Συγγραφέας: Γιάννης Σχίζας
Σ’ αυτή την περιοχή του νοτιοευρωπαϊκού χώρου, στο σκηνικό μιας ήπιας συνάντησης χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης, ενός κλίματος που έμελλε να καταστεί διάσημο και να παράγει διαυγή τοπία με εξαίσια φωτεινότητα, η Ιστορία έκλεισε ραντεβού ανάμεσα στους πολιτισμούς της ανατολικής μεσογείου και σ’ ένα νεοφερμένο, ινδοευρωπαϊκό πληθυσμό. Ο έρωτας δεν ήταν κεραυνοβόλος ούτε μεγάλης διάρκειας. Ήταν όμως αρκετά γόνιμος, ώστε να υπερβεί τα πρωταρχικά υλικά και να προχωρήσει σε νέες συνθέσεις, καταλήγοντας εν τέλει σε μια κορωνίδα της ανθρώπινης φιλοσοφίας: Παν μέτρον άριστον, παν το πολύ τη φύσει πολέμιον, μηδέν άγαν, αι υπερβασίαι αλγειναί. Αυτή η απόρριψη του «μεγαλοϊδεατισμού», της μεγαλοσχημοσύνης, του στόμφου, της κομπορρημοσύνης απέναντι στη φύση, που δεν κατέληγε στη στήριξη της μετριοκρατίας, που δεν συνηγορούσε υπέρ του μικρού και ευτελούς, υπέρ του απρόσωπου και μηδαμινού, επρόκειτο να αναχθεί σε αισθητική άποψη και στάση ζωής. Οι Αθηναίοι ή Αττικοί -όροι συνώνυμοι στους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους- αξίωσαν την καθολικότητα της έννοιας του «μέτρου» και ονομάτισαν τον αντίποδά του «ύβρη». Ήταν αυτοί που ανέδειξαν το μεγαλείο του μικρού και τη μικρότητα του μεγαλείου, που φωτοδότησαν μικροσυμπεριφορές ως πρότυπα ζωής και αναθεμάτισαν πρακτικές μεγάλης κλίμακας ως μνημεία ανοησίας. Αυτοί που αν υπήρχαν σήμερα, θα ορθώνονταν ανάμεσα σε οικολογούντες και αναπτυξιολόγους, ανοίγοντας έναν διμέτωπο αγώνα ενάντια στη μελλοντοφοβική νοσταλγία και στον μπαρόκ νεωτερισμό, ενάντια στην ταρίχευση της τρέχουσας ζωής αλλά και στην ολική κατεδάφισή της. Αυτοί που θα μπορούσαν σήμερα να πουν: Η ομορφιά δεν βρίσκεται στο μικρό ή στο μεγάλο, αλλά στο άριστο μέγεθος. Στο «μέτρο».
Τον 19ο αιώνα η Αθήνα και η Αττική θα αναδυθούν από την αφάνεια πολλών αιώνων και θα αναχθούν σε επίκεντρο του νέου ελληνικού κράτους όχι για χωροταξικούς ή οικονομικούς λόγους αλλά γιατί αποτελούν μνημειακά αποτυπώματα του αρχαίου πνεύματος. «Αυτή η τυχαία πρωτεύουσα», γράφει το 1854 ο περιηγητής AdmondAbout για την Αθήνα, δεν έχει ρίζες στη γη. Δεν επικοινωνεί με δρόμους με την υπόλοιπη χώρα. Δεν στέλνει στην υπόλοιπη Ελλάδα τα προϊόντα της βιομηχανίας της…με δυο λόγια, τίποτε δεν θα κρατούσε στην Αθήνα αυτόν τον πληθυσμό των είκοσι χιλιάδων ατόμων, αν η κυβέρνηση μεταφερόταν στην Κόρινθο, και σύντομα η Αθήνα θα ήταν τόσο έρημη και ερειπωμένη όσο η Αίγινα και το Ναύπλιο».
Όσο και αν φαίνεται περίεργο η χιονοστιβάδα της ανάπτυξης στον αττικό χώρο θα ξεκινήσει από την αίσθηση του αρχαίου κλέους, που είναι διάχυτη όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους εισαγόμενους Βαυαρούς εκσυγχρονιστές. Θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες μέχρις ότου η οικονομία της Αττικής γίνει αυτοδύναμη, αρχικά δεσπόζουσα και στη συνέχεια πληθωρική, για να αποβεί στο τέλος μια οικονομία ασφυκτικής υπεροχής απέναντι στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Θα χρειαστούν καταστροφές και πόλεμοι, ανθρώπινοι ξεριζωμοί μικρότερης ή μεγαλύτερης βιαιότητας: Το 1922 ο Πλαστήρας θα μπει στην Αθήνα «μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος, με σφιγμένα δόντια και μάτια όπου έβλεπες την απελπισία» -κατά πως γράφει η Πηνελόπη Δέλτα- για να επακολουθήσουν στη συνέχεια τα κύματα προσφύγων της Μικρασίας και να εκτοξεύσουν και να εκτοξεύσουν σύντομα τον πληθυσμό στα πρόθυρα του ενός εκατομμυρίου. Τρεις δεκαετίες αργότερα οι νέοι «επήλυδες» (ξενοφερμένοι) της Αττικής θα έχουν σαν αφετηρία την προβληματική επαρχία της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου, για να οδηγήσουν ξανά τον πληθυσμό και τις δραστηριότητες σε νέα ρεκόρ. Οι απογραφόμενοι κάτοικοι θα ξεπεράσουν τα 2 εκατομμύρια το 1961, για να αυξηθούν το 1971 στις 2.742 χιλιάδες, στις 3.327 το 1981 και το 1991 στις 3.522 χιλιάδες, ενώ κοντά σ’ αυτούς θα συμβιώνουν οι άγραφοι και αδήλωτοι μετανάστες των περιχώρων κι ακόμη οι φίλοι της γενέθλιας επαρχιώτικης γης που προτιμούν να απογράφονται στην περιφέρεια.
Σ’ αυτό τον νέο υδροκέφαλο σχηματισμό που θα ακυρώσει σχέδια επί σχεδίων αποκέντρωσης, που θα τραβήξει σαν μαγνήτης νέες επενδύσεις και δραστηριότητες, το αθηναϊκό λεκανοπέδιο θα φτάσει σε ακραίες πυκνότητες, της τάξεως των 7.500-8.000 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Όμως η πραγματική επιβάρυνση του χώρου θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που δίνεται από το πηλίκο ανθρώπινου πληθυσμού και χωρικής επιφάνειας: Σε αντίθεση με τον παλιό ο πληθυσμός της Αττικής των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα είναι εδαφοβόρος και περιβαλλοντοβόρος, υπερκινητικός, διεκδικητής όλο και μεγαλύτερου «ζωτικού χώρου».
Η δεύτερη κατοικία κοντά στη φύση, που ορθώνεται σαν αίτημα και σαν ανάγκη μέσα στις συνθήκες μιας άναρχης και υποβαθμισμένης αστικής ζωής, θα διασπείρει οικοδομές στην περιφέρεια της Αττικής, θα εγχαράζει τραυματικές ουλές σε ορεινά και παραλιακά τοπία, θα καταλύσει γραφικότητες. Η Αττική εκφράζει σε μικρογραφία μια Ελλάδα που έχει την υψηλότερη αντιστοιχία κατοικιών κατ’άτομο ή νοικοκυριό στην Ευρώπη (μιάμιση κατοικία ανά νοικοκυριό).
Παράλληλα στην Αττική αναπτύσσεται η αυτοκίνηση με εκρηκτικούς ρυθμούς, η κατοχή των ΙΧ φτάνει μέχρι και σε επίπεδα διπλάσια έναντι άλλων ελληνικών νομών, ενώ τα διανυόμενα χιλιόμετρα ανά αυτοκίνητο υπερβαίνουν κατά 50% τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το έδαφος, οι δρόμοι, τα τοπία, οι εξοχές, οι περιοχές των δύο εθνικών δρόμων (Πάρνηθας και Σουνίου) οι χώροι μεγάλης οικολογικής αξίας, καταναλώνονται αλύπητα και ασύστολα. Κι ακόμη κάτι άλλο: Καταναλώνονται ανέμελα και ανιστόρητα, εκμαιεύοντας ένα μέλλον ως πολεοδομικό τραγέλαφο και εξαλείφοντας χώρους ιστορικούς, υποβαθμίζοντάς τους σε «στοίβες από σπασμένες εικόνες» (Έλιοτ), ακυρώνοντας εκείνη τη μνημειακότητα που δεν συνιστά νεκροφιλία αλλά κρατάει ανοιχτό τον αγωγό μιας απλής και λιτής βιο-σοφίας: Η ζωή είναι μεταβατική, η ζωή δεν είναι αναλώσιμη στο βωμό ενός εγωιστικού παρόντος, η ζωή είναι ερωτεύσιμη. Η αισθητική δεν είναι απλώς μορφή αλλά και ουσία του κόσμου.
«Ω παρελθόν, σύντριψε τούτη την φαύλη εποχή! Τόποι επικοί, εξαχρειωμένοι από απογόνους ανδρείκελα, έτσι σας γνωρίσαμε για πρώτη φορά…». Ο Ελβετός πολεοδόμος, αρχιτέκτονας και αρχαιολάτρης Λε Κορμπυζιέ, που εκφωνεί αυτή την δήλωση το 1914 ύστερα από μια πρώτη επαφή με τον Αττικό χώρο, προσφέρει μια φόρμουλα εκ πρώτης όψεως ανέφικτη και αδιέξοδη. Όμως στο μέτρο που αυτή η φόρμουλα δεν εκλαμβάνεται σαν αίτημα «ολικής επιστροφής», σαν αίτημα «αναχλαμύδωσης» και μουσειοποίησης, μπορεί να αποτελεί συστατικό της λύσης του προβλήματος. Η σκέψη που δεν αναλώνεται στην τρέχουσα ρουτίνα της πολεοδομικής διαχείρισης, που καταδύεται στο παρελθόν για να ανασύρει όσα ο Μάρεϊ Μπούχτσιν ονόμαζε «υψηλά κριτήρια ουρμπανισμού», και που ταυτόχρονα αναπολεί το μέλλον όπως το τελευταίο διαγράφεται σαν δυνατότητα με την εφαρμογή νέων πληροφορικών συστημάτων διαχείρισης του δομημένου του κυκλοφοριακού και του επικοινωνιακού χώρου, με τη «χωροπλασία» ως απάντηση στις υπάρχουσες στενότητες και με νέες μορφές διαχείρισης των εισροών-εκροών (υλικών, ενέργειας, αποβλήτων κ.λπ.) στο σώμα της πόλης, αυτή η σκέψη μπορεί να είναι γόνιμη, πραγματική διέξοδος στα αδιέξοδα του παρόντος.
Αυτή η σκέψη: κοκτέιλ αρχαίας σοφίας και φουτουρισμού, στοχαστική ως προς τα τελεσμένα αλλά και μελλοντοδρομική, ρομαντική αλλά και καινοτόμος.
Οι Αθηναίοι ή Αττικοί είναι υποχρεωμένοι να αποσαφηνίσουν την ταυτότητα του παρόντος, να αντικαταστήσουν την αποσπασματική έως παραληρηματική αντίληψη για το χώρο με προτάσεις λιτές, περιεκτικές αλλά και διαυγείς. Να διαγνώσουν τη σημερινή κατάλυση της αστικής περιφέρειας, την εντροπική διάχυση της πόλης στην περιαστική φύση, την ιδιωτικοποίηση της εξοχής που καταλήγει στην κατάργηση της ίδιας της εξοχής. Να διαγνώσουν την κατάλυση των πρωτοβάθμιων αστικών κυττάρων της γειτονιάς και της συνοικίας, να απογράψουν την υποβάθμιση και υπολειτουργία του «κεντρικού κέντρου» της Αθήνας αλλά και των περιφερειακών κέντρων, να ερμηνεύσουν την υπερκινητικότητα τον ΙΧδισμό ως συνέπεια της αποστασιοποίησης των χρήσεων του χώρου – αυτού του ομοιόμορφου αστικού bigbang. Να συνειδητοποιήσουν την πολεοδομική παχυσαρκία του πρωτεύοντος νομού της χώρας – που ως πρόβλημα καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας.
Να κατανοήσουν την αθεράπευτη μικρότητα των μεγαλοδιαχειριστών της πολιτικής – που αποφασίζουν και πολεοδομούν με βάση τον συγκεκριμένο εκλογικό ορίζοντα κι ακόμη την αβάσταχτη ελαφρότητα των βαρύγδουπων, μεγαλοεργολαβικών ονειρώξεων, του τύπου της Ολυμπιάδας 2000.
Οι πόλεις και τα πολεοδομικά συγκροτήματα δεν κατασκευάζονται από τους ειδικούς αλλά από μια μαζική κοινωνική συνείδηση που εκφράζεται με πράξεις ή παραλείψεις. Και αυτή η συνείδηση, που αντιτίθεται στην ολική εμφύτευση του μοντέλου του Λος Άντζελες στην Αττική, υπάρχει σήμερα αλλά όχι σε επαρκείς δόσεις. Υπάρχει σήμερα σαν ψίθυρος για την προστασία της αστικής περιφέρειας, για τη διατήρηση της περιαστικής γεωργίας, των βιοτόπων και των εστιών της φύσης που κάνουν το μείζονα χώρο πλουραλιστικό και ελκυστικό. Υπάρχει σαν νοσταλγική γκρίνια υπέρ της παλιάς γειτονιάς που αποτελούσε κύτταρο ζωής με πολλαπλές χρήσεις, κι όχι απλό άθροισμα διαμερισμάτων και πάρκινγκ. Υπάρχει σαν ασθενική φωνή υπέρ τη «ανακέντρωσης», υπέρ του ανασχηματισμού ενός δεσπόζοντος χώρου θαυμάτων στην καρδιά του πολεοδομικού ιστού. Υπάρχει σαν περιθωριακός λόγος προς όφελος νέων μορφών κυκλοφορίας, που δεν τραυματίζουν μικροκοινωνίες και περιβάλλον.
Όμως αυτοί οι ψίθυροι, οι νοσταλγικές γκρίνιες, οι ασθενικές φωνές, ο περιθωριακός λόγος, πρέπει να γίνονται κραυγές, να ενορχηστρωθούν σε ένα πολιτικό σχέδιο, να αποκτήσουν μεγέθη «αξιόμαχα με τις δυνάμεις που αντιμάχονται». Στην προκειμένη περίπτωση το μικρό δεν είναι όμορφο – που ’λεγαν οι οικολόγοι: Γιατί η ομορφιά βρίσκεται στα κατάλληλα μεγέθη, δηλαδή βρίσκεται εκεί όπου παράγονται ελπίδες, όπου η «χρυσή τομή» πολιτικής αποτελεσματικότητας και οράματος. Κοντολογίς, ένα νέο «μέτρο», στα μέτρα του συγκεκριμένου ιστορικού χρόνου και χώρου*.
*Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας του βιβλίου Αττική – μια οικολογική περιήγηση στο παρελθόν και το μέλλον, εκδ. Σαβάλα, Αθήνα 1996