Αρχική » Οι 25 θέσεις του Άρδην

Οι 25 θέσεις του Άρδην

από admin

Οι θέσεις μας

 

Οι παρακάτω 25 θέσεις αποτελούν συνέχεια και περαιτέρω επεξεργασία 12 σημείων, που είχαν κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2010, εμπλουτίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2011, τέθηκαν σε διαβούλευση ηλεκτρονικά (http://localhost/ardinwps1/archives/13572), και οριστικοποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν στη συνδιάσκεψη του Κινήματος Άρδην, που πραγματοποιήθηκε από τις 26 έως τις 28 Οκτωβρίου 2013. Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, δεν έχουν τον χαρακτήρα λεπτομερούς προγράμματος, αλλά επιμένουν ιδιαίτερα σε σημεία που αποτελούν αντικείμενο έντονων διαμαχών στην ελληνική κοινωνία. Κατά συνέπεια, μέχρι το Α΄ Συνέδριο του Άρδην, τον Μάρτιο του 2014, θα συνεχίσουν να υφίστανται εμπλουτισμό και επεξεργασία.

***

Ι. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

1. Εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο ελληνισμός ζει και αναπνέει κοιτάζοντας διαρκώς προς τα «έξω»· έφτασε στα πέρατα της Δύσης –τις στήλες του Ηρακλέους– και της Ανατολής, μέχρι τις Ινδίες. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λαό διαμόρφωσε τον κόσμο και τον πολιτισμό που ξέρουμε, τον χριστιανισμό, τη φιλοσοφία, τον ορθό λόγο, την τέχνη. Και πάντα φεύγοντας την στενοχωρία ενός τόπου μικρού, τραβώντας για τους ανοικτούς ορίζοντες. Ακόμα και μέχρι τον 19ο αιώνα, σκλαβωμένοι, συνεχίζαμε να αρδεύουμε την ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Εγγύς Ανατολή.

Τόσο πολύ που κάποτε εξαντλήσαμε αυτή την αστείρευτη πηγή που έδωσε τον «θαυμαστό ελληνικό κόσμο».

Και μείναμε ξέπνοοι, εξαντλημένοι, κουβαλώντας σαν βάρος 3 ή 6 χιλιάδες χρόνια ιστορία. Η δημογραφική κατάρρευση, η οικονομική κρίση, ο νεο-οθωμανισμός, ο κατακλυσμός από ξένους λαούς και κουλτούρες, η πολιτισμική παρακμή, απειλούν πια με αφανισμό, με τελεσίδικο στέρεμα, την ίδια αυτή πηγή που την πιστεύαμε ανεξάντλητη και γι’ αυτό τόσο γενναιόδωρα την ξοδεύαμε.

Τώρα πια το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι μια επιστροφή, μια μεγάλη επιστροφή στον γενέθλιο τόπο, μετά από τόσους και τόσους αιώνες. Αν το μπορέσουμε. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, χρειαζόμαστε μια ελληνική αναγέννηση, μια δική μας πολιτιστική και πολιτική επανάσταση.

Μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, πρέπει να επιστρέψουμε «οίκαδε». Εδώ, μέσα στον στενό ετούτο τόπο, που αρχίζει από την Αμμόχωστο και τελειώνει στην Ήπειρο, θα παίξουμε την τελευταία πράξη ενός μοναδικού ταξιδιού. Και σ’ αυτή τη μάχη, θα ποντάρουμε στη ζωή, στρεφόμενοι μέσα μας, για να μπορέσει ο ελληνισμός να συνεχίσει να υπάρχει σε ένα σώμα ζωντανό και όχι μόνο μέσα σε βιβλία και αναμνήσεις.

 

2. Η βαθιά και πολύπλευρη κρίση που διέρχεται σήμερα η χώρα μας αποδεικνύει περίτρανα ότι ο ελληνικός λαός δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει κλεισμένος αποκλειστικά μέσα στα όρια της παρακμάζουσας δυτικής ηγεμονίας και του γερασμένου καπιταλισμού. Επιπλέον, η επέλαση του τουρκικού νεο-οθωμανισμού και η αδυναμία του αποικιοποιημένου ελληνικού κράτους –των εξωνημένων ελίτ, αλλά και μιας καταναλωτικά κορεσμένης κοινωνίας– να υπερασπιστεί τον εαυτό του, θέτουν το βασικό δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός αυτή την περίοδο: ή θα επιτύχουμε τη ρήξη με το παρελθόν ή θα βυθιστούμε στο σκότος της υποταγής, ως ένα αποσαθρωμένο προτεκτοράτο, που θα βουλιάζει μέσα στις ανισότητες.

Η κρίση αυτή μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία για μια νέα αυτόνομη στρατηγική πορεία του ελληνισμού, στον νέο κόσμο που θα αναδυθεί, σταδιακώς, από τα συντρίμμια της παλιάς τάξης πραγμάτων, δηλ. από την οριστική εξάντληση της δυτικής ηγεμονίας και την ανάδυση της ανατολικής Ασίας, με επίκεντρο την Κίνα, και των χωρών του Τρίτου Κόσμου γενικότερα.

Είτε λοιπόν θα βουλιάξουμε τελεσίδικα είτε θα ανακτήσουμε την ελευθερία μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια χρονοτριβής.

3. Φορέας αυτής της ανατροπής μπορεί να είναι μόνο ένα αυτόνομο, εναλλακτικό κίνημα εθνικής χειραφέτησης, το οποίο θα υπερβεί τις παραπλανητικές διαιρέσεις και τις ιδεολογίες-ερείπια του μεταπολιτευτικού παρελθόντος, που κατακερματίζουν το σώμα του λαού και τον ωθούν στην παραίτηση και την απόγνωση. Ο ελληνικός λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, μπορεί και πρέπει να στρατευθεί σε αυτό τον αγώνα εθνικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, οικολογικής ισορροπίας, άμεσης δημοκρατίας και πνευματικής αναγέννησης.

4. Το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα αποτελεί μέρος του παγκόσμιου μωσαϊκού των αντιστεκόμενων λαών. Πλανητικά, από κάθε άποψη – κοινωνική, πολιτική, οικονομική, οικολογική και ανθρωπολογική–, το δυτικό μοντέλο καταρρέει, απειλώντας τις μεγάλες πλειοψηφίες του πλανήτη με το φάσμα της εξαθλίωσης, της πείνας, του χάους, της αστάθειας και των πολέμων, ακόμα και της ίδιας της επιβίωσης του πλανήτη. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, και ιδιαίτερα έξω από τη μητροπολιτική Δύση, έχουν ξεπηδήσει νέα κινήματα, λαϊκά, ανατρεπτικά, τα οποία αξιώνουν έναν δημοκρατικά οργανωμένο πολυπολικό κόσμο, όπου κάθε λαός θα έχει το δικαίωμα να οικοδομήσει το δικό του κοινωνικό μοντέλο, που θα παίρνει υπ’ όψη του την παγκόσμια οικονομική, οικολογική και κοινωνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα θα βασίζεται στην ιδιαίτερη ταυτότητά του. Το ελληνικό κίνημα θα πρέπει να συντονιστεί με αυτή τη μεγάλη κίνηση των λαών, που γεννά νέες ελπίδες για τον 21ο αιώνα και τείνει να ξεπεράσει τη ματαίωση και την παραίτηση που προκάλεσαν η διάψευση και ο εκφυλισμός των μεγάλων οραμάτων απελευθέρωσης του 20ού αιώνα.

 

ΙΙ. ΤΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΕΛΟΥΜΕ

Το κίνημά μας αποτελεί την απόληξη μιας μακρόχρονης θεωρητικής και πρακτικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας συναγάγαμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από την εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς και από τη, δεμένη με αυτή, εξέλιξη των απελευθερωτικών κινημάτων των τελευταίων διακοσίων χρόνων.

 

5. Καταλήξαμε, λοιπόν, στην ανάγκη μιας ριζικής αμφισβήτησης της λογικής της αέναης ανάπτυξης και της υποταγής της φύσης στην τεχνολογία, πάνω στην οποία στηρίχθηκε μέχρι σήμερα ο καπιταλισμός αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και υπαρκτές απόπειρες για μια δικαιότερη κοινωνία. Και οι δύο ξεκινούσαν από την αντίληψη ότι η φύση –ακόμα και η ανθρώπινη φύση– μπορεί να υποταχθεί στις ανάγκες της ανάπτυξης και της τεχνολογίας και ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνει «κάτοχος και κύριος της φύσης», σύμφωνα με τη ρήση του Καρτέσιου.

Η οικολογική κρίση των τελευταίων δεκαετιών οδηγεί σε αδιέξοδο τον βιομηχανικό πολιτισμό και τη λογική της ανθρώπινης «παντοδυναμίας». Δεν πρόκειται μόνο για την «εξέγερση» της φύσης και του πλανήτη ενάντια στον βιασμό τους, αλλά και για την ίδια την «εξέγερση» της ανθρώπινης φύσης ενάντια στη μηχανοποίησή της, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των ψυχικών ασθενειών και τις κάθε είδους εξαρτήσεις. Το οικολογικό κίνημα  δεν αφορά μόνο ή κυρίως στην αποτροπή της καταστροφής της φύσης αλλά και στην αποτροπή της ίδιας της καταστροφής του ανθρώπου.

Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα οποιαδήποτε αξιόπιστη κοινωνική και οικονομική πρόταση αν δεν σκοπεύει στη μείωση των καταστροφικών συνεπειών της τεχνολογίας και τη μετάβαση σε μια κοινωνία που θα έχει απορρίψει τη λογική της αέναης ανάπτυξης και του χωρίς όρια καταναλωτισμού, επιλέγοντας εκείνη της ισορροπίας με τη φύση. Γι’ αυτό, η οικολογική ισορροπία αποτελεί μία από τις βασικότερες μέριμνες της κίνησής μας.

 

6. Παράλληλα, μέσα από την εμπειρία κοινωνικών επαναστάσεων και ανατροπών που αρχίζουν από τη γαλλική Επανάσταση και συνεχίζονται, διαπιστώσαμε πως η κίνηση της ανθρωπότητας προς κοινωνικές μορφές περισσότερο εξισωτικές, όπου θα έχουν ριζικά περιοριστεί οι ανισότητες φύλου, φυλής, γνώσεων και περιφερειών, είναι μία κίνηση χωρίς διακοπή και χωρίς τέλος. Δεν υπάρχει τέλος στην ιστορία, στον βαθμό που οι άνθρωποι αποτελούν ταυτόχρονα ατομικά υποκείμενα και δημιουργήματα της κοινωνίας.

Ο φιλελευθερισμός υποσχόταν πως θα μας προσφέρει την ελευθερία μέσα από την ανισότητα! Και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» την ισότητα μέσα από την καταστολή της ατομικότητας. Το ζητούμενο είναι μια κοινωνία όπου η επιδίωξη της ισότητας θα συνδυάζεται με την ελεύθερη ανάπτυξη των δημιουργικών δυνατοτήτων των ατόμων. Δηλαδή, μια κοινωνία προσώπων, δεδομένου ότι η έννοια του προσώπου αναφέρεται στο συλλογικό άτομο. Απορρίπτουμε την ατομικιστική λογική του κέρδους και του ανθρώπου «λύκου» για τους άλλους, καθώς και τη κολεκτιβιστική λογική που αντικαθιστά την ισότητα με την ισοπέδωση.

Διαρκής και μόνιμη μέριμνα της κοινωνίας πρέπει να είναι όχι μόνο η μείωση των οικονομικών και κοινωνικών διαφοροποιήσεων, αλλά, πριν απ’ όλα, η μείωση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση και στη γνώση, ανισότητες που αναπαράγουν διαρκώς τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις.

Οι εμπειρίες των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, του εργατικού κινήματος, του κινήματος της γυναικείας χειραφέτησης, των νεολαιίστικων κινημάτων, της οικολογίας, θα πρέπει, επομένως, να ενσωματωθούν σε ένα νέο κίνημα του 21ου αιώνα.

 

7. Θέλουμε να συγκροτήσουμε μια αγωνιστική συλλογικότητα πανελλήνιας εμβέλειας, που να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, την Κύπρο και τον απόδημο ελληνισμό. Ένα πολιτικό δίκτυο οργανώσεων και συλλογικοτήτων, το οποίο θα αγωνίζεται για την αποτίναξη του καθεστώτος αποικίας χρέους, που έχει επιβληθεί στη χώρα μας, της αποικιοποίησής της από τις δυνάμεις της διεθνούς τοκογλυφίας, με επικεφαλής τη γερμανική Ευρώπη.

Ο αγώνας μας είναι αγώνας για την υπέρβαση της εσωτερικής ελληνικής παρακμής και τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτείας ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης για τον ελληνισμό του 21ου αιώνα – γι’ αυτό και διεκδικεί: Εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, οικολογική ισορροπία, άμεση δημοκρατία – κοινοτισμό, πνευματική αναγέννηση. Αυτό το πεντάπτυχο δεν ιεραρχείται, ούτε το ένα στοιχείο ανάγεται στα άλλα, αλλά αποτελούν, το καθένα, αυθύπαρκτες και ισότιμες αξίες και αντιθέσεις. Μόνον η συγκυρία αναδεικνύει κάποιο από αυτά ως προτεραιότητα και όχι, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, μία αντίθεση να προβάλλεται ως το αποκλειστικό «κλειδί»  για όλες τις άλλες, με τις εκτρωματικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η ανάδειξη της εθνικής ή της κοινωνικής διάστασης σε αποκλειστική και μονοδιάστατη αντίθεση κατέληξε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, που οδήγησαν είτε στον ναζιστικό και φασιστικό εθνικισμό είτε στη σταλινική και σοβιετική παραμόρφωση. Στη δική μας περίπτωση, η άρρηκτη συνάφεια αυτών των παραμέτρων καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι καμία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τη συμβολή των υπολοίπων. Η εθνική ανεξαρτησία, δεδομένων των μεγεθών και της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, προϋποθέτει ένα νέο μοντέλο οικονομικής και οικολογικής ισορροπίας, θεμελιωμένο στην παράδοση της κοινωνικής και δημόσια οικονομίας, της μικρής επιχείρησης, της αποκεντρωμένης παραγωγής, της δικτυακής οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας και του κοινοτισμού.

Επίσης, απαιτεί μια πνευματική-πολιτιστική επανάσταση που θα απαντήσει στο τέλμα του πνευματικού μνημονίου που επιβλήθηκε στην ελληνική κοινωνία κατά την ύστερη μεταπολίτευση. Εξ άλλου, εμείς έχουμε πάρει καλά το μάθημά μας από τη μεταπολίτευση, όταν η αποκατάσταση των μη-προνομιούχων δεν συνοδεύτηκε από ένα αίτημα πολιτιστικής αναγέννησης, και βρεθήκαμε έτσι μπροστά στον νεοέλληνα Φρανκεστάιν, που κατέστρεψε την ίδια του τη χώρα.

Όσο κυριαρχεί το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης και των κοινωνικών ανισοτήτων, η εθνική ανεξαρτησία θα παραμένει μία φενάκη. Διότι η Ελλάδα δεν διαθέτει τα μεγέθη και το καπιταλιστικό ήθος  που θα της επιτρέψει να κινηθεί μέσα στη ζούγκλα των πολυεθνικών. Η αρχαία Αθήνα μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες γιατί στηριζόταν στον ένοπλο ελεύθερο αγρότη-πολίτη· το Βυζάντιο στηρίχτηκε στον ελεύθερο αγρότη-ακρίτη· την Επανάσταση του ’21 την πραγματοποίησε ο «απείθαρχος» κλέφτης των ελληνικών βουνών, στην Αντίσταση στους Γερμανούς και στον αγώνα της ΕΟΚΑ, πρωτοστάτησαν η αγροτιά και η νεολαία.

Οι γενικές ιδεολογικές και φιλοσοφικές μας κατευθύνσεις αποτελούν μια απόπειρα δημιουργικής σύνθεσης ανάμεσα στην αρχαιοελληνική αμεσοδημοκρατική παράδοση της ελευθερίας, στην ορθόδοξη παράδοση, που επί δεκαεφτά αιώνες ταυτίστηκε με τον ελληνισμό, στο αντιστασιακό ήθος του νεώτερου ελληνισμού και στις απελευθερωτικές παραδόσεις και κινήματα των υπόλοιπων λαών. Το ημιτελές αίτημα της σύνθεσης συνιστά βασική ανάγκη για την επιβίωση και, επιτέλους, την ολοκλήρωση του νεώτερου ελληνισμού. Γι’ αυτό και το κίνημά μας, αποτελώντας ζωντανή υλοποίηση αυτής της συνθετικής αντίληψης, περιλαμβάνει και απευθύνεται σε ανθρώπους από ποικίλες ιδεολογικές καταβολές και αντιλήψεις, προερχόμενους από την Αριστερά, το Κέντρο και τη Δεξιά, θρησκευόμενους και αγνωστικιστές, που όμως συμφωνούν στις βασικές μας κατευθύνσεις, είναι πολυσυλλεκτική και ταυτόχρονα συνθετική. Απορρίπτουμε το ψευδές δίλημμα «εκσυγχρονισμός ή παράδοση», επιζητώντας τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας.

8. Υπερασπίζουμε, λοιπόν, την ανάγκη για μια οργάνωση της κοινωνίας που θα περιορίζει αποφασιστικά την κυριαρχία του εμπορεύματος, θα αναπτύσσει ορισμένους τομείς παραγωγής και θα αποαναπτύσσει άλλους, θα περιλαμβάνει έναν μεγάλο κοινωνικοποιημένο τομέα, θα μεταφέρει πόρους και δραστηριότητες στην περιφέρεια, θα προωθεί την πολυκαλλιέργεια και τις βιολογικές καλλιέργειες, θα απορρίπτει τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και θα προωθεί την ενεργειακή αυτονομία σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, στηριγμένη κατ’ εξοχήν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μόνο υπό αυτή τη σκοπιά μπορεί να καταστεί δυνατή η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Η λογική που αναδεικνύει την οικονομία ως το κέντρο της κοινωνίας αποτελεί αφ’ εαυτής μια παγίδα που οδηγεί αναπόφευκτα στην κυριαρχία του εμπορεύματος και της αγοράς πάνω στους ανθρώπους. Μόνο κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια, στη Δύση, και στην Ελλάδα πολύ πιο πρόσφατα, κυριάρχησε η λογική της οικονομικής προτεραιότητας έναντι των λοιπών ανθρώπινων αξιών. Η σημερινή κρίση αναδεικνύει και πάλι την ανάγκη της αλλαγής προτεραιοτήτων και την οριστική υπέρβαση της καπιταλιστικής «ανωμαλίας», που δηλητηρίασε ανθρώπινες κοινωνίες και αξίες: το μέτρο της προόδου της κοινωνίας είναι ο διαρκής περιορισμός του εμπορεύματος και της εμπορευματοποίησης των ανθρώπινων αναγκών και των κοινωνικών λειτουργιών. Η οικονομία πρέπει να μεταβληθεί και πάλι σε έναν τομέα της ανθρώπινης ζωής και το μέτρο της ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών πρέπει να είναι η απομάκρυνση από το βασίλειο της ανάγκης, δηλαδή από την οικονομία, και όχι αντίστροφα η υπαγωγή των πάντων σε αυτή.

9. Έτσι, προσβλέπουμε σε μια κοινωνία όπου, στο επίπεδο της οικονομικής οργάνωσης, θα συνυπάρχουν οι δημόσιες και οι κρατικές επιχειρήσεις, σε μεγάλους τομείς που αφορούν τη συλλογική διαβίωση, ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, καθώς και ένας αυξανόμενος τομέας συνεταιριστικών και κοινοτικών επιχειρήσεων.

Επιθυμούμε να παράγεται εγχώρια το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που χρειαζόμαστε, χωρίς να οδηγούμαστε στη φενάκη της κλειστής οικονομίας. Η οικολογική διάσταση της παγκόσμιας κρίσης υποχρεώνει σε ένα μοντέλο αποκεντρωμένης και μικρής κλίμακας παραγωγής, προϋπόθεση τόσο για την κοινοτική και συνεταιριστική παραγωγή όσο και για την εθνική ανεξαρτησία. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει την ανυπαρξία και μεγάλων επιχειρήσεων, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και επιθυμητό, όπως στον τραπεζιτικό τομέα και αλλού, αλλά ένα μοντέλο οικονομίας αυθεντικά εξισωτικό και οικολογικά βιώσιμο πρέπει να έχει ως βάση του τη μικρή κλίμακα παραγωγής και χωροταξικής οργάνωσης. Δεν μπορεί μια κοινωνία ανεξάρτητη και δίκαιη να αναπαράγει το υδροκεφαλικό μοντέλο του αθηνοκεντρικού κράτους.

Δεν μπορεί να υπάρξει εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη με παρασιτική οικονομία, εξαρτημένη από την παγκόσμια αγορά. Οι κατευθύνσεις που επιβάλλει το καθεστώς της αποικίας χρέους είναι κυριολεκτικά θανατηφόρες: κάτω από αυτές, η Ελλάδα θα καταντήσει μια χώρα-τουριστικό θέρετρο, με εκποιημένο τον εθνικό της πλούτο, μεγάλες μάζες εξαθλιωμένων πολιτών, ανύπαρκτο και πολλαπλώς ελεγχόμενο κράτος. Αυτή την «ανάπτυξη» οραματίζονται οι δοτές ελληνικές κυβερνήσεις.

Βασικό στοιχείο της εθνικής αξιοπρέπειας είναι η αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Η παραγωγική ανασυγκρότηση, απαραίτητη για την έξοδο από την κρίση και τον παρασιτισμό, θέτει το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αξιοπρεπής εργασία, η εργασία για όλους, είναι ένα αίτημα αποφασιστικής σημασίας. Επιπλέον, η διασφάλιση ενός βασικού, αξιοπρεπούς, εγγυημένου εισοδήματος είναι ένας ουσιαστικός πυλώνας στον αγώνα για κοινωνική αλληλεγγύη. Η κοινωνική οικονομία αποτελεί απαραίτητο εργαλείο τόσο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων όσο και για την υλοποίηση ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου.

11. Χρειαζόμαστε ένα πραγματικά δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, που να προάγει την ολόπλευρη μόρφωση των πολιτών και να υποστηρίζει, με τη λειτουργία του, τον αγώνα του ελληνικού λαού για ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη. Η εκπαίδευση που επιθυμούμε πρέπει να στηρίζεται στις αξίες της επιστημονικής αλήθειας, της γνώσης και της χρήσης της γλώσσας και των παραδόσεών μας, για τη διαμόρφωση της συνείδησης των νέων γενεών, παράλληλα, με την επικοινωνία με τους άλλους λαούς και τα επιτεύγματά τους. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αρνείται τον χυδαίο ανταγωνισμό και την «εκπαίδευση της αμάθειας», να προάγει μια παιδεία εθνική, οικουμενική, αληθινή. «Στο νου μου δεν έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».

12. Η ταυτότητα των ανθρώπων δεν είναι ένα κλειστό και μονοδιάστατο σύστημα, γιατί οι άνθρωποι αποτελούν υποκείμενα με πολλαπλές ταυτότητες, φύλο, ηλικία, έθνος, γλώσσα, κοινωνική τάξη, θρησκεία και παραδόσεις, πολιτισμό, επάγγελμα, τοπικότητα κ.λπ., και αυτές οι ταυτότητες, όπως ήδη προαναφέραμε, δεν ανάγονται η μία στην άλλη. Γι’ αυτό είναι προφανές πως υπερασπίζουμε την ύπαρξη κινημάτων –οικολογικού, εργατικού, αγροτικού, εθνικού, νεολαιίστικου, γυναικείου, συνδικαλιστικών και ομοιοεπαγγελματικών οργανώσεων κ.λπ., καθώς επίσης και θρησκευτικών και εκκλησιαστικών αναφορών‒ μόνο που δεν πιστεύουμε ούτε στην αναγωγή όλων σε ένα, ούτε, από την αντίθετη πλευρά, σε έναν κατακερματισμό ταυτοτήτων και κινημάτων, που έχει ως κατάληξη την απόλυτη ατομικοποίηση και διάλυση της κοινωνικής συνοχής.

13. Οι αξίες της εθνικής ταυτότητας και αλληλεγγύης όχι μόνο είναι προϋπόθεση για την επιβίωση των χωρών ‒και κατ’ εξοχήν της δικής μας, που βρίσκεται στα σύνορα των κόσμων‒ αλλά αποτελούν και προϋπόθεση για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής επιβίωσης.

Χωρίς αίσθηση εθνικής κοινότητας, οι κοινωνίες γίνονται ζούγκλες. Και ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του εθνομηδενισμού είναι πως, προσπαθώντας  να αμβλύνει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, αποδυνάμωσε την κοινωνική τους συνοχή, αποσυνέθεσε συνδικάτα, συνεταιρισμούς, κοινότητες, δήμους, ακόμα και τους ευρύτερους οικογενειακούς δεσμούς. Κατά συνέπεια, η ανασυγκρότηση των κοινωνιών μας περνάει τόσο μέσα από την αλλαγή των κοινωνικών δομών και του οικολογικού προτύπου, όσο και μέσα από την ανασύνθεση του εθνικού και κοινωνικού ιστού.

 

ΙΙΙ. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ–ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ

14. Παρ’ ότι υποτιμάται συστηματικά απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και τις ελίτ της χώρας, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος ελληνισμός είναι το δημογραφικό.

Η Ελλάδα τείνει να μεταβληθεί σε μία κοινωνία γερόντων –με μέσο όρο ηλικίας του συνολικού πληθυσμού γύρω στα 42 χρόνια, όταν το αντίστοιχο μέγεθος στην Τουρκία είναι 28 και στην Αίγυπτο 22– γεγονός που δεν επιτρέπει την ανανέωση του πληθυσμού, ενώ η οικονομική κρίση και η φυγή των νέων τείνει να επιδεινώσει δραματικά την ήδη απελπιστική κατάσταση. Οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις –παρά τις αυξημένες γεννήσεις των μεταναστών– και έτσι η ελληνική κοινωνία οδηγείται σε μία καθοδική σπείρα, δημογραφική και, κατά συνέπεια, οικονομική, πολιτισμική και πολιτική. Είναι προφανές πως ένας πληθυσμός που γερνάει δεν μπορεί να διατηρήσει το επίπεδο ούτε των κοινωνικών ασφαλίσεων ούτε της αναγκαίας καινοτομίας και της ανανέωσης των παραγωγικών ηλικιών. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές φαινόμενο για τον σύγχρονο ελληνισμό, που στο παρελθόν είχε μία υψηλή γεννητικότητα η οποία επέτρεπε και τον εσωτερικό δυναμισμό αλλά ακόμα και τη μετανάστευση χωρίς καταστρεπτικές συνέπειες.

Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε τις αρνητικές συνέπειες της δημογραφικής γήρανσης για το εκπαιδευτικό σύστημα ή την άμυνα της χώρας. Εξάλλου, πολύ συχνά ξεχνάμε πως η γήρανση του πληθυσμού παίζει τεράστιο ρόλο και στην αδυναμία πολιτικής και κοινωνικής ανανέωσης της χώρας. Οι γερασμένοι πληθυσμοί «δεν κάνουν επαναστάσεις και ανατροπές». Πρόκειται για μία παράμετρο που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη μας όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε και την αδυναμία των Ελλήνων να ανατρέψουν το καθεστώς του μνημονίου –αρκεί να αντιπαραβάλουμε με το τι συνέβη την ίδια εποχή στην Αίγυπτο.

Ο ελληνισμός, περιορισμένος πια στο τελευταίο κομμάτι των ιστορικών εδαφών του, κινδυνεύει με οριστική έκλειψη. Ας θυμίσουμε μερικά πληθυσμιακά δεδομένα: Το 4ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες ήταν περίπου πέντε εκατομμύρια, σε έναν παγκόσμιο πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε τα διακόσια εκατομμύρια. Δηλαδή, αντιπροσώπευαν το 2,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μετά από αναρίθμητες ιστορικές περιπέτειες και συρρικνώσεις, έφτασαν, στα τέλη του 18ου αιώνα, να αντιπροσωπεύουν και πάλι πέντε εκατομμύρια πληθυσμό, σε ένα παγκόσμιο σύνολο εφτακοσίων εκατομμυρίων, δηλαδή, μεταξύ του 0,7 και 0,8% του παγκόσμιου πληθυσμού. Σήμερα, οι Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου είναι έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι και, αν δεχτούμε πως υπάρχουν άλλα πέντε εκατομμύρια στη διασπορά με μια στοιχειώδη ελληνική συνείδηση, φτάνουμε τα δεκαέξι εκατομμύρια. Ας δεχτούμε ακόμα και τα είκοσι που αναφέρουν οι πιο αισιόδοξοι. Με τα 7,3 δις του παγκόσμιου πληθυσμού, η αναλογία φτάνει στο 0,14% για Ελλαδίτες και Κυπρίους και το 0,25% για την πιο αισιόδοξη εκδοχή. Αυτοί οι αριθμοί, αν συνδυαστούν με τη διαρκή μείωση των γεννήσεων και το νέο κύμα της μετανάστευσης, μας δίνουν ανάγλυφα την απελπιστική κατάστασή  μας. Είτε θα αναστρέψουμε αυτή τη δημογραφική πορεία είτε, μέχρι τα τέλη του παρόντος αιώνος, θα τείνουμε προς την απόλυτη ιστορική εξαφάνιση.

Προφανώς δε, η δημογραφική συρρίκνωση μειώνει και τη δυνατότητα αφομοίωσης ξένων πληθυσμών, ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.

 

15. Βεβαίως, η ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη περιπέτεια δεν θα λάβουν τέλος εάν… εκλείψουν οι Έλληνες. Για μας, όμως, κάτι τέτοιο αποτελεί μια εφιαλτική προοπτική, μια και κάθε συλλογικό υποκείμενο επιθυμεί να εξακολουθήσει να υπάρχει και να συνεχίσει να κληροδοτεί την παράδοση και τις αξίες του στον συνολικό ανθρώπινο πολιτισμό, που, ούτως ή άλλως, θα γίνει φτωχότερος με την εξαφάνιση ενός έθνους με τόσο μεγάλη και τέτοια ιστορική διαδρομή.

Απέναντι, λοιπόν, σε αυτή τη δημογραφική αδιέξοδη καθοδική σπείρα, πρέπει να διεκδικήσουμε άμεσα και ενεργητικά μέτρα. Πρέπει να θέσουμε το δημογραφικό στη θέση που του ανήκει, την πρώτη. Όχι μόνο θα πρέπει να υπάρξουν γενναίες επιδοτήσεις και ενίσχυση των γεννήσεων, όχι μόνο μεγάλες φοροαπαλλαγές, όχι μόνο ενίσχυση των παιδικών σταθμών και διατήρηση των κάθε είδους ευνοϊκών συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων για τις μητέρες, αλλά και μια πολιτισμική αναβάθμιση της ανάγκης για μια νεανικότερη κοινωνία. Στην ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να λειτουργήσουν μέτρα για τη στήριξη του εισοδήματος των νέων καθώς και των νέων ζευγαριών. Η κοινωνία μας απειλείται από έναν εφιάλτη: οι παλιές γενιές, που λίγο-πολύ βρίσκονται στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο, συμπεριφερόμενες απόλυτα εγωιστικά και στενόκαρδα, να εξοντώσουν τις νέες και να μην επιτρέψουν στις αγέννητες να γεννηθούν.

16. Η κοινωνία μας πρέπει να είναι ανοικτή στους ξένους λαούς και τα διεθνή ρεύματα. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να απορρίπτει τόσο την οικονομική εκμετάλλευση ξένων εργαζομένων όσο και την εξαφάνιση της εθνικής μας ταυτότητας μέσα σε μια δήθεν πολυπολιτισμική χοάνη, που αποτελεί το όπλο του παγκόσμιου κεφαλαίου για τη διαμόρφωση ενός μονοδιάστατου και, εντέλει, ανυπεράσπιστου εργαζόμενου.

Η διόγκωση των μεταναστευτικών ρευμάτων προς τις χώρες της Δύσης, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, υπήρξε συνέπεια της στρατηγικής του πολυεθνικού κεφαλαίου, αφ’ ενός  για να αποσυνθέσει τις κοινωνίες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» και αφ’ ετέρου να χτυπήσει το εργατικό εισόδημα και το κοινωνικό κράτος στις αναπτυγμένες χώρες. Γι’ αυτό «εξήγαγε» ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής στην Ασία, ώστε να ρίξει το κόστος των βιομηχανικών προϊόντων και «εισήγαγε» έναν αυξανόμενο αριθμό μεταναστών εργατών στις χώρες της Δύσης, κατά προτίμηση ανασφάλιστων, ώστε να  υποβαθμίσει το κόστος εργασίας.

Αυτή η διαδικασία, στην Ελλάδα, πήρε ίσως την πιο ακραία και άγρια μορφή της. Μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της ούτως ή άλλως ισχνής βιομηχανικής παραγωγής εξήχθη στις γειτονικές χώρες με φτηνά μεροκάματα, ενώ παράλληλα εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν στην Ελλάδα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ως παράνομοι μετανάστες.

Οι ευρωπαϊκές ελίτ μετέβαλαν την Ελλάδα σε ζώνη-ταμπόν μεταξύ Δύσης και Ανατολής ενώ οι εγχώριες χρησιμοποίησαν τα μεταναστευτικά ρεύματα για να ρίξουν τον πληθωρισμό, μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας, και να προωθήσουν τη στρατηγική του ψευδο- «εκσυγχρονισμού» και των μεγάλων έργων, τύπου Ολυμπιακών Αγώνων, με τίμημα την κοινωνική και την εθνική συνοχή της χώρας.

Γι’ αυτό πρέπει να γυρέψουμε τις ευθύνες από τις άρχουσες τάξεις και όχι από τους ίδιους τους μετανάστες. Εξάλλου, η ελληνική κοινωνία έτεινε να μεταβληθεί σε οιονεί δουλοκτητική κοινωνία. Η ελληνική εργατική τάξη και η εργαζόμενη αγροτιά υποκαταστάθηκαν εν πολλοίς από τους ξένους – και έτσι χτίστηκε μια ολόκληρη κουλτούρα, ακόμα και στα λαϊκά στρώματα. Σε μεγάλο βαθμό, νομίζαμε ότι ζούσαμε στις Βρυξέλλες, επειδή είχαμε άλλους να δουλεύουν για εμάς. Και σήμερα που το πάρτι τελείωσε και οι μετανάστες μεταβάλλονται σε «βάρος» για τις ίδιες αυτές ελίτ, μια και διαθέτουν πλέον πάμφθηνους Έλληνες εργαζόμενους, επιστρατεύονται και οι ναζήδες της Χρυσής Αυγής.

17. Για την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ακόμα πιο σύνθετο, εξαιτίας της ύπαρξης μεγάλων εθνικών ζητημάτων και της γεωγραφικής μας θέσης στα σύνορα των δύο κόσμων. Σε μια εποχή που δεκάδες και, ίσως αύριο, εκατοντάδες εκατομμύρια –σε συνάρτηση και με τους οικολογικούς μετανάστες  από την Ανατολή και το Νότο που θα προκαλέσει η επέκταση του φαινομένου του θερμοκηπίου– θα μετακινηθούν, προφανώς τη μεγαλύτερη πίεση θα υποστούν οι χώρες των συνόρων. Και τι πιο «συνοριακό» από την Ελλάδα, η οποία δεν αποτελεί μόνο ένα σύνορο μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής αλλά και ένα σύνορο μεταξύ διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών.

Κατά συνέπεια, το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν έχει να κάνει μόνο με την ομαλή ένταξη και ενσωμάτωση ξένων πληθυσμών, αλλά μεταβάλλεται και σε ζήτημα κυριολεκτικής επιβίωσης. Διότι, όπως μας έχουν δείξει τα παραδείγματα του Λιβάνου ή του Κοσσυφοπεδίου, η Ελλάδα απειλείται με «λιβανοποίηση», δηλαδή, τη μεταβολή της, μέσα σε μερικές δεκαετίες, σε έναν κυριολεκτικά πολυπολιτισμικό χώρο, όπου θα έχει χαθεί κάθε έννοια κυρίαρχης πολιτισμικής ταυτότητας, και όπου, σταδιακώς, τα ρεύματα από την Ανατολή θα υπερισχύουν έναντι της εγχώριας ταυτότητας. Αν αναλογιστούμε την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού, τη σταδιακή συρρίκνωσή του από τη Μ. Ασία, την ανατολική Θράκη, την ανατολική Ρωμυλία, τη Β. Ήπειρο, την κατάληψη της Β. Κύπρου από τους Τούρκους, κατανοούμε πως δεν πρόκειται για κινδυνολογία αλλά για ένα πραγματικό ζήτημα αποφασιστικής σημασίας. Σε συνδυασμό με το δημογραφικό, πρόκειται για μία βόμβα που απειλεί, άμεσα και μεσοπρόθεσμα, και όχι τόσο βραδυφλεγώς, την ίδια μας τη συλλογική  ταυτότητα.

18. Για να αντιμετωπίσει κανείς –όσο είναι δυνατό– το μεταναστευτικό, θα πρέπει κατ’ αρχάς να απαντήσει στην υπονόμευση που επιχειρεί η Τουρκία, χρησιμοποιώντας το για να ενισχύσει την ανομοιογένεια της χώρας και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό της (παρά τις συμφωνίες που έχει υπογράψει για την επαναπροώθηση των μεταναστών). Επίσης, θα πρέπει να καταγγείλουμε το Δουβλίνο ΙΙ, το κύριο εργαλείο μέσα από το οποίο η ΕΕ δοκιμάζει να μεταβάλει την Ελλάδα σε ανθρωπο-αποθήκη της Δύσης.

Αποφασιστικής σημασίας, λοιπόν, είναι η φύλαξη των συνόρων και η ανάληψη των ευθυνών που αναλογούν στους υπερεθνικούς οργανισμούς και την ΕΕ.

Μεγάλο μέρος των μεταναστών πρέπει να επιστρέψει άμεσα στον τόπο του. Η Ελλάδα, από κοινού με άλλες χώρες –κατ’ εξοχήν τις αποικιακές που τους οδήγησαν στον ξεριζωμό– θα πρέπει να αναλάβει αναπτυξιακή βοήθεια προς τις περιοχές από τις οποίες εντοπίζονται τα πολυπληθέστερα ρεύματα. Και όλα αυτά παράλληλα με διαδικασίες ουσιαστικής ενσωμάτωσης όσων μεταναστών επιθυμούν να ζήσουν εδώ και να ταυτίσουν τη μοίρα τους με τη μοίρα του τόπου: Δηλαδή, μέριμνα για να μάθουν ελληνικά, να έρθουν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, να εργάζονται με όρους εργατικού δικαίου, ώστε να μην λειτουργούν ως δούρειος ίππος για τη γενική υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων, να υπάρξει η σωστή κατανομή τους ανά την ελληνική επικράτεια, ώστε να μην δημιουργούνται γκέτο, διαχωρισμοί, υποβάθμιση και εξαθλίωση. Τέλος, να δίνεται προτεραιότητα σε μετανάστες με συμβατό πολιτιστικό υπόβαθρο, ώστε να είναι εύκολη η συμβίωση με τον ντόπιο πληθυσμό.

 

ΙV. TI ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΥΜΕ – ΤΙ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ

19. Το Κίνημά μας υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και τη ριζική αναδιάταξη των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Υποστηρίζουμε την ανάγκη μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, με ισόρροπη συμμετοχή της ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας, και ισότιμη συμμετοχή όλων των κρατών. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αποφευχθούν ηγεμονισμοί που, σε όλο τον 20ό αιώνα, οδήγησαν την Ευρώπη σε πολέμους, με πρωταρχική ευθύνη της Γερμανίας, και απειλούν και πάλι, σήμερα, με πρωτοβουλία των ίδιων, να φέρουν νέες διαιρέσεις και συγκρούσεις. Τα Βαλκάνια πρέπει, και μπορούν, να αποτελέσουν έναν διακριτό πόλο στην Ευρώπη.

Απέναντι στην ευρωπαϊκή διάσταση της κρίσης και την απειλή μιας νέας πανευρωπαϊκής γερμανικής ηγεμονίας, ο ελληνισμός θα πρέπει να αναπτύξει μια ιδιότυπη στρατηγική που στηρίζεται στην επίγνωση των μεγεθών, της γεωπολιτικής θέσης καθώς και της ιδιαιτερότητας των απειλών. Η Ελλάδα και η Κύπρος συνιστούν έναν χώρο που κείται μεταξύ Δύσης και Ανατολής και αντιμετωπίζει τις αποικιακές αξιώσεις και των δύο πλευρών, τόσο από τον δυτικό πόλο όσο και από την νεο-οθωμανική Τουρκία. Γι’ αυτόν τον λόγο, η κρίση δεν αποτελεί απλώς μια εγχώρια εκδοχή της πανευρωπαϊκής κρίσης, όπως είθισται να υποστηρίζει η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου: Σε μας, στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Ευρώπη δείχνει σκληρότερο πρόσωπο σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, μεταβάλλοντας ανοιχτά τα δύο κράτη σε αποικίες χρέους και αξιώνοντας απροκάλυπτα τη λεηλασία του εθνικού, φυσικού και κοινωνικού μας πλούτου. Άλλωστε, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία αναπτύσσεται, ιστορικά, σε συνέργεια με τον τουρκικό περιφερειακό ηγεμονισμό. Όπως αποδείχτηκε περίτρανα με την τραγική εμπειρία της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη δεκαετία του 1990, τα Βαλκάνια έχουν μεταβληθεί σε πολιτικό εργαστήριο όπου διαμορφώνονται μοντέλα συγκυριαρχίας μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων της Δύσης και της νεο-οθωμανικής Τουρκίας (βλέπε Κόσοβο-Βοσνία, κατεχόμενη Κύπρος).

Ο ελληνισμός θα πρέπει, στον αγώνα για την ανεξαρτησία του, να αναπτύξει στην πραγματικότητα έναν διμέτωπο αγώνα και μάλιστα μέσα σε αρνητικές γεωπολιτικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.

20. Για να περάσουμε με επιτυχία μέσα από τις συμπληγάδες, πρέπει να υιοθετήσουμε τη στρατηγική ενός παρατεταμένου αντάρτικου που σκοπό θα έχει να προκαλέσει ρήγματα στην γεωπολιτική μας περικύκλωση. Σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη, θα πρέπει να αναπτύξουμε τις αντιστάσεις μας σε όλα τα πεδία ώστε να μπλοκάρουμε την επέλαση των μνημονίων και, ταυτόχρονα, να υιοθετήσουμε μια πολιτική άρνησης των «μεταρρυθμίσεων» που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ, παράλληλα, να διαμορφώσουμε συμμαχίες με τις χώρες του «ευρωπαϊκού Νότου», ώστε να χτίσουμε ευρύτερα μέτωπα για την αντιμετώπιση της «γερμανικής Ευρώπης». Και, βέβαια, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε αντισυσπείρωση που γεννάει η βουλιμία και ο σωβινισμός της νέας γερμανικής ηγεμονίας.

Ταυτόχρονα, απέναντι στον νεο-οθωμανισμό, πρέπει να διαμορφώσουμε στρατηγικές συμμαχίες με τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων που απειλούνται επίσης να υπαχθούν στην τουρκική σφαίρα επιρροής (Σερβία, Βουλγαρία,) αλλά και με τις δυνάμεις που, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στη Μέση Ανατολή, αντιμάχονται τα τουρκικά αυτοκρατορικά σχέδια (τους Κούρδους, τους αλεβήτες, τους σιίτες του Λιβάνου, το Ιράν, τους ορθόδοξους Άραβες κ.ο.κ.). Για την απόκρουση της νεο-οθωμανικής απειλής, αποφασιστική σημασία έχει η διαμόρφωση βαλκανικής στρατηγικής. Όπως και κατά τον 14ο-15ο αιώνα, η Τουρκία δοκιμάζει την περικύκλωση του ελληνικού χώρου μέσα από την εδραίωση ενός δικού της τόξου επιρροής, που ξεκινάει από τη Μαύρη Θάλασσα και καταλήγει στην Αδριατική – αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας μάλιστα αποφασιστικά τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που ζουν στη Βαλκανική. Οι λαοί των Βαλκανίων θα πρέπει να συμμαχήσουν σε έναν αγώνα για την αυτοδιάθεσή τους, καθώς τα μεγέθη και η γεωγραφική θέση τους έχει αποφασίσει: ο δρόμος των αλληλοσπαραγμών και της διχόνοιας είναι ο δρόμος της εκ νέου πολιτικο-οικονομικής υποδούλωσης στη «νέα Υψηλή Πύλη».

 

V. ΘΡΑΚΗ – ΑΙΓΑΙΟ – ΚΥΠΡΟΣ

Η Θράκη, το Αιγαίο, η Κύπρος, και τα δικαιώματα του ελληνισμού εκεί, είναι αδιαπραγμάτευτα. Φιλικές σχέσεις με την Τουρκία μπορούν να αποκατασταθούν μόνο εάν αυτή πάψει να κατέχει την Κύπρο, να απειλεί τη Θράκη, να επιβουλεύεται το Αιγαίο. Ο νεο-οθωμανισμός κάποιων δικών μας ελίτ, που υποστηρίζει την υπαγωγή μας στην τουρκική σφαίρα κυριαρχίας, είναι ανιστόρητος και παραγνωρίζει τον επιθετικό χαρακτήρα των τουρκικών αρχουσών τάξεων. Προϋπόθεση για φιλικές σχέσεις αποτελεί η διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου ‒που δεν θα περιλαμβάνει, βέβαια, τη μη-βαλκανική Τουρκία‒ και ο εκδημοκρατισμός της Μικράς Ασίας, που θα επιτρέψει στον κουρδικό λαό  να αποκτήσει την αυτοδιάθεσή του, καθώς και σε όλες τις άλλες εθνότητες και λαούς τα δικαιώματά τους.

21. Η Κύπρος αποτελεί σήμερα, εν τοις πράγμασι, κατεχόμενο ελληνικό έδαφος. Οι αγώνες αιώνων του κυπριακού ελληνισμού για ελευθερία και ένωση με τον κορμό της Ελλάδας, από τότε που δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος, με αποκορύφωμα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, το 1955-59, έχουν απαντήσει κατηγορηματικά ως προς την υφή του κυπριακού: Η Κύπρος αποτελεί αναπόσπαστο και κομβικής σημασίας κομμάτι του ελληνισμού και ο βαθύτερος πόθος Ελλαδιτών και Κυπρίων παραμένει η Ένωση.

Και όμως, οι αλλεπάλληλες υποχωρήσεις, από την ελλαδική και ελληνοκυπριακή ηγεσία, εδώ και εξήντα χρόνια –οι οποίες συνιστούν πλέον ανοιχτή μειοδοσία–, έχουν οδηγήσει σε αμοιβαία αποξένωση Ελλαδίτες και Κύπριους, ενώ το νησί βρίσκεται στα πρόθυρα της οριστικής τουρκοποίησης.

Παρόλα ταύτα, το βασικό αίτημα παραμένει η Αυτοδιάθεση, που διασφαλίζεται μόνο με κοινό αγώνα Ελλάδας και Κύπρου, έστω και εάν σήμερα έχουν διαφορετικά κράτη. Εξάλλου, είναι δυνατή η άμεση ενίσχυση των σχέσεων –ακόμα και θεσμικά– μεταξύ των δύο κρατών, με μέτρα όπως η αποκατάσταση του ενιαίου αμυντικού δόγματος, η εκ νέου ενοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος κ.λπ. Αποφασιστικής σημασίας είναι η ουσιαστική επανασύνδεση των πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων Ελλάδας και Κύπρου, με κοινά έντυπα, κοινές πολιτιστικές, κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις και εκδηλώσεις. Η θέση του κοινού αγώνα πρέπει να αναδεικνύεται κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, παράλληλα με εκείνο των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών. Και η ενεργός παρουσία Ελλαδιτών και Κυπρίων στα κινήματα της Ελλάδας και της Κύπρου αποτελεί αποφασιστική παράμετρο για την ανακατάκτηση της απαραίτητης ψυχικής ενότητας.

Η υπαγωγή της Κύπρου σε καθεστώς μνημονίου, και η άμεση εφαρμογή μιας σκληρότατης θεραπείας-σοκ που, μέσα σε ένα μήνα, σάρωσε το λεγόμενο «κυπριακό θαύμα» των παρασιτικών αρχουσών τάξεων της Μεγαλονήσου, επιβεβαίωσε με τραγικό τρόπο την κοινή μοίρα Κύπρου και ελλαδικού χώρου. Η φτωχοποίηση της Νήσου φέρνει ξανά πιο κοντά, έστω και με αρνητικό τρόπο, τις δύο συνιστώσες του ελληνισμού.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο κοινός αγώνας καθίσταται μονόδρομος, τόσο για την αποτίναξη της «αποικίας χρέους» όσο και για την αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού. Εξ άλλου, οι διπλωματικοί κύκλοι των μεγάλων δυτικών δυνάμεων ομολογούν ανοιχτά ότι θα χρησιμοποιήσουν τον εκβιασμό των μνημονίων προκειμένου να περάσουν ένα νέο σχέδιο Ανάν, γεγονός που αποτελεί «πιλότο» για την επίλυση των υπόλοιπων εθνικών θεμάτων της Ελλάδας.

Η άμεση διακοπή συνομιλιών, που στην ουσία διεξάγονται με τον Τούρκο κατακτητή, ενώ παραμένουν τα τουρκικά στρατεύματα και οι έποικοι στο νησί, και η επαναφορά του Κυπριακού στη βάση του, ως ζητήματος κατοχής, εθνοκάθαρσης και απελευθέρωσης, αποτελούν προϋπόθεση για οποιαδήποτε ρεαλιστική πολιτική επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού. Προφανώς δε, εκτός από τα τουρκικά στρατεύματα, θα πρέπει να εκδιωχθούν και οι αγγλικές βάσεις, ενώ το ζήτημα των Τουρκοκυπρίων, μετά την αποχώρηση των εποίκων, θα πρέπει να λυθεί με την  εγγύηση των μειονοτικών δικαιωμάτων τους, και όχι βέβαια με την αναγνώριση κάποιας δήθεν «ισότιμης κοινότητας».

[Η τραγική ιστορία του Κυπριακού, ιστορία απίστευτης μειοδοσίας και απελπιστικά κοντόφθαλμων αντιδράσεων, αποτελεί βαριά παρακαταθήκη για την παρούσα κατάσταση, όπου πλέον απειλείται η ιδία η επιβίωση του ελληνισμού στην Κύπρο. Η αδυναμία ολοκλήρωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έχει ως αφετηρία την εγκατάλειψή του από το ΑΚΕΛ, επικουρείται από την αδυναμία της ηγεσίας της ΕΟΚΑ να ολοκληρώσει τον στόχο της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης και σφραγίζεται από τη μειοδοτική πολιτική της Ζυρίχης, την οποία επέβαλε η ελληνική πολιτική ηγεσία. Έκτοτε, η Κύπρος ταλανίζεται, αφ’ ενός, από την κυρίαρχη μειοδοτική στρατηγική και, αφ’ ετέρου, από έναν κοντόφθαλμο, χειραγωγήσιμο μικροεθνικισμό, που οδήγησε στον εγκλωβισμό σε αλλότριες στρατηγικές, στο εγκληματικό πραξικόπημα, και αποτέλεσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή. Σήμερα, που ο αγώνας διεξάγεται από πολύ χειρότερες θέσεις, με τον τουρκικό στρατό παρόντα, την Κύπρο διχοτομημένη, την Ελλάδα απομακρυσμένη, την Τουρκία ενισχυμένη, την κυπριακή και ελλαδική κοινωνία διαβρωμένες από τον εθνομηδενισμό και τη διάλυση, δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη. Γιατί θα είναι τα τελευταία! Πρέπει συστηματικά να αποδομήσουμε τον εθνομηδενισμό και τον νεο-κυπριωτισμό και να προωθήσουμε την ενότητα του κυπριακού ελληνισμού, γύρω από το αίτημα της Αυτοδιάθεσης, ξεπερνώντας τις διαιρέσεις που συνέβαλαν στην καταστροφή. Δεν υπάρχει άλλη πολιτική, ικανή να διασφαλίσει την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού.]

22. Θεωρούμε αποφασιστικής σημασίας τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου, στα πλαίσια της Ευρώπης, ως προϋπόθεση για την ανεξαρτησία μας. Σε αυτά τα πλαίσια και επειδή θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να έχουμε την πολυτέλεια πολλαπλών μετώπων, είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε αυστηρά εθνοτικό-γεωγραφικό προσδιορισμό για την ονομασία των Σκοπίων, με την προϋπόθεση ότι θα είναι μια ονομασία για όλες τις χρήσεις, πως θα αλλάξει το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ και πως δεν τίθεται ζήτημα «μακεδονικής γλώσσας» ή «μακεδονικής» εθνότητας. Μπορούμε να δεχθούμε μόνον σλαβομακεδονική γλώσσα και σλαβομακεδονική εθνότητα.

[Έχουμε τονίσει πολλές φορές πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια βασική απειλή κατά της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς της, τη νεο-οθωμανική Τουρκία. Γι’ αυτό θα πρέπει να κλείσει, χωρίς θεμελιακές υποχωρήσεις, όλα τα δευτερεύοντα μέτωπα, τα οποία εκμεταλλεύεται και υποδαυλίζει στο έπακρο η τουρκική πολιτική, τα τελευταία 20 χρόνια – από τη στιγμή της διάλυσης της ενιαίας  Γιουγκοσλαβίας και μετά. Η διαιώνιση της αντιπαράθεσης με την ΠΓΔΜ, με ευθύνη μιας ανιστόρητης στρατηγικής της ηγεσίας των Σκοπίων αλλά και εξ αιτίας των ελληνικών λαθών, κάνει ζημιά και στα Σκόπια και την Ελλάδα. Τα Σκόπια, αν έπαυαν τους γελοίους «μακεδονισμούς», θα μπορούσαν να στηριχθούν αποφασιστικά στην Ελλάδα για την επιβίωσή τους, μια και τόσο η Αλβανία όσο και η Βουλγαρία καραδοκούν για μια πιθανή διάλυσή τους και ενσωμάτωση των Αλβανών και των Σλαβομακεδόνων σε Αλβανία και Βουλγαρία αντίστοιχα. Μια τέτοια εξέλιξη, πιθανότατη μεσομαπρόθεσμα, θα πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο αντιπαραθέσεων στην περιοχή, θα μας φέρει σε αντιπαράθεση με μια φιλοτουρκική «μεγάλη Αλβανία» και μια Βουλγαρία που θα εμφανιστεί, με την υποδαύλιση της Τουρκίας, ως ο νέος φορέας του μακεδονισμού, κλείνοντας και κάθε πιθανότητα επικοινωνίας με τη Σερβία. Έτσι, η Ελλάδα θα αποστερηθεί –για δεκαετίες τουλάχιστον– τον βαλκανικό πνεύμονα που χρειάζεται και θα βρεθεί, κυριολεκτικά, περικυκλωμένη από εχθρικές δυνάμεις. Καταφέραμε, με μια ανούσια διελκυστίνδα μεταξύ ψευδοδιεθνιστών, που ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν στα πάντα, και ενός μικροελλαδικού εθνικισμού, να επιτρέψουμε τη διαιώνιση του μακεδονικού, κυριολεκτικά σαν ένα στιλέτο στα νώτα της χώρας, που ακυρώνει κάθε απόπειρα βιώσιμης και βαλκανικής διεξόδου της πολιτικής μας.]

23. Αποφασιστική σημασία για την ανεξαρτησία και επιβίωση του ελληνισμού έχουν οι περιοχές της Θράκης και του Αιγαίου, ιδιαίτερα του ανατολικού. Η Θράκη πρέπει να επανενταχθεί πλήρως στον εθνικό κορμό, γεγονός που απειλεί και υπονομεύει η παρουσία και η δραστηριότητα του τουρκικού Προξενείου, το οποίο θα πρέπει να καταργηθεί πάραυτα. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Έλληνες πολίτες και οι Πομάκοι και οι Ρομά πρέπει να έχουν εκπαίδευση στη γλώσσα τους και να πάψουν να είναι υποχείρια της Τουρκίας. Επιπλέον, πρέπει να αντιμετωπιστεί η τουρκική οικονομική και πολιτιστική διείσδυση σε επιχειρηματικούς κύκλους και πολιτικές δυνάμεις ‒που διευκολύνεται από την ενδοτική πολιτική των νεο-οθωμανικών κύκλων στο εσωτερικό της χώρας‒ ενώ, στα Δωδεκάνησα, θα πρέπει να αποκρουστεί η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ακόμα μειονοτικό ζήτημα.

Στο Ανατολικό Αιγαίο, θα πρέπει να αποφύγουμε τον σταδιακό εκτουρκισμό της οικονομίας των νησιών, μέσα από την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και τη διασύνδεσή της με την οικονομία της υπόλοιπης χώρας. Εξ άλλου, το τέλος της υδροκέφαλης αθηνοκεντρικής Ελλάδας αποτελεί απαραίτητο παράγοντα εθνικής ολοκλήρωσης και άμυνας. Και, προφανώς, η Ελλάδα πρέπει να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ. Επί πλέον, θα πρέπει να προστατεύσουμε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στη Β. Ήπειρο, που καταστρατηγούνται βάναυσα, σχεδόν σε καθημερινή βάση.

 

ΑΜΕΣΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

 24. Αποφασιστικής σημασίας για ένα αυθεντικά διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας είναι το ζήτημα της ανάπτυξης των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας. Και όχι μόνο με τη θεσμοθέτηση δημοψηφισμάτων, αλλά προπαντός με τη σταδιακή ενίσχυση αμεσοδημοκρατικών θεσμών, τους οποίους κάνει εφικτούς και η μεταφορά των αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο, καθώς και σε επιχειρήσεις και θεσμούς μικρότερου μεγέθους. Η κοινοτική παράδοση του λαού μας, από την αρχαιότητα έως σήμερα, πρέπει να αποτελεί βασική παράμετρο για τη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.

Και αυτό, όταν η πορεία που ακολουθούν τόσο οι παγκόσμιοι όσο και οι ευρωπαϊκοί και ελληνικοί θεσμοί –τελευταίο έκτρωμα, ο Καλλικράτης– κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας και του γενικευμένου εκφασισμού. Σε μια ανάλογη κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί και η συνταγματική αναθεώρηση, που καθίσταται επιτακτική αναγκαιότητα. Είναι ανάγκη να αντικατασταθεί το παρόν ξεπερασμένο και αναχρονιστικό Σύνταγμα, που είναι κομματοκεντρικό και πρωθυπουργοκεντρικό, από ένα Σύνταγμα που να ενισχύει τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα στη λήψη των αποφάσεων – θέσπιση δημοψηφισμάτων, άμεση εκλογή του προέδρου από τον λαό, θέσπιση δεύτερου νομοθετικού σώματος. Η ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης και του κοινοτισμού αποτελεί προτεραιότητα αλλά πάντοτε  στα πλαίσια  μια ολιστικής αντίληψης – «σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά».

Τέλος, ο ελληνικός λαός οφείλει, επιτέλους, να εγκαταλείψει τα υπολείμματα των ραγιάδικων και αποικιοκρατικών αντιλήψεων, που μας κληρονόμησαν τέσσερις και πλέον αιώνες Τουρκοκρατίας στον ελληνικό χώρο. Δηλαδή, τις πελατειακές σχέσεις, τα λογιών-λογιών «μπαχτσίσια» και την άλωση των θεσμών από ομάδες συμφερόντων. Ομοίως, θα πρέπει να θέσει τέλος στην κληρονομιά της Βαυαροκρατίας, που βαρύνει ακόμα την αντίληψη και τις πρακτικές του ελληνικού κράτους. Ο αγώνας για τη χειραφέτηση του ελληνισμού είναι αγώνας για την οικοδόμηση μιας νέας ελληνικής πολιτείας, δημοκρατικής και αποκεντρωμένης, η οποία θα αποτελεί πραγματικό κτήμα του λαού και δεν θα είναι ένας αλλότριος οργανισμός που επιβάλλεται από τα έξω και τα πάνω, αποξενώνοντας την κοινωνία από το κράτος.

25. Επιστέγασμα και προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της πραγματικής επανάστασης που έχει ανάγκη ο ελληνισμός για να επιβιώσει, και οι Έλληνες για να ζήσουν ελεύθεροι, είναι μια επανάσταση στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός, όπως και η παιδεία, δεν συνιστά για μας «υποκατηγορία» ενός προγράμματος και κάποιων «θέσεων», αλλά μια καθολικότητα που εμπεριέχει όλα τα άλλα. Ο πολιτισμός είναι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο άθλημα και η ιστορία του πολιτισμού αποτελεί την πραγματική ανθρώπινη ιστορία. Εξάλλου, στον αρχαίο κόσμο, η οικονομία, η πολιτική, η θρησκεία, η φιλοσοφία, ακόμα και ο πόλεμος, αποτελούσαν ενιαία στοιχεία του ελληνικού ήθους και του πολιτισμού, όπως και στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία. Οι κοινότητες, το ορθόδοξο ήθος των Ελλήνων πραγματευτών, η κλεφτουριά και οι νεομάρτυρες συγκροτούσαν ένα ενιαίο πολιτισμικό υπόδειγμα.

Μόνον ο σύγχρονος καπιταλισμός απέσπασε την οικονομία από το πολιτισμικό σύνολο και την ανέδειξε σε κυρίαρχη διάσταση των ανθρώπινων κοινωνιών, υποβαθμίζοντας τον πολιτισμό σε υποκατηγορία, στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων, ή σε ενασχόληση «καλλιεργημένων»κυριών της αριστοκρατίας. Για μας, αποτελεί, αντίθετα, την ακροτελεύτια και επομένως την ενοποιητική αρχή του συνόλου των θέσεών μας. Στόχος μας είναι μια κοινωνία που επανεντάσσει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στην έννοια του πολιτισμού και επιχειρεί να επανενώσει, όσο αυτό είναι δυνατό, την τέχνη, τον πολιτισμό και την καθημερινότητα των ανθρώπων, να κάνει τη ζωή τους «ένα έργο τέχνης».

Η πνευματική μας παράδοση, που για χρόνια ολόκληρα καταπατήθηκε και υποβαθμίστηκε από τον εθνομηδενισμό, τη γλωσσική και πολιτιστική αλλοτρίωση, τον μιμητισμό, τον χυδαίο και ανούσιο καταναλωτισμό, θα πρέπει να ξαναβρεί την επαφή της με το αληθινό και το ωραίο του πολιτισμού μας αλλά και όλων αυτών που έχουν να μας προσφέρουν οι ξένοι πολιτισμοί. Εξάλλου, σε όλη μας την ιστορική διαδρομή, δεν υπήρξαμε ποτέ κλεισμένοι στον εαυτό μας· διαμορφώσαμε έναν πολιτισμό των συνόρων που έπαιρνε από άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδινε στο πολλαπλάσιο, έχοντας μετασχηματίσει δημιουργικά τα ξένα στοιχεία. Μόνο στις εποχές της παρακμής, όπου κυριαρχούσαν οι γραικύλοι, το στοιχείο της δημιουργικής αφομοίωσης υποχωρούσε μπροστά σε κείνο του μιμητισμού, που τον έλεγαν πάντα «εκσυγχρονισμό».

Όπως έλεγε ο ποιητής, «γυρίσαμε διψασμένοι από τη δύση», δηλαδή, γνωρίσαμε και τη Δύση και την Ανατολή και τα βρήκαμε λειψά. Ονειρευόμαστε και θέλουμε έναν ελληνικό πολιτισμό, ικανό να γονιμοποιήσει το ξένο, το αλλότριο, με τη  ζύμη του εγχώριου, ώστε να προσφέρει δημιουργικά στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Η επανάστασή μας λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι, πριν απ’ όλα, μια επανάσταση στον πολιτισμό, το πέρασμα σε μια νέα ιστορική εποχή όπου ο άνθρωπος –και ο Έλληνας άνθρωπος– θα ξαναβρεί τη θέση του πάνω από τις μηχανές, τις τηλεοράσεις και τους σκουπιδοτόπους, ελεύθερος.

Προφανώς, δεν πιστεύουμε πως οι λύσεις που  οραματιζόμαστε αποτελούν πανάκεια, ούτε ότι  θα φέρουν τον Παράδεισο επί γης, όπως έκαμαν προηγούμενες απόπειρες, οι οποίες αντί Παραδείσου έφεραν την Κόλαση. Ούτε πιστεύουμε πως είναι δυνατόν οποιαδήποτε ανθρώπινη απόπειρα ή θεωρία να κλείσει μέσα της την πολλαπλότητα του κόσμου και των ανθρώπων.

Παλεύουμε για τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, γνωρίζοντας όμως πάντα πως η ανθρώπινη περιπέτεια δεν έχει τέλος, πως ατομικισμός και αλληλεγγύη θα αντιμάχονται εσαεί και θα ισορροπούν μόνο σε μία κοινωνία προσώπων.

 

 Εθνική απελευθέρωση
Πολιτιστική και πνευματική αναγέννηση

Δημογραφική ανασυγκρότηση
Ελληνική, δημόσια παιδεία, ανοιχτή στους ορίζοντες της οικουμένης.
Παραγωγική ανασυγκρότηση – ενεργειακή αυτάρκεια – άρση του παρασιτισμού
Εγγυημένο εισόδημα και υγειονομική περίθαλψη
Λιγότερη, αξιοπρεπής δουλειά για όλους
Πραγματική δημοκρατία, θεμελιωμένη πάνω στην άμεση δημοκρατία-κοινοτισμό.
Ριζική θεσμική μεταρρύθμιση – αποκέντρωση.
Αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας
Βαλκανική συνεργασία για τη χειραφέτηση των λαών
Ευρώπη των λαών, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια
Ένας πολυπολικός κόσμος, δημοκρατικά οργανωμένος –μια παγκοσμιότητα μωσαϊκό των διαφορετικών εθνοτήτων και των πολιτισμών, πέρα από την παγκοσμιοποίηση και την παγκόσμια κυριαρχία του δυτικού καταναλωτικού πολιτισμού.

ΑΡΔΗΝ

Κίνημα για Εθνική Ανεξαρτησία, Κοινωνική Χειραφέτηση, Οικολογική ισορροπία, Άμεση Δημοκρατία και Πνευματική Αναγέννηση

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

2 ΣΧΟΛΙΑ

Common sense 31 Οκτωβρίου 2013 - 22:38

Συγχαρητήρια και καλή δύναμη!
Προσωπικά θα επιθυμούσα να δω κι έναν λόγο για τα παρακάτω:
– Δημιουργία Ένωσης ή Συνομοσπονδίας του Ελληνισμού που ως πολιτική (όχι πολιτειακή) οντότητα να διαθέτει Εθνοσυνέλευση του Ελληνισμού με αντιπροσώπους πέραν της Ελληνικής Δημοκρατίας από τη Δημοκρατία της Κύπρου, την Ομογένεια στην Πόλη, την Τουρκία, τη Β. Ήπειρο κι οπουδήποτε αλλού καθώς και τον Απόδημο Ελληνισμό και τους Έλληνες της Διασποράς. Ως έδρα προτείνεται η Θεσσαλονίκη και πάντως όχι η Αθήνα.
– Αποκατάσταση της Ελληνικής, δημώδους ή λογίας δεν έχει σημασία, στη γνήσια μορφή της όπως την ήξεραν αναριθμητες γενιές Ελλήνων και στη θέση της ως εθνικής γλώσσας των ελληνικών κρατών και της Συνομοσπονδίας του Ελληνισμού.
– Πρόνοια και μέριμνα για τους λίγους ή πολλούς δεν έχει σημασία Έλληνες κι Ελληνόφρονες που έχουν απομείνει στη Βόρειο Ήπειρο και λοιπά Βαλκάνια.
– Πλήρης εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης που προβλέπει καθεστώς Αυτονομίας για Ίμβρο και Τένεδο. Επάνοδος και αποζημίωση των εκδιωχθέντων.
– Πλήρης αποκτάσταση των Κωνσταντινοπολιτών, δικαίωση για το διωγμό και τον κατατρεγμό που υπέστησαν.
– Απολογία και κατ’ελάχιστον ηθική αποκατάσταση για τη Γενοκτονία της Ρωμηοσύνης και της Ορθοδοξίας στον Πόντο, την Ιωνία και λοιπή Μικρά Ασία και Αν. Θράκη στις αρχές του 20ου αι.
Τα δύο τελευταία εκ των ανωτέρω μπορούν να ικανοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό με μετατροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Προξενείο της Αυτόνομης Αθωνικής Πολιτείας του Αγίου Όρους. Έτσι ο Πατριάρχης δε χρειάζεται να είναι Τούρκος υπήκοος ενώ ακίνητα ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου στην Τουρκία καθίστανται προξενικό έδαφος με αποτέλεσμα να αίρονται οι τυπικοί περιορισμοί-προφάσεις του τύπου που διατείνονται οι τουρκικές αρχές π.χ. για τη Χάλκη.
Αυτά και είθε ο Θεός της Ελλάδας να σας έχει καλά!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Κωνσταντίνος Βέρρος 6 Ιανουαρίου 2014 - 23:57

Συμφωνώ σε γενικές γραμμές, αλλά μου κάνει εντύπωση η έλλειψη αναφοράς στην βασική συνεκτική ουσία του Ελληνισμού: την Ορθοδοξία.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ