Από την 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2010
του Ευάγγελου Κ. Τσεκούρα Άρδην τ. 82
Η Ελλάδα, σχεδόν αμέσως μετά την εδραίωση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, με πρωτοβουλία του κυβερνώντος κόμματος της συντηρητικής παρατάξεως (Κ. Καραμανλής) και την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κέντρου (Γ. Μαύρος) όπως και του ΚΚΕ (εσωτερικού), έθεσε ως πρώτο στόχο της κρατικής της πολιτικής την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και μέσω αυτής στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία. Αντίπαλοι στον παραπάνω στόχο, στο εσωτερικό πεδίο, εμφανίζονται το νεοπαγές ΠΑΣΟΚ (Α. Παπανδρέου), που θεωρεί ότι θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα –χώρα της περιφέρειας– να ενταχθεί σε οικονομικό σχηματισμό με προοπτική οικονομικής ενοποιητικής διαδικασίας μαζί με χώρες του μητροπολιτικού κέντρου, όπως επίσης και το ΚΚΕ, που εντάσσει τις βασικές του αντιρρήσεις στην τότε αντίθεση καπιταλιστικής Δύσης – «σοσιαλιστικής» Ανατολής.
Ανεξαρτήτως των διαφωνιών στο εσωτερικό της χώρας, η κύρια αντίδραση προέρχεται από την ίδια τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, υπό την επίδραση των κρατών-μελών της Β. Ευρώπης, που με σκεπτικό παρόμοιο, αν και με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες από αυτή του Α. Παπανδρέου, εισηγείται την απόρριψη της αιτήσεως εντάξεως της Ελλάδος στην ΕΟΚ και αντιπροτείνει «ειδική σχέση», θέση την οποία υιοθετεί και στο εσωτερικό ο Α. Παπανδρέου. Η πλήρης ένταξη της Ελλάδος συντελείται με την επιμονή του Κ. Καραμανλή και την υποστήριξη της Γαλλίας.
Με την πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ, από 1-1-81, μολονότι η διακυβέρνηση της χώρας ασκείται από το «αντιευρωπαϊκό» ΠΑΣΟΚ, η υπόμνηση των διαρθρωτικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας και η προσπάθεια για θεσμοποίηση ειδικών λειτουργικών ρυθμίσεων ατονεί (με εξαίρεση την κατάρτιση ενός αφελούς μνημονίου το έτος 1983) και δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην καθιέρωση των ΜΟΠ και άλλων συναφών προγραμμάτων, με αντικείμενο την είσπραξη κοινοτικών κονδυλίων αντισταθμιστικών των οικονομικών εκροών της χώρας, λόγω της λειτουργίας της Κοινής Αγοράς και της καταργήσεως των προστατευτικών για την εθνική οικονομία συνόρων.
Το έτος 1993 συμπίπτουν δύο καταλυτικά για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα γεγονότα, αφενός η εφαρμογή της Ενιαίας Πράξεως (υιοθετηθείσα το έτος 1986), που επιβάλλει την ελεύθερη και ακώλυτη λειτουργία της Κοινής Αγοράς (μέχρι τότε η πλήρης εφαρμογή της εμποδίζετο από τις επιφυλάξεις επιμέρους Κ-Μ, κυρίως ως προς την απελευθέρωση της κυκλοφορίας κεφαλαίων και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων όπως και μερικών υπηρεσιών) και, αφετέρου, η ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, με την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, την αφαίρεση της ασκήσεως νομισματικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις των Κ-Μ και την ανάθεσή της στην ανέλεγκτη από εθνικά θεσμικά όργανα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσα σε ένα πλέγμα κανόνων άτεγκτου νεοφιλελευθερισμού.
Ενώ σε όλες τις χώρες της Ε.Κ., με κορυφαία τη Γαλλία (διενέργεια δημοψηφίσματος), αναπτύσσεται ένας ευρύς και εμβεβαθυμένος διάλογος για τον νέο χαρακτήρα που αποκτά η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες στα κράτη-μέλη, κυρίως όμως για τις επιπτώσεις της στη δημοκρατική λειτουργία τους, αφού η άσκηση της νομισματικής πολιτικής αφαιρείται από τα δημοκρατικώς εκλεγόμενα θεσμικά όργανα, αντιθέτως στην Ελλάδα επικάθεται μία «μπρεζνιεφικού» τύπου σιωπή, κάθε δε προβληματισμός και αμφισβήτηση είναι εξ ορισμού εξοστρακιστέα από τον δημόσιο διάλογο.
Τα περίφημα τέσσερα κριτήρια εισόδου και παραμονής μιας χώρας στη ζώνη του ευρώ, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται, όπως και οι αναγκαίες σκληρές μεταρρυθμίσεις (εφικτές ή μη, εξεταστέον) καθώς και η δυνατότητα της ελληνικής εθνικής οικονομίας να ακολουθεί νομισματική πολιτική (επιτόκιο νομίσματος – συναλλαγματική ισοτιμία) καθοριζόμενη από ανάγκες και συμφέροντα άλλων –καταφανώς ισχυροτέρων-εθνικών οικονομιών με όλως διαφορετική διάρθρωση, λειτουργία και νοοτροπία από τη δική της, παρέμειναν στη σφαίρα του αγνώστου και εκαλύφθησαν υπό το νέφος του ευρωπαϊκού μυθεύματος.
Ως αρωγός στην κατάργηση του ουσιαστικού και δημοκρατικού διαλόγου, σχετικού με τις αλλαγές στην Ε.Κ και για τις επιπτώσεις που αυτές θα έχουν στην Ελλάδα, όπως και για τη δυνατότητα διαρθρωτικών αλλαγών ή μεταβολής πολιτικών που έπρεπε να εφαρμοσθούν, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί (και εφ’ όσον ήταν δυνατόν) στις επελθούσες μεταβολές, χρησιμοποιείται το ιδεολόγημα του «ευρωπαϊσμού». Οι κήρυκες αυτού του ιδεολογήματος που κατακλύζουν τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ και τις διευθυντικές θέσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα προβάλλουν το μύθευμα της ομογενούς ενωμένης Ευρώπης, μέσα στην οποία καταργούνται οι ιδιαιτερότητες και τα συμφέροντα των εθνικών κρατών των συγκροτούντων την Ε.Ε. και θεωρείται αρκετή για την απόκτηση ευμάρειας των λαών–πληθυσμών η άκριτη αποδοχή και εφαρμογή των αποφάσεων των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης. Σημειώνεται ότι τέτοιοι ισχυρισμοί περί «ενωμένης Ευρώπης» είναι αντίθετοι και με το πνεύμα, αλλά και με το γράμμα των Συνθηκών (απόρριψη Ευρωσυντάγματος και οπισθοχώρηση στη Συνθήκη της Λισσαβώνας) και προφανώς χρησιμοποιούνται ως όπλο και άλλοθι για την επιβολή συγκεκριμένων οικονομικών, αλλά και γεωπολιτικών συμφερόντων. Η στήριξη που τα συγκεκριμένα συμφέροντα (εσωτερικά και εξωτερικά) προσφέρουν στους ευρωπαϊστές «ιδεολόγους» είναι περισσότερο από προκλητική. Οι εν Ελλάδι ευρωπαϊστές κόπτονται για την υιοθέτηση του ευρώ, χωρίς να εξετάζουν αν η εθνική οικονομία ανταποκρίνεται στα θεσπισμένα κριτήρια, συμπράττουν στην υποβολή ψευδών δημοσιολογιστικών στοιχείων, πλειοδοτούν στον άμετρο εξωτερικό δανεισμό προκειμένου αυτός να χρησιμοποιηθεί όχι για παραγωγικές επενδύσεις ή τόνωση της ζήτησης εγχωρίως παραγομένων προϊόντων που αυξάνουν το εθνικό προϊόν, παρορώντες (αφού ως ευρωπαϊστές οφείλουν να το γνωρίζουν καλύτερον παντός άλλου) ότι οι επιβαλλόμενοι από τη Συνθήκη σκληροί περιορισμοί του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους μετρώνται ως ποσοστό επί του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος. Δηλαδή, γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν πολύ καλώς ότι οι Συνθήκες προϋποθέτουν εθνικές οικονομίες με δικά τους μεγέθη, συμφέροντα και υποχρεώσεις. Σε επίπεδο συμβολισμού, ο προσδιορισμός «Εθνική» κατηργήθη από το υπουργείο Οικονομίας δέκα περίπου χρόνια πριν την κατάργηση του ίδιου προσδιορισμού από το υπουργείο Παιδείας.
Επίσης γνωρίζουν πολύ καλώς και αντιλαμβάνονται διά της κοινής οικονομικής λογικής, αλλά και των κοινών στατιστικών στοιχείων, ότι τα εισρέοντα χρηματικά ποσά των δανείων χρησιμοποιούνται για αγορά προϊόντων και υπηρεσιών παραγομένων από τις δανείστριες χώρες και συνεπώς «επαναπατρίζονται», του βάρους όμως της αποπληρωμής τους επιπίπτοντος και παραμένοντος στις πλάτες της στάσιμης και ευνουχισμένης ελληνικής οικονομίας.
Ενώ οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλώς τις απαγορεύσεις τις κοινοτικής νομοθεσίας τις σχετικές με την λαθρομετανάστευση, όπως και την υποχρέωση και ευθύνη της κοινοτικής χώρας από την οποία, το πρώτον, αυτοί εισήλθαν στον ευρωπαϊκό χώρο, να αναλάβει η ίδια την επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης, ακόμη και αν έχουν εγκατασταθεί σε άλλη χώρα-μέλος, αποδέχονται τη μετατροπή της χώρας (καθ’ ότι κύριας πύλης εισόδου) σε προαύλιο σταυλισμού μεταναστών, για να μη «λερωθεί» το κύριο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και επιστρατεύουν τις θεωρίες περί ρατσισμού και ξενοφοβίας σε όσους διατυπώνουν έστω και απλό προβληματισμό για τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και δημογραφικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής.
Οι ιθαγενείς ευρωπαϊστές εμφανίζουν πλήρη αγραμματοσύνη για το περιεχόμενο διατάξεων των Συνθηκών, όπως αρθρ.4, παρ.2 «Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, καθώς και την εθνική τους ταυτότητα, που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή,…» ή άρθρ. 17, παρ.1 «1. Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη», και προβάλλουν απόψεις και προτάσεις με βασικό πυρήνα τους τον εθνομηδενισμό, εν ονόματι μιας ιδέας περί «Ενωμένης Ευρώπης» την οποία μόνοι τους, αυθαιρέτως, νοηματοδοτούν. Πάλι παραβλέπουν ότι νοηματοδότηση στον ίδιο ή προσομοιάζοντα όρο είχαν (μεταξύ άλλων) επιχειρήσει, αναλαμβάνοντας βεβαίως και το ιστορικό ρίσκο, οι Ναπολέων, Τρότσκι και Χίτλερ.
Το ευρωπαϊστικό ιδεολόγημα διαπεπλεγμένο με τις θεωρίες της παγκοσμιοποίησης οδηγεί την Ελληνική Πολιτεία και κατά ένα μέρος και την ελληνική κοινωνία στην υποβάθμιση του ενδιαφέροντος για το «εθνικό», με συνεπακόλουθο την έναρξη διαδικασίας αποδόμησης του Ελληνικού Εθνικού Κράτους σε όλους τους τομείς λειτουργίας (δημόσια οικονομικά, μεταποιητικό κλάδο, γεωργία-ανάπτυξη υπαίθρου, παιδεία, μεταναστευτικό, εξωτερική πολιτική, πολιτισμό, σχέσεις με Εκκλησία κ.λπ.).
Η αποκάλυψη-έκρηξη του δημοσιονομικού χρέους απεκάλυψε τον πλήρη εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας απέναντι στις ίδιες τις διατάξεις των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, απεκάλυψε όμως ταυτόχρονα και το μύθευμα μιας Ενωμένης Ευρώπης έτσι όπως αυτό, με ολοκληρωτικές προπαγανδιστικές μεθόδους, ενεφανίζετο στην Ελλάδα, που άλλωστε είναι διαφορετικό ακόμη και από αυτό που προβλέπουν οι Συνθήκες.
Χωρίς κάποια κρυφή σκέψη επανάληψης ιστορικών τραγικών στιγμών, προσφέρεται στην προκειμένη περίπτωση η αναπτυχθείσα κατά τη δίκη των έξι πρωταιτίων της μικρασιατικής καταστροφής άποψη περί ενδεχομένου (εμμέσου) δόλου των πρωταιτίων. Όπως εκείνοι έπρεπε να θεωρηθούν ένοχοι όχι επειδή αμέσως και ευθέως θέλησαν να ζημιώσουν την πατρίδα τους, αλλά επειδή προέταξαν, ως υπερκείμενα πάντων, τα συμφέροντα της δυναστείας και την επαναφορά και εκ νέου εγκαθίδρυσή της στην Ελλάδα, παραβλέψαντες τα εγγενή και αυτονόητα συμφέροντα της χώρας, ομοίως και οι ιθαγενείς ευρωπαϊστές επέδειξαν την ίδια εγκληματική αβλεψία όσον αφορά στον λόγο ιδρύσεως και υπάρξεως του ελληνικού Εθνικού Κράτους και προέκριναν την, παντί τρόπω και μέσω και άνευ όρων, συμμετοχή της Ελλάδος στο όντως σοβαρό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας και την ενσωμάτωση της Ελλάδος στην «ενωμένη Ευρώπη», την οποία εθεώρησαν ως κάτι εξ ορισμού υπερκείμενο και ανώτερο, ενώπιον του οποίου έπρεπε να υποκλιθούν προφανή και αυτονόητα συμφέροντα της χώρας.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Η Καθημερινή (8-8-10) ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ, νεοφιλελεύθερος και άρα ούτε αριστερός ή κεϋνσιανός, ταυτοχρόνως δε υπέρμαχος της θεσπίσεως και λειτουργίας του ευρώ, αναφέρει «…Και τώρα φθάσαμε στο τέλος του δρόμου. Πράγματι, αν υπήρχε η δραχμή, το ζήτημα του χρέους θα αντιμετωπιζόταν μέσω της υποτίμησης και του πληθωρισμού. Η Ελλάδα γνώριζε, όμως, πριν μπει στην Νομισματική Ένωση ότι αυτοί ήταν οι κανόνες και όφειλε να συμπεριφερθεί αναλόγως. Άντ’ αυτού φερθήκατε σχεδόν σαν παιδάκια που δεν αναγνωρίζουν τα όρια».
Όμως, όσο καλοπίστως αφελείς και αν θελήσουμε να γίνουμε, είναι αδύνατο να αναγνωρίσουμε, σε όλους αυτούς τους σπουδαίους ή σπουδαιοφανείς πολιτικούς, οικονομολόγους, αναλυτές κ.λπ., που επέσειαν τους τίτλους τους από όντως περιώνυμα Πανεπιστήμια του εξωτερικού ή την θητεία τους σε διεθνείς Οργανισμούς ή σε θηριώδη ιδιωτικά οικονομικά συγκροτήματα, την έλλειψη καταλογισμού την οποία αναγνωρίζει στα παιδιά το ποινικό δίκαιο.