Του Άριστου Μιχαηλίδη από το Άρδην τ. 91
> Αναγνωρίζοντας αφελώς τουρκικά δικαιώματα στην κυπριακή κυριαρχία
> Ο πειρατής Μπαρμπαρόσα και οι απόγονοί του
Στην οικονομία ζούμε ήδη τα αποτελέσματα της αργοπορημένης αντίδρασης της ηγεσίας μας. Σύντομα θα ζήσουμε και τα τετελεσμένα γύρω από το φυσικό αέριο, το «όπλο», που βρέθηκε στα χέρια μας, αλλά δεν ξέρουμε με ποιο τρόπο να το χρησιμοποιήσουμε. Είναι πια νομοτέλεια ότι, σε όλα τα κορυφαία ζητήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος, οι αντιδράσεις μας γίνονται πάντα όταν πια μας έχουν ξεπεράσει τα γεγονότα και αφού συμβάλουμε σ’ αυτά, με επιπόλαιες ενέργειες ή έστω δηλώσεις, στη δημιουργία ντε φάκτο καταστάσεων.
Μόνο και μόνο το γεγονός ότι, σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεργαστεί η χώρα με την Τουρκία, στη διαχείριση και αξιοποίηση των κοιτασμάτων, είτε πριν είτε μετά τη λύση, αποδεικνύει πόσο μεγάλη απόσταση μας χωρίζει από την πραγματικότητα. Είχαμε την εντύπωση ότι μόνο η Πραξούλα και το κόμμα της πίστευαν ότι υπάρχει η ελάχιστη πιθανότητα να γίνουμε εταίροι με την Τουρκία και να έχουμε ωφέλεια κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αλλά, μάλλον αυτή τη θέση, που σοβαροί μελετητές ονομάζουν πολιτική του νεοραγιαδισμού, ασπάζονται και πολλοί άλλοι. Προπάντων πολλοί από την ηγεσία μας, οι οποίοι κάθονται και συζητούν σοβαρά (για να δείχνουν μοδέρνοι και διαλλακτικοί) αυτό που ο βρετανικός Εκόνομιστ πρόβαλε πρώτος, ξεκινώντας τη διαδικασία προς τα τετελεσμένα, ως κάτι που θα μας επιβάλει η τρόικα: Ότι το φυσικό αέριο της Κύπρου συμφέρει να πωλείται μέσω Τουρκίας «με την πιο γρήγορη και φθηνή επιλογή κατασκευής ενός αγωγού στην Τουρκία», και όχι «μέσω ενός ακριβού τερματικού υγροποιημένου αερίου, που θα μπορούσε να πάρει δεκαπέντε χρόνια για να φέρει έσοδα». Ακόμα και ο αρχιεπίσκοπος, με τις γνωστές απόψεις για τον εξοντωτικό για την Κύπρο ρόλο της Άγκυρας, κάνει δηλώσεις που ενισχύουν αυτή την παραφιλολογία. «Το όλο θέμα», έλεγε τις προάλλες, «έχει δύο σκέλη: εάν εθνικά συμφέρει στην πατρίδα και στον λαό μας να περάσει από την Τουρκία, να περάσει. Και εάν συμφέρει οικονομικά να περάσει από την Τουρκία, να περάσει». Ο μητροπολίτης Κιτίου διευκρίνιζε μετά από αυτόν το χρησμό, ότι ο αρχιεπίσκοπος εννοούσε, «εάν η Τουρκία φανεί λογική και αποσύρει τα στρατεύματά της και συγκατανεύσει σε μια δίκαιη και έντιμη λύση για τον κυπριακό λαό, ναι, γιατί όχι να πάρουν και αυτοί ένα μέρος του πλούτου που ο Θεός έδωσε για την πατρίδα μας». Μπορεί να μην έχει ιδιαίτερο βάρος στη διαχείριση των ζητημάτων το τι λέει ο αρχιεπίσκοπος ή ο μητροπολίτης, τα λόγια τους όμως περιγράφουν με πολλή ακρίβεια τη λογική που επικρατεί και στην πολιτική ηγεσία. Ακόμα κι εκείνοι που εκφράζουν με τον πιο απόλυτο τρόπο, και σε κάθε περίσταση, το δόγμα «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω», αυτοί δηλαδή που ονειρεύονται συνεργασίες με τον Ερντογάν, διότι πιστεύουν ότι είναι καλύτερα να δεθούμε στο ισχυρό άρμα της Τουρκίας παρά να είμαστε απέναντί του, όταν καλούνται να διευκρινίσουν τη θετική θέση τους για την αξιοποίηση του τουρκικού αγωγού, λένε ότι: Η λύση του Κυπριακού είναι προϋπόθεση, βεβαίως, βεβαίως! Μετά τη λύση, γιατί να μη στείλουμε το αέριο στην Ευρώπη μέσω του τουρκικού αγωγού; Πράγματι, μετά τη λύση, γιατί να μην κάνουμε και μια υποθαλάσσια σήραγγα μεταξύ Κύπρου – Τουρκίας για να πηγαινοέρχονται οι ευτυχισμένοι τουρίστες, όπως πρότεινε η Πραξούλα, η καθαρή φωνή; Όμως όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτική μωρία. Η οποία, στην πραγματικότητα, τη μόνη πολιτική που εξυπηρετεί είναι η πολιτική των νεοθωμανών της Άγκυρας για απόλυτο έλεγχο όλων των γειτόνων τους, ως προέκταση της νεοθωμανικής αυτοκρατορίας τους.
Δικαιώνεται πάλι το φιλοσοφικό θεώρημα του Ζουράρη: «Αν η βλακεία αρχίσει να κινείται ουδείς μπορεί να τη σταματήσει». Η βλακεία λοιπόν στην Κύπρο άρχισε να κινείται ταχύτατα. Και δημιουργεί τις συνθήκες για να γίνει αποδεκτός ο παραλογισμός της Άγκυρας ότι έχει δικαιώματα στην κυπριακή ΑΟΖ και επομένως δικαιολογημένα απειλεί μια χώρα, που ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αφήσαμε «παράθυρα» και για τα δήθεν δικαιώματά της επί της εδαφικής κυριαρχίας.
Η λογική δεν διαφέρει καθόλου από αυτήν που πιστεύει ότι μπορεί να λύσει το Κυπριακό αν ο Πρόεδρος της Κύπρου φάει ψάρι στο Βόσπορο και εξηγήσει στην τουρκική ηγεσία το όραμά του για την Κύπρο. Ίδια αφέλεια, ίδια και τα τραγικά αποτελέσματα τέτοιας πολιτικής.
Όταν οι νεοθωμανοί διαθέτουν 130 εκατ. δολάρια για να αποκτήσουν νέο υπερσύγχρονο ερευνητικό πλοίο ώστε να διαφεντεύουν την περιοχή και να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, δεν το κάνουν γιατί επιδιώκουν να γίνουν συνεταίροι της στα κοιτάσματα. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο που το βάφτισαν Μπαρμπαρόσα, το όνομα του Τούρκου κουρσάρου των νησιών του Αιγαίου, αφού ο προσανατολισμός τους παραμένει πειρατικός από τότε (1475 -1576) μέχρι σήμερα.
Αυτό που επιδιώκουν κουρσεύοντας τη Μεσόγειο είναι να εξαφανίσουν την πιθανότητα να αποκτήσει η Κύπρος ισχυρή θέση στον ενεργειακό χάρτη, διότι ανησυχούν για τις όποιες ανατροπές γεωστρατηγικών συμφερόντων διαμορφώνονται. Κι αυτό ισχύει είτε είναι άλυτο το Κυπριακό, είτε είναι λυμένο. Το να αφήνει η ηγεσία μας ανοικτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Τουρκία στη διαχείριση των κοιτασμάτων είναι η πιο επίσημη παραδοχή ότι δεν έχει ιδέα, ή δεν θέλει να έχει, για τους σχεδιασμούς, τα οράματα και τις πραγματικές επιδιώξεις της Άγκυρας.
Αν ήμαστε ρεαλιστές και αν είχαμε διδαχθεί από την ιστορία δεν θα έπρεπε ούτε κατά διάνοια να ανοίγουμε εμείς, ή να επιτρέπουμε να ανοίγουν άλλοι, ζήτημα συνεργασίας με την Τουρκία πριν ή μετά τη λύση. Αντίθετα, θα έπρεπε ήδη να είχαμε ξεκινήσει εφαρμογή σχεδιασμού στρατηγικών συμμαχιών, κυρίως ευρωπαϊκών, μέσω των νέων ενεργειακών δεδομένων, με μόνο στόχο να αντιμετωπίσουμε την τουρκική απειλή. Διότι μόνοι μας είναι αδύνατο να την αντιμετωπίσουμε. Γιατί ξαφνικά εξαφανίστηκε από τις συζητήσεις μας η πιθανή συνεργασία με το Ισραήλ ή με τη Ευρώπη κι αρχίσαμε τις ανοησίες για τον αγωγό της Τουρκίας; Μήπως κάποιοι καλοβλέπουν την άποψη της τρόικας «για πιο γρήγορο κέρδος» μέσω Τουρκίας;
Όσο επιτρέπουμε στην Άγκυρα να οργανώνει τα τετελεσμένα, ελπίζοντας ότι κάποτε θα μας λυπηθεί (όπως έκαναν οι αιθεροβάμονες όταν πρωτοεμφανίστηκε ο Ερντογάν και όταν χειροκροτούσαν έκθαμβοι το σύγχρονο πρόσωπο του Νταβούτογλου ή και του Ταλάτ στην εγχώρια αγορά), θα βρεθούμε, πριν το καταλάβουμε, να κλαίμε για τα χαμένα όνειρα των κοιτασμάτων μας, όπως κλαίγαμε το 1974.