού, σύγχρονου ανθρώπου, αυτού που επιβιώνει μέσα σε έναν αποϊεροποιημένο κόσμο, αναζητώντας όμως, έστω ανεπίγνωστα, την «όντως ζωή»…