[Η απάντηση του Δ. Καζάκη στον Νίκο Μπινιάρη]
Η κριτική του κ. Μπινιάρη είναι παντελώς άστοχη γιατί ξεκινά από μια ριζικά διαφορετική αφετηρία. Για μένα, η πολιτική που ακολουθείται από την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, την κυβέρνηση, και η οποία σιγοντάρεται από ποικίλους «ειδικούς» και μη, σαν τις «αυθεντίες» στις οποίες αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς ο κ. Μπινιάρης, δεν είναι μονόδρομος όπου το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στους θεούς της αγοράς και στην ευγενική κατανόηση των αρπαχτικών της. Με εξέπληξε επίσης η άγνοια επί του θέματος που επιδεικνύει ο κ. Μπινιάρης, αν και θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα και περισσότερα. Ας είναι όμως. […]
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δεν γνωρίζω την παιδεία του κ. Μπινιάρη και ούτε με ενδιαφέρει να την μάθω, απλά τον πληροφορώ ότι, οποιοδήποτε σοβαρό εγχειρίδιο κι αν ανοίξει σχετικό με τα ζητήματα του δημόσιου χρέους, θα διαπιστώσει ότι η πρότασή μου καταγράφεται ως μια από τις μεθόδους αντιμετώπισης των υπέρογκων δημόσιων χρεών τουλάχιστον από το 19ο αιώνα έως τις ημέρες μας. Πρόκειται για την πρόταση που στα αγγλικά αποδίδεται ως repudiation of debt. Φυσικά θα μας επιτρέψει η χάρη του να προσδώσουμε στη δική μας πρόταση εκείνα τα ειδικά χαρακτηριστικά που νομίζουμε ότι προσιδιάζουν στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. […]
Το ιστορικό της άρνησης τους χρέους
Ο πρώτος που έθεσε το θέμα του κατά πόσο ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος οφείλει να αποπληρωθεί ή όχι, ήταν ο πατέρας της επιστημονικής πολιτικής οικονομίας, ο Άνταμ Σμιθ, ο οποίος τόλμησε να προτείνει τη χρεωκοπία του κράτους ως την μόνη συμφέρουσα λύση. Όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικής θεωρίας, γνωρίζει πολύ καλά ότι, την εποχή του Σμιθ, η έννοια της χρεωκοπίας του κράτους δεν είχε το νόημα που έχει σήμερα, αλλά ταυτιζόταν με την έννοια της μονομερούς διαγραφής ή ακύρωσης των χρεών. Από τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, η πρόταση αυτή διαχωρίστηκε από την έννοια της χρεωκοπίας και καταγράφηκε στα βιβλία της δημόσιας οικονομίας ως άρνηση ή ακύρωση του χρέους.
Ένας άλλος πολύ σημαντικός οικονομολόγος, τον οποίο φαντάζομαι να έχει ακουστά ακόμη κι ο κ. Μπινιάρης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της ακύρωσης των δημόσιων χρεών, ήταν ο Τζον Μέιναρντ Κέινς. Το έκανε αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όταν είδε ότι η έκρηξη του δημόσιου χρέους σε όλες τις χώρες ήταν τέτοια που το έκανε αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Στη θέση αυτή προσχώρησαν πολλοί γνωστοί οικονομολόγοι της εποχής. […]
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έγινε τρομακτική προσπάθεια να εξοβελιστεί η πρόταση αυτή από τα βιβλία της δημόσιας οικονομίας, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Βλέπετε, ο ρόλος των τραπεζών και μάλιστα των πολυεθνικών είχε γίνει κυρίαρχος και επιδοτούσαν σωρηδόν έδρες και τομείς στα πανεπιστήμια και τις ακαδημίες. Όσο περισσότερο οι καριέρες και τα νόμπελ εξαρτήθηκαν, ειδικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, από τις χορηγίες των χρηματαγορών, τόσο περισσότερο εξαφανίζονταν προτάσεις και απόψεις που, για τους διεθνείς τραπεζίτες και χρηματιστές, ήταν απολύτως αιρετικές. Μόνο πολύ προικισμένοι και έντιμοι επιστήμονες επέμειναν να μην παίρνουν το χαπάκι της αμνησίας, ή και της ανοησίας, που συνοδεύει σχεδόν πάντα τις μεγάλες χορηγίες. Έτσι, στα βιβλία τους, ακόμη και σήμερα ,θα βρει κανείς να περιγράφεται η λύση του repudiation of debt, αλλά τις περισσότερες φορές να συνδέεται με ριζικές επαναστατικές αλλαγές, σαν να ήταν μόνο η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και η κινέζικη επανάσταση του 1948 που μπόρεσαν δήθεν να προχωρήσουν σε άρνηση και ακύρωση του χρέους.
Βέβαια, όποιος έχει έστω και στοιχειώδη επαφή με το αντικείμενο γνωρίζει ότι η πρόταση αυτή γεννήθηκε από τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ έχει υιοθετηθεί ως πολιτική από πολλούς λαούς έως σήμερα, στην πάλη τους για να κατακτήσουν την κυριαρχία τους. […]
Η απάντηση στο ζήτημα του δημόσιου χρέους δεν είναι οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτική. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά όλοι οι επιφανείς μελετητές του ελληνικού δημόσιου χρέους, από την εποχή του μεσοπολέμου ακόμη. Όταν ο Ξεν. Ζολώτας έγραφε το 1931 ότι ο περιορισμός της υφιστάμενης δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδος «δεν είναι επιστημονικόν πρόβλημα, αλλ’ αποτελεί ζήτημα επιδεξίου χειρισμού, επιτυχών διαπραγματεύσεων και ευνοϊκών συνθηκών εις την διεθνήν αγοράν κεφαλαίου,» δεν μετατρεπόταν σε «πολιτικό» αλλά σε συνεπή οικονομικό αναλυτή που γνωρίζει ότι η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους είναι πρωτίστως ζήτημα συσχετισμού δύναμης στις διεθνείς αγορές και αποφασιστικότητας μιας χώρας να τα βάλει με τους ισχυρούς. Επιπλέον, την εποχή εκείνη, για να υποστηρίξει κανείς την ακύρωση των χρεών στην υπερχρεωμένη Ελλάδα του Ελ. Βενιζέλου, που βάδιζε ολοταχώς προς την επίσημη χρεωκοπία του 1932, δεν ήταν εύκολο πράγμα. Η επίκληση του προφανούς, δηλαδή της ακύρωσης του χρέους, αποτελούσε ιδιωνυμικό αδίκημα στην Ελλάδα. Και μόνο η διατύπωση αυτής της πρότασης αρκούσε για να χάσει κάποιος σαν τον Ξ. Ζολώτα την καθηγητική του έδρα και να συρθεί στα δικαστήρια με το ιδιώνυμο. Και μόνο η αναφορά στην άρνηση του δημόσιου χρέους αποτελούσε προσβολή εναντίον των «εθνικών συμφερόντων», που τότε, όπως και σήμερα, ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των χρηματιστών, των τοκογλύφων και των μεγάλων δυνάμεων που τους στήριζαν στις απαιτήσεις τους έναντι της χώρας. Η χρεωκοπία του 1932, η καταστροφή και ο φασισμός που την ακολούθησε, αποτέλεσε την αναπόδραστη συνέπεια των κυρίαρχων πολιτικών που αρνήθηκαν την μονομερή ακύρωση των χρεών της χώρας.
Ελπίζω να μην οδηγηθούμε στην ίδια κατάσταση και τώρα. […]
Ας πάμε πιο κάτω. Πώς ξέρουμε πώς τα 85% των δανείων πήγαν στις τσέπες διεθνών τοκογλύφων, κοκ; Μα από τους Ισολογισμούς Χρέους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και φυσικά τα διαθέσιμα στοιχεία από τον ΟΔΔΗΧ. […] Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου της περιόδου 2005-2010 ανήκουν κατά 43% σε επενδυτικές τράπεζες, κατά 22% σε διαχειριστές κεφαλαίων, κατά 15% σε Ασφαλιστικά Ταμεία και Εταιρείες, κατά 8% σε διαχειριστές ενεργητικού, κατά 5% σε κεντρικές τράπεζες, κατά 4% σε Hedge Funds και κατά 4% σε λοιπούς επενδυτές. Αν, από τα 15% των Ασφαλιστικών Ταμείων και Εταιρειών, αφαιρέσουμε τουλάχιστον το 5%, που ανήκει σε ασφαλιστικές εταιρείες, και προσθέσουμε το 4% των «λοιπών επενδυτών», υποθέτοντας ότι όλοι τους είναι μικροκαταθέτες, συνάγεται ένα 14%, το οποίο, για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το υπόλοιπο κομμάτι που ανήκει σε τυπικούς κερδοσκόπους της διεθνούς αγοράς. […] Να πώς προκύπτουν τα νούμερα που αναφέρω, τα οποία δεν είναι καθόλου «τυχαία» όπως, εν τη αγνοία του, νομίζει ο κ. Μπινιάρης. […]
Τέλος, γνωρίζουμε από τα επίσημα στοιχεία ότι, μόνο την τελευταία δεκαετία, το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε πάνω από 450 δισ. ευρώ για εξυπηρέτηση δανείων. Αν σκεφτεί κανείς ότι το τρέχον χρέος ήταν, στις 31/12/2009, κοντά στα 300 δισ. ευρώ, αυτό σημαίνει ότι, μόνο την τελευταία δεκαετία, το έχουμε πληρώσει ήδη μιάμιση φορά. Αν αυτό δεν είναι τοκογλυφία, τότε τι είναι; […]
Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζουμε επακριβώς που πήγαν τα δανεικά και ποιος επωφελήθηκε από αυτά; Όχι βέβαια. Πρώτα και κύρια γιατί οι συγκεκριμένες δανειακές συμβάσεις, αλλά και οι διαδρομές των ελληνικών ομολόγων στην αγορά, δεν δημοσιοποιούνται. Το κράτος δεν δημοσιοποιεί –ως όφειλε– αναλυτικά στοιχεία, ανά σύμβαση δανείου και έκδοσης ομολόγων, για να ξέρουμε ποιος εμπλέκεται, με ποιους όρους, από ποια χέρια περνούν τα ομόλογα, που καταλήγουν, κοκ. Γι’ αυτό τον λόγο, εγώ μαζί με αρκετούς άλλους, ειδικούς και μη, έχουμε διατυπώσει εδώ και καιρό τα εξής θεμελιώδη αιτήματα:
1. Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος συγκεκριμένα επωφελήθηκε από αυτές.
2. Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσους διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Όποιος πολιτικός ή επιχειρηματίας, κόμμα ή επιχείρηση, έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και η περιουσία του να δημευθεί. […]
Το μόνο πραγματικό ερώτημα που υπάρχει –τουλάχιστον για όσους έχουν αίσθηση της πραγματικότητας– είναι αν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση μέσα από το σημερινό πολιτικό σύστημα που να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τα παραπάνω αιτήματα. Μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση; Και βέβαια όχι. Όχι μόνο γιατί το σημερινό δικομματικό πολιτικό σύστημα, με όλες τις εφεδρείες του στα δεξιά και τα αριστερά, είναι τόσο διεφθαρμένο, διάτρητο και ανάξιο, αλλά και γιατί ένα τέτοιο άνοιγμα του κράτους στην κοινωνία μέσα από την κατάργηση όλων των στεγανών και των απορρήτων προϋποθέτει αληθινή δημοκρατία, δηλαδή λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία. Κι έτσι καταλήγουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: Οι διαφορετικές προτάσεις για την αντιμετώπιση του χρέους δεν διαχωρίζονται στη βάση των οικονομικοτεχνικών τους χαρακτηριστικών, ή ως προς την εκτίμηση των δυσκολιών, αλλά από το κατά πόσο θεωρούν εφικτή και επιθυμητή τη δημοκρατία για τον τόπο. Όποιος θεωρεί ότι δημοκρατία δεν είναι παρά ο κοινοβουλευτικός μανδύας που καλύπτει τα απόκρυφα μιας διεφθαρμένης απολυταρχίας της εκάστοτε κυβέρνησης και ενός κράτους που έχει παραδοθεί σε ντόπια και ξένα μεγάλα συμφέροντα, τότε είναι αδύνατο να καταλάβει την πρόταση για άρνηση του χρέους.
Τώρα, υπάρχουν ορισμένοι που, ενώ καταπίνουν την κάμηλο, αναζητούν εναγωνίως συνενόχους σε κοινωνικά στρώματα που επωφελήθηκαν από το καθεστώς λεηλασίας της χώρας. Υπήρξαν τέτοια στρώματα; Φυσικά και υπήρξαν. Όμως πρόκειται για μια συντεταγμένη πολιτική των κυβερνήσεων ώστε να οικοδομήσουν μια κοινωνία συνενόχων. Μάθανε στον αγρότη να παίρνει την επιδότηση χωρίς να νοιάζεται για την παραγωγή του. Εθίσανε τον δημόσιο υπάλληλο στην αξία της λούφας και του λουφέ, ώστε να μην νοιάζεται για την άθλια κατάσταση της δημόσιας διοίκησης και του κράτους. Ενθαρρύνανε την επαγγελματική διανόηση να κάνει βουτηχτικές στα γνωστά κοινοτικά κονδύλια ώστε να μην ασχολείται στα σοβαρά με τη διαρκή κατάπτωση της επιστήμης, της έρευνας και της ίδιας της χώρας. Και, σήμερα, οι ίδιες δυνάμεις που στήσανε όλο αυτό το κόλπο, που έκαναν τα πάντα για να χάσει η κοινωνία κάθε αίσθηση αξιοπρέπειας και φιλότιμου, γυρίζουν και κατηγορούν την ίδια την κοινωνία για τη δική τους αθλιότητα και διαφθορά.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ανακτήσει η κοινωνία τη χαμένη της τιμή. Κι αυτός είναι να πιστέψει στη δύναμη της, να αντιληφθεί την αξία του συλλογικού αγώνα, να ξεπεράσει τους μπαμπούλες που σκόπιμα σπέρνουν ορισμένοι στις τάξεις των λαϊκών μαζών ώστε να μην ξεσηκωθούν και ξεριζώσουν το κακό από τη ρίζα του. Όσο όμως προχωρά αυτή η αδιέξοδη κατάσταση, όσο η ίδια ή επιβίωση του λαού και της χώρας θα τίθεται επί τάπητος, όσο θα πολώνεται εξ αντικειμένου η κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου, τόσο οι λαϊκές μάζες θα ξεπερνούν την αμηχανία και το αίσθημα συνενοχής που σπέρνει καθημερινά η κυρίαρχη προπαγάνδα. Και τότε είναι σίγουρο ότι θα ζήσουμε αληθινά ηρωικές εποχές, εποχές ανάτασης και ελπίδας για ολόκληρη την κοινωνία που θα μείνουν στην ιστορία. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα.
Κι ερχόμαστε τώρα στο κυρίως επίδικο ζήτημα. Τι θα γίνει άμα φύγουμε από το ευρώ και την ευρωζώνη; Θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει; Θα έρθει η συντέλεια του κόσμου; Θα χάσουμε ότι έχουμε και δεν έχουμε; Θα μας λιώσουν οι κολοσσοί των αγορών; […]
Καταρχάς, από πού προκύπτει ότι με το να φύγουμε από το ευρώ και να επανέλθουμε σε εθνικό νόμισμα θα οδηγηθούμε σε απανωτές υποτιμήσεις και θα εκτιναχθεί ο πληθωρισμός; Επειδή μας το λένε όλοι εκείνοι που ευθύνονται σήμερα για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας και το παπαγαλίζουν άνθρωποι σαν τον κ. Μπινιάρη; […]
Για να καταλάβει κανείς πόσο παραμύθι είναι η επίκληση της καταστροφής της Ελλάδας λόγω εξόδου από το ευρώ, θα αναφέρουμε απλά την περίπτωση των Βρετανών οικονομικών συμβούλων του Centre for Economics and Business Research (CEBR), που κάλεσε η ίδια η κυβέρνηση πριν λίγες εβδομάδες για να τους συμβουλευτεί τι θα συμβεί αν η Ελλάδα φύγει από το ευρώ. Σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου (30/5), ο επικεφαλής του CEBR, Νταγκ ΜακΓουίλλιαμς, απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με το τι θα υποστεί το νέο νόμισμα της Ελλάδας μετά την έξοδο από το ευρώ: «Εγκαταλείποντας το ευρώ, θα σήμαινε ότι το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί κατά 15%.» Αποτελεί καταστροφή μια υποτίμηση κατά 15%; […]
Κι όλα αυτά από αναλυτές που δεν υιοθετούν τα μέτρα ή την κατεύθυνση πολιτικής που προτείνουμε για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις οικονομίας γνωρίζει ότι υπάρχουν δυο τρόποι να δημιουργήσεις νόμισμα: Ο πρώτος είναι να το ρίξεις στις αγορές, βορά και έρμαιο των κερδοσκόπων και να περιμένεις που, πότε και πώς θα σταθεροποιηθεί η αξία του. Με ό,τι συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία σου. Αυτό συμβαίνει με το ευρώ, που είναι εκ φύσεως τέτοιο νόμισμα. Όμως αυτό συνέβαινε και με την παλιά δραχμή, που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο ραγδαίας υποτίμησης της εθνικής οικονομίας και των εισοδημάτων από εργασία, προς όφελος των ντόπιων και ξένων κερδοσκόπων.
Ο δεύτερος είναι να δημιουργήσεις ένα εθνικό νόμισμα που να υποστηρίζει και να υποστηρίζεται από την πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και πρωτίστως της παραγωγικής της βάσης. Αν θέλει πραγματικά κάποιος την παραγωγική ανάπτυξη της οικονομίας προς όφελος του λαού και της χώρας, τότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γίνει αυτό παρά μόνο έχοντας το δικό του νόμισμα. […]
Ο Αλέξανδρος Διομήδης, ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, προσπαθώντας να αντλήσει συμπεράσματα από την τραγωδία της επίσημης χρεωκοπίας του 1932, τόνιζε την «ανάγκη οικονομικής αυτονομίας», έναντι του μοντέλου της νομισματικά σταθερής δραχμής, κλειδωμένης με τη χρυσή βρετανική λίρα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να είναι ανοιχτή στην παγκόσμια αγορά και στις κυρίαρχες δυνάμεις της: «Η Ελλάς πρέπει απαραιτήτως να φροντίση πώς θα ζη, θα τρέφεται, θα κινήται, θα εργάζεται, με ίδια κατά το πλείστον εφόδια. Πως θ’ ασφαλίση με δυνάμεις αντλουμένας εκ του ιδίου αυτής τόπου, σχετικήν τουλάχιστον ισορροπίαν και μείζονα ή κατά το παρελθόν οικονομικήν αυτοτέλειαν. Αι προσπάθειαί της πρέπει προς αυτό το αποτέλεσμα να τείνουν.» […]
Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο αν δεν διαθέτει η οικονομία το δικό της νόμισμα, ένα νόμισμα που να ελέγχει και να προσαρμόζει κάθε στιγμή στις ανάγκες της; Φυσικά και όχι. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο είτε είναι παντελώς άσχετος με το θέμα, είτε είναι πολύ μεγάλος απατεώνας. Μπορεί το ευρώ να λειτουργήσει ως τέτοιο νόμισμα για την ελληνική οικονομία; […] Μόνο όποιος δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να γνωρίζει τι συνέβη τη δεκαετία του ευρώ μπορεί να θεωρεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο εφικτό. Άλλωστε, στον κόσμο της φαντασίας, όλα είναι εφικτά. Όμως, στον αληθινό κόσμο, έχει αποδειχτεί ότι το ευρώ λειτούργησε καταλυτικά τόσο για την οικονομική καταστροφή που έχει υποστεί η χώρα, όσο και για την χρεωκοπία της.
Πώς μπορεί να υπάρξει ένα εθνικό νόμισμα που να μην υποτιμιέται διαρκώς και να μην πυροδοτεί τον πληθωρισμό; Πρώτα και κύρια, χτυπώντας τις εσωτερικές αιτίες των υποτιμήσεων και του πληθωρισμού και αυτές δεν είναι νομισματικές, αλλά έχουν άμεση σχέση αφενός με την συνολική κατάσταση και τις εξαρτήσεις της οικονομίας και αφετέρου με τις μονοπωλιακές καταστάσεις στην εσωτερική αγορά. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει με πολύ απλά λόγια ότι το χτύπημα των μονοπωλίων και των καρτέλ, ντόπιων και ξένων, που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία, η αντιστροφή της σχέσης ιδιωτικών κερδών και αμοιβών που υπάρχει σήμερα, η άμεση ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως στους τομείς της παραγωγής, η εθνικοποίηση κρίσιμων τομέων της οικονομίας και πρωτίστως του τραπεζικού συστήματος, ο πολλαπλασιασμός του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με όρους άμεσης απόδοσης και στήριξης της εθνικής οικονομίας, όπως και η γενναία αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου, μαζί με μια ριζικά διαφορετική πολιτική ένταξης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, μέσα κυρίως από διακρατικές προγραμματικές συμφωνίες, εναλλακτικές μορφές εμπορικών σχέσεων, ανοίγματα σε χώρες και περιοχές όπου η Ελλάδα σήμερα είναι απούσα και την επιβολή ενός επιλεκτικού ανταγωνιστικού πλαισίου για την προστασία των πιο σημαντικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια δυναμική που να μην αφήσει το νόμισμά της να κατρακυλά στις διεθνείς αγορές, ούτε να επιτρέψει την εκδήλωση πληθωριστικών πιέσεων. […]
Όλα αυτά τα μέτρα έχουν διατυπωθεί και αναλυθεί πολλές φορές. Τόσες φορές που δεν δικαιολογείται ακόμη κι ο κ. Μπινιάρης να κάνει πώς δεν τα γνωρίζει. Άλλωστε, ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος απ’ όσους υποστηρίζουν την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ δεν είπαμε ποτέ ότι αρκούν αυτά από μόνα τους για να λύσουμε τα προβλήματά μας. Αυτό που ισχυριζόμαστε από την αρχή είναι ότι αυτά αποτελούν την απαρχή, την αφετηρία μιας ριζικά διαφορετικής πορείας στην οικονομία και την πολιτική του τόπου. Μόνο έτσι έχουν νόημα.
Τώρα, επειδή βλέπω ότι ο κ. Μπινιάρης έχει ιδιαίτερο καημό με τις καταθέσεις στις τράπεζες, έχω να του πω να μην ανησυχεί. Πριν προλάβουμε εμείς, που προτείνουμε όλα αυτά τα καταστροφικά, να εξανεμίσουμε τις καταθέσεις, θα το έχουν κάνει οι σημερινοί κρατούντες. Η πολιτική που ασκείται είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα «στεγνώσει» την οικονομία από κάθε ρευστότητα. Είναι κάτι που συμβαίνει ήδη και κλιμακώνεται μέρα τη μέρα. Με την κάλυψη της τρόικας και της κυβέρνησης, η καταθετική βάση των τραπεζών, όση έχει απομείνει, λεηλατείται ασύστολα από τις ίδιες τις τράπεζες, προκειμένου να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» του ενεργητικού τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αργά ή γρήγορα, θα προχωρήσουν σε δέσμευση των καταθέσεων με τη μια ή την άλλη μορφή.[…]
Αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε αν και όποτε κληθούμε να εφαρμόσουμε την πολιτική που προτείνουμε. Θα έχουμε να αναστηλώσουμε μια οικονομία και μια κοινωνία εντελώς διαλυμένη, χωρίς ίχνος ρευστότητας στην αγορά και τις τράπεζες, με εισοδήματα πείνας και μαζική ανεργία πρωτοφανή, με κατεστραμμένους τους τρεις από τους τέσσερις ελευθεροεπαγγελματίες, βιοτέχνες, αγρότες και μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Κι από πάνω φορτωμένη με τα υπέρογκα βάρη του αναδιαρθρωμένου χρέους της και των ιδιωτικοποιημένων υποδομών της. Μπορεί να αναστηλωθεί μια οικονομία σ’ αυτή την κατάσταση δίχως δικό της νόμισμα, δίχως να αποκτήσει τον έλεγχο στους διαθέσιμους πόρους και στις υποδομές της; Μπορεί να γίνει, με δεδομένο το καθεστώς εξάρτησης και υποταγής της χώρας που υπάρχει σήμερα; Κάποιοι νομίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει. Δικαίωμά τους. Άλλωστε όταν ένα έθνος, ένας λαός, βρίσκεται σε ιστορική καμπή, όπως βρισκόμαστε εμείς σήμερα, όταν καλείται να ανατρέψει την τυραννία είτε του οθωμανικού ζυγού τον 19ο αιώνα, είτε του ναζιστικού και φασιστικού ιμπεριαλισμού στη δεκαετία του 1940, είτε των αγορών και του πολιτικού τους προσωπικού σήμερα, υπάρχουν πάντα κάποιοι που θεωρούν αδιανόητο για έναν μικρό και ασήμαντο λαό να τα βάλει με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής του. Όμως από πότε η λιποψυχία, η αδυναμία να στρατευθείς σ’ αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη ο λαός και ο τόπος, αποτελεί επιχείρημα;
Δεν με ξαφνιάζει που ο κ. Μπινιάρης αδυνατεί να κατανοήσει την πολιτική μου θέση. Με τον ίδιο τρόπο αδυνατούσαν να κατανοήσουν οι ομοϊδεάτες του στην κατοχή την πολιτική θέση όσων στρατεύονταν στο ΕΑΜ και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της εποχής. […] Με τον ίδιο τρόπο αδυνατούσαν να κατανοήσουν την σαφή εντολή για αλλαγή πλεύσης της χώρας που έδωσε ο λαός το 1981. […]
Σήμερα επικαλούνται κυριολεκτικά ανοησίες. Ας δούμε μερικές. Δεν προβλέπεται νομική διαδικασία αποχώρησης από την ευρωζώνη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη όλων των χωρών-μελών, οπότε θα μας πνίξουν με αγωγές και άλλα τέτοια φαιδρά. Πρώτον, η καταγγελία της σχέσης μας μπορεί και πρέπει να είναι μονομερής. Κι αυτό γιατί είναι αποδεδειγμένα ετεροβαρής, καταχρηστική σε βάρος της χώρας μας και θέτει ανεπίτρεπτους περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μας. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η ΕΕ και η ευρωζώνη μας έχουν επιβάλει ένα καθεστώς εποπτείας και κηδεμονίας που δεν προβλέπεται ούτε καν από τη συνθήκη της Λισαβόνας. […]
Σε μια τέτοια περίπτωση τι μπορούν να μας κάνουν; Τίποτε απολύτως. Οι φλυαρίες περί αγωγών εναντίον μας αποτελούν αποκυήματα φαντασίας και ανοησίας άνευ προηγουμένου. Πρώτα και κύρια γιατί μια τέτοια κίνηση της Ελλάδας θα έχει σοβαρό αντίχτυπο στο εσωτερικό των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Δεν θα υπάρξει χώρα στην ευρωζώνη όπου δεν θα τεθεί εκ των πραγμάτων θέμα παραμονής της στο ευρώ. Ειδικά στις χώρες του Νότου. Όχι μόνο γιατί θα το θέτουν οι ίδιοι οι λαοί, που σήμερα, παρά το γεγονός ότι καταγράφουν σε όλες τις σφυγμομετρήσεις την αντίθεσή τους με το ευρώ, δεν έχουν θέσει θέμα εξόδου, αλλά γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις θα το επιβάλουν. Μια αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ θα επιταχύνει δραματικά τις διαδικασίες διάλυσης που ενυπάρχουν και εκδηλώνονται ήδη στην ευρωζώνη. […]
Αυτό τρέμουν οι ευρωκρατούντες γι’ αυτό και έχουν βάλει διάφορους δήθεν αντικειμενικούς «αναλυτές» να σπέρνουν το φόβο με βλακώδη επιχειρήματα. Όπως και να ‘χει υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα με το κατά πόσο μπορεί ή πρέπει να αναγνωρίσει ο λαός τη «συνέχεια του κράτους» με το σημερινό διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Κατά τη γνώμη μου, η ανάδειξη μιας ριζικά διαφορετικής διακυβέρνησης του τόπου προϋποθέτει το κόψιμο της «συνέχειας του κράτους», δηλαδή τη νομικοπολιτική αποσύνδεσή της με τις προκάτοχες κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα που τις στήριζε. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή κυβέρνηση, που σέβεται και προασπίζει τα αληθινά συμφέροντα της χώρας, αν δεν κόψει τον ομφάλιο λώρο με όλο το προηγούμενο καθεστώς. […] Πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με την προκήρυξη Συντακτικής Συνέλευσης ή Εθνοσυνέλευσης, κατά τα ειωθότα της ελληνικής ιστορίας, με μοναδικό σκοπό την υιοθέτηση ενός νέου αληθινά δημοκρατικού Συντάγματος, ενός νέου «ιδρυτικού νόμου» του ελληνικού κράτους που θα θεσπίζει και θα προασπίζει την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία. Με αυτή την έννοια, το ελληνικό κράτος που θα προκύψει μέσα από αυτή τη διαδικασία θα είναι ένα νέο κράτος, τόσο ως νομικό πρόσωπο, όσο και ως πολιτική συγκρότηση, τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω.
Όσο για το «νέο άγνωστο πολιτικό μοντέλο» που υποτίθεται ότι προτείνω κατά τον κ. Μπινιάρη, απλά θα του πω ότι πρόκειται για τη δημοκρατία όπως την παλεύει ο ελληνικός λαός σ’ ολόκληρη την ιστορία του. […]
Τέλος, ενώ ο κ. Μπινιάρης αρέσκεται να ερωτά, δεν του αρέσει καθόλου να απαντά. Έτσι δεν απαντά σε κανένα από τα ερωτήματα του άρθρου μου, αλλά δεν πειράζει. Η υπόθεση του κ. Μπινιάρη ότι μπορεί να γίνει αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας με επιτόκιο 1% πάνω από το επιτόκιο της Γερμανίας, δείχνει για μια ακόμη φορά με πόση ελαφρότητα και προχειρότητα χειρίζεται το όλο θέμα. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι μπορεί να συμβεί αυτό, σε μια διεθνή αγορά όπου κυριαρχεί η γενικευμένη αναταραχή και η πρωτοφανής αμφιβολία για την προοπτική του δημόσιου χρέους, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, τότε θα πρέπει η χώρα μας να πληρώνει επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο της τάξης του 4%. Μπορεί να εξυπηρετήσει η Ελλάδα ένα δημόσιο χρέος σήμερα με επιτόκιο της τάξης του 4%; Ακόμη και αν υποστεί «κούρεμα» της τάξης του 30%; Τα στατιστικά δεδομένα λένε ότι δεν μπορεί. Να δώσουμε ένα παράδειγμα για να γίνουμε κατανοητοί. Το 2001, τον πρώτο χρόνο της ένταξής μας στο ευρώ, το δημόσιο χρέος της χώρας βρισκόταν στα 145,9 δις ευρώ. Το 2009 το δημόσιο χρέος της χώρας είχε αυξηθεί κατά 152,6 δις ευρώ και είχε φτάσει αισίως τα 298,5 δις ευρώ. Με άλλα λόγια, μέσα στα χρόνια του ευρώ, το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε, παρά το γεγονός ότι το μέσο σταθμικό κόστος δανεισμού κυμάνθηκε αυτή την περίοδο γύρω στο 4,04%. Κι έτσι, από 23,3 δισ. ευρώ (ή το 16% του ΑΕΠ) που στοίχιζε στο ελληνικό δημόσιο η εξυπηρέτηση του χρέους το 2001, έφτασε αισίως να υπερβαίνει τα 77,2 δισ. ευρώ (ή το 32% του ΑΕΠ) το 2009.
Τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα; Σημαίνουν ότι με μέσο σταθμικό κόστος δανεισμού γύρω στο 4% ετήσια, το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά μέσο όρο γύρω στα 17 δισ. ευρώ κάθε χρόνο και η ετήσια εξυπηρέτησή του γύρω στα 6 δισ. ευρώ. Αν λοιπόν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας υποστεί ένα «κούρεμα» της τάξης του 30% και κατέβει από τα 300 δισ. ευρώ στα 210, θα καλυτερέψουν τα πράγματα; Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι, με κάποιον μαγικό τρόπο, οι αγορές αποφασίσουν να κατεβάσουν τα επιτόκια από το 7% και πλέον που είναι σήμερα, στο 4%, μόνο και μόνο γιατί έτσι θέλει ο κ. Μπινιάρης, τότε τι θα συμβεί; Αυτό που θα συμβεί είναι ότι το δημόσιο χρέος της χώρας θα έχει επανέλθει στο σημερινό επίπεδο μέσα σε λιγότερο από μια πενταετία. Κι όλα αυτά θεωρώντας ότι θα έχουμε τις συνθήκες δανεισμού που υπήρχαν στις διεθνείς αγορές την περίοδο 2001-2009. Πράγμα αδιανόητο για όλους τους αναλυτές ανά τον κόσμο. Το καλύτερο δυνατό σενάριο αναδιάρθρωσης που μπορεί να σκεφτεί ο κ. Μπινιάρης είναι να αναβάλει την επίσημη πτώχευση της χώρας για μια πενταετία. Εύγε.
Κι εν τω μεταξύ; Τι θα έχει συμβεί εν τω μεταξύ; Τι «αποζημιώσεις πιστωτικού κινδύνου» θα δοθούν στους κατόχους των ελληνικών ομολόγων που θα δεχθούν το «κούρεμα»; Ή μήπως θα το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους; Εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που πιστεύει τον ισχυρισμό του κ. Μπινιάρη ότι «δεν θα έχουν άλλη επιλογή». Λες και μιλάμε για τον μπακάλη της γειτονιάς που δεν μπορεί να εισπράξει βερεσέδια. Όσο βρισκόμαστε εντός του ευρώ ,οι δανειστές έχουν πάντα εναλλακτική επιλογή. Κι αυτή είναι η κατοχή και η δήμευση της χώρας. Αυτό δηλαδή που γίνεται σήμερα με το καθεστώς της τρόικας.
Χώρια το γεγονός ότι, εντός του ευρώ, η χώρα ακόμη κι αν το επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να αναδιαπραγματευτεί το χρέος της. Το κάνει η τρόικα στο όνομά της. Και η αναδιάρθρωση που θα υπάρξει δεν θα πάρει καθόλου υπόψη της το αν μπορεί ή όχι να σηκώσει το βάρος η χώρα και ο λαός της. Το βασικό κριτήριο είναι τι συμφέρει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, τα επενδυτικά κεφάλαια και το ευρώ. Γι’ αυτό και σήμερα ο Έλληνας εργαζόμενος χάνει εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που είχε κατακτήσει από την εποχή της πρώτης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου στις αρχές του 20ου αιώνα. Γι’ αυτό και συντρίβεται το εισόδημά του και καταργείται η κοινωνική ασφάλιση. Γι’ αυτό και καταδικάζεται στην ανεργία και την ανέχεια. Γι’ αυτό και ο ελευθεροεπαγγελματίας, ο βιοτέχνης, ο αγρότης και ο μικρομεσαίος αντιμετωπίζει τον απόλυτο αφανισμό. Γι’ αυτό και ολόκληρη η χώρα έχει βγει στο σφυρί. Πόσο Μπινιάρης πρέπει να είναι κανείς για να πιστέψει, έστω και για μια στιγμή, ότι υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους έστω και κατά φαντασία υπέρ της χώρας και του λαού; […]