Συγγραφέας: Φίλιππος Νικολόπουλος
Δεδομένα και δυνατότητες
Είναι ιστορικά γνωστό ότι μεταξύ ελληνισμού και ορθόδοξων σλαβικών λαών, βαλκανίων και μη, ανέκαθεν υπήρχαν ισχυροί θρησκευτικοί και πολιτιστικοί δεσμοί. Στη συλλογική ιστορική τους μνήμη, ο απόηχος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση ήταν πάντα σημεία της ύστερης τους συνάντησης. Ακόμη περισσότερο, για αιώνες πάλευαν ενάντια σ’ έναν κοινό εχθρό: τη Μουσουλμανική Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί ορθόδοξοι λαοί, με πρώτους τους Σέρβους και τους Έλληνες, κέρδισαν την εθνική τους ανεξαρτησία τον 19ο αιώνα πολεμώντας τους Τούρκους κι ύστερα από αποτελεσματικές παρεμβάσεις και πιέσεις –σ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα- της Τσαρικής Ρωσίας.
Το Βυζάντιο κι η ορθοδοξία ουσιαστικά έδωσαν τα πρώτα φώτα πολιτισμού στους Σλαβικούς λαούς, όπως επίσης και τα πρώτα πρότυπα πολιτικών δομών για τις αυτοκρατορίες που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν ήδη από τους Μεσαιωνικούς χρόνους. Πίσω όμως από την αίγλη του Βυζαντίου και το θρησκευτικό μήνυμα της ορθοδοξίας κρύβεται το φως κι οι ηθοπλαστικές δυνατότητες της ελληνικής παιδείας και γενικότερα οι επιρροές του Ελληνισμού. Νομίζω ότι ιστορικά οι παραπάνω θέσεις δεν αμφισβητούνται, αν και βέβαια δεν είναι πρόθεση μου να υποστηρίξω ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία στο σύνολο της ήταν μια ελληνική αυτοκρατορία, ούτε ότι η ορθοδοξία ήταν μια εκδοχή του χριστιανισμού που διαμορφώθηκε αποκλειστικά από το ελληνικό πνεύμα και κουλτούρα. Ας είμαστε όσο γίνεται πιο ακριβείς στις ιστορικές μας προσεγγίσεις: Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν μια συνέχεια της Δυτικής Ρωμαϊκής που βαθμιαία κυριαρχήθηκε από την ελληνική παιδεία -ήδη ο 9ος αιώνας του φωτισμένου πατριάρχη Φωτίου με τις επιτυχείς ιεραποστολές και τον εκχριστιανισμό των νέων λαών ήταν ένας αιώνας πραγματικής πνευματικής αναγέννησης με βάση την ελληνική παράδοση παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών “ανθελληνικών” θεολογικών και εκκλησιαστικών κύκλων- και που προς το τέλος της -εννοούμε κυρίως την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων- εξελληνίστηκε εξ αιτίας γεωπολιτικών και άλλων λόγων.
Η ορθοδοξία πάλι, μακριά από το αυστηρό πνεύμα του “προκαθορισμού” της τύχης των πιστών και πολύ περισσότερο από το πνεύμα της “Ιεράς εξέτασης”, διεπόμενη από την αρχή της επιείκειας, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί την πιο ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού, θεωρητικά η φιλοσοφία των λεγομένων πατέρων της Εκκλησίας είχε δεχθεί σαφείς επιδράσεις από το ελληνικό πνεύμα, ενώ ακόμη κι οι νεοπλατωνικές φιλοσοφικές δοξασίες είχαν αφήσει τη σφραγίδα τους πάνω στη διαμόρφωση του ορθόδοξου θεολογικού δόγματος, αν και οι νεοπλατωνικοί δεν αποδεχόντουσαν το χριστιανικό δόγμα.
Αρχαία ελληνική παράδοση και ρωσική σκέψη
Ακριβώς στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε τον μεγάλο θεολογίζοντα Ρώσο φιλόσοφο του 20ού αιώνα Αλεξέι Φιοντόροβιτς Λόσεφ, ελληνιστή και θαυμαστή γενικότερα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ο Λόσεφ μετέφρασε και στοχάστηκε πάνω σε σημαντικούς αρχαίους έλληνες φιλοσόφους, προσπαθώντας αφενός μεν να τους γνωστοποιήσει στο ρωσικό κοινό κι αφετέρου να τους σχολιάσει εποικοδομητικά με βάση τις θέσεις της ορθοδοξίας. Πίστευε ότι μέσα στην ορθόδοξη ιδεολογία μπορεί ν’ ανιχνεύσει κανείς στοιχεία που αποδεικνύουν την αποφασιστική επίδραση της αρχαιοελληνικής σκέψης πάνω σ’ αυτή την ανατολική εκδοχή του χριστιανισμού. Κύριο μέλημα του ήταν να εμβαθύνει στις πνευματικές γέφυρες ανάμεσα στον πλούτο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού -ιδιαίτερα της ύστερης αρχαιότητας (νεοπλατωνικοί, πρώτοι αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας)- της ορθοδοξίας και της ρώσικης κοινωνίας.
Από σκοπιά ανάπτυξης των ελληνορωσικών πολιτιστικών ανταλλαγών πάνω στη βάση μιας ουσιαστικής κοινής ιστορικής μνήμης, δε μας ενδιαφέρει το δογματικό θεολογικό μέρος, αλλά οι αμοιβαίες πολιτιστικές επιδράσεις, με σημεία πάντα αναφοράς τα ενοποιητικά συμβολικά και ουσιαστικά νοήματα, όπως έχουν διαμορφωθεί μέσα από ιστορικά γεγονότα και “συναντήσεις”. Μας ενδιαφέρει πώς οι εκπρόσωποι ενός πνευματικού πολιτισμού (του ρωσικού συγκεκριμένα) αναζητούν πηγές του δικού τους πλούτου μέσα στο ανεξάντλητο βάθος του ελληνικού πνεύματος, το οποίο είναι λάθος να νομίζουμε ότι αποκλειστικά κυριαρχείτο από ένα στεγνό και “στεγανοποιητικό” ορθολογικό πνεύμα. Ο ρώσικος πνευματικός πολιτισμός, με έντονες θρησκευτικές διαστάσεις και ένα είδος υπολανθάνοντος ομαδικού μυστικισμού, μπόρεσε να αντλήσει από την ελληνικότητα της ορθοδοξίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου, ακριβώς γιατί η πνευματική ακτινοβολία του “ελληνικού” είναι πιο πολυδιάστατη απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποψιασθεί ένας εργαλειακός δυτικός επιστήμονας. Έχει το βάθος μιας δυνατότητας επικοινωνίας που είναι δεμένη μ’ ένα μοναδικό αγκάλιασμα των καίριων μυστικών της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ολέθριο σφάλμα να μην αναγνωρίσει κανείς τις έντονες αισθητικές και διονυσιακές-τραγικές διαστάσεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος, πάνω στις οποίες ακούμπησαν και από τις οποίες άντλησαν πολιτισμοί, που ξεχώριζαν από τα δυτικά πολιτιστικά μορφώματα ακριβώς γιατί δεν έδωσαν προτεραιότητα στην ανάπτύξη μιας εργαλειακής λογικής με σκοπό το ξεμάγεμα του κόσμου. Η “μαγεία” του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι κ.ά. γιγάντων της κλασικής ρώσικης λογοτεχνίας είναι μάλλον μια ένσταση ενάντια στην παραπάνω λογική και συχνά αισθανόμαστε και την έχουμε ανάγκη ακριβώς επειδή το πνεύμα της τεχνολογίας, της ολικής εμπορευματοποίησης και της χυδαίας αναζήτησης των πάσης φύσεως απολαύσεων και ανέσεων μας έχει απελπιστικά στεγνώσει και φτωχύνει.
Ο ρωσικός πνευματικός πολιτισμός λοιπόν ανήκει σ’ αυτούς που άντλησαν από τέτοιες διαστάσεις του ελληνικού στοιχείου, που ας σημειωθεί ήταν πάντα έτοιμο ν’ ανοιχτεί, να δοθεί, να διαχυθεί μέσα στην “άλλη κοινότητα” προσφέροντας όλο του τον πλούτο. Η ορθοδοξία αποτέλεσε τη γέφυρα και τον μόνιμο δίαυλο πολιτισμικής επικοινωνίας. Η σκιά και η μνήμη του Βυζαντίου, όπως σ’ όλα τα Βαλκάνια, έτσι και στην Ρωσία ήταν έντονη. Και Βυζάντιο σήμαινε ορθοδοξία κι ελληνική παιδεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετούμε την ακραία άποψη ότι αποτελούσε συνολικά και σ’ όλη του την ιστορική ανέλιξη μια ελληνική αυτοκρατορία. Στη συνείδηση του ρώσικου λαού, η ελληνική πνευματική παράδοση κι ο Έλληνας σαν τύπος ανθρώπου στέκεται ψηλά. Δεν ήταν τυχαίο ότι η ελληνική επανάσταση του ’21 ξεκίνησε από τη Ρωσία κι ότι η αποφασιστικότερη συμβολή ξένης μεγάλης δύναμης στην προετοιμασία και δικαίωσή της ήταν εκείνη της Ρωσίας (Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, πολιτική Νικολάου του Ιου, Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828, Συνθήκη Ανδριανούπολης του 1829).
Φυσικά είναι έξω από τις προθέσεις μας να παρουσιάσουμε μια απλά ειδυλλιακή εικόνα των ρωσικών επιδιώξεων για τον ελλαδικό χώρο κι όλη τη βαλκανική Χερσόνησο. Η τσαρική Ρωσία είχε σαφή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα για τη Βαλκανική και σαφώς οι κοινές θρησκευτικές και πολιτισμικές βάσεις επιδιώκε-το να ενταχθούν σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο χειραγώγησης των χριστιανικών μαζών με σκοπιμότητες πολιτικού και εξουσιαστικού χαρακτήρα. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα ανάλυσης και οριοθέτησης του τι αποτελούσε το πραγματικό έδαφος της αυθόρμητης πολιτισμικής συνάντησης των δυο λαών και τί τον κύκλο των πάσης φύσεως σκοπιμοτήτων.
Σήμερα μέσα στις παγκόσμιες ανακατατάξεις, πολιτικού και πολιτισμικού χαρακτήρα, το χρέος του ελληνισμού και της ουσιαστικής του διανόησης είναι να ανασύρει και να επεξεργάζεται ιστορικές και πολιτιστικές μνήμες που για ποικίλους λόγους είχαν συμπιεσθεί στο όνομα περιστασιακών σκοπιμοτήτων ή πολιτικών συμφερόντων ή επιβολής νέων ιδεολογιών. Ανάμεσα στον ρώσικο λαό και τον ελληνισμό υπάρχουν τέτοιες μνήμες, και μια συστηματική πολιτική πολιτιστικών και επιστημονικών ανταλλαγών μπορεί να τις αναδείξει ακόμη περισσότερο και να τις αξιοποιήσει σαν βάθρο μιας σύγχρονης πολιτισμικής γέφυρας που θα φέρει πιο κοντά, στο πλαίσιο μιας εποικοδομητικής συμπληρωματικότητας, το πνεύμα της Δύσης με το πνεύμα της Ανατολής.
Γι’ αυτό και ο υποφαινόμενος ίδρυσε στο παν/μιο της Κρήτης μια επιτροπή επικοινωνίας με τα Ρώσικα παν/μια και Ιδρύματα, διατηρεί δεσμούς με ρώσικες επιστημονικές εταιρίες και ιδρύματα (όπως η εταιρία “Διάλογος για τον Λόσεφ”, το Interregional Center of Advanced Studies της Μόσχας, το Ίδρυμα Ελληνικών Ερευνών της Μόσχας) και έχει επιστημονική συνεργασία με το τμήμα κοινωνιολογίας του παν/μιου Λομονόσοφ και είναι πάντα πρόθυμος να πληροφορήσει και να διευκολύνει στην επικοινωνία όποιον θα επιθυμούσε να συνεργασθεί με τα παραπάνω ή άλλα ιδρύματα της Ρωσίας.
Νομίζουμε ότι μια ανοιχτομάτα ελληνική διανόηση μπορεί να αντιληφθεί τι δυνατότητες διανοίγονται για την επίδραση και την εποικοδομητική συνεργασία του ελληνισμού με τη Ρώσικη διανόηση αλλά και την απλή κοινωνία, μέσα στο ρεύμα της σύγχρονης αμφισβήτησης των παλιών οριοθετήσεων και της αναζήτησης νέων ταυτοτήτων. Το μήνυμα του ελληνισμού παραμένει πάντα επίκαιρο και “επικοινωνιακά” ιδιαίτερα σημαντικό για τον λεγόμενο ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης!