Αρχική » Τα ρέστα μας

Τα ρέστα μας

από admin

Της Σύνταξης

Τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς η πολιτικές εξελίξεις επιταχύνθηκαν µε την πτώση του Γ. Παπανδρέου, τη μετακίνηση του Α. Σαμαρά προς τα αδιέξοδα της συναίνεσης και τη συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας, οι Έλληνες συνειδητοποιούν σταδιακά το βάθος και την έκταση της κρίσης, που επεκτείνεται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη και δεν αφήνει περιθώρια για τις αυταπάτες της προηγούμενης περιόδου, για μια σχετικά ταχεία και μάλλον ανώδυνη έξοδο. Και το δίλημμα γίνεται όλο και πιο επιτακτικό. Από αυτή την κρίση είτε θα εξέλθουμε συντετριμμένοι, σε μια μοιραία καθοδική σπείρα, είτε θα επιχειρήσουμε μια έφοδο προς τον ουρανό, όντας υποχρεωμένοι, για να απαντήσουμε στα δομικά χαρακτηριστικά της κρίσης, να αναστρέψουμε μια καθοδική πορεία δεκαετιών. Διότι, όπως τόσες φορές έχει συμβεί στην ιστορία μας, όταν αντιμετωπίζουμε μία μείζονα κρίση, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε κυριολεκτικά υπαρξιακά ερωτήματα.
Στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό λοιπόν, πληθαίνουν τα αδιέξοδα, παρόλο που η λαϊκή αντίσταση και κατακραυγή κατόρθωσε να επιτύχει την εκπαραθύρωση του Γ. Παπανδρέου, όχι όμως, ακόμα, ολόκληρης της συμμορίας του. Και γι’ αυτό ευθύνεται, εν πολλοίς, η Νέα Δημοκρατία, η οποία, όταν ο Παπανδρέου κατέρρεε μαζί με το ΠΑΣΟΚ, μετά την ταπείνωση των Καννών, κατόρθωσε με την πρόταση για κυβέρνηση συνεργασίας να δώσει το φιλί της ζωής σε αυτό το ετοιμόρροπο κόμμα. Διότι ήταν βέβαιο πως η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και θα δρομολογούνταν ταχύτατες πολιτικές εξελίξεις με άμεση αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ. Αντ’ αυτού πετύχαμε μόνο την αποχώρηση Παπανδρέου και την εμπλοκή στην εξουσία και ενός μεγάλου μέρους του υπόλοιπου πολιτικού συστήματος. Και αυτό δεν είναι απλώς συνέπεια του ενός ή άλλου «λάθους» του Σαμαρά ή των συμβούλων του. Είναι συνέπεια της βαθύτερης υφής αυτού του κόμματος και αυτού του συστήματος.
Παράλληλα, οι λεγόμενοι αντιµνηµονιακοί χώροι, εκτός ΚΚΕ, επιδίδονται σε µια διαρκή «µετωπολογία». Εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, και άλλοι που συνδιαλέγονται µε περισσότερες από µία πρωτοβουλίες. Εν µέσω αυτής της «κινητικότητας», εντείνονται και οι πιέσεις στον δικό µας χώρο ώστε να µη  µείνουµε για µια ακόµη φορά εκτός κοµµατικού ή/και κοινοβουλευτικού νυµφώνος.
Ωστόσο η πραγµατικότητα, δείχνει ότι βρισκόµαστε ακόμα µάλλον στην φάση της αποσύνθεσης των παλιών δοµών. Οι υπερβάσεις  και  οι ανασυνθέσεις, που θα µπορούσαν να οδηγήσουν στη συγκρότηση νέων πολιτικών υποκειµένων, ικανών να εκφράσουν ικανοποιητικά τη λαϊκή αντίθεση, και να ανατρέψουν την πολιτική της εξάρτησης και της υποταγής, δυστυχώς, και παρά τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα µας, ακόµα αναµένονται!
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι άµεσες κεντρικές εναλλακτικές προοπτικές περιορίζονται, γεγονός που υποβαθµίζει και την πολιτική σηµασία των διαφόρων «µετώπων σωτηρίας». Άµεση πολιτική διέξοδος δεν διαγράφεται στον ορίζοντα. Γι’ αυτό και το αντιστασιακό φρόνηµα του ελληνικού λαού µετατοπίζεται –και ορθά– στους χώρους της καθηµερινότητας: Οι γειτονιές βράζουν ενώ πυκνώνουν οι πρωτοβουλίες φορολογικής ανυπακοής (ΔΕΗ) αλλά και οι άτυποι θεσµοί της αλληλεγγύης. Παράλληλα, ξεσπάει µετωπικά µε πάσα αφορµή (π.χ. σε συµβολικές επετείους, βλ. 28η Οκτωβρίου).
Κύριο υποκείµενο αυτών των πολιτικών διεργασιών είναι το αυτόνοµο, ανώνυµο πλήθος. Είναι οι «αόρατοι» της µεταπολίτευσης, ένα σύνολο κόσµου που είχε περιοριστεί σε υπόγειες διαδροµές, αηδιασµένο από την κυριαρχία του σάπιου και εξαντληµένου στελεχιακού δυναµικού της µεταπολίτευσης, από το «αντιπολιτευόµενο ΠΑΣΟΚ» µέχρι τους… αντιεξουσιαστές. Αυτοί είναι που, έξω από κάθε παγιωµένο πολιτικό χώρο, αποτελούν την κύρια δύναµη έκφρασης της λαϊκής οργής, και αυτός είναι ο παράγοντας που µεταµόρφωσε τις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις σε πραγµατικό ποτάµι οργής που έφθειρε και απείλησε πραγµατικά το σύστηµα, είτε µιλούµε για το Σύνταγµα και την προηγούμενη άνοιξη, είτε για την 28η Οκτωβρίου, είτε για σήµερα, την ασφυκτική πίεση που εγείρεται στην τοπική αυτοδιοίκηση να πάρει θέση υπέρ του λαού στην άρνηση πληρωµών των λαοκτόνων φορολογικών µέτρων. Το αυτόνοµο κίνηµα, δηλαδή, λόγω της αδυναµίας µιας κεντρικής, επιτελικής συγκρότησης, προβαίνει σ’ ένα παράδοξο πολιτικό αντάρτικο έναντι των δυνάµεων της εξάρτησης και της υποτέλειας.
Τούτο συνιστά εξ ίσου µειονέκτηµα και πλεονέκτηµα. Είναι πλεονέκτηµα, διότι εξαιτίας του χαρακτήρα του, το λαϊκό κίνηµα δεν µπορεί να ποδηγετηθεί από την κατεστηµένη πτέρυγα του αντιµνηµονιακού στρατοπέδου:  Την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τους, προνοµιακά συνοµιλούντες µε το καρτέλ των µεγάλων καναλιών και των εντύπων, ανεξάρτητους πασοκογενείς παράγοντες. Ταυτόχρονα, αποτελεί δείκτη µιας ευρύτερης αδυναµίας, διότι ακριβώς αποδεικνύει την τροµακτική έλλειψη άφθαρτου στελεχιακού δυναµικού το οποίο θα ήταν σε θέση να προχωρήσει παραπέρα τις διαδικασίες συγκρότησης µετώπων και νέων πολιτικών υποκειµένων. Ας µην ξεχνάµε, εξάλλου, και ιδιαίτερα όσοι µιλούν για νέο ΕΑΜ, ότι αυτό συγκροτήθηκε σ’ ένα κενό εξουσίας, όταν όλος ο κατεστηµένος πολιτικός κόσµος είχε καταφύγει στην Μέση Ανατολή, από ένα κόµµα όπως το ΚΚΕ, που προπολεµικά τελούσε στο περιθώριο, µε στελέχη εν πολλοίς άφθαρτα, υπό διωγµόν, έξω από κάθε συναλλαγή µε το σύστηµα και τα κατεστηµένα. Σήµερα αυτό λείπει, και γι’ αυτό οι πρωτοβουλίες για τη συσπείρωση του αντιµνηµονιακού χώρου έχουν δηµιουργήσει µια κατάσταση που αγγίζει τα όρια της φάρσας: πολυκατακερµατισµός, καπετανάτα, και δεκάδες µέτωπα και κόµµατα που διεκδικούν για λογαριασµό τους την ενότητα και τη σωτηρία στη «σωστή βάση».
Όλα αυτά δεν σηµαίνουν ότι θα πρέπει να τα βάψουµε όλα µαύρα, ή να εγκαταλείψουµε τον αγώνα, επιλέγοντας ν’ αναδιπλωθούµε σ’ έναν νέο «ησυχασµό». Και ήδη έχουμε επιτύχει πολλά, την απονομιμοποίηση του συστήματος και του μεγαλύτερου μέρους των ελίτ, την εκπαραθύρωση του πράκτορα, την υποχρεωτική, έστω και μερική, αναδίπλωση της κυβέρνησης  σε ζητήματα όπως το χαράτσι, ή την ανάδειξη αντιμνημονιακών δυνάμεων σε όλους τους χώρους, από το ΠΑΣΟΚ έως τη Νέα Δημοκρατία, κ.λπ. Απλώς η πραγματικότητα έχει τους δικούς της ρυθµούς. Ναι µεν, οι διαδικασίες ανασύνθεσης και ανασυγκρότησης έχουν αρχίσει, ωστόσο αυτές δεν είναι γραµµικές, και δεν τελειώνουν από τη µία µέρα στην άλλη, ούτε ζητούν κατ’ αποκλειστικότητα πολιτικούς εργολάβους –µια λογική που είναι µέχρι το µεδούλι της πασοκική, ταυτισµένη µε την απάτη και την καπηλεία των λαϊκών αιτηµάτων.

Τι πρέπει να γίνει;
Τι πρέπει να γίνει σήµερα; Οι Έλληνες θα πρέπει ν’ αρχίσουν να σκέφτονται την κρίση και τις πιθανές απαντήσεις σ’ αυτήν µε όρους αυτονοµίας και αξιοπρέπειας, και όχι µε όρους κηδεµονίας και υποτέλειας.
Άµεσα, αντίσταση στο µνη­µόνιο και την Κατοχή, αρνούµενοι παράλληλα τη λογική της εξόδου από το ευρώ, όπως επιθυµούν και µας σπρώχνουν από την αρχή της κρίσης οι Γερµανοί. Η Ελλάδα δεν πρέπει να βρεθεί αποµονωµένη σε αυτές τις συνθήκες. Αν είναι να οδηγηθεί σε κρίση η ζώνη του ευρώ, αυτή θα πρέπει να είναι καθολική. Βήµα πρώτο, λοιπόν, αντίσταση σε όλα τα µέτωπα που ήδη περιγράψαµε, χωρίς εθελούσια εγκατάλειψη του ευρώ και ανάπτυξη του στρατηγικού και τακτικού όπλου της διεκδίκησης των γερµανικών αποζηµιώσεων. Ας μας διώξουν λοιπόν οι Γερμανοί και όχι οι φωνασκούντες αγράμματοι που προτείνουν να αυτοχειριαστούμε…
Στο µεσο-µακροπρόθεσµο επίπεδο, πρέπει να ακολουθήσουµε µια στρατηγική αποδέσµευσης από το ευρώ, αναδιοργανώνοντας την ελληνική οικονοµία και κοινωνία και ενισχύοντας την αυτάρκειά της – ώστε να µπορούµε να αποκόψουµε τον οµφάλιο λώρο της εξάρτησης και της υποταγής στο υπό σύσταση Δ΄ Γερµανικό Ράιχ. Προϋπόθεση γι’ αυτή τη στρατηγική είναι να προχωρήσουµε σε διεθνείς συµµαχίες, να συσπειρωθεί ο ευρωπαϊκός Νότος, που πλήττεται από κοινού, αλλά και να ανοιχτεί η χώρα και σε άλλους παγκόσµιους πόλους γεωπολιτικής ισχύος, ώστε ν’ αποφύγει τον στραγγαλισµό που της επιβάλλει η τευτονοκρατούµενη δυτική Ευρώπη.
Στο στρατηγικό µακροπρόθεσµο επίπεδο, όπως πολλές φορές έχουµε επαναλάβει, η προοπτική της Ελλάδας βρίσκεται στην ανασυγκρότηση του ιστορικού µας χώρου, βαλκανικού – ανατολικοευρωπαϊκού και προοπτικά µεσανατολικού. Για να φτάσουµε όµως εκεί, πρέπει να αποδεσµευτούµε σταδιακά από τον εγκλεισµό µας στη Δύση. Σταδιακά, γιατί µια βίαιη αποµάκρυνση, στις σηµερινές συνθήκες της οικονοµίας, της κοινωνίας και των ελληνικών ελίτ, θα οδηγούσε σε πιθανή αποσύνθεση του ελλαδικού κράτους και θα ισοδυναµούσε µε παράδοση στην καραδοκούσα Τουρκία. Πρέπει µε κάθε θυσία να αποφύγουµε ένα solo funebre, γι’ αυτό  εξάλλου και προσπαθούµε να αποφύγουµε την µοναχική µας έξοδο από το ευρώ, που µε τόση ευκολία προπαγανδίζουν διάφοροι ανιστόρητοι οικονοµολογούντες.
Πρέπει µε υποµονή και επιµονή να σχεδιάσουµε και να επενδύσουµε σε µια διαφορετική ευρωπαϊκή γεωµετρία, όπου η Ανατολική Ευρώπη και προπαντός η Ρωσία θα επανέλθουν στο ευρωπαϊκό παιγνίδι και θα εµποδίσουν τη γερµανοποίηση της Ευρώπης, καθώς και έναν πιθανό άξονα Άγκυρας-Βερολίνου, προχωρώντας πιθανώς και σε µια συµµαχία µε µια ανανεωµένη λατινική Ευρώπη.

Πώς  να φτάσουµε µέχρι εκεί;
Για να αποκτήσουµε έναν ανάλογο στρατηγικό σχεδιασµό, θα πρέπει να αλλάξουµε τον τρόπο µε τον οποίον σκεφτόµαστε και υπάρχουµε πολιτικά στην Ελλάδα. Να µπουν σε κρίση τα κόµµατα, να ανατραπούν καρέκλες και λογικές που είναι εδραιωµένες εδώ και δεκαετίες, να αλλάξει το πολιτικό λεξιλόγιο, και να ανατραπεί το πολιτικό προσωπικό που κυριαρχεί σ’ όλους τους χώρους, κι επίσης, να δοκιµαστούν ή να ξεπεραστούν από τα πράγµατα όλες οι «δήθεν» εναλλακτικές λύσεις, καθώς και οι φθαρµένες δυνάµεις που αυτο-παρουσιάζονται σήµερα ως αντιστασιακές.
Πρόκειται για µια πολύµορφη διαδικασία, η οποία φέρει µέσα της τόσο την κατεδάφιση του παλιού όσο και την δηµιουργία του καινούριου. Είναι µια διαδικασία που µόνον ένα αυτόνοµο λαϊκό κίνηµα µπορεί να φέρει σε πέρας παρεµβαίνοντας ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα: Στην καθηµερινότητα, στο πεδίο των άµεσων αναγκών, αλλά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων, στις πολιτικές αντιλήψεις, ακόµα και στον χαρακτήρα και την φυσιογνωµία των οργανώσεων που υπάρχουν. Και περιλαµβάνει όλων των ειδών τις παρεµβάσεις και πρακτικές. Από τη µαχητική παρουσία στους δρόµους, την οικοδόµηση θεσµών αλληλεγγύης, την ιδεολογική ανασυγκρότηση, την πολιτική ανασύνθεση.
Η κεντρική πολιτική σκηνή δεν είναι το Α και το Ω αυτής της διαδικασίας. Αν µεταβληθεί σε κάτι τέτοιο, κινδυνεύουµε να γίνουµε βορά µιας νέας καπηλείας. Βεβαίως, όλες οι µετωπικές πρωτοβουλίες συµβάλλουν –ηθεληµένα ή άθελά τους– θετικά. Διότι βοηθούν στην υπέρβαση των διαχωριστικών γραµµών και περιορίζουν τον ρόλο των κοµµατικών γραφειοκρατιών, που είναι παράγοντες αδράνειας και επιθυµούν τη συντήρηση του παλιού καθεστώτος. Ωστόσο δεν πρέπει να περιµένουµε άµεσα το αίσιο τέλος αυτών των διεργασιών.
Το αυτόνοµο λαϊκό κίνηµα θα πρέπει να αναβαθµίσει την ιδεολογική και θεωρητική του επεξεργασία, ν’ αποκτήσει αίσθηση της στρατηγικής και της τακτικής, ν’ αποκτήσει δηλαδή συλλογική νοηµοσύνη. Και µπορούµε να κάνουµε κάτι τέτοιο, χωρίς πλειοδοσίες και καπηλείες, γιατί τόσα χρόνια επεξεργαζόµαστε ένα πρόταγµα που αποτελεί οργανικό µέρος της φυσιογνωµίας του (υπέρβαση των παλαιοκινηµατικών συµπλεγµάτων του προηγούµενου αιώνα, σύνθεση του εθνικού µε το κοινωνικό αίτηµα, αναβίωση της ελληνικής αντιστασιακής ταυτότητας, κοινοτισµός). Έτσι, θα µπορούσαµε να συµβάλουµε:
Α. Στην ιδεολογική απονοµιµοποίηση του ΠΑΣΟΚΙΣΜΟΥ. Δηλαδή, να εξαλείψουµε κάθε κατάλοιπό  του, που προσπαθεί να επιβιώσει στη νέα εποχή µε «αντιµνηµονιακό προσωπείο». Κι αυτό θα πρέπει να γίνει σε όλα τα επίπεδα, από τη βάση, τον συνδικαλισµό και τα κινήµατα, µέχρι τα κόµµατα και τα µετωπικά πολιτικά εγχειρήµατα. Γιατί ο ΠΑΣΟΚΙΣΜΟΣ θα επιχειρήσει µια νέα καπηλεία του αυτόνοµου λαϊκού κινήµατος, πράγµα που σηµαίνει ότι το τελευταίο πρέπει να ενισχύσει τα ιδεολογικά και πολιτικά του αντανακλαστικά ώστε να το αντιµετωπίσει.
Β. Στη διαµόρφωση µετωπικών αιτηµάτων και πρωτοβουλιών, που θα λειτουργήσουν συσπειρωτικά ως προς την διάσπαρτη λαϊκή οργή. Τέτοιο αίτηµα είναι οι Γερµανικές Πολεµικές Αποζηµιώσεις ή καµπάνιες που στοχοποιούν και εκθέτουν πρόσωπα µε ρόλους-κλειδιά στην πολιτική της υποτέλειας και της υποταγής.
Γ. Στην εξάπλωση ενός βαθύτερου προβληµατισµού σχετικού µε την ελληνική κρίση. Μέσα από τα έντυπα, τα βιβλία και τις εκδηλώσεις µας, να επεξεργαστούµε µια στρατηγική αυτάρκειας στο πεδίο της οικονοµίας, στην εξωτερική πολιτική. Να επεξεργαστούµε, κόντρα στην κλεπτοκρατική λαίλαπα του πασοκισµού και τη νεοφιλελεύθερη συνταγή της τρόικας, στοιχεία ανασυγκρότησης της ελληνικής πολιτείας σε αντιπλουτοκρατική, φιλολαϊκή βάση κ.ο.κ.
Δ. Επίσης, να επιµείνουµε στη συµµετοχή στις κινητοποιήσεις και τις πρωτοβουλίες που οργανώνονται, όπως έγινε στην απεργία της 19ης και 20ής Οκτωβρίου, στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, στις επιτροπές ενάντια στο χαράτσι της ΔΕΗ. Ή να προωθήσουµε µια εναλλακτική µετωπική λογική, δηµιουργώντας αυτόνοµες συνελεύσεις διαβούλευσης και κινητοποίησης γύρω από τα κεντρικά πολιτικά ζητήµατα που τίθενται κάθε φορά.
Ε. Να επιµείνουµε στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και εναλλακτικής οικονοµίας, όπως αυτές που αναπτύσσονται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα. Πρωτοβουλίες που όχι µόνο αποτελούν µια άµεση ενίσχυση των ανθρώπων στις συνθήκες της κρίσης, αλλά και προδιαγράφουν και µελλοντικές στρατηγικές για µια οικονοµία και µια κοινωνία πέρα από τα αδιέξοδα του νεο-φιλελευθερισµού και του κρατικού σοσιαλισµού.
Όσο για τα πολιτικά µέτωπα αυτά καθ’ αυτά, λέµε κατ’ αρχάς «ναι» σε οποιαδήποτε σοβαρή πρωτοβουλία ανακύψει. Ο χώρος µας, εξάλλου, όλα αυτά τα χρόνια έχει συσσωρεύσει ένα πολιτικό και ηθικό κεφάλαιο σοβαρότητας και αξιοπιστίας, και κανείς από εµάς δεν είναι διατεθειµένος να το εξανεµίσει διά της συµµετοχής σε τυχοδιωκτικά πολιτικά εγχειρήµατα.

Το διακύβευμα
Πολλοί φίλοι φοβούνται την καραντίνα στην οποία επιχειρούν να θέσουν το χώρο μας όλες οι κατεστηµένες δυνάµεις, µνηµονιακές ή αντιµνηµονιακές. Ωστόσο η παρακαταθήκη και η διαδροµή µας, όλη η δουλειά η οποία έχει πραγµατοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στέκεται εµπόδιο απέναντί τους.
Η Ρήξη κυκλοφόρησε το 1979 και το Άρδην συγκροτήθηκε το 1996 από έναν χώρο ο οποίος στάθηκε µε συνέπεια στον αντίποδα κάθε µεταπολιτευτικής εξουσίας, µεγάλης ή µικρής. Πολέµησε τον εκπασοκισµό και τον ευτελισµό των οραµάτων δικαιοσύνης και ισότητας του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και εξ αρχής είχε µεταβάλει σε σηµαία του την ανάγκη για µια ριζική αναδιατύπωση του προτάγµατος και της φυσιογνωµίας των αντιστασιακών κινηµάτων. Ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της µεταπολίτευσης, επικεντρώσαµε τον αγώνα µας ενάντια στην κοσµοπολίτικη και εθνοµηδενιστική στρατηγική του κατεστηµένου, γιατί διαβλέψαµε ότι στην άκρη του περίφηµου εκσυγχρονισµού βρίσκεται η ολοκληρωτική υποταγή της χώρας µας στη Δύση και την Ανατολή.
Έως τώρα, όλα τα κατεστηµένα µας διέβαλαν ως εθνικιστές. Τώρα ο Τσίπρας µιλάει για τον νεοθωµανικό κίνδυνο, και ακόµα και οι αντιεξουσιαστές επιλέγουν να συµµετάσχουν στους εορτασµούς του Πολυτεχνείου µε συνθήµατα του… ΕΑΜ. Επί δεκαετίες, δηλαδή, παλέψαµε στο ιδεολογικό πεδίο για µια ανασύνθεση που µόλις αρχίζει και διαφαίνεται στο πολιτικό πεδίο.
Σήµερα, οι εξελίξεις δυστυχώς επιβεβαίωσαν, µε τον χειρότερο τρόπο για τη χώρα, τους φόβους μας. Και το ελάχιστο είναι η δικαίωση των ιδεών του Άρδην και της Ρήξης, και των ανθρώπων που τις υπερασπίστηκαν και τις υπερασπίζονται. Θα είμαστε πολύ μικροί εάν μέναμε στο ποιος είχε δίκηο και ποιος άδικο σ’ αυτήν τη διαμάχη. Το κυριότερο είναι ότι αυτή σηµατοδοτεί ταυτόχρονα µια κολοσσιαία ιδεολογική ήττα του κατεστηµένου, που απελευθερώνει, για πρώτη φορά µετά από πολλές δεκαετίες, τις προοπτικές συγκρότησης ενός αυθεντικού ελληνικού ρεύµατος αντίστασης. Δυστυχώς, το τίµηµα, η διάλυση της χώρας, είναι µεγάλο. Ήταν άραγε αναπόφευκτο για να αποτινάξουµε δεκαετίες προδοσίας και ξιπασιάς; Ίσως όχι. Πάντως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, κι όσο σκοτεινοί κι αν είναι οι καιροί, θα πρέπει να εργαζόµαστε πάντοτε για την έλευση µιας νέας εθνικής και κοινωνικής αναγέννησης, που αποτελεί προϋπόθεση  για μια αυθεντική έξοδο από την κρίση που μας μαστίζει.
Πρέπει να έχουμε συνείδηση για το πραγματικό διακύβευμα, δεν πρόκειται για την τύχη του παρόντος πολιτικού συστήματος ή την έξοδό μας απλώς από την ανέχεια, πρόκειται για την ίδια μας την υπόσταση. Ο αγώνας, στο βάθος του, είναι αγώνας «υπέρ βωμών και εστιών» και γι’ αυτό δεν επιτρέπονται άλλα λάθη, άλλες επιπολαιότητες, άλλες κινήσεις χωρίς αίσθηση του στρατηγικού βάθους των προβλημάτων.
Τα χρόνια που έρχονται, «για να μείνουμε στο παιγνίδι, θα υποχρεωθούμε να παίξουμε τα ρέστα μας».Η Ελλάδα, για πρώτη φορά µετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και σε συνθήκες δυσκολότερες, είναι υποχρεωµένη, για να επιβιώσει, να αποκτήσει µια συνολική στρατηγική, από το βραχυπρόθεσµο «εδώ και τώρα» έως το µακροπρόθεσµο, στρατηγικό πεδίο.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ