Αρχική » Από τη λιτότητα, στην Ελλάδα της «καφετέριας»

Από τη λιτότητα, στην Ελλάδα της «καφετέριας»

από Αναδημοσιεύσεις

Σχεδόν οι μισές νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της κρίσης προέρχονται από την εστίαση και τα καταλύματα

Γράφουν οι: Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσης Μισσός, Χρήστος Πιέρρος, Νικόλαος Ροδουσάκης από την Καθημερινή

Ενα από τα πιο εντυπωσιακά και χαρακτηριστικά στοιχεία της ελληνικής επικράτειας είναι ο τεράστιος αριθμός των καφετεριών. Από τα κέντρα των μεγάλων πόλεων έως τα μικρά χωριά και από τις ήσυχες γειτονιές έως τους πολυσύχναστους τουριστικούς προορισμούς, οι καφετέριες είναι παντού.

Αν και ο καφές είχε ανέκαθεν κεντρική θέση στην ελληνική κοινωνική ζωή, το φαινόμενο έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και τα χρόνια που ακολούθησαν.

Οπως περιγράφουμε σε πρόσφατη μελέτη μας με τον ίδιο τίτλο, αυτή η «οικονομία της καφετέριας» δεν είναι παρά η πιο ορατή όψη ενός βαθύτερου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας μετά το 2009, προς τον τομέα της «εστίασης και καταλυμάτων», που εκτός από καφέ περιλαμβάνει εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία και τουριστικές δραστηριότητες.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, μετά το 2009 το μερίδιο του συγκεκριμένου τομέα στο προϊόν και κυρίως στην απασχόληση αυξήθηκε θεαματικά. Πιο συγκεκριμένα, η απασχόληση σ’ αυτόν τον κλάδο αυξήθηκε κατά 87%, τη στιγμή που στο σύνολο της οικονομίας η αύξηση ήταν μόλις 4%. Σχεδόν οι μισές νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της κρίσης προήλθαν από αυτόν τον τομέα.

Ο μετασχηματισμός αυτός είναι προβληματικός γιατί ο συγκεκριμένος τομέας χαρακτηρίζεται από χαμηλή –και μειούμενη– παραγωγικότητα και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει τον βασικό μοχλό για τη μακροχρόνια ανάπτυξη μιας οικονομίας.

Ηδη πριν από την κρίση η παραγωγικότητα αυτού του τομέα ήταν από τις χαμηλότερες στην ελληνική οικονομία (όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες)· μετά το 2009 μειώθηκε περαιτέρω κατά περίπου 40%, γεγονός που του επέτρεψε να απορροφήσει μεγάλο αριθμό ανέργων. Την ίδια στιγμή, οι μισθοί στον τομέα μειώθηκαν ακόμη περισσότερο, κατά σχεδόν 60%!

Η τάση αυτή αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου και ανησυχητικού φαινομένου: της πτώσης και της στασιμότητας της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σήμερα η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει κατά 16% χαμηλότερη σε σχέση με το 2009, στα ίδια περίπου επίπεδα με το 2015.

Η ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι περίπου το ένα τρίτο της συνολικής μείωσης προέρχεται άμεσα από τον κλάδο της εστίασης και των καταλυμάτων – ένα εντυπωσιακό ποσοστό για έναν και μόνο τομέα της οικονομίας. Πέραν αυτού, από τους είκοσι βασικούς τομείς της οικονομίας, οι δεκαέξι παρουσίασαν μείωση της παραγωγικότητας σε σχέση με το 2009, ενώ στους δεκατέσσερις η πτώση ξεπέρασε το 10%. Ταυτόχρονα, η πτώση της παραγωγικότητας συνοδεύτηκε από ακόμη μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών μισθών.

Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία εμφανίζει έντονη τάση δυϊσμού. Δηλαδή, λειτουργεί με ένα μικρό, υψηλής παραγωγικότητας τμήμα –που περιλαμβάνει τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους εξαγωγικούς τομείς και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες– και ένα διευρυνόμενο, χαμηλής παραγωγικότητας τμήμα, το οποίο απορροφά εργατικό δυναμικό με χαμηλούς μισθούς και στο οποίο η «οικονομία των καφετεριών» κατέχει ένα κεντρικό ρόλο.

Η αντίθεση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και κοινωνική. Ο δυϊσμός μιας οικονομίας δεν έχει να κάνει μόνο με τη διάρθρωση της παραγωγής, αλλά αντανακλάται στις αμοιβές, στις εργασιακές συνθήκες, στην πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση, στον τρόπο διαβίωσης και τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης.

Η εξέλιξη αυτή της ελληνικής οικονομίας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους διακηρυγμένους στόχους των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της περιόδου 2010-2018. Τα προγράμματα αυτά είχαν δύο βασικούς άξονες: αφενός τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω αυστηρής λιτότητας και αφετέρου την εφαρμογή ενός ευρέος πλαισίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που, όπως υποστηριζόταν, θα εκσυγχρόνιζαν την οικονομία και θα την καθιστούσαν πιο ανταγωνιστική και πιο παραγωγική.

Η θεωρία υποστήριζε ότι εάν περιοριστούν τα εμπόδια και οι «στρεβλώσεις» στις αγορές εργασίας και προϊόντων –προωθηθεί η ευελιξία, μειωθούν οι μισθοί, απλοποιηθούν οι αδειοδοτήσεις και ιδιωτικοποιηθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις–, τότε ο ανταγωνισμός θα ενισχυθεί, οι επενδύσεις θα αυξηθούν, η καινοτομία θα ενταθεί και η παραγωγικότητα θα βελτιωθεί. Αυτά τα αποτελέσματα, υποστηριζόταν επίσης, θα αντιστάθμιζαν τις αρνητικές συνέπειες της λιτότητας, περιορίζοντας τη διάρκεια και το βάθος της ύφεσης.

Σχεδόν οι μισές νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της κρίσης προέρχονται από την εστίαση και τα καταλύματα.

Πράγματι, η Ελλάδα εφάρμοσε αυτές τις πολιτικές με συνέπεια και σε βάθος. Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής και το εύρος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπήρξαν πρωτοφανή για μια ανεπτυγμένη οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Η ελληνική ύφεση ξεπέρασε σε διάρκεια και βάθος κάθε αντίστοιχη κρίση που έχει γνωρίσει σύγχρονη οικονομία μεσαίου ή υψηλού εισοδήματος, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, την ίδια στιγμή η παραγωγικότητα μειώθηκε και η οικονομία μετασχηματίστηκε σε «οικονομία της καφετέριας».

Η έρευνά μας δείχνει ότι η μετατόπιση αυτή δεν ήταν τυχαία. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν –οι μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η αύξηση της φορολογίας, η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η μείωση του κατώτατου μισθού κ.λπ.– συρρίκνωσαν τη ζήτηση και έκαναν την εργασία φθηνή. Οταν, όμως, η εργασία είναι φθηνή και η ζήτηση παραμένει ασθενής, οι επιχειρήσεις δεν έχουν ούτε το κίνητρο ούτε τη δυνατότητα να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες ή να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους.

Τελικά, οι δύο κύριοι παράγοντες που εξηγούν την πτώση της παραγωγικότητας είναι η μείωση της συνολικής ζήτησης και η πτώση των πραγματικών μισθών – δηλαδή, η ίδια η «συνταγή» της λιτότητας και της απορρύθμισης που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε στην ανάπτυξη.

Οπως επισημαίνουμε στην έρευνά μας, οι εξελίξεις αυτές δεν προκαλούν έκπληξη και μπορούν να ερμηνευθούν μέσω ορισμένων γνωστών οικονομικών θεωριών για την τεχνολογική πρόοδο. Μια στατιστική ανάλυση που πραγματοποιήσαμε επιβεβαιώνει αυτή την ερμηνεία.

Η μετατόπιση προς τον τομέα των καταλυμάτων και εστίασης και ειδικότερα προς τον τουρισμό, συνοδεύεται από σοβαρές προκλήσεις πέραν των ζητημάτων παραγωγικότητας. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονα φαινόμενα του λεγόμενου «υπερτουρισμού», τα οποία απειλούν το περιβάλλον, υποβαθμίζουν τις τοπικές κοινωνίες και αλλοιώνουν τον πολιτιστικό ιστό πολλών περιοχών. Παράλληλα, η εκρηκτική ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει επιδεινώσει δραματικά το πρόβλημα της στέγασης, ιδιαίτερα στα νησιά και τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή η εστίαση και ο τουρισμός εξακολουθούν να έχουν καθοριστική μακροοικονομική σημασία. Πέρα από την απασχόληση, αποτελούν το σημαντικότερο εξαγώγιμο «προϊόν» και κύρια πηγή ξένου εισοδήματος για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες συνεισέφεραν σχεδόν το ήμισυ της συνολικής βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο 2009-2023.

Η Ελλάδα, λοιπόν, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κεντρικό δίλημμα: από τη μια πλευρά εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τον τουρισμό και την εστίαση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την εισροή εισοδήματος από το εξωτερικό· από την άλλη, αυτοί οι τομείς είναι χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών μισθών και έχουν παράπλευρες κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Σήμερα η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει κατά 16% χαμηλότερη σε σχέση με το 2009, στα ίδια περίπου επίπεδα με το 2015.

Η ελληνική εμπειρία καταδεικνύει πως η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται αυτομάτως μέσω της άκριτης εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, χωρίς προσαρμογή στις θεσμικές και παραγωγικές ιδιαιτερότητες μιας χώρας. Αντιθέτως, η μακροχρόνια ανάπτυξη απαιτεί ισχυρή ζήτηση, βιομηχανική πολιτική, στρατηγικές επενδύσεις και ένα πλαίσιο που να δίνει έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας – και όχι στη συμπίεση του κόστους εργασίας.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις είναι από τη φύση τους επιζήμιες. Χρειάζεται όμως ένα διαφορετικό πλαίσιο πολιτικής και μια νέα στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης, στα οποία πρώτα θα αναζητηθούν οι τομείς που μπορούν να αναβαθμίσουν την παραγωγική βάση της οικονομίας (π.χ. πράσινη ενέργεια, κάποιοι μεταποιητικοί κλάδοι, ψηφιακές υπηρεσίες) και στη συνέχεια θα σχεδιασθούν οι πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις που μπορούν να συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο καφές, βεβαίως, θα παραμείνει αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής καθημερινότητας και πολιτισμού. Η ελληνική οικονομία, όμως, χρειάζεται να ξεφύγει από το υφιστάμενο μοντέλο της «καφετέριας» και να υιοθετήσει ένα πιο βιώσιμο και παραγωγικό αναπτυξιακό υπόδειγμα.

*Ο κ. Μιχάλης Νικηφόρος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο κ. Βλάσης Μισσός είναι οικονομολόγος, ο κ. Χρήστος Πιέρρος είναι οικονομολόγος – ερευνητής και ο κ. Νικόλαος Ροδουσάκης οικονομολόγος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ