Του Δημήτρη Τσαρδάκη* από το Άρδην τ. 13
Μετά την αρχική έκπτωση των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο, η αναζήτηση ενός νέου παραδείσου συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Και μολονότι οι ουτοπίες κάθε φορά που σχεδιάστηκαν έμειναν στην ουσία απραγματοποίητες, ωστόσο εξακολουθούν και σήμερα να είναι ελκυστικές και να αποτελούν για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες ένα ιστορικό ζητούμενο. Μία ουτοπία είναι πάντοτε μία προβολή στο μέλλον και περιέχει ένα σχέδιο «σωτηρίας» του ανθρώπου. Όλες οι ουτοπίες χρωματίζονται από πρωτόγονους πόθους και επιθυμίες και χρησιμεύουν κυρίως για να κάνουν υποφερτό αυτόν εδώ τον πραγματικό κόσμο. Ο Lewis Mamfort, παρατηρεί ότι «η αδυναμία των ουτοπικών στοχαστών ήταν η υπόθεσή τους ότι τα όνειρα και οι προβολές τού οποιουδήποτε μεμονωμένου ανθρώπου θα μπορούσαν πιθανόν να πραγματοποιηθούν στην κοινωνία εν γένει»[1].
Παρά τον αφηρημένο χαρακτήρα της ουτοπίας «το εξωτερικό σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε το ανθρώπινο δράμα, παρέμεινε σε αδρές γραμμές το ίδιο[2]. Αυτό που «διχάζει» συχνά τον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι, υποχρεωμένος να ζει ανάμεσα σε «δύο» κόσμους: έναν εσωτερικό (υποκειμενικό) κόσμο, που περιλαμβάνει τις φαντασιώσεις, εκλογικεύσεις, προβολές, εικόνες, δοξασίες κτλ., με βάση τις οποίες οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους, και έναν εξωτερικό (αντικειμενικό), που καθορίζεται από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, τις επιστήμες, τους θεσμούς και το επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού εν γένει. Μολονότι, ανάμεσα στους «δύο» αυτούς κόσμους υπάρχει μία αλληλοσυσχέτιση και ένας αλληλοκαθορισμός, υπάρχει πάντοτε και ένα περιθώριο χάσματος, κυρίως όταν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν προσαρμόζονται στον υποκειμενικό (εσωτερικό) κόσμο του ανθρώπου.
Σε όλες τις εποχές υπάρχει ένας φαντασιακός κόσμος των ιδεών και των κοινωνικών σημασιών, που είναι αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτά που οι άνθρωποι καθημερινώς πράττουν. Οι προσανατολισμοί, οι ιδεολογίες και τα συστήματα αξιών, που λειτουργούν μέσα σε μία κοινωνία, είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ορίζουν και περιχαρακώνουν τον κόσμο τους. Στη σημερινή εποχή φέρ’ ειπείν οι άνθρωποι έχουν υιοθετήσει πλήρως ένα μοντέλο του κόσμου, ο οποίος αναπτύσσεται και προοδεύει, μέσα κυρίως από τις εφαρμογές της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ειδικότερα το λεγόμενο «δυτικό» κοσμοείδωλο είναι θεμελιωμένο στην ιδέα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης, δύο διαδικασίες οι οποίες «νομοτελειακά» οδηγούν ή οφείλουν εν πάση περιπτώσει να οδηγήσουν στην ατομική και κοινωνική πρόοδο και ευημερία των λαών. Ακόμη και στην πιο επιστημονική διατύπωση ενός μελλούμενου κόσμου και μιας μελλούμενης κοινωνίας, περιέχεται πάντοτε ένα ουτοπικό σχέδιο της ανθρώπινης σωτηρίας, το οποίο αφήνει τα περιθώρια να εκφραστούν οι προσωπικές επιθυμίες, προβολές, δοξασίες, εικόνες του ανθρώπου. Ένας κόσμος που δεν θα επέτρεπε, αυτό τον εντελώς προσωπικό (υποκειμενικό) χώρο έκφρασης του ανθρώπου θα ήταν σωστή κόλαση.
Ας δούμε όμως τώρα πάνω σε ποιο όραμα, σε ποιο σχέδιο θεμελιώνεται το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης της κοινωνίας μας. Το όραμα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης είναι η νέα πολιτικο-οικονομική θρησκεία που θέλει να θεμελιώσει μια νέα, αυτή τη φορά, ορθολογική-τεχνοκρατική ουτοπία. Η θεωρία του εκσυγχρονισμού αντιλαμβάνεται λίγο-πολύ την κοινωνία ως ένα «αρμονικό λειτουργικό όλον», το οποίο συγκροτείται από «μέρη» (θεσμούς, οργανώσεις κτλ.) και τα οποία, στο βαθμό που παρουσιάζουν δυσλειτουργίες ή καθυστερήσεις, πρέπει συνεχώς να εκσυγχρονίζονται. Να γίνονται δηλαδή πιο αποτελεσματικά, αναφορικά με τις ανάγκες των μελών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Με μια ευρύτερη έννοια, ο εκσυγχρονισμός ως μία διαδικασία παρέμβασης στην κοινωνία, έχει αναφορές στην ιδεολογία της αναθεωρητικής σοσιαλ-δημοκρατίας του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, η οποία όμως δεν αμφισβητεί τις κατεστημένες καπιταλιστικές δομές της οικονομίας της αγοράς. Αντίθετα, μάλιστα, αναθέτει στο κράτος-διαχειριστή αρμοδιότητες να παρεμβαίνει, μέσω της αλληλέγγυας ανακατανομής ενός μέρους των διαθέσιμων πόρων, προκειμένου να άρει ή να αμβλύνει τις δυσλειτουργίες και να αποκαταστήσει έτσι το «λειτουργικό όλον». Κατά τον Λίο Πάνιτς, «είναι η παλιά πολιτική της προσαρμογής στα δεδομένα του καπιταλισμού και της εξεύρεσης τρόπων επίτευξης των ελάχιστων μεταρρυθμίσεων μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού ρόλου»[3]. Με άλλα λόγια, ο εκσυγχρονιστικός ρεαλισμός, σοσιαλιστικός ή σοσιαλ-φιλελεύθερος, όχι μόνον δεν αμφισβητεί την υπάρχουσα κοινωνικο-οικονομική τάξη πραγμάτων και τις κατεστημένες δομές του καπιταλιστικού συστήματος (οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ανταγωνισμός, κέρδος), αλλά με την πολιτική του την στηρίζει κιόλας, Έχει τελευταία πλήρως υιοθετήσει, όπως και ο φιλελευθερισμός, την άποψη, ότι μέσα στο πλαίσιο ενός «υγιούς» ανταγωνισμού προάγονται τόσο τα ατομικά συμφέροντα των πολιτών όσο και το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον.
Σ’ ένα δεύτερο, ιδεολογικό, επίπεδο, ο εκσυγχρονισμός συνδέεται με την ιδεολογία της αέναης οικονομικής ανάπτυξης, η οποία «νομοτελειακά» οδηγεί στην ατομική και κοινωνική πρόοδο της κοινωνίας. Αυτές οι ιδέες για το εκσυγχρονιστικό όραμα έχουν αναφορά στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και αποτελούν σήμερα το «Ευαγγέλιο» όλων των πολιτικών κομμάτων (εξαιρουμένου ίσως του μαρξιστικού ΚΚΕ). Παρόλα αυτά, το όλο εγχείρημα επενδύεται συχνά και με μια αριστερή φρασεολογία για να συγκαλύπτεται η σοσιαλ-φιλελεύθερη εκδοχή του. Πρόσφατα, παραδείγματος χάριν, ο υπουργός εθνικής οικονομίας σε μία συνέντευξή του στο «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, προσδιορίζοντας τα γνωρίσματα του «σύγχρονου αριστερού», όπως και ο ίδιος αισθάνεται, ονόμασε τρία πράγματα: «το αδιαπραγμάτευτο του κοινωνικού κράτους, την αποδοχή της οικονομίας της αγοράς, την οποίας όμως κατευθύνουμε (sic) με τρόπο ώστε να μη δημιουργεί μονοπώλια και άνισες καταστάσεις»[4].
Άλλωστε, στην ίδια συνέντευξή ο υπουργός δήλωνε ότι η «ιδιοφυΐα του ΠΑΣΟΚ» συνίσταται στην ικανότητά του να «ενσωματώνει στοιχεία άλλων πολιτικών ή άλλων ιδεολογιών» και να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες (απ’ όλα έχει δηλαδή ο μπαξές). Δηλαδή, η νέα αρετή του «σοσιαλιστικού» εκσυγχρονισμού είναι η προσαρμογή στη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς. Κατ’ άλλους, «ο εκσυγχρονισμός είναι η ενηλικίωση του σοσιαλισμού». Αν είναι έτσι, τότε σοσιαλισμός είναι οτιδήποτε έχει στο κεφάλι τού ο κάθε σύμβουλος του πρωθυπουργού.
Μέσα στο ισχύον ιδεολογικό και οικονομικό πλαίσιο, εκσυγχρονίζω την κοινωνία σημαίνει διατηρώ την κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς και τις θεμελιακές της αξίες (ανταγωνισμός, ανάπτυξη, κέρδος, πρόοδος) και ιεραρχώ τις ανάγκες της κοινωνίας με βάση τις επιταγές του κεφαλαίου και του Μάαστριχτ. Προσεκτικά αυτό μπορεί να μεταφράζεται σε 4,4 τρις δραχμές για τον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων και μόνον 500 δις για την παιδεία του ελληνικού λαού. Στον τομέα φέρ’ ειπείν του εκπαιδευτικού συστήματος, οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν ατελείωτες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως να θίγουν ούτε στο ελάχιστο τις κατεστημένες ιδεολογικές και γνωσιοθεωρητικές δομές του συστήματος. Οι διαχειριστές της εξουσίας ενδιαφέρονται, κυρίως, ώστε ο λαός να μην καταλάβει ποτέ, γιατί, όπως λέει και ο Τσόμσκι «το πρώτο βήμα για την κατάκτηση της ελευθερίας μας είναι να καταλάβουμε»[5].
Οι διαχειριστές της εξουσίας, βρίσκονται συνήθως σε εξάρτηση από τα «διαπλεκόμενα» και επειδή είναι «δέσμιοι συμφερόντων»[6], δεν έχουν τη δύναμη να εφαρμόσουν ένα δικαιότερο σύστημα κοινωνικής ανακατανομής του διαθέσιμου κοινωνικού πλούτου. Ψιττακίζοντας αδιαλείπτως τις ίδιες μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές συνταγές για την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο, εκπαιδεύουν έτσι τα μυαλά των ανθρώπων, ώστε «να μην καταλαβαίνουν» τις εσωτερικές τους ανάγκες και τις συνάφειες των πραγμάτων και τελικά να υποτάσσονται σε ένα εκμεταλλευτικό και γι’ αυτό απάνθρωπο καταναλωτικό σύστημα της οικονομικής ελίτ, το οποίο ευθύνεται για την Ευρώπη των 18 εκατομμυρίων ανέργων και απεργάζεται πάνω απ’ όλα την οικολογική καταστροφή του πλανήτη[7].
Οι εκσυγχρονιστές της «νέας» κεντροαριστεράς ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα σήμερα είναι να περάσουμε «από ένα νεοφιλελεύθερο μονολογικό καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό» σε ένα «πολιτισμένο, πολυλογικό καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό» και προτείνουν ότι αυτό μπορεί να γίνει με «νέα μετακεϊνσιανά μέτρα» και μάλιστα «μέσω της δημιουργίας ενός τρίτου τομέα, όπου θα ενεργοποιούνται κοινωνικά, δηλαδή θα προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινότητα όσιο δεν βρίσκουν απασχόληση μέσω της αγοράς εργασίας ή δεν έχουν ενταχθεί σε προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης»[8]. Το μοντέλο, δηλαδή, αυτό της εκσυγχρονιστικής ανάπτυξης αποδέχεται τους κοινωνικά αποκλεισμένους «τεχνολογικά ανέργους» ως αναγκαίο κακό», στους οποίους όμως αναγνωρίζεται το δημοκρατικό δικαίωμα και η υποχρέωση να ενεργοποιούνται κοινωνικά και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, όταν η κοινότητα τους το ζητήσει. Το «σώμα» αυτό των τεχνολογικά αποκλεισμένων (δευτερογενώς αναλφάβητοι) θα συγκροτήσει, προφανώς, στα επόμενα χρόνια τις νέες στρατιές, των «απασχολήσιμων» ανέργων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στη γλώσσα της εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας, η χρησιμοποίηση ρητορικών-φραστικών εννοιών είναι μια προσφιλής και συγχρόνως παραπλανητική τακτική, να θέλει κανείς να εξηγήσει τον καθημερινό άνθρωπο της βιοπάλης και τις πραγματικές του ανάγκες, μέσα από τον μετασχηματισμό των εννοιών.
Οι εκσυγχρονιστές, άλλωστε, υπόσχονται «δείκτες ευημερίας» για τον 21ο αιώνα, εφόσον όλοι εμείς υποστούμε «άλλα τρία χρόνια, διαρθρωτικές προσαρμογές». Αυτή είναι η «ιδιοφυΐα του σύγχρονου «σοσιαλισμού», ο οποίος τελευταία υιοθετεί αμιγώς καπιταλιστικές πρακτικές του ατομοκεντρικού νεοφιλελευθερισμού, εκλογικεύοντας την πολιτική του με νέα ιδεολογήματα, τα οποία συχνά έρχονται σε αντίφαση με τις ιστορικές του θεμελιώσεις. Εάν, λοιπόν, ο μεταρρυθμιστικός εκσυγχρονισμός πρέπει να προχωρήσει πάση θυσία, σπρώχνοντας όλο και μεγαλύτερες μάζες στο περιθώριο της ανεργίας και της οικονομικής εξαθλίωσης, τότε πράγματι, όπως παρατηρεί ο Πάνιτς «κρύβει κυνισμό και κενότητα». Η ιστορία έδειξε ότι το να θέλει κανείς να ανεβάσει τους φτωχούς σε ένα ανεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, χωρίς να δημιουργεί περαιτέρω κοινωνικά αποκλεισμένες και οικονομικά εξαθλιωμένες ομάδες ανθρώπων, και προπαντός χωρίς να καταστρέφει οικολογικά τη φύση, αυτό δεν μπορεί να το κάνει μέσα στο πλαίσιο της χωρίς φραγμούς ανταγωνιστικής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Η κοινωνία του ρίσκου είναι πλέον μία πραγματικότητα. «Με την και στην κοινωνία του ρίσκου, η γραμμική ανάπτυξη της ορθολογικότητας φτάνει στα όρια της»[9]. Στα πλαίσια του ιδιοκτησιακού ναρκισσιστικού πολιτισμού μας[10], όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα ρισκάρουν όλο και περισσότερα.
Το ισχύον μοντέλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που απλώνεται σε όλο τον πλανήτη, είναι αδιέξοδο. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το μοντέλο το υποστηρίζουν και τα ΜΜΕ, τα οποία προπαγανδίζουν, όπως έδειξε ο Τσόμσκι, υπέρ της κοινωνικής συναίνεσης και της αποδοχής του. Γι’ αυτό, αν ισχύει ακόμη η ουτοπία για έναν καλύτερο κόσμο, πρέπει επειγόντως να τεθεί φρένο στην αλόγιστη ανάπτυξη που έχει ως αποτέλεσμα την πλασματική (τεχνητή) διεύρυνση του «συστήματος αναγκών» του ανθρώπου, μέσα σ’ ένα πολιτισμό που παράγει μόνο ηδονοβλεψίες και τελικά απόβλητους του ίδιου του συστήματος. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι πλέον ούτε να ερμηνεύσουμε αλλά ούτε και να αλλάξουμε τον κόσμο. Αν θέλουμε να τον αλλάξουμε πρέπει προηγουμένως να συμφωνήσουμε προς τα πού θέλουμε να τον πάμε. Η μόνη λύση κατά τη γνώμη μου, είναι ένα εναλλακτικό πολιτισμικό και ανθρωπολογικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα απαντήσει στις πραγματικές και όχι στις πλασματικές ανάγκες του ανθρώπου. Για να γίνει αυτό χρειάζεται, όπως παρατηρεί ο Γάλλος κοινωνιολόγος Γκι Αζνάρ «να αμφισβητούμε ριζικά το κυρίαρχο μοντέλο της απεριόριστης ανάπτυξης, το μοντέλο της κοινωνίας της κατανάλωσης και της σπατάλης, που δημιουργεί αέναα και τεχνητά νέες ανάγκες και ευθύνεται για την λεηλασία των πόρων και την καταστροφή των φυσικών ισορροπιών του πλανήτη»[11].
Όσο πιο γρήγορα το μάθουμε και το αποδεχτούμε αυτό, τόσο καλύτερα για μας και για τις επερχόμενες γενιές.
* Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών
[1] Lewis Mamfort: Η ιστορία των ουτοπιών, σ. 197.
[2] Lewis Mamfort: Η ιστορία των ουτοπιών, σ. 18.
[3] Βλέπε συνέντευξη του Λίο Πάνιτς στην «Ε», 17.7.97.
[4] Βλέπε συνέντευξη του Γ. Παπαντωνίου στην «Ε» της «ΚΕ», 20.7.97.
[5] Βλέπε συνέντευξη του Νόαμ Τσόμσκι στο «ΒΗΜΑ», 22.6.97.
[6] Βλέπε ανάλυση του Ν. Κιάου στην «Ε», 24.7.97.
[7] Βλέπε ανάλυση του Τ. Φωτόπουλου στην «Ε», 2.8.97.
[8] Βλέπε συνέντευξη του Ν. Μουζέλη στην «ΚΕ», 20.7.97
[9] Ulrich Beck: Η επινόηση του πολιτικού, σ. 78,84.
[10] Δημήτρης Τσαρδάκης: Απόκλιση και εκκρεμότητα, κεφ. 9, σ. 197.
[11] Βλέπε «Σημειωματάριο ιδεών», Θ. Γιαλκέτσης στην «ΚΕ». 20.7.97.