από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015 (τ. 29, Απρίλιος 2001)
Το Άρδην συμπλήρωσε ήδη 5 χρόνια ζωής. Τύχη πονηρά θέλησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας να κυκλοφορήσει τη στιγμή της ανόδου της κυβέρνησης Σημίτη στην εξουσία, της εθνικής ταπείνωσης των Ιμίων και του θανάτου του μέλους της πρώτης μας Συντακτικής Επιτροπής, του Μιχάλη Ράπτη. Έτσι, σήμερα, η «επέτειος» των 5 χρόνων της κυκλοφορίας του Άρδην είναι ταυτοχρόνως και επέτειος των 5 χρόνων του σημιτικού εκσυγχρονισμού, της φιλανδοποίησης της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, καθώς και μια επέτειος μνήμης για έναν μεγάλο επαναστάτη που στη ζωή του επιχείρησε να κάνει πράξη αυτά που εμείς απλά διακηρύσσουμε
Η απόπειρα μιας σύνθεσης
Το Άρδην δημιουργήθηκε ως μία απόπειρα σύνθεσης διαφορετικών ρευμάτων και ευαισθησιών, ως ένα εγχείρημα υπέρβασης του ιδεολογικού κατακερματισμού και της μονοθεματικότητας που χαρακτηρίζει τα ελληνικά ιδεολογικά ρεύματα. Ως ένα εγχείρημα σύγκρασης της εθνικής, κοινωνικής και οικολογικής διάστασης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος και η Ελλάδα. Ήταν πεποίθηση σε εμάς που επιχειρήσαμε την έκδοσή του πως δεν είναι δυνατή μια μεταβολή σε βάθος σε οποιοδήποτε τομέα της κοινωνικής και πολιτιστικής μας ζωής χωρίς καθολικές, επαναστατικού χαρακτήρα, μετατροπές της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατό να υπερασπίσεις την εθνική ανεξαρτησία χωρίς μια οικονομία παραγωγική και όχι παρασιτική. Όμως, μια τέτοια οικονομία προϋποθέτει ένα μοντέλο ανάπτυξης σε απ’ ευθείας αντίθεση με το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό πρότυπο. Η ελληνική οικονομία κατά συνέπεια μπορεί να είναι αυτόνομη μόνο σε συνθήκες ανατροπής της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο ισχύει με την ανάπτυξη της ιδιοπροσωπίας μας: Δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομη πολιτιστική υπόσταση χωρίς πρόταση για το μέλλον και όχι απλώς αγκίστρωμα στην παράδοση. Η παράδοση πρέπει να γίνει λίπασμα για την ενεργοποίηση ρηξικέλευθων και πρωτοπόρων προτάσεων. Διαφορετικά είτε μεταβάλλεται σε φολκλόρ είτε κινδυνεύει να αρδεύσει εκτροπές αντιδραστικού/συντηρητικού τύπου.
Την ευστοχία αυτής της αντίληψης ήρθε να υπογραμμίσει η ιστορία των πέντε χρόνων που πέρασαν.
Από την λογική των υποχωρήσεων στη φιλανδοποίηση
Αν η πολιτική των τελευταίων χρόνων της κυβέρνησης Παπανδρέου είχε ήδη εκτραπεί σε μια πολιτική συστηματικών υποχωρήσεων έναντι της Τουρκίας και των δυτικών εταίρων, στην Κύπρο, το Αιγαίο και τα Βαλκάνια, τα πέντε χρόνια της κυβέρνησης Σημίτη αποτέλεσαν ένα ποιοτικό άλμα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και Ελλάδας-Δύσης. H Ελλάδα μεταβλήθηκε σε μια φιλανδοποιημένη ζώνη, δηλαδή μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας έναντι της Τουρκίας, όπως ήταν κάποτε η Φιλανδία έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Εγκαινιάστηκε στα Ίμια, επιβεβαιώθηκε έκτοτε στην κρίση των πυραύλων S-300, στην Κύπρο, μετά τη δολοφονία του Σολωμού και του Ισαάκ, ή την πρόσφατη προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, επισφραγίστηκε με το Ελσίνκι, δηλαδή την αποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας στην Ε.Ε., και το ειδύλλιο Παπανδρέου-Τζεμ. Οι πιο σημαντικές όμως δεν είναι, ίσως, οι εξελίξεις στο πεδίο της διπλωματίας, αλλά εκείνες που συντελέστηκαν στο έδαφος της κοινωνίας: Με προσχήματα «ανθρωπιστικού χαρακτήρα» (όπως οι σεισμοί), με φορείς τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τις τηλεοράσεις, ιδεολογικούς πρωτεργάτες τους σημιτικούς μισθοφόρους της «Αριστεράς και της Οικολογίας», που λυμαίνονται κάθε είδους κρατικούς θώκους («όμιλοι», τύπου Μπίστη, κ.λπ.) ή τους εποφθαλμιούν (ένα μεγάλο μέρος του Συνασπισμού και των «Οικολόγων»), με μίσθαρνα όργανα ποικίλους «δημοσιογράφους», αθέατους χρηματοδότες τους μαφιόζους επιχειρηματίες του εκσυγχρονισμού (Κόκκαλης, κ.ά.) και ενορχηστρωτές τους Αμερικανούς, αναπτύσσεται η «ελληνοτουρκική φιλία» στα πεδία των επιχειρήσεων, του «πολιτισμού» (βλέπε Ρουβάς, Άντζελα, αλλά και εκδοτικοί οίκοι ή τηλεοπτικά κανάλια), της καθημερινότητας. Εθιζόμαστε σταδιακά στην μετατροπή μας σε οιονεί ραγιάδες του νεο-οθωμανισμού, όπως υπογράμμισε πρόσφατα ο… συναγωνιστής Πάγκαλος. Η αντίσταση έχει κόστος, ενώ η υποταγή είναι «άκοπη», οδηγεί σε μείωση των αμυντικών βαρών (πρόσφατη η καμπάνια της «Ελευθεροτυπίας» και του «Συνασπισμού»). Η Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά τη απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, επανακάμπτει εθελόδουλα σε καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας. Αυτό είναι το επίτευγμα της πατριωτικής ρητορείας του παλιού ΠΑΣΟΚ, αλλά προπαντός του απροκάλυπτου ενδοτισμού του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και της ψευδοαριστεράς που τον στηρίζει.
Προφανώς, αυτή η υποταγή στον ανερχόμενο τουρκικό περιφερειακό υπο-ιμπεριαλισμό δεν σημαίνει καθόλου μείωση της εξάρτησης από τους Αμερικανούς και τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες. Αντιθέτως, η ενίσχυση της τουρκικής επιρροής τροφοδοτεί -και τροφοδοτείται από- την ανερχόμενη αμερικανοδυτική που, με την ευκαιρία της επιδρομής στα Βαλκάνια, ενισχύθηκε σε βαθμό πρωτοφανή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαβιούμε πλέον υπό καθεστώς αμερικανοδυτικής κατοχής.
Η επίταση του οικονομικού και κοινωνικού παρασιτισμού
Πολλοί φίλοι και συνεργάτες του περιοδικού μας, αντιμετωπίζοντας ως μη ρεαλιστική μια στρατηγική αντίστασης προς όλα τα αζιμούθια, θεωρούσαν αυτή την πολιτική υποταγής της ελληνικής κυβέρνησης και των ελίτ της χώρας απλώς ως ένα λάθος προσανατολισμού, και θα αρκούσε μια διαφορετική στρατηγική επιλογή ή μια λιγότερο «επαρχιακή» πολιτική αντίληψη για να την ανατρέψει. Την ίδια λογική εξέφραζαν ο Αντώνης Σαμαράς, ένα μέρος της «πατριωτικής δεξιάς» καθώς και του αντιεκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως, εμείς τονίζαμε και τονίζουμε ότι όσο η οικονομία της χώρας είναι παρασιτική και προσδεδεμένη στους μηχανισμούς της παγκόσμιας αγοράς με τον τρόπο που είναι σήμερα, όσο επεκτείνονται οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης που αναπαράγουν σε διευρυνόμενη κλίμακα τον σημερινό παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα συγκρότησης ενός συνεκτικού λόγου αντίστασης. Ο παρασιτικός «εκσυγχρονισμός» θα παραμένει κυρίαρχος.
Κατά συνέπεια και η πολιτική της υποταγής τόσο στη Δύση όσο και στην Τουρκία. Το γεγονός ότι ένας πρώην πράκτορας της Στάζι και νυν ελεγχόμενος από τους Αμερικανούς, όπως ο Κόκκαλης, είναι ο «τσάρος» της ελληνικής οικονομίας, ότι τα εμφανή κέρδη του τα αποσπά κατ’ εξοχήν από τους… παραγωγικούς τομείς του Προ Πο, του Λόττο, κ.λπ., βρίσκεται σε άμεση σχέση με το γεγονός ότι υπουργός Εξωτερικών είναι ένας Αμερικανός υπήκοος! Γι’ αυτό και εγχειρήματα ανάταξης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως του Αντώνη Σαμαρά από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, ή του Δημήτρη Τσοβόλα και του Μιχάλη Χαραλαμπίδη από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, δεν μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν. Γιατί η ασθένεια είναι βαθύτερη. Αφορά τις ίδιες τις εξελίξεις στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας. Δεν νοσεί απλά η εξωτερική πολιτική, δεν νοσούν απλώς οι ελίτ, νοσεί το ίδιο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 επιτάθηκαν όλα τα στοιχεία της στρεβλής και παρασιτικής ανάπτυξης. Οι παραγωγικοί τομείς –αγροτικός και βιομηχανικός– συρρικνώθηκαν, το εξωτερικό έλλειμμα διευρύνθηκε, ενισχύθηκαν οι παρασιτικές τάξεις και στρώματα. Οι «νέοι επιχειρηματίες» είναι συνδεδεμένοι με κρατικές εργολαβίες, ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, ΜΜΕ και ποδοσφαιρικές ΠΑΕ, με χρηματιστηριακές κομπίνες και τραπεζιτική τοκογλυφία. Το στρώμα των διανοουμένων μεταβλήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά σε κρατικοδίαιτο, επιδοτούμενο, εξαρτημένο από τους επιχειρηματίες των ΜΜΕ. Η αγροτιά συρρικνώθηκε και εξαρτήθηκε τόσο από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ώστε το μόνο που διεκδικεί είναι εγγυημένες τιμές και όχι αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, διεφθάρη δε από την χρήση της οιονεί δουλικής εργασίας των ξένων εργατών, και τις ανατολικοευρωπαίες καλλιτέχνιδες. Η ελληνική εργατική τάξη αποσυντέθηκε από την γενικευμένη είσοδο των μεταναστών και την αποβιομηχάνιση, εξ ου και η περιθωριοποίηση του ΚΚΕ. Η μεθοδευμένα ανεξέλεγκτη είσοδος ανυπεράσπιστων μεταναστών μετέβαλε την ελληνική κοινωνία σε κοινωνία οιονεί δουλοκτητική, γεγονός που ερμηνεύει και την ξενοφοβία και τα φαινόμενα ρατσισμού. Όμως μόνο έτσι μπόρεσαν οι «εκσυγχρονιστές» να ρίξουν τον πληθωρισμό και να επιτύχουν τους «στόχους της ΟΝΕ», και όχι βέβαια μέσω της παραγωγικής αναβάθμισης της χώρας. Τέλος, η νεολαία, η οποία μειώνεται ως ποσοστό του πληθυσμού, υποταγμένη σε ένα πρότυπο ατομοκεντρικού ανταγωνισμού, βραχυκυκλωμένη από το άγχος της ανεργίας και της επιτυχίας, του life style και το πρότυπο του πλουτισμού ως αξίας ζωής, έπαψε, τουλάχιστον για τα χρόνια που πέρασαν, να αποτελεί μια δεξαμενή ιδεολογικής και αγωνιστικής προοπτικής. Σε αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της καθολικής αλλοτρίωσης θα πρέπει να αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες της αδυναμίας αντίστασης της ελληνικής κοινωνίας. Οικονομία και κοινωνία χωρίς αυτονομία, παρασιτική και εξαρτημένη, δεν μπορεί να παραγάγει κάποιο αυθεντικό αντιστασιακό ήθος.
Η αθλιότητα του «εκσυγχρονισμού»
Αυτή η πραγματικότητα εκφράζεται από την αθλιότητα του «εκσυγχρονιστικού» οράματος και της πρακτικής των εκσυγχρονιστών. Ποτέ άλλοτε η κοινωνία και οι θεσμοί μας δεν ήταν τόσο διεφθαρμένοι όσο σήμερα. Ποτέ άλλοτε ο πλούτος δεν προβαλλόταν με τόσο χυδαίο τρόπο και ακόμα χειρότερα με τόση επιδεικτική αδιαφορία – ή μάλλον το αντίθετο, με τέτοια επιδεικτική προβολή των κλοπιμαίων. Άλλοτε, οι κλέφτες χρειάζονταν την υποκρισία, σήμερα δεν την έχουν ανάγκη, πρέπει να κρύβονται οι έντιμοι, διότι καταγράφονται ως δακτυλοδεικτούμενοι ηλίθιοι. Όλα αυτά γίνονται στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Η διάλυση των παραδοσιακών θεσμών της κοινωνικής συνοχής, η υποβάθμιση των πολιτικών ιδεολογιών, η καταστροφή της ευρείας οικογένειας, των συνδικαλιστικών δεσμών, της θρησκευτικής ταυτότητας, των οραμάτων μιας δίκαιης κοινωνίας, έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στην Ελλάδα, πολύ χειρότερα απ’ ό,τι στη Δύση. Γιατί εκεί υπάρχει μία ταύτιση του πολίτη με τους θεσμούς της νεωτερικότητας και μια πραγματικότητα «κοινωνίας των πολιτών», κληρονομημένη από τις παλιότερες φάσεις της αστικής δημοκρατίας και της ταξικής αντιπαράθεσης. Η σύγχρονη κρίση της δημοκρατίας και η επιβολή της μαζοποιημένης καταναλωτικής ολιγαρχίας δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει εντελώς τα στοιχεία της κοινωνίας των πολιτών που προϋπήρχαν. Στην Ελλάδα αντίθετα, σε μια κοινωνία κατ’ εξοχήν «πολιτισμική και πολιτική», η συρρίκνωση της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας, της πατριωτικής αναφοράς και της πολιτικής παράδοσης απελευθερώνει τον πλέον εξαχρειωμένο ατομικισμό, τον γενικευμένο κυνισμό και την ιδιωτεία. Ο εκδυτικισμός παράγει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επαγγέλλονται οι φορείς του. Εδώ εδράζεται και το σφάλμα όσων καλοπροαίρετα στήριξαν ή έστω ανέχτηκαν το σημιτικό εγχείρημα και οι οποίοι πίστευαν ότι, μετά την παπανδρεϊκη ευωχία και κατασπατάληση, υπήρχε ανάγκη από έναν Μητσοτάκη ή έναν Σημίτη για να «νοικοκυρέψουν» τα πράγματα. Και ανακαλύπτουν έκπληκτοι την μεγαλύτερη ανομία της νεώτερης ιστορίας μας: αστυνομικοί να ελέγχουν το μεγαλύτερο δίκτυο σωματεμπορίου, οι πολεοδομίες να λειτουργούν μόνο δια του λαδώματος, οι πολιτικοί να χρηματίζονται ανοικτά, κλπ. κλπ. Όσο για τον επαγγελλόμενο εκσυγχρονισμό των δομών, αντί αποκέντρωσης, με την Ολυμπιάδα, τα Σπάτα, κλπ., προγραμματίζεται η μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων επαρχιωτών στην Αθήνα, αντί επενδύσεων στην Εγνατία, καταστρέφονται τα Μεσόγεια, αντί παραγωγής, τα μεγάλα κόλπα του χρηματιστηρίου, κλπ. Πολλοί διανοούμενοι είχαν το θράσος να παραλληλίσουν τον σημιτικό εκσυγχρονισμό με τον Τρικούπειο. Αλλά η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Τότε δημιουργήθηκε το βασικό σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, τότε ενισχύθηκαν οι παραγωγικές δομές, τότε εγκαινιάστηκε το πρώτο μεγάλο πνευματικό κίνημα της σύγχρονης Ελλάδας, με τη γενιά του 1880, τη γενιά του Παλαμά, τότε άρχισε να επανασυνδέεται ο ευρύτερος ελληνισμός της λεκάνης της Μεσογείου με το ελληνικό κράτος. Σήμερα, ο «εκσυγχρονισμός» στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντί αποκέντρωσης προς τη συγκέντρωση, αντί παραγωγής, επίταση του παρασιτισμού, αντί πολιτιστικής ανανέωσης, βύθισμα στα χειρότερα τηλεοπτικά σκύβαλα, αντί ενίσχυσης της συνοχής του ελληνισμού προσπάθεια ολοκληρωτικής καταβαράθρωσής του.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, στην Ελλάδα δεν είναι εφικτός ένας αυθεντικός δυτικοστραφής, προς την κατεύθυνση της «εξατομίκευσης», εκσυγχρονισμός. Αντιθέτως, ο μόνος εφικτός προϋποθέτει την αλλαγή του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού υποδείγματος. Μόνο σε έναν κόσμο όπου η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση θα έχει αντικατασταθεί από την τοπικότητα και την περιφερειακότητα της παραγωγής, το ενεργοβόρο ενεργειακό μοντέλο από τις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το καταναλωτικό και βουλιμικό μοντέλο από μια ισόρροπη σχέση παραγωγής-κατανάλωσης και ανθρώπου-φύσης, το μοντέλο του ανεξέλεγκτου κέρδους από την κοινωνική αλληλεγγύη, και το άτομο από το πρόσωπο, ως συγκερασμός ατόμου και κοινότητας στο επίπεδο της ενικής υπόστασης, μόνο εκεί ενυπάρχει ακόμα μια δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού.
Κατά συνέπεια μόνο μια συνολική ανατροπή του μοντέλου μπορεί να δώσει απάντηση στα ζέοντα προβλήματά μας. Γι’ αυτό ακριβώς οι εξελίξεις υπήρξαν αρνητικές σε πολλά μέτωπα ταυτοχρόνως.
Η τελευταία γραμμή αμύνης
Ωστόσο όχι σε όλα. Η αποπολιτικοποίηση, ο καταναλωτισμός, η υποταγή και ο ενδοτισμός πράγματι κυριάρχησαν. Όμως, όταν η πολιτική πραγματικότητα γίνεται αδιέξοδη, τότε τελευταία γραμμή αμύνης αναδεικνύεται η κουλτούρα και η πολιτισμική ταυτότητα. Στην περίοδο μετά το 1985 εκμετρήσαμε μια καθοδική διαδικασία. Ο πατριωτισμός μεταβλήθηκε σε ενδοτισμό, η οικονομία έγινε παρασιτική, οι κοινωνικές ανισότητες μεγεθύνθηκαν, τα κοινωνικά οράματα ενταφιάστηκαν, η περιοχή των Βαλκανίων κομματιάστηκε. Ο τελευταίος κρίκος σε αυτή την καθολική διάψευση υπήρξε το Κόσοβο. Αντί για ανανέωση της πολιτικής, μας προέκυψε ο μηδενικός βαθμός της, ο Αβραμόπουλος, και ο Αμερικανός φιλέλληνας Γεώργιος Παπανδρέου ως ο πιο δημοφιλής πολιτικός. Μορφές όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχαν ταυτιστεί με τις καλύτερες στιγμές των τελευταίων δεκαετιών, φάνηκαν να θαμπώνουν και να υποτάσσονται στον Λόγο της εξουσίας. Στο πολιτικό πεδίο, στο πεδίο της τέχνης, της πνευματικής παραγωγής έχουμε σαφή υποχώρηση. Το μοναδικό σημείο όπου αναδύεται μια αντίσταση είναι το βαθύτερο πολιτισμικό υπόβαθρο των ανθρώπων, το θρησκευτικό. Εδώ αναφαίνονται τα σημεία μιας μαζικής αντίστασης στον αποσυνθετικό εκδυτικισμό. Με μια εκκλησία φθαρμένη, κυριαρχούμενη από κρατικούς υπαλλήλους θρησκευτικών καθηκόντων, ένα ιερατείο συχνά σκοταδιστικό, αναξιόπιστο, ταυτισμένο με την πιο συντηρητική δεξιά, με μια αδήριτη και προχωρημένη διαδικασία εκκοσμίκευσης της καθημερινής ζωής, με αδυναμία παραγωγής μιας σύγχρονης πρότασης βίου και κοινωνικότητας, έγινε παρόλα αυτά δυνατό να εκδηλωθεί ένα πλειοψηφικό ρεύμα αντίστασης. Και μάλιστα παρά την ενορχηστρωμένη και πολυποίκιλη επίθεση ΜΜΕ, πολιτικών, ξένων προστατών, διανοουμένων, κλπ. Και το σημαντικότερο, αυτό το ρεύμα βρίσκει συντριπτική απήχηση στους νέους. Σε ένα κόσμο που διαλύεται, χωρίς αξίες και αρχές, σε έναν ελληνισμό που χάνεται, σε μια κοινωνία χωρίς ενεργό όραμα η θρησκευτική-πολιτισμική ιδιοπροσωπία, παραμένει το τελευταίο πράγμα που απέμεινε από τα παλιά δοξασμένα «κουρέλια». Αυτό το πολιτισμικό κύμα αποτελεί την άμεση συνέχεια των προηγούμενων πολιτικών και ιδεολογικών κινημάτων και εντάσσεται στο παγκόσμιο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης.
Την τελευταία περίοδο, καθυστερημένα έστω, με την ευκαιρία του αρθρ. 24 του Συντάγματος ή το θέμα του Σχοινιά και των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, εμφανίζεται μια δυνατότητα σύνδεσης της προστασίας του περιβάλλοντος, της ιστορίας και της ταυτότητάς μας, ξεπερνώντας τη μονοδιάστατη αναφορά στο ζήτημα της θρησκευτικής ταυτότητας
Το Άρδην στην πορεία των πέντε χρόνων προσπάθησε να παρακολουθήσει από κοντά τις εξελίξεις, πραγματοποιώντας συχνά επώδυνες τομές, ακόμα και με το ίδιο το παρελθόν των ανθρώπων που το εκδίδουν, ή το εξέδιδαν. Αρχικώς, από την πρώτη συντακτική ομάδα του, που είχε συγκροτηθεί ένα χρόνο πριν την έκδοσή του αποχώρησαν σύντομα όσοι την αντίθεσή τους προς το καθεστώς της εποχής, την επικέντρωναν σε μια αντίθεση με τον καρναβαλισμό της τελευταίας παπανδρεϊκής περιόδου και όχι με τις βαθύτερες επιλογές της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, από το 1993 και μετά, που επιβεβαιώθηκαν με την άνοδο του Σημίτη. Κάποιοι, από όσους αποχώρησαν τότε, βρέθηκαν στο σημιτικό στρατόπεδο.
Τέλος, την τελευταία περίοδο, ορισμένοι φίλοι μας, προερχόμενοι από την Αριστερά, έπεσαν στην παγίδα του δήθεν «αντικληρικαλισμού» του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου. Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε η στάση κομμάτων όπως το ΚΚΕ ή το «αριστερό ρεύμα» του Συνασπισμού, με τους οποίους συμπλέαμε την εποχή της παράδοσης Οτσαλάν και των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι δεν κατανόησαν τον στρατηγικό ρόλο της επίθεσης ενάντια στην Εκκλησία και έπεσαν στην παγίδα των εκσυγχρονιστών.
Σε όλη αυτή την περίοδο των πέντε χρόνων κερδίσαμε πολλούς νέους φίλους από όλους τους χώρους, δείξαμε πως είναι δυνατή, έστω και σε σμικρογραφία, μια σύνθεση των διαφορετικών επιπέδων και επιβάλαμε με την επιμονή και τη σοβαρότητά μας το σεβασμό ακόμα και στους καλοπροαίρετους αντιπάλους μας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: θα μπορέσει άραγε η αντίθεση που εκδηλώθηκε με το ζήτημα των ταυτοτήτων να μετατραπεί σε ένα ζήτημα ταυτότητας συνολικά και να αρδεύσει έναν ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό μετασχηματισμό; Σε αυτό το ερώτημα κανείς δεν μπορεί να δώσει μια ασφαλή απάντηση. Το μέλλον αποτελεί πάντα ένα διακύβευμα, την έκβαση του οποίου κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει. Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, αναπτύσσεται ένα νέο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Για να οικοδομηθεί ένα αντίστοιχο ρεύμα και στην Ελλάδα θα πρέπει να έχουμε ως αφετηρία μας την πολιτισμική αντίθεση στον εκδυτικισμό, αλλά ταυτόχρονα να διαμορφώσουμε προτάσεις που απαντούν στην ίδια την ουσία των παγκόσμιων προβλημάτων. Έτσι που αφήσαμε τα πράγματα να εξελιχθούν, από ματαίωση σε ματαίωση και από δισταγμό σε δισταγμό, ο πήχης τοποθετείται πολύ υψηλά, αλλά δεν έχουμε οδό διαφυγής. Hic Rhodus, hic salta.