Συμπεράσματα της 6ης Πανελλήνιας Συνδιάσκεψης του Άρδην (Οκτώβριος 2010)
Του Γιώργου Καραμπελιά
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τη στιγμή της κατάρρευσης του σοβιετικού στρατοπέδου και την εμφάνιση της μονοπολικής παγκοσμιοποίησης, την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και τον μετασχηματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα σε εθνικές, εθνοτικές, πολιτισμικές και ταυτοτικές συγκρούσεις. Είκοσι χρόνια από τη στιγμή που αρχίζουμε να θέτουμε το ζήτημα της ταυτότητας και της εθνικής επιβίωσης του ελληνισμού στο επίκεντρο του προβληματισμού και της δραστηριότητάς μας. Έκφραση αυτής της μέριμνας και της σχετικής ανάλυσης υπήρξε και το περιοδικό Άρδην και οι αναρίθμητες, κυριολεκτικά, επιτροπές, συγκεντρώσεις, ομιλίες, εκδόσεις, που πραγματοποιήσαμε σε αυτά τα είκοσι χρόνια.
Στους χώρους των νέων, χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε τόσο τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικοποιημένης και κάποτε εξεγερμένης νεολαίας καθώς και τα λιγότερο ή περισσότερο αδιέξοδα ρεύματα μιας στρεβλής «επανεθνικοποίησης». Υπήρξαμε οι μόνοι που είχαμε το ιδεολογικό θάρρος να καταδείξουμε τον μηδενιστικό χαρακτήρα του λεγόμενου κινήματος του Δεκέμβρη του 2008, παρότι αλληλέγγυοι με το εξεγερσιακό δυναμικό της νεολαίας. Από την άλλη πλευρά, μια νεολαία, εγκαταλελειμμένη από τους αρχολίπαρους διανοουμένους της Αριστεράς, στράφηκε προς την αρχαιολατρία, την ουφολογία και τους Λιακοπουλογεωργιάδηδες, μέσα σε ένα απόλυτο ιδεολογικό κενό, και μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως υπήρξαμε μόνον εμείς –δυστυχώς– που με συνέπεια και σύστημα διεξαγάγαμε έναν αγώνα αποκάλυψης της απάτης και της ακροδεξιάς υφής του αρχαιολατρικού φυλετισμού.
Αποφασιστική κατά την ίδια περίοδο υπήρξε η συστηματική επαφή μας με τον χώρο της Ορθοδοξίας και την μεγάλη πολιτισμική παράδοση του νεώτερου ελληνισμού. Αποτέλεσμα αυτής της «ιστορικής συνάντησης» υπήρξε η μεγάλη καινοτομία της συγκρότησης ενός χώρου ο οποίος μπορεί περιλαμβάνει αγνωστικιστές και θρησκευόμενους σε αγαστή σύμπνοια μεταξύ τους, γεγονός καινοφανές στη σύγχρονη παράδοσή μας, επιμένοντας στο κοινωνικό και οικολογικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας και την ταύτισή της με το έθνος μας. Ιδιαίτερης σημασίας για το μέλλον θα αποδειχθεί και η σχετικά πρόσφατη ρήξη με την «ορθόδοξη» εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, που παίρνει το σχήμα ενός ψευδοοικουμενισμού.
Σε αυτή την εποχή –της ηγεμονίας της παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού– στο πολιτικό πεδίο, συναντηθήκαμε με πολλά ρεύματα και τάσεις. Συναντηθήκαμε με τα πολλαπλά ρεύματα του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ»: το ρεύμα Χαραλαμπίδη, το ΔΗΚKΙ, τον Παπαθεμελή, κ.λπ. Συναντηθήκαμε με ρεύματα που εξέφραζαν κατ’ εξοχήν την πατριωτική δεξιά, όπως το «Δίκτυο 21». Συναντηθήκαμε με τμήματα της Αριστεράς, από τον Γλέζο και τον Λαφαζάνη έως τον κάποτε Αλαβάνο, που επιχειρούσαν να αρθρώσουν ή έστω να ψελλίσουν μια διαφορετική, από τον κυρίαρχα εθνομηδενιστικό χώρο τους, αντίληψη σύνθεσης της εθνικής και της κοινωνικής διάστασης των αντιθέσεων. Κατά την προηγούμενη περίοδο, μάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι περίπου το 2007, δίναμε ένα προβάδισμα σε αυτές τις δυνάμεις, περισσότερο συγκροτημένες από μας οργανωτικά, προκειμένου να επιχειρηθεί ένα νέο πολιτικό εγχείρημα στην ελληνική κοινωνία, στο οποίο θα μπορούσαμε να συμμετάσχουμε και εμείς. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό και, μετά το 2007, ακολουθούμε μια γραμμή ολοκλήρωσης μιας αυτόνομης ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης μας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για τη διαμόρφωση ευρύτερων πολιτικών υποκειμένων.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια δραστηριότητας, ως Άρδην, καταλήξαμε εν τέλει στη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού πόλου ο οποίος συμπυκνώνει τόσο τις πρόσφατες κατακτήσεις μας, όσο και τους αγώνες και τις ιδεολογικές και θεωρητικές κατακτήσεις από την δεκαετία του 1960 και μετά. Συγκροτούμε εν δυνάμει, και κάποτε και εν τοις πράγμασι, μια ολοκληρωμένη αλλά πάντα ανοικτή στο καινούργιο άποψη – ιδεολογικά, προγραμματικά, οραματικά, πολιτικά. Τα επόμενα χρόνια, αυτή η άποψη πρέπει ν’ αρχίσει να διαμορφώνεται ως μια ενεργός πολιτική πρόταση πανελλήνιας εμβέλειας.
Όντως μπαίνουμε σε μια «καινούργια μεταπολίτευση», όπως υποστηρίζεται, από πολλές απόψεις και από πολλές πλευρές.. Αλλά αυτή δεν μπορεί να την εκφράσει το παλιό πολιτικό σύστημα. Διότι δεν περνάει από το μυαλό των πολιτικών που μιλούν για κάτι τέτοιο πως πρόκειται για μια «μεταπολίτευση» έναντι αυτών των ιδίων. Για τους ανθρώπους τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι η βαθιά ψυχολογική και δομική πρόσδεσή τους στην εξουσία. Πρόσδεση η οποία, ακόμα και όταν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, τους οδηγεί πάντα στα εξουσιαστικά δόκανα. Αν οι προερχόμενοι από την Αριστερά, έχοντας «εκπαιδευτεί» στην «αντιπολίτευση» και τις φράξιες, έχουν μάθει να τριχοτομούν την τρίχα και να είναι επιρρεπείς στις ιδεοληψίες και τις διασπάσεις, οι εκ του ΠΑΣΟΚ προερχόμενοι συνδέουν πάντα την αποτελεσματικότητα με την κυβερνητική δυνατότητα και την εξουσία, αδυνατώντας να κατανοήσουν τη σημασία της ιδεολογικής δουλειάς και διαπάλης. Γι’ αυτό εξ άλλου και σε όλη τη μεταπολίτευση οι ΠΑΣΟΚοι προσελάμβαναν αριστερούς για να διεκπεραιώσοπυν την ιδεολογική δουλειά. Αυτό άλλωστε είναι το δίδυμο που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή, μια και διέθετε την απόλυτη ιδεολογική ηγεμονία στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Εμείς μπορούμε όντως να εκφράσουμε μια «νέα μεταπολίτευση» γιατί αποτελούσαμε ξένο σώμα στην μεταπολίτευση. Αποτελούσαμε, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, το απόλυτο «περιθώριο» της πολιτικής και ιδεολογικής ζωής, χωρίς ποτέ να είμαστε περιθωριακοί, με την έννοια ότι παρεμβαίναμε διαρκώς στην κεντρική πολιτική σκηνή με τον τρόπο μας, χωρίς όμως ποτέ να γινόμαστε στοιχείο της και συνιστώσα της.
Σήμερα, απόψεις ταυτόσημες ή παραπλήσιες με τις δικές μας τείνουν να ενισχυθούν, γεγονός που έχουμε διαπιστώσει εδώ και τρία ή τέσσερα χρόνια και το οποίο επιβεβαιώνεται καθημερινά, τόσο με την απήχηση των εντύπων και των εκδόσεών μας, καθώς και με την αυξανόμενη μαζικοποίηση των εκδηλώσεών μας, όσο και, κυρίως, με την είσοδο νεώτερων γενιών στον χώρο μας. Εξ άλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα προηγούμενα χρόνια ο πατριωτικός χώρος διαμορφώθηκε δια πυρός και σιδήρου μέσα σε ένα απόλυτα αρνητικό περιβάλλον.
Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ιδεολογικές και οργανωτικές μας κατακτήσεις;
Η διατήρηση του Άρδην ως του σοβαρότερου εντύπου ιδεολογικής και πολιτικής επεξεργασίας στη σημερινή Ελλάδα.
Η δημιουργία της Ρήξης ως του προπλάσματος μιας μαζικής εφημερίδας, που δίνει την ευκαιρία σε νεώτερους και περισσότερους ανθρώπους να συμμετάσχουν στην συγγραφή και τη διάδοσή της, βοηθάει να προσεγγίσουμε ένα ευρύτερο κοινό από εκείνο του Άρδην.
Η συγγραφή και η έκδοση δεκάδων βιβλίων που τείνουν να διαμορφώσουν ένα ολοκληρωμένο και διακριτό φιλοσοφικό και ιδεολογικό στίγμα – βιβλία του Κώστα Παπαϊωάννου, του Γιώργου Καραμπελιά, του Θ. Ζιάκα, του Αντρέ Γκορζ, κ.λπ.
Η συστηματική τηλεοπτική παρουσία και κυρίως η δουλειά μας στο διαδίκτυο που μας φέρνουν σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, με έναν σύγχρονο και άμεσο τρόπο.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε στέκια και κέντρα εκδηλώσεων και δραστηριοποίησης σε διάφορες πόλεις, όπως έχουμε ήδη κάνει στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα.
Η παρέμβασή μας στα ζητήματα ταυτότητας –βιβλίο της ιστορίας, Ίδρυμα Φορντ, CDRSEE, Ίδρυμα Σόρος, ΕΛΙΑΜΕΠ, γλωσσικό ζήτημα– στα μεγάλα ιστορικά ζητήματα –1204 και δυτική αποικιοκρατία, διαφωτισμός και ορθοδοξία στην Ελλάδα, αρχαία Ελλάδα και αρχαιοπληξία, Επανάσταση του 1821 και 1922– σε θέματα κοινοτισμού και κοινωνικοπολιτικού οράματος, της οικολογίας, της μετανάστευσης, της οικονομίας, του νεο-οθωμανισμού καθώς και σε διεθνή θέματα – Κίνα, Ισλάμ, σιωνισμός, παγκοσμιοποίηση και ΗΠΑ κ.λπ.
Επίμονη και με τη μεγαλύτερη διάρκεια και συνέπεια είναι η συστηματική μας παρέμβαση στο Κυπριακό και τα λοιπά εθνικά θέματα, παρέμβαση που δεν εξαντλείται μόνο σε συγκεντρώσεις, τηλεοπτικές εκπομπές, εκδόσεις και άρθρα ή μελέτες αλλά φθάνει πλέον και σε ανοικτές διαδηλώσεις στο δρόμο – όπως κάναμε παλιότερα για την δολοφονία του Ισαάκ και του Σολωμού και πρόσφατα με την επίσκεψη Ερντογάν. Ταυτόχρονα, έχουμε αρχίσει να παρεμβαίνουμε και πάλι σε άλλα θέματα, όπως στα οικολογικά, τα φοιτητικά κ.λπ.
Και μπορούμε να κάνουμε περισσότερα βήματα ακόμα.
Είναι η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, και ο «Λόγιος Ερμής», είναι νέα στέκια, είναι η νεολαία, το Κυπριακό, είναι το δίκτυο των σχέσεων που οικοδομούμε. Είναι πριν απ’ όλα το ιδεολογικό βάρος της άποψής μας.
Μπορούμε άραγε να πραγματοποιήσουμε και άλλα άμεσα πολιτικά βήματα; Την επόμενη περίοδο, θα επιταχύνουμε τις προσπάθειές μας, αλλά με προσοχή και περίσκεψη, χωρίς ποτέ να χάνουμε την αυτονομία και την ιδεολογική μας διαύγεια. Εδώ και μερικά χρόνια, έχει τεθεί ως ζητούμενο η μετεξέλιξη ενός ιδεολογικού, κατ’ εξοχήν, υποκειμένου σε πολιτικό. Και έχουμε τονίσει πως θα προχωρήσουμε σε κάτι τέτοιο μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες μιας ενότητας γύρω από τα δώδεκα σημεία που παραθέτουμε στη συνέχεια, και αυτό δεν πρέπει να καθυστερήσει περισσότερο από όσο πρέπει ούτε, αντίστροφα, να επιταχυνθεί πρόωρα. Και προφανώς χρειάζεται κάποιος χρόνος για να αρχίσουν να διαμορφώνονται νέοι άνθρωποι πάνω σε αυτό το νέο σώμα απόψεων, χρειάζεται χρόνος για να αρχίσουν να μετεξελίσσονται άνθρωποι που έρχονται από το παρελθόν, σε μια νέα σύνθεση.
Εμείς ερχόμαστε από μακριά, από τους μεγάλους αγώνες της δεκαετίας του 60 για την Κύπρο, την παιδεία, τους φοιτητικούς και εργατικούς αγώνες, από τους αντιδικτατορικούς αγώνες, από τους μεγάλους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της μεταπολίτευσης. Από όλους τους αγώνες ενάντια στην κατοχή της Κύπρου από το 1974, από τις κινητοποιήσεις ενάντια στην τουρκική επιθετικότητα και τον νεο-οθωμανισμό, από τους αγώνες για την οικολογία και για την απελευθέρωση της γυναίκας, για την νεολαιίστικη αμφισβήτηση. Από τις μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις για το ζήτημα των ταυτοτήτων, για την επαναξιοδότηση της ιστορικής μας μνήμης.
Έχουμε διαμορφώσει μια σημαντική θεωρητικο-πρακτική παρακαταθήκη, διαθέτουμε ήδη εν σπέρματι αυτή την πρόταση μιας ειδικά «ελληνικής επανάστασης», για την οποία μίλησε ο Βάσος Φτωχόπουλος, και το αίτημα είναι, σήμερα που οι συνθήκες αρχίζουν να γίνονται ευνοϊκές για την εκδίπλωσή της στην ελληνική κοινωνία, να αρχίσουμε να τις μεταβάλλουμε σε ένα νέο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό κίνημα.
Εμείς οι λίγοι, οι ταπεινοί, που φέρνουμε μαζί μας τη φωνή τόσων γενιών και τόσων ανθρώπων, εμείς, εδώ, σήμερα, ίσως ανεπίγνωστα, κάνουμε ένα βήμα που έχει μεγάλη σημασία. Γιατί πίσω μας έχουμε συμπυκνωμένη τη δύναμη μια παράδοσης χιλιετιών και των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων για εθνική, κοινωνική και ατομική απελευθέρωση.
«Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής».