του Γ. Σκλαβούνου, από το Άρδην τ. 59, Μάιος – Ιούνιος 2006
Η έρευνα εντείνεται σε μια χρονική περίοδο από το 1800 έως το 1855, και δεν περιορίζεται στην Αθήνα, αλλά εξετάζει όλη την οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και χωρική συγκρότηση του ελληνισμού αυτή την περίοδο.
Το πρώτο μέρος πραγματεύεται τον ελληνισμό και τις μεγάλες δυνάμεις στα 1800. την αναγέννηση του ελληνισμού που σημειώθηκε εκείνη την περίοδο, τις στοχεύσεις του και την διαμόρφωση της εθνοποιητικής ιδεολογίας. τις στοχεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που θα έχουν και την τελική παρέμβαση για την ανεξαρτησία, αλλά και τις στοχεύσεις των γερμανικών κρατών και της Βαυαρίας, όπου απλώνεται ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός και ο οριενταλισμός, εντασσόμενοι σε ένα σχήμα εξάρτησης κέντρου – περιφέρειας.
Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους και την επιλογή της πρωτεύουσας την περίοδο 1830-33. Κομβικό συμπέρασμα εδώ είναι ότι η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας δεν κυοφορήθηκε από κανένα φορέα της εθνοποιητικής διαδικασίας. Οι γηγενείς ηγετικές τάξεις και όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν επιλέξει ως πρωτεύουσα τον Ισθμό της Κορίνθου. Η επιλογή, ο σχεδιασμός και η ανοικοδόμηση της Αθήνας αντανακλούν την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης στη νέα ελληνική κοινωνία, με φορέα την αυλή του Όθωνα και γενικότερα τους Βαυαρούς.
Το τρίτο μέρος εξετάζει τον σχεδιασμό και την υπερμεγέθυνση της Αθήνας την περίοδο 1830-1855. το σχέδιο Κλεάνθη, Σάουμπερτ, το σχέδιο Κλέντζε, τον γενικότερο σχεδιασμό στην Ελλάδα επί Βαυαρών, τη μεταφορά της πρωτεύουσας και την ανοικοδόμηση της Αθήνας ως Μεγάλη Ιδέα. τη συγκρότηση της άρχουσας αθηναϊκής τάξης. τους κοινωνικούς και οικονομικούς μηχανισμούς της υπερμεγέθυνσης. τη φθίση των παραδοσιακών αστικών κέντρων. τη διαμόρφωση της ιδεολογίας και πρακτικής του αθηναϊσμού. την 3η Σεπτεμβρίου 1843 και την προσαρμογή της Μεγάλης Ιδέας στις επιδιώξεις του αθηναϊσμού.
Το τέταρτο μέρος είναι αυτό των συμπερασμάτων και των κριτικών προσεγγίσεων. Βασικό συμπέρασμα είναι ότι επιδιωκόταν να αποκτήσει η Αθήνα ένα μέγεθος που να μπορεί να την κάνει ικανή να συγκριθεί με τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού και μακροπρόθεσμα με την Κωνσταντινούπολη, και τέλος ότι αυτή η υπερμεγέθυνση και ισχυροποίηση της άρχουσας αθηναϊκής τάξης γίνεται σε συνάρτηση με τις αποδιαρθρώσεις των κόσμων του ελληνισμού.
Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα του Σουρή του 1884 που παραθέτει κλείνοντας ο συγγραφέας:
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον
Τον Πειραιάν να ενωθεί με την κλεινήν Παλλάδα
Τον σύμπαντα ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον
Και ούτε έναν κάτοικο εις την λοιπήν Ελλάδα,
Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι
Και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.
Η ελληνική ποίηση και το τραγούδι, βέβαια, μας έχουν συνηθίσει σε ύμνους για την Αθήνα, όπως του Παλαμά «Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δακτυλίδι», χωρίς να εμβαθύνουν στη σχέση Αθήνας και υπόλοιπου ελληνισμού. Μάλλον υπηρετούσαν την πολιτική του αθηνοκρατισμού για να προσελκύσουν εδώ ελληνικούς πληθυσμούς (όπως της Βέμπο «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιόρκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει», αλλά και τα μεταπολεμικά τραγούδια, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τις κινηματογραφικές ταινίες). Θυμάμαι επίσης και το «Αθήνα» του Μ. Χατζηδάκη. Ο Χατζηδάκης όμως ανένηψε:
ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ
Νίκου Γκάτσου – Μ. Χατζηδάκη
Απαγγέλλει ο Μ. Θεοδωράκης
Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία ωδήγησαν εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων,
οι οικισμοί των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.
Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.
Αλλά οι αρχαίοι θεοί εν τη μερίμνη των διά τα υπόλοιπα πελασγικά φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαίαν κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού (ως εθνικού πλέον συνόλου)
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού.
Κατά τους επομένους μακρούς αιώνας κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι διά την αναβίωσιν του παλαιού άστεως, αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι.
Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης, αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της περιδεούς ανθρωπότητος.
Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
να μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τούς ενεθυμήθη
ως ζώσας αιωνιότητας,
ουδείς τούς κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις.
Και αι Αθήναι καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομιά δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί
του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών ορέων και εξ όλων των στενωπών
της αθανάτου πατρίδος,
διέπλευσαν την Αχερουσίαν
της μοίρας των με την γαλήνην
του μαρτυρίου και τας θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν –ακριβώς όπως αι Αθήναι.
Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισαριανή
να ’ρθουν απόψε Διστομίτες
να ’ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό και απελπισία
για την χαμένη τους θυσία.
Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία
των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή
μετά βεβαιότητος
και ουδείς δύναται να προεξοφλήση
το μέλλον, διότι η ιστορία των ανθρώπων
είναι μια συνεχής παλινδρόμησις.
Αλλά με την διαρκώς ογκουμένην υπερτροφίαν της Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί.
Οι αρχαίοι Θεοί δεν υπάρχουν δια να δώσουν λύσιν, και ούτω, θάττον ή βράδιον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν
εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν
δια παντός την Ελληνικήν αρετήν,
ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον
θα συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του
τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Πότε θα ανθίσουν τούτοι οι τόποι;
Πότε θα ‘ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι
να συνοδέψουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
Γκάτσος – Χατζηδάκης – Θεοδωράκης
Τρεις γίγαντες της νεοελληνικής τέχνης και του νεοελληνικού πολιτισμού γενικότερα.
Οι καλλιτέχνες έχουν πολύ ευαίσθητες κεραίες και πιάνουν μηνύματα και καταστάσεις που ίσως οι επιστήμονες δεν τα πιάνουν.
Ωστόσο, το πρόβλημα της μεγέθυνσης της Αθήνας έχει απασχολήσει τους επιστήμονες (όχι στην έκταση που θα απαιτούνταν), όπως βέβαια και τους πολιτικούς και τους πολίτες ως βιωμένη πραγματικότητα. Η σχετική συζήτηση αναζωπυρώθηκε με τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80, και φάνηκε να παίρνονται κάποια μέτρα περιφερειακής ανάπτυξης όπως το ΡΣΑ, το ΡΣΘ ή ΕΠΑ και η ίδρυση σχολής Περιφερειακής Ανάπτυξης και Χωροταξίας στον Βόλο.
Στη συνέχεια όλα άλλαξαν. Αυτό που σηματοδότησε την αλλαγή ήταν η διεκδίκηση της Χρυσής Ολυμπιάδας του 2004 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Εντωμεταξύ είχαν αναγγελθεί ή και είχαν ξεκινήσει μια σειρά μεγάλα έργα στην Αθήνα που ανέτρεπαν το ΡΣΑ (όπως βέβαια το ανέτρεπε και το 2004 – Τρίτσης): Μετρό, Αεροδρόμιο Σπάτων, Αττική Οδός, για να μετατρέψουν την Αθήνα σε μητροπολιτικό κέντρο σε όλη την Αν. Μεσόγειο και τη Βαλκανική. Η πραγματική αιτία ήταν οι γεωπολιτικές ανατροπές στο γύρισμα της δεκαετίας (κατάρρευση ΕΣΣΔ, σοσιαλιστικών χωρών, άνοιγμα Βαλκανίων, αποδυνάμωση του μετώπου των αραβικών κρατών – ήττα Ιράκ, συμβιβασμός Παλαιστινίων, αλλά και εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας Κούρδων) και η προσπάθεια της αθηναϊκής άρχουσας τάξης να προλάβει να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις, έναντι της Θεσσαλονίκης, που ήταν καλύτερα τοποθετημένη στη Βαλκανική, έναντι της Κων/πολης, που ήταν καλύτερα τοποθετημένη στον Εύξεινο Πόντο, έναντι της Σμύρνης και της Λευκωσίας, που ήταν καλύτερα τοποθετημένες στη Μέση Ανατολή ως περιφερειακά κέντρα και ενδιάμεσοι σταθμοί διείσδυσης του διεθνοποιημένου κεφαλαίου σε αυτές τις περιοχές. Αλλά και έναντι άλλων μικρότερων ελληνικών περιφερειακών κέντρων (Γιάννενα, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Ηράκλειο, αλλά και Κέρκυρα, Ηγουμενίτσα, Φλώρινα).
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν βασικός μοχλός λοιπόν σ’ αυτή την προσπάθεια και όσοι αγωνιστήκαμε κατά, είμαστε περήφανοι που κάναμε το πατριωτικό μας καθήκον. Εκείνο που μας πίκρανε βέβαια ήταν ότι μείναμε μόνοι, όχι μόνο από τον κυρίαρχο δικομματισμό της Αριστεράς, ο οποίος ουσιαστικά συναίνεσε, αλλά και από τις δυνάμεις της περιφέρειας, εκτός σπανίων εξαιρέσεων (Χίος, Αγρίνιο, Γιάννενα). Η Θεσσαλονίκη, από την οποία περιμέναμε ουσιαστική υποστήριξη και πρωτοβουλίες, ένιψε τας χείρας της. Η περιφέρεια έχει αλλοτριωθεί πλήρως τελικά από τον αθηναϊσμό. Γι’ αυτήν, η Αθήνα είναι πλέον το πρότυπο, και αυτή κακέκτυπο, και όχι ανταγωνιστής για μια πιο ισορροπημένη ανάπτυξη της χώρας. Ο Δ. Μάρτος είναι από τις λίγες εξαιρέσεις που και με το επιστημονικό του έργο και με τη δράση του ως πολίτης έχει μια σταθερή και συνεπή πορεία, προβληματίζεται, ερευνά, μάχεται όχι με στενά τοπικιστικά κριτήρια αλλά με μια ευρύτερη οπτική περιφερειακότητας και αντισυγκεντρωτισμού.
Το πρόβλημα της αστικής μεγέθυνσης είχε απασχολήσει ιδιαίτερα έντονα την πολιτική οικονομία στα πρώτα της βήματα, περισσότερο έντονα απ’ ό,τι σε μεταγενέστερες περιόδους. Ο W. Petty, στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, ο θεωρούμενος από τον Μαρξ ως «ο πατέρας της αγγλικής πολιτικής οικονομίας», θεωρούσε λίγο-πολύ ότι η μεγέθυνση των αστικών κέντρων, και ιδιαίτερα του Λονδίνου, δεν ήταν ένα αναγκαίο κακό, αλλά αντίθετα πρέπει να ενθαρρυνθεί για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Έλεγε ότι, αν συγκεντρώνονταν στο Λονδίνο τα 2/3 του πληθυσμού της Αγγλίας, θα υπήρχαν ορισμένες θετικές επιπτώσεις: καλύτερη άμυνα, ενίσχυση των κυβερνητικών εξουσιών, αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, κοινωνική συνοχή, διατήρηση της κοινωνικής και θρησκευτικής ειρήνης, καλύτερη συγκέντρωση των φόρων, συγκέντρωση και συμπληρωματικότητα των βιομηχανικών επιχειρήσεων, βράχυνση του χρόνου περιφοράς του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων. Το μόνο μειονέκτημα κατά τον Petty είναι η ταχύτητα διάδοσης των επιδημιών, ιδιαίτερα της πανούκλας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι προέχουν τα θέματα άμυνας, ασφάλειας, ελέγχου των πολιτών. Και μας θυμίζει έντονα την Αθήνα της δεκαετίας του 1950, μετά τον εμφύλιο πόλεμο και σε καθεστώς αστυνομοκρατίας, όπου γινόταν προσπάθεια να μεγεθυνθεί, να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός σ’ αυτήν, με οικονομικά, πολεοδομικά, εκπαιδευτικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά μέσα. Στα τελευταία εντάσσονται και οι ελληνικές ταινίες (τότε δεν υπήρχε τηλεόραση) και τα τραγούδια, που και τα δύο εξωραΐζουν την Αθήνα.
Στα πολεοδομικά, που ήταν όμως και οικονομικά, μέσα εντάσσεται η αύξηση των υψών και εν γένει των συντελεστών δόμησης στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, με διάταγμα του Καραμανλή του 1955. Λειτούργησε έτσι η αντιπαροχή, εντάθηκε η οικοδομική δραστηριότητα, εισέρρευσαν εργατικοί πληθυσμοί, θυσιάστηκε όμως η νεοκλασική Αθήνα. Δεν χρειαζόταν πια ως ιδεολογικός μηχανισμός. Είχε αντικατασταθεί από αστυνομικούς και οικονομικούς μηχανισμούς. Στην εισηγητική έκθεση αυτού του νόμου διαβάζουμε ότι η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μία περιορισμένη περιοχή διευκολύνει την αστυνόμευσή του, κατά τις υποδείξεις του Petty.
*Το κείμενο αποτέλεσε εισήγηση του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Μάρτου, Αθήνα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, πολιτική ιδεολογία και χώρος, των εκδόσεων Γόρδιος, που έγινε στον Βύρωνα στις 16 Απριλίου 2006
Η “Ελλαδογραφία” του Γκάτσου ήταν μέρος της εισήγησης.