Άρδην τ. 78 (2/10)
Η θλίψη της παρωχημένης εθνικής συνείδησης
του Διονύση Γουσέτη / diongus@otenet. gr
Είναι να θλίβεσαι. Το μάλλον συντηρητικό γαλλικό περιοδικό «Εξπρές», στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του, απομυθοποιεί την ιστορία της Γαλλίας. Ο επικεφαλής του αφιερώματος, καθηγητής Μισέλ Βινόκ, συγγραφέας τριάντα ιστορικών συγγραμμάτων, εξηγεί: «Για να υπάρξει ιστορία ενός έθνους πρέπει να υπάρξει προηγουμένως το έθνος. Γι’ αυτό οι πρώτες ιστορίες του γαλλικού έθνους εμφανίζονται μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τον ρομαντισμό… Η ιστορία του έθνους είναι εργαλείο διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας». Παρόμοιες διαπιστώσεις έκανε η καθηγήτρια Θάλεια Δραγώνα στην Ελλάδα. Η διαφορά είναι ότι το αφιέρωμα του «Εξπρές» είναι κοινός τόπος για τους Γάλλους, ενώ στην καθυστερημένη καθ’ ημάς Ανατολή έπεσαν οι υπερεθνικόφρονες να την εξοντώσουν πολιτικά, απαιτώντας την παραίτησή της από τη θέση της Ειδικής Γραμματέως Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, όπου την όρισε η κυβέρνηση. Οι Γάλλοι δεν νιώθουν να θίγεται ο πατριωτισμός και ο εθνικισμός τους όταν διαβάζουν τις ρήσεις του Βινόκ. Και δίνουν αυτόματα υπηκοότητα σε όποιο παιδί γεννηθεί στη χώρα τους. Η κοινωνία τους είναι ανοιχτή. Η δική μας κοινωνία είναι επαρχιώτικη, κλειστή και γι’ αυτό κομπλεξική και καχύποπτη απέναντι στους γείτονες, στις μειονότητες, στους μετανάστες, σε κάθε τι διαφορετικό.
Είναι να θλίβεσαι. Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο και φιλόσοφο Έρνεστ Γκέλνερ, ο πατριωτισμός του εδάφους, που δεν βλέπει γύρω του παρά γείτονες και ιμπεριαλιστές που επιβουλεύονται την εδαφική ακεραιότητά μας και συγχρόνως θέλει να επεκτείνει την εδαφική κυριαρχία σε βάρος των γειτόνων, είναι παρωχημένος. Είναι ο πατριωτισμός της εποχής της αγροτικής παραγωγής, όπου το έδαφος ήταν καθοριστικός παράγων για την παραγωγή. Αντίθετα, στη βιομηχανική εποχή πατριωτισμός σημαίνει να είσαι καλύτερος από τους ανταγωνιστές σου. Στη δε μεταβιομηχανική εποχή της παγκοσμιοποίησης και της Ε.Ε., όπου κάθε κράτος-μέλος έχει εκχωρήσει αυτόβουλα μέρος της εξουσίας του, ο πατριωτισμός τείνει να αμβλύνεται. Στη χώρα μας ο πατριωτισμός βρίσκεται ακόμη στην αγροτική περίοδο. Ελάχιστοι πονούν που είμαστε πρώτοι στην Ε.Ε. σε όλα τα αρνητικά και τελευταίοι σε όλα τα θετικά. Ελάχιστοι ντρέπονται για τον διεθνή ευτελισμό μας ή για το καθεστώς επιτήρησης που συρρικνώνει την εθνική κυριαρχία μας. Και όσοι Έλληνες νιώθουν και Ευρωπαίοι καθυβρίζονται ως αφελληνισμένοι, ευρωλιγούρηδες, εθνομηδενιστές, αν όχι προδότες και πράκτορες. Ο Φίλιππος Ηλιού έγραψε το 1983 ότι «η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα που είχαν ήδη τεθεί στις αρχές του 19ου αιώνα».
Η παρωχημένη εθνική συνείδηση είναι συνείδηση εικονική. Είναι υπαίτια της κλειστής κοινωνίας μας. Γι’ αυτό, αντί να ωφελεί, βλάπτει το έθνος. Ωστόσο, οι φορείς της δημιουργούν σάλο, επηρεάζουν αποφάσεις και καθηλώνουν και τη σκέψη των υπολοίπων, αφού καθορίζουν το πεδίο συζήτησης και αντιπαράθεσης. Έτσι, η καινοτόμος σκέψη αποτελματώνεται. Οι προσπάθειες για πρόοδο υφίστανται καθίζηση. Είναι να θλίβεσαι, γιατί αξίζουμε καλύτερη τύχη.
Απάντηση του Βασίλη Φίλια
Η κολοβή γνώση, η ημιμάθεια, είναι χειρότερη από την αμάθεια, δεδομένου ότι ο αμαθής διατηρεί μια αμεσότητα πρόσληψης της πραγματικότητας, που ο ημιμαθής έχει χάσει.
Αφορμή της παρέμβασής μου αυτής το κείμενο του Διονυσίου Γουσέτη περί «παρωχημένης εθνικής συνείδησης» στην Καθημερινή της 13/1/2010 και το δραγώνειο εθνοφονικό παραλήρημα.
Ίσως μετά τη γνωστή επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη προς την κ. Δραγώνα να μην ήταν αναγκαία η παρέμβασή μου αυτή, όμως θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένα θέματα κάτω από καθαρό επιστημονικό πρίσμα.
* * *
Είναι γεγονός ότι η έννοια του έθνους στη Δύση διαμορφώνεται με την άνοδο των αστικών στρωμάτων –όχι στη Γαλλική Επανάσταση, κ. Γουσέτη– ήδη από τον 10ο και 11ο αιώνα.
Γιατί; Διότι τα αστικά στρώματα έρχονται να υπερβούν την «υπερεθνική» φεουδαρχική πολυδιάσπαση και να συλλάβουν την εθνοκρατική ενότητα και οντότητα ως οργανική ενσωμάτωση κοινών συμφερόντων, ιστορικών παραδόσεων και πολιτιστικών χαρακτηριστικών.
Η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός και το ρήγμα των Νεώτερων Χρόνων δεν θα είχε υπάρξει αν δεν είχε πραγματοποιηθεί αυτό το τεράστιο ιστορικό βήμα, δηλαδή η γέννηση του έθνους – κράτους.
Επομένως η ενότητα του έθνους δεν συνδέεται μόνο με πολέμους και συγκρούσεις, όπως υπαινίσσονται οι σύγχρονοι παραποιητές της Ιστορίας, αλλά και με τη συνειδητοποίηση καθοριστικών στοιχείων ταύτισης υλικού, ψυχικού και πνευματικού χαρακτήρα σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Όχι ότι αυτά τα στοιχεία δεν προϋπήρχαν, αλλά δεν είχαν συνειδητοποιηθεί ώστε να λειτουργήσουν ως ενεργός μοχλός και κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.
Ένας μοχλός που μετέβαλε τη στατική κοινωνία υπαίθρου της φεουδαρχίας σε δυναμικά εξελισσόμενη κοινωνία πόλεων και επέτρεψε στον άνθρωπο να ξεπεράσει την «ειδωλολατρεία της φύσης» [ Κ. Μαρξ ] και να την καθυποτάξει, γνωρίζοντας τους νόμους της.
Αν ο κ. Γουσέτης εγνώριζε αυτά στοιχειωδώς, δεν θα κατέφευγε στο αφιέρωμα του μη επιστημονικού «Εξπρές» και σε κάποιο Γάλλο καθηγητή ονόματι Μισέλ Βινόκ, προκειμένου να στηρίξει το επιστημονικό ανυπόστατο του έργου της κ. Δραγώνα.
Είναι φανερόν ότι δεν γνωρίζει, αλλά όφειλε να γνωρίζει –όπως και η μέντωρ του κ. Δραγώνα– ότι, στην περίφημη πραγματεία του για τον Μακιαβέλι, ο Αντόνιο Γκράμσι (ή μήπως και αυτός καμουφλαρισμένος ακροδεξιός;) εμπεδώνει επιστημονικά ότι ο μεγάλος αυτός πολιτικός διανοητής της Αναγέννησης ξεκινά και τελειώνει με το επιχείρημα ότι η κακοδαιμονία της Ιταλίας της εποχής του οφείλετο στο γεγονός ότι, στη χώρα αυτή, η πολυδιάσπαση δεν είχε επιτρέψει την πραγματοποίηση της εθνικής ενότητας του ιταλικού λαού και ζητούσε τον τύπο εκείνο του «Ηγεμόνα» που θα μπορούσε να το κάνει με κάθε μέσο.
Σαφέστατα η ιδέα του έθνους λειτούργησε ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη ανταγωνιστικών εθνικισμών και τη λογική του «πας μη Έλλην βάρβαρος», που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του ανήκειν, του «εμείς», που είναι σύμφυτη με την έννοια του Έθνους, και αυτό βέβαια πρέπει να καταπολεμηθεί και να εξαλειφθεί, διότι λειτουργεί στη βάση ενός ακραίου θετικού στερεοτύπου για το «εμείς» και ενός ακραίου αρνητικού στερεοτύπου για τους «άλλους». Όμως, για να φτάσουμε σε μία διαδικασία αλληλοκατανόησης μεταξύ των Εθνών, πρέπει να πληρούται ο όρος της αμοιβαιότητας, που φυσικά δεν πληρούται όταν η μία πλευρά διώκει, εξευτελίζει και απειλεί (ας θυμηθούμε τα όσα πρόσφατα κατήγγειλε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος) ή περιπίπτει σε μεγαλοϊδεατικούς και ανιστόρητους παραλογισμούς σκοπιανής κοπής και ραφής.
* * *
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι ως προς τα καθ’ ημάς, όπου ένα μείγμα άγνοιας και συνειδητής διαστρέβλωσης των ιστορικών δεδομένων επιτρέπει τη διατύπωση θέσεων και επιχειρημάτων εντελώς λαθεμένων.
Πρώτον, η πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού –ανεξάρτητα από την οθωμανική κατάκτηση– ήταν αδιάκοπη και ακριβώς γι’ αυτό η αντίληψη της εθνικής ταυτότητας και ιδιαιτερότητας ήταν διάχυτη σε όλα τα στρώματα του λαού –όπως αποδεικνύεται από όλα τα γραπτά κείμενα, τα ήθη και τα έθιμα, τη λαϊκή μούσα, τις λαϊκές πολιτισμικές παραδόσεις όλων των κατηγοριών– σε όλη τη διαδρομή του χρόνου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Δεύτερον, η ελληνική γλώσσα –το υπέρτατο αυτό πολιτιστικό στοιχείο– δεν έγινε ποτέ νεκρή, όπως π.χ. τα λατινικά, παρά τις όποιες μεταλλαγές που υπέστη όπως κάθε ζωντανή γλώσσα. Γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε κανέναν Λούθηρο ή τη Γαλλική Ακαδημία για να ενοποιηθεί, όπως συνέβη με τη γερμανική και τη γαλλική αντίστοιχα. Πέραν τούτου, οι όποιοι «διεθνιστές» ισοπέδωσης και ομοιομορφοποίησης λησμονούν ότι η ελληνική γλώσσα ήταν η lingua franca, η κοινή γλώσσα συνεννόησης, όχι μόνο στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά σε ολόκληρη την Ανατολή.
Τρίτον οι πολιτιστικές επιδράσεις του ελληνισμού στη Βαλκανική και τη Ρωσία, όχι μόνον απλώς λόγω ιστορικού παρελθόντος και του αρχαίου μεγαλείου, αλλά κατ’ εξοχήν ως ζωντανή και πάλλουσα πραγματικότητα, υπήρξαν κυριολεκτικά ανυπολόγιστες.
Επομένως η εθνική συνείδηση των Ελλήνων, η συνείδηση της εθνικής ταυτότητας, δεν είναι κατασκευή, προϊόν του ρομαντισμού του 19ου αιώνα και κακέκτυπο του δυτικού προτύπου. Είναι οργανική μετεξέλιξη μιας νοηματικής σύλληψης και συνειδητοποίησης, που οι ρίζες τους ανάγονται σε ιστορικο-πολιτισμικά δεδομένα, που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του αστικού μετασχηματισμού, όπως συνέβη στη Δύση.
Ισχυρίζεται ο κ. Γουσέτης ότι ο ελληνικός πατριωτισμός εδράζεται ακόμα σε μία παρωχημένη αγροτική περίοδο. Τι σημαίνει αυτό; Τίποτα και, μάλιστα, είναι βαθύτατα αντιφατικό, όταν ο ίδιος υποστηρίζει ότι η έννοια του έθνους γεννήθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση, που είναι η «επανάσταση της τρίτης τάξης», δηλαδή των αστών !!
* * *
Ο πολιτισμός της ανθρωπότητας συγκροτήθηκε ως ένα πελώριο μωσαϊκό που συντίθεται από ψηφίδες, όπου συνεισέφεραν όλοι οι λαοί μέσα από μία αδιάκοπη ώσμωση, αλληλόδραση και μετάλλαξη.
Η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», που ουδέποτε πρέπει να αναφέρεται χωρίς την προσθήκη … «και Νέα Τάξη πραγμάτων», δεν έχει καμία σχέση με οικουμενισμό και διεθνισμό, που προϋποθέτουν σχέσεις «επί ίσοις όροις», σχέσεις ισότητας.
Η «παγκοσμιοποίηση» δεν συνιστά απλώς μία διαδικασία επικυριαρχίας των γιγάντιων μονοπωλιακών και τραπεζικών συμφερόντων, αλλά προϋποθέτει και την εξάλειψη του διαφορετικού, ώστε να μην υπάρχουν αντιστάσεις στον παγκόσμιο οικονομικό – πολιτικό έλεγχο.
Ακριβώς γι’ αυτό, στο ιδεολογικό περίγραμμα της «παγκοσμιοποίησης» εντάσσεται η λογική του «τέλους των ιδεολογιών», της κατάργησης του Έθνους, της πολιτισμικής εξομοίωσης.
Το νευραλγικό χαρακτηριστικό αυτής της προσέγγισης συνίσταται στην ελαχιστοποίηση της σημασίας της Ιστορίας και της ιστορικής μεταβολής, ο καθαγιασμός και η διατήρηση του «γε νυν έχοντος», όπως ακριβώς συλλαμβάνεται από τον αμερικανικό δομολειτουργισμό στην κοινωνιολογία και στον συμπεριφορισμό στην ψυχολογία*.
Αυτά όλα δεν τα αντιλαμβάνονται «προοδευτικοί» του τύπου Δραγώνα–Φραγκιαδάκη–Ρεπούση–Γουσέτης και Σία. Δεν τα αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν να τα αντιληφθούν; Είναι ένα ερώτημα.
Πάντως, συνειδητά ή ασυνείδητα, με τη λογική τους αυτή γίνονται τυμπανοκρούστες και προωθητές του ιμπεριαλιστικού οδοστρωτήρα, που κρύβεται πίσω από την ιδέα της παγκοσμιοποίησης και μίας ψευδεπίγραφης πολυπολιτισμικότητας. Εκτός και αν η ασύδοτη δυτικοφρένειά τους ανάγεται στην περιοχή της ψυχοδιανοητικής διαταραχής, με τρόπο ώστε με στρεβλωτική πρισματική διάθλαση να βλέπουν την ελληνική κοινωνία, που πάντοτε υπήρξε ανεκτική στο ξένο και το διαφορετικό, ως «κλειστή» έναντι της υποτιθέμενης «ανοικτής» των Δυτικοευρωπαίων και των Αμερικανών.
Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2010 Καθηγητής Βασίλης Φίλιας
* Θα ήταν χρήσιμο οι ιεροκήρυκες του εθνομηδενισμού να διαβάσουν επ’ αυτών τα βιβλία μου Κοινωνιολογία του Πολιτισμού και Συμβολή στον επαναπροσδιορισμό της Ψυχολογίας ως Επιστήμης του Ανθρώπου, στις εκδόσεις Παπαζήση.