Η κρίση του δυτικού κόσμου, οικονομική, ηθική, ιδεολογική και πολιτική, είναι μια κρίση μεγάλης κλίμακας και μεγάλων διαστάσεων. Έτσι, ο χάρτης του κόσμου μεταβάλλεται ριζικά. Στα προηγούμενα πενήντα χρόνια άλλαξε δημογραφικά και το πληθυσμιακό βάρος της Δύσης μειώθηκε κατακόρυφα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια άλλαξε και οικονομικά, διότι το οικονομικό επίκεντρο του κόσμου μετακινήθηκε ανατολικά. Τέλος, την τελευταία εικοσαετία, αρχίζοντας από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μεταβάλλεται και η πολιτική και γεωπολιτική πραγματικότητα, ενώ το κέντρο των εξελίξεων απομακρύνεται από τα παραδοσιακά κέντρα του κόσμου, Νέα Υόρκη, Μόσχα, Παρίσι. Πεκίνο, Σαγκάη, Σάο Πάολο, Βομβάη, Τεχεράνη, Κωνσταντινούπολη, αποτελούν τα αναδυόμενα κέντρα μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής γεωγραφίας. Σε αυτές τις συνθήκες τα σύνορα του δυτικού κόσμου, Βελιγράδι, Μόσχα, Αθήνα, Τελ Αβίβ, μπαίνουν σε βαθύτερη κρίση απ’ ό,τι το επίκεντρό του, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βερολίνο.
Από την αντίστροφη πλευρά ενεργοποιούνται –θετικά ή αρνητικά– οι συνοριακές με τη Δύση χώρες, Μέση Ανατολή, Τουρκία, Λατινική Αμερική. Η Τουρκία, μπροστά στο γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια και για επιλύσει τα εσωτερικά της ζητήματα, κυρίως το κουρδικό, δοκιμάζει μια φυγή μπρος το οθωμανικό παρελθόν της, επιθυμώντας να ανασυστήσει έναν νέο οθωμανισμό, στηριγμένο σε μια εσωτερική ισλαμοκεμαλική σύνθεση.
Οι άρχουσες ελίτ της Ελλάδας, ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος τους, νιώθουν βαθιά απογοήτευσή από τη Δύση, ενώ παράλληλα δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν –όπως θα έπρεπε– έναν βαλκανικό πόλο, ούτε εξάλλου δοκίμασαν ποτέ να το κάνουν. Γι’ αυτό σήμερα είναι έτοιμες να παραδοθούν ψυχή τε και σώματι στον νέο περιφερειακό σταθμάρχη, τον οποίο «κουράστηκαν» να αντιμετωπίζουν από το 1974 και μετά, απεμπολώντας την ανεξαρτησία μας.
Αν λοιπόν στη δεκαετία του 1990 η κυριότερη ιδεολογική έκφραση της εθνοαποδόμησης ήταν ο μεταμοντέρνος δυτικόφιλος εκσυγχρονισμός, σήμερα τείνει να μετατεθεί όλο και περισσότερο προς τον νεο-οθωμανισμό.
Από τη φύση αυτής της μετάθεσης, σε αυτήν παίζουν σημαντικό, αν όχι και πρωτεύοντα ρόλο, όχι πλέον οι δυτικόφιλες και δυτικολάγνες εκφράσεις της εθνοαποδόμησης, αλλά οι ανατολικότροπες, της «καθ’ ημάς Ανατολής», και μιας «οικουμενικότητας», του γένους, που περιφρονεί το έθνος-κράτος μας. Γι’ αυτό οι νέοι εθνοαποδομητές εμφανίζονται με αντίστροφο πρόσημο από ό,τι οι παλαιότεροι. Κοινό τους χαρακτηριστικό, η άρνηση των κρατικών μορφωμάτων του ελληνισμού –της Ελλάδας και της Κύπρου– και η καταφυγή στον «διεθνισμό», είτε πρόκειται για τον κοσμοπολιτισμό των δυτικόφιλων είτε για τον «οικουμενισμό».
Γι’ αυτό εξάλλου καθίσταται αναγκαία η άμεση και σε βάθος κριτική των ιδεολογημάτων που στηρίζουν τη νεο-οθωμανική αντίληψη, με την ευκαιρία μάλιστα της έκδοσης στα ελληνικά του opus magnum του ρεύματος, δηλαδή του βιβλίου Στρατηγικό Βάθος του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Στο αφιέρωμα λοιπόν περιλαμβάνονται τέσσερα κείμενα: Ένα εκτενές του Γιώργου Καραμπελιά και τρία μικρότερα, του Βασίλη Φίλια του Νεοκλή Σαρρή και ένα άρθρο του Economist για το τι σηματοδοτεί η αλλαγή ηγεσίας στο κεμαλικό κόμμα στην Τουρκία. Τέλος, στο προσεχές τεύχος του Άρδην θα δημοσιευθεί μια εκτενής βιβλιοκριτική του βιβλίου του Νταβούτογλου από τον Γιώργο Ρακκά.
Όψεις νεοθωμανισμού στην Eλλάδα
181