του Νικόλα Δημητρίαδη από το Άρδην τ. 77
Eίναι περίεργο, αλλά ένα κτήριο που αποτέλεσε, κάποτε, ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, περνάει σήμερα σχεδόν απαρατήρητο… O Ναός του Ολυμπίου Διός, παρά τους 104 κίονες ύψους 17 μέτρων (θα απαιτήσουν 4πλάσια ποσότητα μαρμάρου από τους κίονες του Παρθενώνα – 15.500 τόνους) παρέμεινε μέχρι σήμερα στη σκιά του Παρθενώνα, του Θησείου, του Ερέχθειου και του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Ο Ναός ξεκίνησε από τους υιούς του Πεισίστρατου έχοντας ως πρότυπο το Ηραίο της Σάμου που ανήγειρε ο τύραννος Πολυκράτης. Η Αθήνα έπρεπε να ξεπεράσει την Ιωνία της επιβολής και του εντυπωσιασμού – του Ηραίου και του Αρτεμισίου. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν διαφορετική γνώμη. Κέντρο της πόλης ήταν η Ακρόπολη με τον Πρωταρχικό Παρθενώνα, πρόδρομο του Παρθενώνα του Περικλή. Ο τεράστιος όγκος του Ολυμπιείου θεωρήθηκε ύβρις. Με τον εξοστρακισμό του Ιππία οι εργασίες θα σταματήσουν και ο Ναός θα μείνει ημιτελής επί τρεις και πλέον αιώνες. Η κλασική εποχή δεν τον χρειαζόταν.
Ο Ναός θα πρέπει να περιμένει μέχρι την ελληνιστική εποχή, το 175 π.Χ. για να συνεχιστούν οι εργασίες. Αυτή τη φορά το γιγαντιαίο οικοδόμημα θα προσελκύσει τη μεγαλομανία του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Δ΄. Περίεργο, ίσως, αλλά δεν θα βρεθεί κάποιος Αθηναίος που να μπορούσε (ή μήπως να ήθελε;) να αναλάβει τις εργασίες. Ο αρχιτέκτονας θα είναι Ρωμαίος. Η ύβρις θα χτυπήσει την πόρτα της Αθήνας για δεύτερη φορά, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Ο θάνατος του Αντίοχου θα αφήσει τον Ναό και πάλι ημιτελή. Θα χρειαστεί να περάσουν άλλοι τρεις αιώνες για να ολοκληρωθεί, αυτήν τη φορά από έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα, τον Ανδριανό.
Το Ολυμπιείο μπορεί να μας μάθει πολλά για τον τρόπο που προσεγγίζουμε ένα αρχιτεκτόνημα. Για τον αρχαιολόγο Gottfried Gruben δεν ήταν παρά «ένα κολοσσιαίο οικοδόμημα που για τους φιλέλληνες Ρωμαίους αποτελούσε μεν ένα θαύμα, στο ελληνικό έδαφος, όμως, φαντάζει σαν ένας ξένος που έχασε τον δρόμο του. Έτσι περνά σχεδόν απαρατήρητο στη σκιά της Ακρόπολης.» Πράγματι, ο Ναός του Ολυμπίου Διός αποτελεί ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό κατόρθωμα. Οι αρχαιολόγοι και οι αρχιτέκτονες δεν μπορούν να τον παραβλέψουν. Τα κτήρια, όμως, δεν είναι μόνο τεχνολογία και αισθητική. Έχουν αρχές και αξίες. Και όπως η τέχνη ολόκληρη, καθρεφτίζουν την κοινωνία που τα έκτισε. Η κλασική Ακρόπολη ανήκε στους πολίτες της Αθήνας. Όφειλε να καθρεφτίζει τον πολιτισμό και τις αξίες της πόλης. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που ήταν. Το Ολυμπιείο κτίστηκε διαδοχικά από έναν τύραννο, έναν βασιλιά και έναν αυτοκράτορα και όφειλε να έχει τις αντίστοιχες αρχές και αξίες. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που είναι.
Γι’ αυτό τον λόγο και το νέο μουσείο της Ακρόπολης δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτό που είναι. Ο επισκέπτης του δεν βλέπει σε αυτό τις ιδέες ενός αρχιτέκτονα, αλλά τις ιδέες μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η αδιαφορία για τον περιβάλλοντα χώρο, η αλαζονεία, η κούφια έπαρση, η υπερίσχυση του εντυπωσιασμού αντί της ουσίας, η σύγχυση της απλότητας με τη ρηχότητα δεν αποτελούν στοιχεία του χαρακτήρα του κυρίου Τσουμί ή της επιτροπής που επέλεξε το σχέδιό του. Αποτελούν βασικές αρχές της σημερινής κοινωνίας και θα συνόδευαν το μουσείο ανεξαρτήτως σχεδίου ή αρχιτέκτονα. Τα ίδια στοιχεία μοιράζονταν και οι υπόλοιπες προτάσεις του διεθνούς διαγωνισμού. Οι αρχές τις οποίες έπρεπε να ακολουθεί το σχέδιο δεν ορίστηκαν από κάποια επιτροπή ειδικών, αλλά από την ίδια την κοινωνία. Αν το μουσείο σεβόταν την αισθητική του περιβάλλοντος χώρου δεν θα μιλάγαμε για «αρμονική συνύπαρξη», αλλά για «βαρετή ομοιομορφία». Αν το μουσείο δεν ήταν τόσο ογκώδες, δεν θα είχαμε ένα «μουσείο που σέβεται το αττικό μέτρο», αλλά ένα μουσείο «φτωχό συγγενή των μεγάλων μουσείων της Εσπερίας». Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο.
Το μουσείο είναι ένα σύγχρονο κτήριο που απευθύνεται σε σύγχρονους ανθρώπους. Ο ιδανικός επισκέπτης πρέπει να συμμερίζεται τον ατομικισμό και την αλαζονεία που εμπνέει το κτήριο. Να κομπάζει για τη ρηχότητά του, όπως το τσιμεντένιο αυτό τσόφλι κομπάζει για τις λαμαρίνες και τις τζαμαρίες του. Να πιθηκίζει μπροστά σε εκθέματα που δεν του λένε τίποτα και δεν χρειάζεται να του πουν. Το μουσείο έχει φροντίσει γι’ αυτό. Αρκεί να χάσκει δεξιά κι αριστερά, καθ’ υπόδειξιν του ξεναγού. Πρέπει, άλλωστε, να κινείται γρήγορα ανάμεσα στα εκθέματα, όπως σε ένα σούπερ μάρκετ. Δεν μπορεί να στέκεται με τις ώρες μπροστά τους. Δεν χρειάζεται να ακούσει τι έχουν να του πουν. Άλλωστε, δεν μπορεί. Και τα ταμπελάκια είναι φειδωλά. Θα διαβάσει ό,τι χρειάζεται αργότερα, στο βιβλιαράκι που θα αγοράσει από το γυφτ-σοπ (το μουσείο διαθέτει δύο μίνι μάρκετ αναμνηστικών). Θα έχει μετά να λέει για το κεκλιμένο επίπεδο, τα γυάλινα δάπεδα, το εστιατόριο, τη θέα… Α, ναι, και τα εκθέματα… Τα γλυπτά του Παρθενώνα (ή αλλιώς «τα μάρμαρα», για όσους συγχέουν τα αγάλματα και τα ανάγλυφα με τους νεροχύτες και τις μπανιέρες). Οι δημιουργοί θα υπερηφανευθούν διότι έφτιαξαν ένα πραγματικό μουσείο και όχι απλά μια «αποθήκη αρχαιοτήτων». Δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν ότι έφτιαξαν ακριβώς αυτό που ήθελαν να αποφύγουν. Μια αποθήκη αρχαιοτήτων. Και μάλιστα του χειρίστου είδους.
Βέβαια, οι οπαδοί του μουσείου θα αντιτείνουν πολλά για την αξία του. Θα μιλήσουν για αισθητική, κάλλος, ήθος… Οι καημένοι, ως και τον αττικό ήλιο θα προσπαθήσουν να εντάξουν στην κατασκευή τους. Αλλά είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Όχι βέβαια. Ο αττικός ήλιος δεν θα δεχθεί το νέο μουσείο – μαύρες σίτες καλύπτουν τις τεράστιες τζαμαρίες του, κρατώντας τον ήλιο σε απόσταση. Θα μιλήσουν, επίσης, για τεχνολογικές και τεχνικές καινοτομίες που δεν μπορεί να κατανοήσει ο οποιοσδήποτε άσχετος από αρχιτεκτονική. Και είναι φυσικό. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική, όπως και η τέχνη, δεν απευθύνεται στον λαό. Απευθύνεται στους ίδιους τους αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες αντιστοίχως, που γνωρίζουν τα μυστικά της. Και απευθύνεται, βέβαια, και στους λίγους εκείνους που μπορούν να τους χρηματοδοτούν. Με λίγα λόγια οι αποδέκτες της περιορίζονται στην πνευματική (;) και οικονομική ελίτ. Για αυτούς όλους το μουσείο της Ακρόπολης μπορεί, όντως, να είναι ωραίο, εντυπωσιακό, πρωτοποριακό, καλαίσθητο. Για τον υπόλοιπο «κοσμάκη», όμως, θα είναι πάντοτε «μία μπούρδα και μισή»!
Και θα θυμίζει πάντοτε την προσπάθεια του Ολυμπιείου να επισκιάσει τον Ιερό Βράχο. Και αν εκείνο δεν τα κατάφερε, παρά την αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική του αξία, το νέο μουσείο, καθ’ όλα κατώτερο του Ολυμπιείου, έχει έναν κρυμμένο άσσο. Κρύβει (κυριολεκτικά) μέσα του την καρδιά του Παρθενώνα. Και ατενίζει την Ακρόπολη με όλο τον φθόνο και την έπαρση της εποχής μας. Αν το ηλίθιο βιντεάκι του κ. Γαβρά δείχνει τους χριστιανούς να πελεκάνε τα ανάγλυφα του ναού, το νέο μουσείο πελεκάει τις ίδιες τις αξίες που ο ναός αυτός πρεσβεύει…
Όπως εύστοχα ειπώθηκε, για να μπορέσει το νέο μουσείο να «συνομιλήσει» με το πρότυπό του θα πρέπει να γκρεμιστούν όχι μόνο οι δύο πολυκατοικίες της Δ. Αεροπαγίτου, αλλά και η μισή Αθήνα, της Ακροπόλεως συμπεριλαμβανομένης. Γιατί, βέβαια, το μόνο κτήριο με το οποίο μπορεί να «συνομιλήσει» το νέο μουσείο δεν είναι άλλο από το μολ του Αμαρουσίου. Άλλωστε εκεί δίπλα θα μπορούσε να ταιριάξει και στο περιβάλλον. Ένα σύγχρονο κτήριο δεν χωράει εύκολα σε μία παλιά γειτονιά. Στη λεωφόρο Κηφισίας θα μπορούσε να αναπνεύσει και να αναδειχθεί. Γι’ αυτό και μας δείχνει νοερά προς τα εκεί. Το μέλλον της Αθήνας δεν μπορεί να είναι το Θησείο και η Πλάκα, αλλά το Μαρούσι και η Κηφισίας. Η Αθήνα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, όταν το Μαρούσι φθάσει μέχρι την Ακρόπολη. Το πρώτο βήμα έγινε, τι περιμένουμε; Αλλά στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αισθητική και γούστο και τέχνη και άποψη. Μιλάμε, πλέον, για ποιότητα ζωής. Και για ποιότητα ανθρώπων.