Συγγραφέας: Δημήτρης Καλουδιώτης
Υπάρχει μια διαρκής αντίφαση στην πολιτική κατάσταση της χώρας μας. Ένα αίτημα για σοβαρές αλλαγές που όμως δεν μπορεί να εκφραστεί. Έχουν επέλθει μετά το ’89 τόσες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον που, ενώ επείγει, δεν μπορούν να αποτυπωθούν στο πολιτικό στερέωμα ώστε να αλλάξουν οι όροι και οι ρυθμοί κίνησης της χώρας. Η πραγματικότητα αυτή είναι δύσκολο να αλλάξει άμεσα, αφού δεν υπάρχουν προτάσεις από τις διάφορες μικρές ή μεγάλες πολιτικές (κι όχι μόνο) ομάδες της χώρας. Ο λαός, με δεδομένη την ανυπαρξία ιδεών και προτάσεων, φαίνεται να αδιαφορεί για τις πολιτικές εξελίξεις ή στην καλύτερη περίπτωση να ζητά από τους πολιτικούς να κάνουν εκείνοι τις απαιτούμενες αλλαγές. Άλλωστε, η αρχική κατάφαση στον Σημίτη και την κυβέρνησή του αυτό το νόημα είχε.
Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, το σοβαρότερο “εσωτερικό” πολιτικό γεγονός της περιόδου, δείχνει κι αυτό, όπως και οι διαμάχες στη Νέα Δημοκρατία, την δυσκολία της ελληνικής κοινωνίας να κινηθεί.
Το συνέδριο διεξάγεται βέβαια ερήμην των λαϊκών ενδιαφερόντων. Υποτίθεται πως το συνέδριο αυτό αφορά πρώτα απ’ όλα τις οργανωμένες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, τις κομματικές οργανώσεις. Αλλά αυτές δεν υφίστανται παρά σαν ομάδες ρουσφετιού και συνταξιούχων που πολιτικολογούν, αγνοούν το σύνολο των κανόνων του παιγνιδιού και θα ψηφίσουν όχι μετά λόγου γνώσεως… Η κομματική πραγματικότητα του ΠΑΣΟΚ δεν λέγεται προς κατάκριση. Η ίδια κατάσταση υπάρχει και στα άλλα κόμματα. Ο πανίσχυρος θεσμός της δεκαετίας του ’80 είναι πια σχεδόν νεκρός. Παραμένει (οι οργανώσεις βάσεις) ως μηχανισμός αδράνειας και μικροσυμφερόντων. Τα κόμματα, όπως τα γνωρίσαμε στην μεταπολίτευση, έχουν ολοκληρώσει την αποστολή τους. Από μηχανισμοί κάποιας αφύπνισης της κοινής γνώμης μεταβλήθηκαν σε μηχανισμούς χειραγώγησης και στη συνέχεια αργοσβήνουν.
Το συνέδριο γίνεται κυρίως μεταξύ ενός στελεχικού δυναμικού που τα τελευταία χρόνια (απορροφημένο στην κομματική λάντζα) δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα χάσει τα προνόμια (και την βουλευτική ιδιότητα) μετά το συνέδριο και στις επόμενες εκλογές. Γίνεται με επιχειρήματα που δεν μπορούν να βρουν αξιόπιστα σχήματα για να καλύψουν τις κάπως αμήχανες προσωπικές επιδιώξεις. Γιατί πρέπει να υπάρχουν διακριτές εξουσίες στο ΠΑΣΟΚ; Γιατί κανένας δεν μπορεί από μόνος του να διαδεχθεί τον Α. Παπανδρέου, έναν τέτοιο “μεγάλο ηγέτη”, άρα ας μοιραστεί σε πολλούς ο ρόλος του ενός, πέραν των πολιτικών θέσεων και των προγραμμάτων. Ο παραλογισμός είναι προφανής όπως και ο αντίθετός του.
Όμως στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει διαφορά απόψεων, υποτίθεται, μεταξύ εκσυγχρονιστών (ευρωπαϊστών) και λαϊκιστών (πατριωτικό ΠΑΣΟΚ). Έφτασαν δύο συνεντεύξεις (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 20/5 και MEGA 29/5) του απρόβλεπτου για το καλό και το κακό Θ. Πάγκαλου και μια κυβερνητική απόφαση αναβολής της συνάντησης με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών για να φέρουν τα πράγματα στην ίδια ευθεία. Οι διαφορές των δύο γραμμών δεν είναι πια διακριτές. Η ουσία της επίθεσης Πάγκαλου ήταν η οικειοποίηση, από το στρατόπεδο των λεγομένων εκσυγχρονιστών, της πατριωτικής ρητορείας μέσω της οποίας ο Α. Παπανδρέου ασκούσε την όποια γοητεία (ως πατριωτικός λόγος) στον ελληνικό λαό. Βέβαια η απόφαση για αναβολή της συνάντησης με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών στο Βερολίνο δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι ήταν προϊόν κομματικών σκοπιμοτήτων. Ήταν απόφαση-μονόδρομος γιατί απλά δεν χωράει στην καθημερινή πρακτική των κυβερνήσεων νέο πνεύμα του είδους “βήμα προς βήμα προσέγγιση”, όπως δεν χώρεσε το Νταβός παλιότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις κρατούν με συνέπεια μια σωστή στάση απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Το αντίθετο, βαθμιαία διολισθαίνουν στο κλίμα που καλλιεργεί η Άγκυρα και στην ανοχή των επεκτατικών βημάτων της (τελωνειακή σύνδεση, Ίμια) χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα μια δυνατότητα νέας εκκίνησης. Πρόκειται για μια οριακή πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η ίδια οριακή πολιτική πραγματικότητα θα προκύψει με το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχουν διακριτές πολιτικές κατευθύνσεις. Πρόκειται περισσότερο για διαφορετικές ρητορείες. Η εγκατάλειψη ενός απαρχαιωμένου “σοσιαλιστικού” και “πατριωτικού” βερμπαλισμού και η εισαγωγή της “εκσυγχρονιστικής” αλαλίας δεν οδηγεί σε καμιά ανανέωση, έστω δια της κεντροαριστεράς. Το γεγονός του περισσεύματος του “σοσιαλιστικού” βερμπαλισμού και της κακογουστιάς του Ωνασείου κ.λπ δίνει ένα προβάδισμα στην ομάδα και ιδιαίτερα στον ίδιο προσωπικά τον κ. Σημίτη. Το προβάδισμα αυτό πιθανώς του δίνει πόντους στο Συνέδριο έστω και αν το σώμα που θα κάνει την εκλογή είναι αφασικό (και με τάσεις αυτοκαταστροφής;). Το ίδιο δεν συνέβαινε με την κοινοβουλευτική ομάδα;
Όμως το ουσιαστικό είναι ότι το όποιο αποτέλεσμα θα είναι οριακό. Θα αναπαραγάγει διευρυμένα το αδιέξοδο, την αδυναμία πρωτοβουλιών και μιας νέας εκκίνησης. Δεν θα δημιουργήσει καμιά νέα δυναμική στην ελληνική κοινωνία. Το χειρότερο είναι ότι δεν φαίνεται από μια αδιέξοδη εξέλιξη στο ΠΑΣΟΚ να επωφελούνται άλλες πολιτικές δυνάμεις ή νέες πρωτοβουλίες.
Το ίδιο συμβαίνει με την Νέα Δημοκρατία υπό χειρότερους όρους, παρά το γεγονός ότι είναι στην αντιπολίτευση. Την ρητορεία και την όλη κακογουστιά της παρέας Μητσοτάκη διαδέχτηκε μια παλαιοκομματική επίσης κακόγουστη ρητορεία του Έβερτ (ακόμα και την ΕΚΟΦ μας υπενθύμισαν). Οι διαφορές τους είναι υποτίθεται αντίστροφες από αυτές του ΠΑΣΟΚ. Λαϊκιστές οι περί τον Έβερτ, εκσυγχρονιστές οι περί τον Μητσοτάκη. Όταν έρχεται η τοποθέτηση στο συγκεκριμένο, οι παραλλαγές είναι θέμα ευστοχίας ή αστοχίας στην παρουσίαση. Τον παλαιοκομματικό Έβερτ απειλεί να τον επαναδιαδεχθεί ο… εκσυγχρονιστής Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία να διαδεχθεί το ΠΑΣΟΚ.
Στα μικρότερα κόμματα τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Ας πάρουμε την Πολιτική Άνοιξη του κ. Σαμαρά που προσπαθεί από θέσεις κέντρου -σύμφωνα με όσα λέει ο ίδιος- να “υπερβεί” το πολιτικό αδιέξοδο ή να πλαγιοκοπήσει -λέμε εμείς – την Νέα Δημοκρατία του κ. Έβερτ. Αποτέλεσμα σχεδόν μηδενικό.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Συνασπισμό του κ. Νίκου Κωνσταντόπουλου ως προς το ΠΑΣΟΚ. Αποτέλεσμα επίσης στην περιοχή του μηδενός. Δεν αναφερόμαστε στο ΚΚΕ που έχει “στραμμένο το βλέμμα στο χτες”.
Ίσως εδώ, στα μικρά κόμματα, η φτώχεια στελεχών και ιδεών να είναι μεγαλύτερη όπως και η διάθεση για μια νέα εκκίνηση.
Το αδιέξοδο αυτό θα συνεχιστεί και δυστυχώς δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Το πρόβλημα το δικό μας -του ελληνισμού- όμως είναι πιο σοβαρό. Γιατί, παρά τις ελπίδες μας, οι αφυπνίσεις συνειδήσεων που παράγονται μέσω γεγονότων, όπως αυτό στα Ίμια, απορροφώνται από την καθημερινότητα, από την “εικονική” πραγματικότητα. Πρέπει ίσως να φτάσουμε σε εθνικές συμφορές για να κατανοήσουμε ότι πρέπει να αλλάξουμε αυτή την μίζερη πραγματικότητα, να υπάρξει μια νέα εκκίνηση;
Αυτή η πολιτική πραγματικότητα, όπου όλα είναι οριακά, όπου αναπαράγεται η απραξία, ενώ η αίσθηση αδυναμίας και αβεβαιότητας κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής -εκτός κακού απροόπτου- μπορεί να διαρκέσει (δεν σχολιάσαμε εδώ την αναβίωση της σκανδαλολογίας, των διαπλεκομένων συμφερόντων που επανέκαμψε και καλλιεργεί μια νοσηρότητα που δεν θα καταλήξει πουθενά). Το πρόβλημα είναι πώς σπάει ο φαύλος κύκλος πριν σπάσουμε τα μούτρα μας. Κι αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με τον εξορκισμό του που κάνουμε εμείς εδώ. Κι εμείς μέρος του προβλήματος είμαστε και, τηρουμένων των αναλογιών, μετέχουμε των ευθυνών του σημερινού αδιεξόδου.
Σε ένα άρθρο του φίλου Θ. Ζιάκα στο περιοδικό Σύναξη (Τεύχος 55, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1995) “Η απορία της πολιτικής”, τίθεται το θέμα της επαναδιαμόρφωσης προϋποθέσεων ώστε να υπάρξει πολιτική δραστηριότητα με την συμμετοχή των πολιτών. Η δική μας γνώμη είναι πως, πέραν των προϋποθέσεων, υπάρχουν οι ίδιες οι υποθέσεις. Μάλιστα, επί το σεμνότερον, οι υποθέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, πέραν της πολιτικής ορίων που καταλήγει και ο Θ. Πάγκαλος -αφού έστω καλοπροαίρετα καταπονήθηκε στην “βήμα προς βήμα” προσέγγιση- υπάρχει μια άλλη πολιτική αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού; Όταν μάλιστα, ο επεκτατισμός αυτός, από μια γειτονική χώρα που παραπαίει -κι αυτό την καθιστά πιο επικίνδυνη- πέραν της συνεχούς υπενθύμισης της παρουσίας του, κινδυνεύει να μας οδηγήσει σε πολεμικές περιπέτειες… Οι συνεργάτες και οι αναγνώστες του ΑΡΔΗΝ έχουμε ένα πεδίο δοκιμασίας λαμπρόν. Ας είναι αυτό το σχόλιο μια πρόσκληση-πρόκληση όχι μόνο για το καίριο πρόβλημα της αντιμετώπισης του τούρκικου επεκτατισμού.