Αρχική » Το ΝΑΤΟ και το τέλος της Μεταπολίτευσης

Το ΝΑΤΟ και το τέλος της Μεταπολίτευσης

από admin

της σύνταξης ΤΕΥΧΟΣ 5

Η μεταπολίτευση εγκαινιάστηκε με την έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO, ενώ το τέλος της φαίνεται ακριβώς να σφραγίζεται από .. .”επανένταξη” σε αυτό. Δεν μένει παρά το ζήτημα της Κύπρου, που κ ι αυτό προχωράει σύμφωνα με το σχέδιο της “λύσης” του για να κλεί­σουν όλα τα μεγάλα “εθνικά θέματα” μετά και την είσοδο και στην ΕΟΚ. Και τότε όλα θα μπορέσουν να αρχίσουν «Όλα θα μπουν σε κίνηση και πάλι. Μοιάζει με παραδοξολογία;

η κυβέρνηση

Ας το δούμε από πιο κοντά. Αρχικά θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μια διευκρίνηση της φύσης της μεταπολίτευσης, σαν προσπάθειας αναπροσαρμογής του ελληνικού πολιτικού πλαισίου μέσα σε ένα αλλαγμένο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων προς τα «έξω» και αλλαγές του πολιτικού παιγνιδιού προς τα «μέσα» με βάση την αλλαγή των κοινωνικών δυνάμεων. Τέλος «εκσυγχρονισμός» του οικονομικών και κοινωνικών δομών, έτσι ώστε ο ελληνικός καπιταλισμός να μπει στη φάση του «νεοκαπιταλισμού», του σχεδιοποιημένου κράτους κ.λπ.

Η αλλαγή των διεθνών σχέσεων προϋπόθετε στην πρώτη φάση μια βίαιη «ρήξη», με την προηγούμενη κατάσταση ολοκληρωτικής υποταγής στην Αμερική, που έκφραζε ιδιαίτερα η χούντα του Ιωαννίδη. Το αποτέλεσμα ήταν η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και η έναρξη μιας περισσότερο «πολυκεντρικής» εξωτερικής πολιτικής.

Όμως το 74 μέχρι το 80 άλλαξαν πολλά. Η παγκόσμια κρίση βάθυνε και μετά την Περσία και το Αφγανιστάν, οδηγείται και πάλι στα πρόθυρα του πολέμου. Πολυτέλειες δεν επιτρέπονται πια. Και για έναν ακόμα λόγο, όταν η δεξιά κινδυνεύει να χάσει την εξουσία προς το όφελος «αντινατοϊκών» δυνάμεων. Άρα η επιστροφή στο ΝΑΤΟ, με την ΕΟΚ αποτελούν κάτι σαν εγγυήσεις διατήρησης του καθεστώτος μέσα στις διεθνείς και εσωτερικές μπόρες που έρχονται.

Σε καμιά περίπτωση δεν συμβαίνει το ίδιο πράγμα με το 1974 όπως λένε διάφοροι κρετίνοι. Η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ δεν σημαίνει πια απόλυτη αμερικάνικη ηγεμονία, όπως κάποτε αλλά «αποκατάσταση των σχέσεων»παίρνοντας υπόψη τους νέους συσχετισμούς. Και αυτό είναι το νόημα. Το «συμβολικό» πολιτικό νόημα της επανένταξης είναι το πιο ουσιαστικό. Γιατί από την στρατιωτική άποψη τίποτα δεν αλλάζει. Πολιτικά αλλάζουν πολλά. Και σε σχέση με την Τουρκία. Μπρος σε διεθνείς και εσωτερικούς κινδύνους η ελληνική αστική τάξη θέλει να κλείσει την άμεση δυνατότητα αναμέτρησης με την Τουρκία, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποφασιστική ρήξη με το ΝΑΤΟ και απειλή το καθεστώτος αυτή τη φορά και όχι αλλαγή τύπου μεταπολίτευσης. Για’ αυτό θα πρέπει όσο είναι δυνατό να κλείσει η αντιπαράθεση με την Τουρκία, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ.

Πρόκειται δηλαδή για ασφαλιστικό συμβόλαιο έναντι εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων.

ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, Κύπρος. Το τρίπτυχο. Αν προχωρήσει και ο διακανονισμός στην Κύπρο τα «εθνικά θέματα» θα έχουν κλείσει, ο γενικός προσανατολισμός ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ θα έχει καθοριστεί και θα μπορεί να αρχίσει το παιχνίδι.

Ο δεύτερος στόχος της μεταπολίτευσης ήταν η δημιουργία ενός «σύγχρονου πλαισίου». Δημιουργία «πολιτικής ζωής», αποφυγής των «ακροτήτων» κ.λπ. Επιπλέον αντικατάσταση των παλιών γερασμένων και ξεπερασμένων κομμάτων, από νέα. Το σχέδιο της αστικής τάξης αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ήταν να ενισχύσει ένα δικομματισμό τύπου δεξιάς-σιαλδημοκρατικοϋ κέντρου και στην αριστερά να δημιουργηθεί ένα ευρωκομμουνιστικό κόμμα. Αυτές οι προσδοκίες έδειχναν ακριβώς την πολιτική μυωπία της αστικής τάξης που δεν έβλεπε πως η επιβίωση αρχαϊκών πολιτικών και κοινωνικών δομών, που χρονολογούνταν από τον εμφύλιο πάνω σε μια χώρα για τριάντα ολόκληρα χρονιά αποτελούσε τη βάση για μια έντονη «πόλωση» των πολιτικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν λοιπόν η αποτυ­χία του «σοσιαλδημοκρατικού κέντρου» και των «ευρωκομουνιστών» και η ανάπτυξη του «ριζοσπαστικού» ΠΑΣΟΚ και του «επαναστατικού» πρακτορείου της Ρωσίας. Έτσι ενώ πράγματι «ανανεώθηκαν» οι πολιτικές δυνάμεις, αυτή ή ανανέωση δεν έγινε σύμφωνα με τις θελήσεις του ηγεμονικού τμήματος της αστικής τάξης, αλλά σύμφωνα με την δυναμική της ελληνικές κοινωνί­ας. Αυτή ή κατάσταση στο επίπεδο των κομμάτων θα απαιτούσε αρκετά χρόνια για να μπορέσουν σιγά – σιγά αυτά τα μικροα­στικά η κρατικοκαπιταλιστικά κόμματα να αποβάλλουν το βερ­μπαλιστικό ριζοσπαστισμό τους και να γίνουν «υπεύθυνα» κόμματα, όπως έγιναν οι αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατίες στο εξωτερικό. Όμως το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα χρειάστηκε ογδόντα χρόνια από το συνέδριο της Ερφούρτης μέχρι το Μπάντ Γκόντεσμπεργκ, το 1959, για να απορρίψει το μαρξισμό και το ΚΚ Ιταλίας καμιά εικοσπενταριά χρόνια, μετά τον πόλεμο σαν κοινοβουλευτικό κόμμα για να γίνει ολοκληρωτικά «εύρωκομμουνιστικό». Αν όχι τόσα, πάντως αρκετά χρόνια σταθερότητας θα χρειάζονταν και στην ελληνική περίπτωση.

Όμως εδώ η κρίση δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Η ελληνική δεξιά και η αστική τάξη βρέθηκαν μετά την μεταπολίτευση μπρος σε ένα τιτάνιο έργο, που αποθάρρυνε πολλούς δυνατότερους της, να πετύχει τόσο ριζικές αλλαγές σ’ όλα τα επίπεδα χωρίς να βοηθιέται καν από τη διεθνή συγκυρία. Το αποτέλε­σμα είναι ότι «ήταν στραβό το κλίμα το φάγε κι ο γάιδαρος» δηλαδή η αστική τάξη δεν διαθέτει το χρόνο, σε εποχή παγκόσμιας κρίσης για ομαλές μεταβάσεις.

Και ερχόμαστε στο τρίτο ζήτημα, όπου η αποτυχία είναι σχεδόν απόλυτη. Στην «μεταρρύθμιση» της ελληνικής κοινωνι­κής και οικονομικής δομής. Φυσικά πρόκειται και για το πιο χοντρό πρόβλημα. Γιατί σημαίνει αλλαγή τού κέντρου βάρους της συσσώρευσης από την οικοδομή στη βιομηχανία, πέρασμα στην εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου, χτύπημα των μεσαιωνικών στρωμάτων, που στήριξαν μέχρι χτες τη Δεξιά, κι όλα αυτά σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης, και κρίσης της εσωτερι­κής παραγωγικής δομής, πράγμα πού σημαίνει αδυναμία να πραγματοποιηθούν οι «μεταρρυθμίσεις» μια και δεν υπάρχει καμ­ία κοινωνική δύναμη να τις στηρίζει έξω από τις δυνάμεις της … αντιπολίτευσης. Έτσι σ’ αυτό τον τομέα υπάρχουν οι μεγάλες αποτυχίες, οι μεγάλες παλινωδίες, η αδυναμία πραγματικού εκσυγχρονισμού. Ακριβώς, αυτή η κατάσταση επιταχύνει την κρίση. Και είναι φανερό μ’ όλες τις αλλαγές οικονο­μικών προγραμμάτων που έχουν γίνει πως η απάντηση δεν μπο­ρεί να είναι οικονομική, χρειάζεται να είναι πολιτική. Κι από κει αρχίζουν τα «μεγάλα γυμνάσια», αριστοτεχνικά μέχ­ρι σήμερα της αστικής πολιτικής για το τέλος της μεταπολίτευσης. Καταρχήν επισπεύδεται η είσοδος στην ΕΟΚ, που πραγματοποιείται κάτω από την προσωπική καθοδήγηση τον Καραμανλή. Βήμα δεύτερο, ο Καραμανλής γίνεται πρόεδρος και ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΤΑΙ ΠΑΡ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ στην τρέχουσα, πολιτι­κή. Έτσι κερδίζονται δύο «πιόνια» για το μέλλον, η είσοδος στην ΕΟΚ και η προεδρία. Κίνηση τρίτη παρ’ όλες τις προβλέψεις πρωθυπουργός ο Ράλλης και όχι ο “μαχητικός” Αβέρωφ, πράγμα πού σημαίνει διατήρηση του “ήπιου κλίματος” και επανένταξη στο NATO. Τρίτο πιόνι. Μένει το Κυπριακό που απ’ ότι φαίνεται δεν αργεί.

η αντιπολίτευση

Έτσι όμως ανοίγεται ο δρόμος στην αντιπολίτευση να «κάνει χαρτιά». Μέχρι πριν τα χέρια τού Ανδρέα ήταν δεσμευμένα. Ήξερε πολύ καλά πως «το πρόγραμμά του», δηλαδή μη ένταξη στην ΕΟΚ από το NATO, κόψιμο με τη Δύση κ.λπ. σήμαιναν με τον ένα ή άλλο τρόπο ένοπλη σύγκρουση, με το στρατό. Γι’ αυτό και η στρατηγική του ήταν στρατηγική αναμονής. Από την άλλη δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εγκαταλείψει κιόλας αυτά τα συνθήματα. Έτσι προτιμούσε να περιμένει και να επαναλαμβάνει τα συνθήματά του. Όμως από την στιγμή και πέρα που τα θέματα ΕΟΚ, NATO και Κυπριακό θα εικονίζονται σαν «λυμένα» πέρα από τις θελήσεις του ΠΑΣΟΚ και άρα θα γίνεται όλο και περισσότερο συνείδηση στον κόσμο πως κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν σημαίνει αλλαγή στις διεθνείς κατευθύνσεις, τότε η αστική τάξη μπορεί να αναλάβει το ρίσκο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κάτω απ’ αυτούς τους περιορισμούς, πρόεδρος διεθνές «πλαίσιο», κάποια συμμαχική κυβέρνηση και την απαραί­τητη μυστική συμφωνία, πού αναπόφευκτα θα γίνει με την «η­γεσία των ενόπλων δυνάμεων». Και εξ άλλου σε συνθήκες κρί­σης το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να εγκαταλείψει την κούρσα για την εξουσία γιατί τότε οι μάζες θα πάνε πιο πέρα, εξ άλλου και το ΚΚεξ καραδοκεί. Έτσι αρχίζουν μια σειρά από παράλληλες εξελίξεις από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ.

Εγκαταλείπονται οι Καντάφι κ.λπ. και το κέντρο μπαίνει στις σχέσεις με τα Ευρωπαϊκά – σοσιαλιστικά κόμματα, που κατά τύχη είναι όλα και υπέρ του NATO και υπέρ τής ΕΟΚ (ο Αντρέας μάλιστα βγάζει λόγους στην Πορτογαλία υπέρ του Σοάρες στις εκλογές, ενώ όλο τ “σοσιαλιστικό” σκυλολόι θα υ­ποστηρίξει τον Αντρέα στις ελληνικές εκλογές). Η αλλαγή, είναι στρατηγικής σημασίας. Η Θάτσερ, βλέπει τον Αντρέα, και τον καλεί στην Αγγλία, όπου και ετοιμάζεται να πάει. Οι σχέσεις με το Βίλλυ Μπράντ συσφίγγονται. Και πάρα πέρα, η κριτική σ’ ότι αφορά την ΕΟΚ γίνεται όλο και περισσότερο για το πόσο θα βλάψει όχι πια τους αγρότες… αλλά τη βιο­μηχανία. Επί πλέον εγκαταλείπονται όλο και περισσότερο τα περί EOK NATO κλπ. και το κέντρο μπαίνει στο πως θα αναπτυχθεί η “οικονομία τής χώρας”, δηλαδή το πρόβλημα που έχει η αστική τάξη.

Ταυτόχρονα εντείνονται οι επαφές με τους κεντρώους, ακόμα και το Μαύρο και χτυπιούνται μέσα στο κόμμα όσοι έχουν «στενές» αντιλήψεις. 0 Αντρέας στον τελευταίο λόγο του βάζει το κέντρο βάρους του κόμματος στην κοινοβουλευτική μάζα. Στην ουσία οι οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ διαλύονται την ί­δια στιγμή που αναπτύσσει την πολιτική του επιρροή στην «μεγάλη δεξαμενή» όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος της κεντροδεξιάς. Αυτή ήταν πάντα μια αρχή για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμ­ματα. Όταν πλησιάζουν εκλογές οι πολιτικές μανούβρες δεν στηρίζονται ποτέ στη βάση αλλά στην κορυφή. Το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα για να μπει στο παιγνίδι τής εξουσίας θα πρέπει ουσιαστικά ΝΑ ΔΙΑΛΥΣΕΙ την οργανωμένη βάση του. Όπως είδαμε πριν αυτό επιβάλλει η μεγάλη ταχύτητα των πολιτικών αλλαγών.

Έτσι λοιπόν, μ’ όλους τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση για την αστική τάξη το παιγνίδι ξαναρ­χίζει.

κι εμείς;

Κι εμείς, τι κάνουμε εδώ:

Πριν είδαμε πως το ισχυρότερο σημείο της κυβέρνησης είναι τα διεθνή, εκεί έχει το πάνω χέρι κι ο κόσμος τίποτε. Εξ άλλου εκεί στηρίζεται, σ’ αυτά ΕΟΚ, NATO κ.λπ. για να ελέγξει την πολιτική κατάσταση.

Η εσωτερική πολιτική κατάσταση είναι κάτι στο οποίο έχει μικρότερο έλεγχο, που τον μοιράζεται με την αντιπολίτευση.

Τέλος η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, η ζωή των μαζών είναι το σημείο στο οποίο έχει το μικρότερο έλεγχο και την μεγαλύτερη αδυναμία παρέμβασης.

Η στρατηγική της συνίσταται στα εξής: Χρησιμοποιώντας το «διεθνές πλαίσιο» να καθορίσει με τέτοιο τρόπο τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις ώστε να βρει μια κάποια διέξοδο στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, και να προχωρήσει τον «εκσυγχρονισμό». Δηλαδή είναι μια στρατηγική από τα πάνω προς τα κάτω, από τα έξω προς τα μέσα, άρα εξαιρε­τικά αδύνατη.

Αντίθετα η αντιπολίτευση είναι δυνατή στο ζήτημα των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, γιατί εκεί σήμερα, μέσω του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να εμφανιστεί σαν «εναλλακτική λύση». Είναι φυσικό να βάζει όρια σε οποιαδήποτε κινητοποίηση πια με τη γνωστή σάλτσα «μη τρομάξουμε τούς μεσαίους, έρχονται οι εκλογές».

Εμείς, είναι φανερό πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την διαμετρικά αντίστροφη στρατηγική. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες που «αρχίζει να γίνεται παιχνίδι», που θα ενταθούν δηλαδή οι πολιτικές αντιθέσεις και θα οδηγηθούμε σε πολιτική αστάθεια να κινηθούμε «από τα κάτω», από το πεδίο των τάξεων, και έτσι μέσα από την κρίση στο επίπεδο των τάξεων να οικοδομήσουμε την δική μας παρέμβαση (καταλήψεις, χαβούζες, κ.λπ.). Είναι φανερό πως εκεί έχουμε σήμερα μια οποιαδήποτε δύναμη, εκεί πρέπει να βάλουμε το κέντρο, έτσι ώστε να μην τους αφήσουμε να κάνουν το «παιχνίδι» τους αλλά να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τους ίδιους κανόνες του παιχνιδιού.

Ούτως ή άλλως η μεταπολίτευση τελειώνει, βρισκόμαστε μπρος στην πολιτική κρίση που θα συνοδεύσει το τέλος της. Σε ένα βαθμό εξαρτάται κι από μας να είναι και κοινωνική κρίση κι όχι απλά αυτομεταρύθμιση του καθεστώτος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ