του Σταύρου Φωτάκη* από το Άρδην τ. 85
Ο Μακεδονικός Αγώνας είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και η ευτυχής έκβασή του υπήρξε τεράστιας εθνικής σημασίας για το γένος των Ελλήνων, γιατί η Μακεδονία αποτελούσε από αρχαιοτάτων χρόνων τη ραχοκοκαλιά των ελληνικών χωρών, όπως αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά και της νεώτερης Μεγάλης Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών, όπως την οραματίστηκε ο Μέγας Εθνάρχης του γένους μας, Ελευθέριος Βενιζέλος, που θα πει αργότερα: «Εθνικοί λόγοι επιβάλλουν ο Μακεδονικός Αγών να γίνει το Ευαγγέλιον της ελληνικής φυλής … Αξίζει να στεφανωθεί ο αμυντικός εθνικός εκείνος Αγώνας, ο οποίος έσβησε την ντροπήν του 1897, διότι με το παράδειγμα των ηρωικών εθελοντών εξύπνησε και ενθάρρυνε ολόκληρο το αποθαρρυμένον έθνος». Για την οικονομία του χρόνου, θα αναφερθούμε μόνο στην κρητική παρουσία και συμμετοχή, που υπήρξε όχι μόνο η πολυανθρωπότερη, αλλά και η ουσιαστικότερη από άποψη εμπειροπόλεμων αγωνιστών, και επομένως αποφασιστικής σημασίας στην έκβαση αυτού του αγώνα.
Οι Κρήτες εκείνης της εποχής, φωτισμένοι ακόμη από τη λάμψη του Αρκαδίου, δεν ήταν μόνο οι πιο εμπειροπόλεμοι αγωνιστές, από τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις των κατά των Τούρκων, αλλά διεκρίνοντο για το υψηλό εθνικό τους φρόνημα και τη φιλοπατρία τους, ιδεώδη που είχαν σφυρηλατηθεί κατά τους πολύχρονους αγώνες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους και είχαν εδραιωθεί στη συνείδηση και στη σκέψη τους.
Δεν είναι τυχαίο πως, στην αρχή ακόμη, πριν ξεσπάσει ο Μακεδονικός Αγώνας, ο Γερμανός Καραβαγγέλης Αρχηγός, γράφει στον πρωθυπουργό Ζαΐμη: «Στείλε μου πενήντα άντρες. Πενήντα όμως Κρητικούς, να ενωθούν με τους αγέρωχους καπεταναίους Στρεμπενιώτη και Κώττα, για ν’ αντιμετωπίσουν τις βουλγαρικές ορδές». Για σκεφτείτε για τι άντρες μιλούμε, όταν μόλις πενήντα ήταν αρκετοί για να κατατροπώσουν τις ορδές των Βουλγάρων!
Τα κρητικά εθελοντικά σώματα, τα πολυπληθέστερα όλων, καταφθάνουν πρώτα για να συνδράμουν τον μακεδονικό Αγώνα. Γιατί άραγε; Λίγοι στίχοι του προικισμένου και φωτισμένου ηγέτη Μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη δίδουν την απάντηση. Ακούστε τους:
Αχ, όποιος έζησε σκληρά, σ’ αγέρα σκλαβωμένο,
κι έφαγε μ’ αίμα το ψωμί και δάκρυα ζυμωμένο,
όποιος της μαύρης της σκλαβιάς δοκίμασε τον πόνο,
σκλαβιά και πόνος τι θα πει, εκείνος ξέρει μόνο.
Τούτος ο προαιώνιος κληρονομικός έρωτας των Κρητικών για τη λευτεριά ήταν η κινητήρια δύναμη που τους έσπρωξε να σπεύσουν να βοηθήσουν τους αδελφούς Μακεδόνες να την αποκτήσουν.
Τρεις χιλιάδες, οι μισοί δηλαδή απ’ όσους πήραν μέρος σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα, ήταν οι Κρητικοί, από τους οποίους οι επτακόσιοι πότισαν με το τίμιο αίμα τους τη μακεδονική γη κι έμειναν στα σπλάχνα της, για να ριζώσει, ν’ ανθίσει και να καρπίσει το δέντρο της λευτεριάς, όταν η ίδια η πατρίδα τους δεν είχε βρει ακόμη το δρόμο της απόλυτης ελευθερίας κι εμάχετο ακόμη για ανεξαρτησία κι αυτοδιάθεση. Ένωση ή θάνατος ήταν τότε το σύνθημα στους κρητικούς αγώνες.
Από τους τρεις Γενικούς Αρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα μόνο ο ένας δεν ήταν Κρητικός: Ο Παύλος Μελάς, το γενναίο τούτο παλικάρι από την Παλιά Ελλάδα, με το ψευδώνυμο Καπετάν Ζέζας.
Ο Γεώργιος Κατεχάκης, με το ψευδώνυμο Καπετάν Ρούβας, ήταν από το Ηράκλειο Κρήτης, κι ο Γεώργιος Τσόντος, με ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας, από τ’ Ασκύφου Σφακίων.
Από τους είκοσι πολίτες αρχηγούς, οι δεκατέσσερις ήταν Κρητικοί, κι από τους ογδόντα δύο σημαιάρχες, οι δεκαεννέα πάλι Κρητικοί.
Ο Μακεδονικός Αγώνας στηρίχτηκε από τους Κρητικούς σαν δικός τους αγώνας, γι’ αυτό βλέπουμε μια τόσο μεγάλη συμμετοχή όχι μόνο σε απλούς αγωνιστές, αλλά ιδιαίτερα σε εμπειροπόλεμα στελέχη αυτού του αντάρτικου που ουσιαστικά διεξήγε τούτο τον αγώνα.
Κι ο πρώτος μη Μακεδόνας που έπεσε στο πεδίο της τιμής Κρητικός ήταν. Ο Γεώργιος Σεϊμένης, που για τον δι’ αποκεφαλισμού φρικτό θάνατό του θρυλούνται πολλά. Ότι δηλαδή, η κομμένη κεφαλή του έφτυνε κατάμουτρα τους κομιτατζήδες, που τρομαγμένοι από το υπερφυσικό τούτο φαινόμενο, ετράπησαν σε φυγή και δεν ξαναπολέμησαν.
Συμπληρώθηκε ήδη φέτος ένας ολόκληρος αιώνας από τότε που οι Κρήτες σταυραετοί πέταξαν από τις κορφές του Ψηλορείτη και της Μαδάρας, στα βουνά του Μοριχόβου και της Μπελκαμένης, να κυνηγήσουν, να διώξουν και να εξοντώσουν τα λογιώ λογιώ μυαρά, που ’χαν πέσει να κατασπαράξουν την ελληνική μακεδονική γη.
Η λαϊκή μούσα δεν παρέλειψε το χρέος της να υμνήσει τους Κρήτες Μακεδονομάχους με τους παρακάτω στίχους:
Για τον Γύπαρη: Του Μοριχόβου τα βουνά ρωτούν της Μπελκαμένης
ποιος είν’ αυτός που πέρασε με το σπαθί στη χέρα;
Διαβαίνει όρη και βουνά, γκρεμούς και μονοπάθια
λειβάδια και νεροσυρμές κι ο κόσμος τονε τρέμει
Το βήμα ντου ναι δέκα οργυές, το πήδημα σαράντα
κι όντε λιγάκι βιάζεται χάμε στη γης δε ’γγίζει
Είν’ ο Παυλής ο Γύπαρης …
Για τον Τσόντο: Μεριάστε ο Βάρδας να διαβεί να πάει στο Μοναστήρι
κει που’ ν ο πόλεμος χαρά κι η μάχη πανηγύρι …
Για τον Κατεχάκη: Οι σφαίρες δε σε τρόμαζαν γιατί ’σουν αντρειωμένος
ήσουν σεμνός κι αντρόπιαστος, απ’ όλους διαλεγμένος
Για το Βολάνη: Δόξα σε σένα Αρχηγέ των Λάκκων το καμάρι
όπου πολέμας όρθιος με θάρρος και με χάρη …
Για το Νταφώτη: Νταφώτη μου ατρόμητε πετάξ’ από τον Άδη
και βάλε κάθε Βούλγαρο κομιτατζή σημάδι.
Και τόσοι άλλοι ατελείωτοι στίχοι με τους οποίους η κρητική λαϊκή μούσα υμνολόγησε τους αείμνηστους Κρήτες Μακεδονομάχους. [ ]
*Τέως πρ. του Συλλόγου Κρητών Ηλιούπολης