Αρχική » Ιδεολογικές διαστάσεις του εθνομηδενισμού και η αντιμετώπισή τους

Ιδεολογικές διαστάσεις του εθνομηδενισμού και η αντιμετώπισή τους

από admin

Από την 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2010

του Σπύρου Κουτρούλη

Ο εθνομηδενισμός ως πνευματικό ρεύμα προϋποθέτει την παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι συμπτωματικό ότι εμφανίζεται σε διάφορες μορφές όταν τα σύνορα για το κεφάλαιο πέφτουν και αυτό κυκλοφορεί σχετικά ανεμπόδιστο. Ειδικά μετά την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, θεωρήθηκε ότι όχι μόνο θα επικρατεί παγκόσμια πλέον το ίδιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, αλλά και τα υφιστάμενα έθνη-κράτη θα απορροφηθούν από μία ευρύτερη πολιτική ενότητα, την «αυτοκρατορία». Βεβαίως, γρήγορα θα κατανοηθεί ότι, αντί να βρεθούμε σε μια ενιαία παγκόσμια ενότητα, βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά στη «σύγκρουση των πολιτισμών».
Οι εθνομηδενιστές είναι δύσκολο να αρνηθούν μια πραγματικότητα –το έθνος–, που εκδηλώνεται με πολλές μορφές, άλλοτε συγκρουσιακά και άλλοτε συνθετικά. Αυτό το οποίο προσπαθούν να κάνουν είναι να το σχετικοποιήσουν και να το εμφανίσουν ως «κατασκευή», ή να αναθεωρήσουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Όλοι οι εθνομηδενιστές έχουν μια θετική εικόνα για την παγκοσμιοποίηση ή και είναι οργανικά δεμένοι μαζί της.
Στη χώρα μας, οι κυριότερες τάσεις είναι:
–    αυτοί που προήλθαν από τη λεγόμενη ανανεωτική αριστερά
–    οι καθηγητές και οι ερευνητές του ΕΛΙΑΜΕΠ, καθώς και ορισμένοι ελάσσονες διανοούμενοι – δημοσιογράφοι και πολιτικοί νεοφιλελεύθερων τάσεων.
–    ορισμένοι αναθεωρητές ιστορικοί, όπως ο Σ. Καλύβας, συντηρητικών και φιλοαμερικανικών τάσεων.
Όλους αυτούς θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε ως κρατικούς διανοούμενους, αλλά ενός κράτους που έχει απαρνηθεί θεμελιώδη στοιχεία της κυριαρχίας του και παράγει ιδεολογία υποτέλειας. Έτσι, οι εθνομηδενιστές μπορεί να είναι καθηγητές σε ΑΕΙ –με τρόπους που πολλοί τους έχουν ψέξει– αλλά συγχρόνως μπορεί να συμμετέχουν σε ευρωπαϊκά προγράμματα, όπου λαμβάνουν μυθώδη ποσά, ή να μισθοδοτούνται από το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο, και αυτό με τη σειρά του, χρηματοδοτείται από το ελληνικό κράτος και από μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Ανοιχτή Κοινωνία του Τ. Σόρος.
Για αυτή την «αριστερά» εύστοχα ο Π. Κονδύλης έγραψε ότι, «έχοντας μετατραπεί σε ουραγό ή σε σφογγοκωλάριο του αμερικανισμού, δεν αντλεί πλέον από ό,τι ζωντανότερο είχε η μαρξιστική παράδοση, δηλαδή την ανελέητη απομυθοποίηση των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά τρέφεται από μια κοινωνική θεωρία που εν μέρει αντικατοπτρίζει και εν μέρει συγκαλύπτει εξιδανικευτικά τις πραγματικές σχέσεις ισχύος μέσα στη δυτική μαζική δημοκρατία». Δυστυχώς, είναι πολύ λίγοι οι στοχαστές που προέρχονται από την ανανεωτική αριστερά –όπως ο Σ. Ασδραχάς ή ο Ν. Βαγενάς–, οι οποίοι δεν διακινούν πλέον τα ιδεολογήματα του εθνομηδενισμού.
Έτσι, ο Α. Λιάκος και ο Π. Πιζάνιας κινητοποιούνται για να αποδείξουν ότι το ελληνικό έθνος είναι νεώτερη κατασκευή στοχαστών όπως ο Α. Κοραής. Ο Δημηρούλης θεωρεί τον Σεφέρη ελληνοκεντρικό εθνικιστή. Ο Καγιαλής χαρακτηρίζει τον Εμπειρίκο αντιδραστικό μοντερνιστή, έναν όρο που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει διανοούμενους όπως ο Ε. Γιούνγκερ, που θεωρήθηκαν ότι διαμόρφωσαν ένα φιλικό προς τον ναζισμό κλίμα. Ο Γιαννουλόπουλος επιτίθεται κατά του στρατηγού Μακρυγιάννη. Η Δραγώνα και η Φραγκουδάκη, με πολύ συζητήσιμες γνώσεις για τον νέο ελληνισμό, χρηματοδοτούνται αφειδώς από το ελληνικό κράτος για να αποδείξουν ότι όχι μόνο η ιδεολογία του ελληνικού σχολείου αλλά και οι Έλληνες εκπαιδευτικοί είναι αντιδραστικοί και σοβινιστές. Η Ρεπούση, με το περιβόητο βιβλίο της, προσπάθησε να περάσει στις νεώτερες γενιές έναν στρογγυλευμένο ιστορικό λόγο, που σχετικοποιεί κρίσιμα ιστορικά γεγονότα, όπως την εκδίωξη και τις σφαγές των Ελλήνων, που διέπραξαν οι Τούρκοι το 1922. Ο Ηρακλείδης τσουβαλιάζει μαζί στοχαστές εντελώς διαφορετικούς, όπως ο Κονδύλης και ο Γιανναράς, ενώ εξιδανικεύει τις σχέσεις με την Τουρκία. Ο Γ. Μηλιός, από τα πρώτα του κείμενα, θεωρούσε την Ελλάδα ιμπεριαλιστική, ενώ υποστηρίζει ότι στην Κύπρο υπάρχει ελληνική όπως και τουρκική κατοχή. Ο Α. Γαβριηλίδης είναι μία περίπτωση μάλλον γραφική, που έχει ενδιαφέρον διότι έφτασε τη λογική όλων των προηγούμενων ως τα άκρα των συνεπειών της. Έτσι, θεωρεί μεγάλο λάθος της αριστεράς τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση, ενώ χαρακτηρίζει από κοινού ως ακροδεξιούς και ρατσιστές τον Ο. Ελύτη, τον Γ. Ρίτσο, τον Ν. Σβορώνο και τον Ν. Ζαχαριάδη.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ, με μεθοδικό τρόπο, εξιδανικεύει την τουρκοκρατία, ενώ εργάζεται συστηματικά για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Ο Θ. Κουλουμπής, από τα βασικά του στελέχη, έχει διατυπώσει τον ευρωαντλαντισμό, δηλαδή μία σχέση ουσιαστικά υποτελή της Ευρώπης στις ΗΠΑ. Ο Θ. Βερέμης, άλλο στέλεχος του ΕΛΙΑΜΕΠ, με άρθρα του επιτίθεται στον στρατηγό Μακρυγιάννη, ενώ στο παρελθόν στήριξε το βιβλίο της Ρεπούση. Με τις περιπτώσεις νεοφιλελεύθερων διανοούμενων δεν αξίζει να ασχοληθούμε, γιατί το έργο τους είναι αποκλειστικά δημοσιογραφικό και η επιρροή του σε καθοδική πορεία.
Η τρίτη περίπτωση, ο καθηγητής της Ιστορίας Σ. Καλύβας –με άγνωστο σε μας εν πολλοίς το υποτίθεται σημαντικό έργο του– προσπαθεί με διάφορα άρθρα να επαναφέρει μια ξεχασμένη ψυχροπολεμική ιδεολογία. Ο προφανής πολιτικός στόχος που υπηρετείται είναι να σπάσει το λεγόμενο «φαιοκόκκινο μέτωπο», δηλαδή ότι συγκρούσεις του παρελθόντος, που βασάνισαν την ελληνική κοινωνία, ξεπεράστηκαν, μπροστά στα νέα διλήμματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καλύβας αφενός εξιδανικεύει την τουρκοκρατία και τις σχέσεις με την Τουρκία, αφετέρου τάχθηκε υπέρ της Δραγώνα. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι «μεταμοντέρνοι ιστορικοί», γράφει ότι «η νεοελληνική ταυτότητα είναι μια σχετικά πρόσφατη ιστορική κατασκευή».
Ο Ράμφος, παρότι δεν ανήκει στις παραπάνω περιπτώσεις, μετά τη στροφή 180 μοιρών που έκανε, συμπλέει φανερά ή σιωπηρά με όλους τους ανωτέρω. Παρομοίως ο Γιανναράς, παρότι δεν αρνείται την πραγματικότητα του ελληνικού έθνους, θεωρεί ότι θα πρέπει να υπαχθεί στη νεο-οθωμανική Τουρκία και στο ΔΝΤ.
Όλη αυτή η θλιβερή ατμόσφαιρα το λιγότερο που κάνει είναι να εμποδίζει την ελληνική κοινωνία να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, για το βιβλίο του Νταβούτογλου, τα άρθρα που δημοσίευσε η ΑΥΓΗ ή έγραψε ο Ράμφος κρατούν τις τουρκικές επιβουλές, που διατυπώνονται με κυνικό τρόπο, ως επτασφράγιστο μυστικό. Επίσης ο Γιανναράς, αντί να στέκεται στις τουρκικές απαιτήσεις, που θεωρούν τον έλεγχο του Αιγαίου και της Κύπρου ως προαπαιτούμενο για να γίνουν παγκόσμια δύναμη, επιτίθεται κατά του Π. Κονδύλη.
Γνωρίζουμε από παλιά ότι ο ξένος παράγοντας προσπαθούσε να ελέγξει τους Έλληνες διανοούμενους. Παλιότερα με το Ίδρυμα Φορντ, κατόπιν με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, αποσκοπούσε ή να τους ουδετεροποιήσει ή να τους καταστήσει όργανά του.
Σε αντίθεση με αυτά, έχουμε χρέος να προασπίσουμε τη μικρή μας πατρίδα και τον ιστορικό και πάντα ενδιαφέροντα και γόνιμο πολιτισμό μας. Είναι αναγκαίο να γίνει μία ριζική πολιτική μεταρρύθμιση με κατεύθυνση την άμεση δημοκρατία, καθώς και την παραγωγική μεταστροφή της οικονομίας μας. Η συνεργασία με τα Βαλκάνια, με τη Ρωσία, η πολυμερής εξωτερική πολιτική είναι ό,τι φοβάται ο νεο-οθωμανισμός. Μέσα από τα έντυπα που εκδίδουμε, αλλά και το διαδίκτυο, μπορούμε να κάνουμε κοινωνό των σκέψεών μας την ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας έτσι χειροπιαστά πολιτικά αποτελέσματα.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ