Το Μακεδονικό διεκδικεί μια διττή όσο και αντιφατική παρουσία στα ελληνικά πράγματα. Από τη μια αποτελεί στοιχείο αφύπνισης και ενεργοποίησης απέναντι στην βαλκανική και την εθνική πραγματικότητα και από την άλλη μέσω αυτού εκφράστηκε ένας έκφραση ενός παρωχημένος και επικίνδυνος μικροεθνικισμός, επικίνδυνος για μια “μεγάλη” και οραματική πολιτική στα Βαλκάνια.
Γι’ αυτό και από την αρχή της εμφάνισής του, φάνηκε να τηρούμε μια αντιφατική στάση ανάλογη με την ίδια την αντιφατικότητα του φαινομένου. Από τη μια να κατανοούμε την οργή και την καταδίκη ενάντια στο φάντασμα του σλαβομακεδόνικου σωβινισμού που επανεμφανιζόταν, μια ξαφνική αναβίωση μιας αντιπαράθεσης που αιματοκύλισε και διαίρεσε τα Βαλκάνια για 80 χρόνια τουλάχιστον -από τη δεκαετία του 1860 έως αυτή του 1940- * από την άλλη θλιβόμαστε γιατί το Μακεδονικό υπήρξε παράγοντας απομόνωσης και γελοιοποίησης της Ελλάδας, μεγάλη ευκαιρία για τους Τούρκους να μας απομονώσουν στα Βαλκάνια και την διεθνή κοινότητα, όσο και για πολλούς άσπονδους φίλους μας σε Ανατολή και Δύση -κυρίως σε αυτή την τελευταία.
Γι’ αυτό και προσπαθούσαμε -τουλάχιστον μερικοί και δυστυχώς όχι τόσο πολλοί- να τηρήσουμε μια δύσκολη στάση: Nα υποστηρίζουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στην σοβινιστική υφαρπαγή του ονόματος και της ιστορίας της Μακεδονίας και ταυτόχρονα να επιθυμούμε το ταχύτερο δυνατό έναν συμβιβασμό -του τύπου Σλαβομακεδονία ή Βόρεια Μακεδονία- που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να επανέλθει δυναμικά στην βαλκανική της πολιτική.
Σήμερα νομίζουμε ότι έχει αποδειχτεί η ευθυκρισία μιας τέτοιας επιλογής, όπως ίσως και η εξαιρετική δυσκολία της να εφαρμοστεί!
Το Μακεδονικό ως έδαφος επανεθνικοποίησης
Οι αρνητικές επιπτώσεις
Tι μπορεί να γίνει σήμερα