Από την 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2010
του Θανάση Τζιούμπα Άρδην τ. 82
Δυο –τρεις δεκαετίες πριν, διαβάζοντας το Αντίο προλεταριάτο του Γκορζ, τα στερεότυπα της μαρξιστικής μας ορθοδοξίας ένοιωθαν μια βαθιά ανατριχίλα. Ακόμη και τότε όμως η πρόγνωση για μια κοινωνική και πολιτική απίσχνανση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα του «σκληρού πυρήνα» της, του βιομηχανικού εργάτη, αποτελούσε μια, συζητήσιμη μεν , αλλά όχι αδιανόητη πραγματικότητα. Εκείνο που ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τότε ήταν ότι αυτό το αντίο, αυτός ο αποχαιρετισμός, θα επαναλαμβανόταν τόσες φορές. Πόσο θα κρατούσε αυτό το λυκόφως, ανάμεσα στο παλιό που διατηρείται διασωληνωμένο με τους μηχανισμούς της εξουσίας και κάτι καινούργιο που ποτέ δεν ήρθε να φωτίσει με νέες σημαίες, νέα συνθήματα, νέα όνειρα.
Ο λόγος για το ελληνικό εργατικό κίνημα, ή για το κίνημα των εργαζόμενων αν προτιμάτε την νεωτερική πολιτική κοινωνιολογία.
Πατριδογνωσία
To κίνημα των εργοστασιακών σωματείων έσπασε πρώτο την μεταπολιτευτική ευωχία θυμίζοντας το αίτημα για «ψωμί», το μέρος του τρίπτυχου του Πολυτεχνείου, αυτό που η διανοούμενη πρωτοπορία που καταλάμβανε την παιδεία και απολάμβανε την ελευθερία έτεινε να ξεχάσει. Αυτή η φιγούρα του ανειδίκευτου εργάτη μιας ταχύτατα επεκτεινόμενης ελαφριάς και μεσαίας βιομηχανίας, αυτό το υποζύγιο της ανάπτυξης την δεκαετίας του ’70, αυτό το «20%» της κοινωνίας που παρέβαινε το μεταπολιτευτικό σύμφωνο ταξικής ειρήνης και διεκδικούσε δυναμικά την αναδιανομή της υπεραξίας που το ίδιο παρήγε. Αυτοί οι εργάτες, οι ελάχιστα δεμένοι με την παραγωγή, που δεν δίσταζαν να φωνάξουν στην απεργία της ΠΙΤΣΟΣ «να κλείσει τώρα το Νταχάου», εναλλάξιμοι οι ίδιοι σε εναλλάξιμους εργοδότες. Ένα προλεταριάτο που η συνείδηση του δεν ήταν προϊόν κάποιου ριζώματος στον χώρο εργασίας αλλά της αίσθησης της αδικίας που έπρεπε να επανορθωθεί με την άμεση δράση. Αυτοί οι εργάτες με την ελάχιστη σχέση με την συνέχεια και την ιστορία του εργατικού κινήματος (άλλωστε η χούντα φρόντισε γι’ αυτό), είτε αυτή η συνέχεια νοείται ως μνήμη και ιδεολογία είτε ως οργανωτικά αποκρυσταλλώματα. Αυτοί που γύρισαν την πλάτη σε απόπειρες οργάνωσης που πρότειναν τα κόμματα της αριστεράς και οι ειδικευμένοι εργάτες, τα κλαδικά σωματεία, τα εργατικά κέντρα, διαλέγοντας την άμεση κι αδιαμεσολάβητη σχέση με την κοινωνία (διαδηλώσεις, εφημερίδες, παρεμβάσεις, δημοσιοποίηση) και επιλέγοντας τον οριζόντιο συντονισμό με επιτροπές. Ένα κίνημα που έδωσε σκληρές μάχες αλλά δεν άντεξε την επίθεση που κλιμακώθηκε το 1976 και υποχώρησε αφήνοντας την βροχή να πλένει το αίμα στην άσφαλτο και τον απόηχο των συνθημάτων να σβήνει.
Το εργατικό αυτό κίνημα πέτυχε την αναδιανομή της υπεραξίας αλλά ηττήθηκε πολιτικά, το δίκιο του εργάτη δεν έγινε νόμος. Η ήττα αυτή, όπως και η αιματηρή ήττα του φοιτητικού κινήματος του ’80 ήρθαν να στήσουν και πάλι την πολιτική και τους πολιτικούς στα πόδια τους: η αλλαγή δεν είναι ευθεία συνέχεια των αγώνων, η αλλαγή έρχεται όταν κάποιο πολιτικό κόμμα (ΠΑΣΟΚ) εκμεταλλεύεται την φθορά που προκαλούν οι «Πύρρειες νίκες» των κυβερνώντων και μεταστοιχειώνει σαν αλχημιστής την δυσαρέσκεια και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής που τσακίστηκε από τα ΜΑΤ, σε ψήφους.
Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του εργατικού αυτού κινήματος μετέβαλλαν ριζικά τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας την Δεύτερη Πράξη της μεταπολίτευσης. Η άνοδος του κόστους εργασίας έκανε τους βιομήχανους της αρπαχτής να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους (άλλωστε οι δεσμοί με την παραγωγή δεν ήταν ποτέ ισχυρότεροι από αυτούς των εργατών τους). Η «σοσιαλμανία» του παππού Καραμανλή όπως και το κύμα «κοινωνικοποιήσεων» του Παπανδρέου δεν ήταν παρά μια προσπάθεια των κυβερνήσεων να διασώσουν ένα μέρος της βιομηχανικής παραγωγής όχι βέβαια για να μην καταρρεύσει η χώρα αλλά για να μην καταρρεύσουν οι ίδιοι σε μια γενικευμένη κρίση και έκρηξη.
Κρατικοποιώντας την εργατική τάξη
Με τον τρόπο αυτό δεν κρατικοποιήθηκαν μόνο οι επιχειρήσεις αλλά, κι αυτό μας ενδιαφέρει εδώ, οι εργαζόμενοι, ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Και μάλιστα το πιο συγκεντρωμένο, αυτό που η κοινωνική πραγματικότητα της αλυσίδας παραγωγής καθιστούσε πιο οργανωμένο και ισχυρό. Η ίδια η έννοια της εργατικής τάξης άλλαξε ριζικά: Οι εργαζόμενοι στον τριτογενή τομέα αυξανόταν ενώ ο δευτερογενής συρρικνωνόταν ή θρυμματιζόταν σε ένα συνονθύλευμα μικρών επιχειρήσεων, βιοτεχνιών κ.λπ. Στον οργανωμένο συνδικαλισμό τα σωματεία βάσης εκλείπουν και υποκαθίστανται από τις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις. Μια νέα φιγούρα του συνδικαλιστή αναδύεται. Εργαζόμενος σε κάποια ΔΕΚΟ, κρατικοποιημένη επιχείρηση ή τράπεζα, αυτός ο κύριος, ας τον πούμε χάριν της αφήγησης Παναγόπουλο, είναι κορυφαίο συνδικαλιστικό στέλεχος επειδή εξελέγη με το ψηφοδέλτιο ενός πολιτικού κόμματος. Το κύρος του στο κόμμα του συναρτάται από το γεγονός ότι είναι κορυφαίος συνδικαλιστής, γι’ αυτό κι ο ρόλος του ακόμη και στην ανάδειξη του αρχηγού του κόμματος είναι καθοριστικός. Και βέβαια, ως συνδικαλιστής, μετέχει στο ΔΣ της επιχείρησης στην οποία «εργάζεται». Σε τέτοιες συνθήκες ο κομματικός έλεγχος στην βάση καθίσταται ασφυκτικός και οι κινητοποιήσεις δεν είναι παρά τα διαπιστευτήρια στην ουσιαστική διαδικασία, αυτή του παζαριού στους προθαλάμους της εξουσίας για να βρεθεί η «win – win» λύση, η διάσωση των προσχημάτων και η διαιώνιση των όρων αυτής της παράξενης (simulation) ταξικής πάλης.
Ταυτόχρονα ο πραγματικός ιδιωτικός τομέας βούλιαζε μέσα σε μια άμπωτη που ακύρωνε τις κατακτήσεις, τόσο στην ασφάλεια της εργασίας όσο και στον μισθό. Η ελαστικοποίηση των όρων απασχόλησης, η αποβιομηχάνιση στις παραγωγικές ζώνες, ιδιαίτερα του Βορρά, η εκτίναξη της ανεργίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας συνδέθηκε με την αδιαφορία απέναντι στην μαζική είσοδο των μεταναστών. Οι εργοδότες αφέθηκαν ατουφέκιστοι να ρίχνουν το κόστος εργασίας με την υποκατάσταση από παρατημένους στην τύχη τους μετανάστες, όπως στο τυπικό παράδειγμα της οικοδομής, όπου ο οργανωμένος συνδικαλισμός δεν έκανε τίποτε για να προστατεύσει τον Έλληνα, ούτε τον ξένο εργάτη, εν πολλοίς γιατί ήταν στην ουσία του το συνδικάτο των μικρών αφεντικών, των υπεργολάβων. Αυτή η «μαύρη» εργατική τάξη, παρότι περιλάμβανε την αριθμητική πλειοψηφία των μισθωτών, βούλιαξε στην αφάνεια. Ήταν η «λευκή», η εξασφαλισμένη μειοψηφία των εργαζομένων που όρισε τις τύχες του συνόλου: απεργός μπορούσε να είναι αυτός που είχε κάποιο διακόπτη να κατεβάσει, ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην καθημερινότητα της κοινωνίας.
Μία άλλη παράπλευρη παθογένεια των αντιπαραθέσεων του οργανωμένου και συνδικαλισμένου κομματιού της εργασίας, ήταν η γενικευμένη σύγχυση ως προς το περιεχόμενο της πάλης στον δημόσιο ή κοινωνικό τομέα. Ποιος είναι ο εργοδότης και ποιος είναι ο πελάτης σε ένα σχολείο, σε ένα νοσοκομείο, σε ένα ΚΕΠ; Μπορεί η αντίληψη «να κλείσει τώρα το Νταχάου» να βρει εφαρμογή εδώ; Πρέπει η οργανωμένη έκφραση των εργαζόμενων να έχει άποψη και αιτήματα στα θέματα λειτουργίας , αποτελεσματικότητας, ποιότητας υπηρεσιών ή παραμένει στην αμοιβή και τις συνθήκες για τους εργαζόμενους θεωρώντας ότι όλα τα άλλα είναι υπόθεση των διευθυντών ή των υπουργείων; Η κακοδιαχείριση, η διαφθορά οι ακριβές για την ποιότητα τους υπηρεσίες είναι ή όχι θέμα και των εργαζομένων; Οι απαντήσεις που δόθηκαν κατά κανόνα ήταν αντίστοιχης ποιότητας με αυτές του κινήματος των εκπαιδευτικών όπου τα αιτήματα για την παιδεία (ποσοτικά κι αυτά, τύπου 15% ή αίθουσες και υποδομές) εξαφανιζόταν από το τραπέζι όταν η συζήτηση έφτανε την ουσία, τις αμοιβές. Αντίθετα ο δεδομένος συνδικαλισμός αποτέλεσε έναν κρίκο στην αλυσίδα της διαφθοράς και της δυσλειτουργίας όταν οι συνδικαλιστές έφτασαν να ρυθμίζουν υπηρεσιακά θέματα με το (πολιτικό) αζημίωτο όπως οι αποσπάσεις στα σχολεία ή η πρόσβαση σε αδρά αμειβόμενες επιτροπές, υπερωρίες κ.λπ. Έτσι φτάσαμε σε παροξυσμικά φαινόμενα όπως αυτό του ΟΣΕ, όπου μια ομάδα εργαζόμενων μεταξύ των οποίων και εκλεγμένοι, έφτασε να «κλέβει το μαγαζί» με μαύρα βαγόνια, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ασφάλεια του σιδηροδρόμου και των επιβατών (ατύχημα στο Σχηματάρι). Κι αν όλα αυτά δείχνουν μια ένοχη μειοψηφία η πλειοψηφία τα έβλεπε, ήταν τυφλή ή εθελοτυφλούσε στα πλαίσια κάποιας ιδιότυπης «αλληλεγγύης»;
Ο καπιταλισμός ως σύστημα σχέσεων όχι παραγωγής αλλά διανομής
Στο επίπεδο της ιδεολογίας η ταξική φύση της κοινωνίας γινόταν κατανοητή από την αριστερή πρωτοπορία ως ζήτημα διανομής της υπεραξίας κι όχι ως ζήτημα παραγωγικών σχέσεων. Τα ερωτήματα του τι και πως παράγεται δεν έμοιαζαν να απασχολούν μια αριστερά που ξέχασε και τον ίδιο τον Μαρξ, κι έτσι περνούσε απαρατήρητο το γεγονός ότι το αίτημα της αναδιανομής δεν αφορούσε μια υπεραξία που παραγόταν επιτόπια αλλά τους πόρους που ελέω παγκοσμιοποίησης εισέρρεαν στην οικονομία (ευρωπαϊκά ταμεία, κρατικός δανεισμός). Παρόμοια «έλλειψη παρατηρητικότητας» υπήρξε όταν η ίδια η κοινωνία, υφιστάμενη τις συνέπειες των κινητοποιήσεων των εργαζόμενων στον δημόσιο και κοινωνικό τομέα, θεωρήθηκε χωρίς να ερωτηθεί σύμμαχος και μοχλός πίεσης προς το κράτος – εργοδότη για να κάνει δεκτά τα αιτήματα.
Όλο αυτό το σύστημα, σύστημα «υψηλής εντροπίας» δεν μπορούσε να σταθεί από μόνο του, απαιτούσε συνεχώς εισροές σε πόρους καθώς το ίδιο ήταν εξωφρενικά ελλειμματικό. Το όνειρο τέλειωσε όταν η κρίση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας χτύπησε την πόρτα των μητροπόλεων του καπιταλισμού. Όταν τα δάνεια στέρεψαν κι η πολιτική εξουσία, υπάκουη στις επιταγές των καιρών, μεταβλήθηκε από πάροχο κοινωνικών προνομίων και εισοδημάτων σε συστηματικό κατεδαφιστή του ίδιου του οικοδομήματος της. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, όπου η ίδια η πολιτική ελίτ μεταβλήθηκε σε συκοφάντη της χώρας της για να κάνει το καλό παιδί στους επικυρίαρχους. Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας την καταγγέλλει ως διεφθαρμένη συμπεριφέρεται ως ποντίκι που πρώτο εγκαταλείπει το σκάφος, μόνο που στην περίπτωση μας το ποντίκι κρατάει το πηδάλιο. Ο μεταπολιτευτικός λαϊκισμός κατέρρευσε τους πρώτους μήνες του 2010, το «κοινωνικό συμβόλαιο» της εξουσίας με τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες έσπασε και τα σιαμαία έπρεπε να αλληλοσπαραχθούν.
Ο Μάης του 2010 σηματοδότησε όχι μόνο μια ιστορική ήττα αλλά το τέλος του συνδικαλισμού όπως τον ξέραμε, σε όλο το ιδεολογικό και οργανωτικό του οικοδόμημα. Μια ήττα της ηγεσίας που οδήγησε τον κόσμο σε προσχεδιασμένες να φθίνουν και να αποτύχουν κινητοποιήσεις, διαδοχικές απεργίες που κόστιζαν μεροκάματα χωρίς καμία προοπτική κλιμάκωσης χωρίς στρατηγική, μια «παβλοφική» στην μορφή της αντίδραση. Μια ήττα της αριστερής αντιπολίτευσης με έναν εξίσου «παβλοφικό» τρόπο αρκέστηκε να υπερθεματίζει στις μέρες απεργιακού αγώνα, με μόνη ουσιαστική συνεισφορά στις σικέ κινητοποιήσεις την οργανωτική συγκρότηση των μπλοκ της ΓΣΕΕ (που χωρίς τους αριστεριστές δεν θα είχε άτομα να σηκώσουν ούτε τα πανό της στις πορείες), ή στην προσπάθεια απλού χωροταξικού διαχωρισμού χωρίς άλλο περιεχόμενο πέρα από το αίτημα της υποκατάστασης της πουλημένης ΓΣΕΕ από το συνεπές ΠΑΜΕ. Μια ήττα τέλος και της βάσης, των εργαζόμενων που γέμισαν οργή τους δρόμους για να δουν την διάθεση τους αυτή να μεταφράζεται από τα νόθα παιδιά του «Δεκέμβρη» στα φέρετρα της Μαρφίν. Αν η μαζικότητα γεννούσε μια ελπίδα υπέρβασης από τα κάτω αυτή έσβησε στα αποκαΐδια της 5ης Μάη. Μετά από αυτό η τάξη επανήλθε, η ηγεσία νομιμοποιήθηκε και πάλι, οι δρόμοι άδειασαν σιγά – σιγά μέχρι που η ΓΣΕΕ να αποφασίσει: «το όπλο παρά πόδα». Έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο κάθε άλλο αποτέλεσμα, με την κοινωνία να ζαρώνει αποσβολωμένη από τον εφιάλτη μέσα στον οποίο ξύπνησε, έναν εφιάλτη που τον κάνουν πιο ζοφερό τα ασφυκτικά ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ, χωρίς εξαίρεση για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία. Οι κοινωνικοί αυτοματισμοί δούλεψαν, τα χρόνια της αδιαφορίας για την ψαλίδα των εισοδημάτων και των συνθηκών εργασίας όπως και ταλαιπωρία του κοινωνικού συνόλου από τις κινητοποιήσεις, αποτέλεσαν το έδαφος πάνω στο οποίο εξαπλώθηκε αυτή η αρχετυπική στάση αντίθεσης στις διεκδικήσεις του οργανωμένου δημόσιου ή ημιδημόσιου τομέα, στερώντας του τους «φυσικούς τους συμμάχους» που έγιναν επικριτές αν όχι εχθροί.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα
Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, στο «ground zero» του μεταπολιτευτικού συνδικαλισμού. Ο κόσμος της εργασίας αντιμετωπίζει την άμπωτη του κοινωνικού κράτους και των κεϋνσιανών οικονομικών με χρεωκοπημένα ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά όπλα. Το πεδίο αντιπαράθεσης είναι «εξωτερικό» σε σχέση με τους εργασιακούς χώρους. Οι αποφάσεις έχουν την μορφή νόμων, ο αντίπαλος είναι οι κυβερνητικές πολιτικές, άρα και το πεδίο της μάχης μετατοπίζεται από την επιχείρηση ή τον οργανισμό στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Το υποκείμενο δεν μπορεί να είναι κάποιοι εργαζόμενοι ενός χώρου εργασίας αλλά το σύνολο των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Αν υπήρχε μια έστω και στοιχειωδώς αξιόπιστη κεντρική πολιτική απάντηση στην κρίση, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα σενάριο επανάληψης της πασοκικής αλλαγής του 81. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό. Το ίδιο απούσες είναι και οι προϋποθέσεις μιας πολιτικής απάντησης από την βάση, μια ανασυγκρότηση ή ανασύσταση του δευτεροβάθμιου και τριτοβάθμιου επιπέδου οργάνωσης, με λιγότερο συντεχνιακά και περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά, κάτι σαν κι αυτό που επιχειρήθηκε το 1976 με τις οριζόντιες Ομοσπονδίες Εργοστασιακών Σωματείων. Στις συνθήκες αυτές προβάλλει ως πιο πιθανό το ενδεχόμενο αποσπασματικών αγώνων από ομάδες εργαζομένων που μπαίνουν στο στόχαστρο της πολιτικής του μνημονίου (ΟΣΕ, ΔΕΗ κ.λπ.) και στιγματίζονται ως υψηλόμισθοι, αργόσχολοι, «αυτοί που τα έφαγαν παρέα με τον Πάγκαλο», υπαίτιοι της χρεωκοπίας της χώρας και εχθροί του λαού. Αγώνες ομάδων που θα συντρίβονται διαδοχικά από τους πολιτικούς και επικοινωνιακούς μηχανισμούς της κυβέρνησης βαθαίνοντας την ήττα, την απελπισία και την αποδιοργάνωση. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο τυφλών εκρήξεων από τα λουμπενοποιημένα κομμάτια των εργαζόμενων, εκρήξεων που θα κατακερματίσουν ακόμη πιο πολύ ότι απέμεινε από την κοινωνική συνοχή σ’ αυτή την χώρα.
Έξοδος προς τα πού;
Σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο οι εργαζόμενοι είναι αναγκασμένοι να κινηθούν. Οι αγώνες και οι αγωνίες έχουν μια κοινή ρίζα, κι αυτό δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Μια παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους που ούτως ή άλλως θα συνεχίσουν να υπάρχουν πρέπει να λάβει υπ’ όψη της τόσο την αμυντική φάση στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι όσο και την ανάγκη οικοδόμησης ενός πλειοψηφικού λόγου και την εστίαση σε αιτήματα που μπορούν να διασυνδεθούν με τις προσδοκίες όλης της κοινωνίας.
Κάποιες ενδεικτικές τέτοιες κατευθύνσεις θα μπορούσαν να περιλάβουν:
– Το αίτημα για μια παραγωγική ανασυγκρότησης της χώρας με όρους κοινωνικής αποδοτικότητας και οφέλους κι όχι λογιστικού κέρδους.
– Την υπεράσπιση του δικαιώματος στην δουλειά και των θέσεων εργασίας. Αυτό στον ιδιωτικό τομέα που αντιμετωπίζει κύμα κλεισίματος επιχειρήσεων μπορεί και πρέπει να πάρει την μορφή καταλήψεων με ταυτόχρονη λειτουργία από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
– Την ενίσχυση των αμυντικών αγώνων ενάντια στα εισοδηματικά μέτρα του συμφώνου σταθερότητας με σύνθημα την ανάκληση τους, ώστε τουλάχιστον να καταστεί απαγορευτική από άποψη πολιτικού κόστους η επιβολή νέων και η παραπέρα μετακύλιση του κόστους της δημοσιονομικής κρίσης στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
– Την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης από πολιτικές που στοχοποιούν την υγεία και τις συντάξεις χωρίς να θίγουν το καθεστώς λεηλασίας των αποθεματικών και ασύδοτης εισφοροδιαφυγής.
– Την υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας που εξειδικεύεται στην υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα των υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά και του είδους και της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται (υγεία, παιδεία κ.λπ.).
– Την απαίτηση να λήξει το καθεστώς ατιμωρησίας και η προστασία των ενόχων, οι οποίοι πρέπει όχι μόνο να τιμωρηθούν αλλά και να αποζημιώσουν την ζημία που έχουν προκαλέσει. Απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη που να θίγει ουσιαστικά την κακοδιαχείριση και την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου αντί να εστιάζει μόνο στην κατανομή των ζημιών, διαιωνίζοντας την ατιμωρησία.
– Την υπεράσπιση του θεσμικού πλαισίου διεξαγωγής των διεκδικήσεων, των δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων της ελληνικής κοινωνίας.
– Την υιοθέτηση της αρχής ότι οι εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα (παιδεία, υγεία, πρόνοια, υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα κ.λπ.), έχουν δικαίωμα και καθήκον να προασπίζουν την αποδοτική λειτουργία των υπηρεσιών από φαινόμενα δυσλειτουργίας και κακοδιοίκησης/κακοδιαχείρισης, παίρνοντας αποστάσεις από συντεχνιακές λογικές, υπερασπίζοντας με τον τρόπο αυτό τόσο το έργο που επιτελούν όσο και την ίδια την υπόσταση τους ως εργαζόμενων.
Ένας τέτοιος αγώνας θα είναι αναγκαστικά:
– Μακρόχρονος και πολύμορφος καθώς θα πρέπει να συνδυάζει την συμμετοχή σε ευρύτερες κινητοποιήσεις με τις «σημειακές αντιστάσεις» όταν το χτύπημα εστιάζεται κάπου (π.χ. ενοποιήσεις Οργανισμών, υποχρηματοδότηση)
– Αντικυβερνητικός καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κυβερνητική ρητορική περί μονόδρομων που νομιμοποιεί την εκχώρηση λήψης αποφάσεων σε κρίσιμα κοινωνικά θέματα, που η ανάδειξη τους ως εθνικά τονίζει τον κατοχικό χαρακτήρα μιας διακυβέρνησης χωρίς κοινωνική ή πολιτική αντιπροσωπευτικότητα και έλεγχο, μπορεί να αντιπαλέψει τον επικοινωνιακό πόλεμο της εξουσίας και να δημιουργήσει ευρύτερα πλαίσια στήριξης.
– Πολύμορφος ως προς τα μέσα πάλης, διερευνώντας νέες μορφές ακόμη και για τα παραδοσιακά μέσα διεκδίκησης όπως η απεργία. Μια κινητοποίηση στις αστικές συγκοινωνίες π.χ. που στερεί από τους επιβάτες την δυνατότητα μετακίνησης θα μπορούσε να πάρει την μορφή μιας ημέρας όπου οι εργαζόμενοι δεν ελέγχουν τα εισιτήρια, κερδίζοντας τους επιβάτες. Ή ακόμη η ανάπτυξη σε αλληλέγγυα βάση μη εμπορευματικών μορφών κάλυψης των αναγκών (ανταλλακτικές αγορές, τράπεζες χρόνου κ.λπ.) θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πεδίο αυτοοργάνωσης, συνειδητοποίησης και αντίστασης, απαντώντας και στα άμεσα ερωτήματα επιβίωσης σε συνθήκες κρίσης.
– Οργανωμένος καθώς θα πρέπει να περιφρουρήσει το περιεχόμενο του από κάθε απόπειρα συκοφάντησης, καταστολής, κομματικής οικειοποίησης ή εκτροπής από οποιονδήποτε.