Συγγραφέας: Βασίλης Στοϊλόπουλος
Παγκοσμιοποίηση και ο παραγκωνισμός της Οικολογίας
Στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, των παραγωγικών διαδικασιών και της κερδοσκοπίας αποτελούν ήδη κοινό τόπο. Το υψηλό επίπεδο και η σταθερή δυναμική της διεθνοποίησης του σύγχρονου καπιταλισμού χαρακτηρίζονται ως θεμελιακά γνωρίσματα εποχής. Αδιαμφισβήτητη θεωρείται, εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον, και η πλανητική διάσταση της οικολογικής κρίσης, όπως άλλωστε και η μέχρι τώρα αδυναμία αντιμετώπισής της στη βάση μιας «πλανητικής στρατηγικής». «Παγκόσμια προβλήματα», όπως η συνεχιζόμενη μείωση του ατμοσφαιρικού όζοντος ή η επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, αντιμετωπίζονται από κράτη και διεθνείς οργανισμούς με μια ελαφρότητα που σοκάρει.
Όλες οι κλιματολογικές έρευνες πιστοποιούν την άποψη ότι οι πολιτικές για την μείωση των εκπομπών των ιχναερίων, που παγιδεύουν στην ατμόσφαιρα θερμότητα από τον ήλιο προκαλώντας αλλαγές στο παγκόσμιο κλίμα, έχουν αποτύχει. Ακόμη και η Γερμανία με τις τεράστιες τεχνολογικές και οικονομικές δυνατότητες, που αυτοδεσμεύτηκε να μειώσει μέχρι το 2005 κατά 25% τις δικές της εκπομπές ιχναερίων, απέχει κατά πολύ από τους στρατηγικούς της στόχους – παρά την επιτυχία της να μειώσει τις εκπομπές κατά 10% τα τελευταία χρόνια (ΗΠΑ: αύξηση 6%).
Οι αλλαγές που επιφέρει στο εργασιακό, παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα η παγκοσμιοποίηση της αγοράς και η παγκοσμιότητα της οικολογικής κρίσης έχουν κοινή αφετηρία το υφιστάμενο αναπτυξιακό πρότυπο, που λειτουργεί σαν μοχλός λεηλασίας της φύσης. Ο οικολογικός λόγος εξακολουθεί να είναι μια σχεδόν αμελητέα παράμετρος ενός χαοτικού συστήματος, όπου οι μηχανισμοί του ελεύθερου εμπορίου δεν αποκόπτουν μόνο τον ομφάλιο λώρο μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας αλλά και επιταχύνουν την οικολογική κρίση. Ακόμη και οι απολογητές της νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων παραδέχονται ότι μέσα στα ακαθόριστα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και του αδυσώπητου οικονομικού ανταγωνισμού η οικολογική θεώρηση παραμένει σταθερά στη σκιά της μονοδιάστατης αναπτυξιακής πολιτικής και της χρησιμοθηρικής σκέψης. Αλλά και οι απόστολοι της «αειφόρου ανάπτυξης» παραδέχονται πλέον ότι αυτή στοχεύει πρωταρχικά στην προστασία των παραμέτρων της ανισοκατανομημένης οικονομικής ανάπτυξης και μόνο κατά περίπτωση και δευτερευόντως στην προστασία της φύσης. Η αδυναμία ενσωμάτωσης της οικολογικής πολιτικής σε άλλους τομείς, όπως οικονομία, μεταφορές ή αγροτική οικονομία, είναι πασιφανής.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον επιτακτικά είναι αν σε εύλογο χρονικό διάστημα η οικολογία υπερβεί τον κατά τ’ άλλα ηχηρό της λόγο και αναγορευτεί σε κοινή, γεωστρατηγική επιλογή επιβίωσης. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πλέον ότι ο σημερινός τρόπος της οικονομικής ανάπτυξης εμπεριέχει μια ενδογενή κατάσταση σύγκρουσης, καθώς οι φυσικοί πόροι είναι περιορισμένοι και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, προσκρούει σε κάποια ανώτατα όρια.
Το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου και οι «στρατηγικές» αντιμετώπισής του
Σύμφωνα με τις προγνώσεις Διεθνών Ινστιτούτων για τις κλιματικές αλλαγές, όπως του Intergovernment Panel on Climate Change (IPCC), η αύξηση της θερμοκρασίας σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα στον επόμενο αιώνα θα είναι της τάξης του 1,0 με 3,5 βαθμών Κελσίου. Οι ενδείξεις που συνηγορούν στην παραπάνω πρόγνωση έχουν ήδη καταγραφεί επιστημονικώς, όπως και ο άμεσος συσχετισμός μεταξύ των αναμενόμενων κλιματικών αλλαγών και της ενεργειακής πολιτικής. Σε περίπτωση που συνεχιστεί η κατανάλωση ενέργειας στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, η αναμενόμενη αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος μέχρι το 2010 θα κυμαίνεται 36 έως και 49% πάνω από τις τιμές του 1990.
Πέντε χρόνια μετά την Συνδιάσκεψη του Ρίο οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα (συμμετοχή στο φαινόμενο του θερμοκηπίου: 50%) συνεχίζουν ν’ αυξάνονται σταθερά. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ICPP για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση πρέπει οι εκπομπές των ιχναερίων να μειωθούν στα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου! Η προτροπή αυτή φαντάζει ουτοπική, καθώς για τα αναμενόμενα δημογραφικά δεδομένα στα μέσα του επόμενου αιώνα (10 δισεκατ. άνθρωποι) αυτό θα σήμαινε ότι σε κάθε κάτοικο της γης θα αντιστοιχούν εκπομπές ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα το χρόνο. Συγκριτικά μόνο αναφέρεται ότι το 1990 οι τιμές αυτές ήταν για κάθε Γερμανό 12,5 τόνοι, για κάθε Αμερικανό 20 τόνοι, ενώ για ένα Κινέζο αναλογούσαν 2 τόνοι το χρόνο. Παρά ταύτα οι έντονοι προβληματισμοί για το φαινόμενο του θερμοκηπίου που κυριάρχησαν στο δεύτερο ήμισυ της περασμένης δεκαετίας έχουν επισκιαστεί από την τρέχουσα επικαιρότητα, φέρνοντας την υποβόσκουσα οικολογική πρόκληση σε δεύτερη μοίρα.
Σήμερα, οι υπάρχουσες διαφορετικές βιομηχανικές στρατηγικές επιβάλουν μια διαφορετική αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα αντί για μια παγκόσμια στρατηγική να παρατηρείται ένας «θρυμματισμός» σε αντικρουόμενες στρατηγικές. Ακολουθώντας την «στρατηγική του μπλοκαρίσματος» στην από κοινού λήψη ουσιαστικών μέτρων αντιμετώπισης οικολογικών προβλημάτων οικουμενικών διαστάσεων, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι ΗΠΑ αντιτίθενται σθεναρά στη «στρατηγική της πρόληψης», που επιδιώκουν στη βάση διαπραγματεύσεων τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και η Ιαπωνία. Χώρες, που ως γνωστόν κατέχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό την απαραίτητη τεχνογνωσία για την υλοποίηση μιας προληπτικής στρατηγικής, ενταγμένης ασφαλώς στα πλαίσια των εμπορικών τους συναλλαγών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προηγείται σήμερα σταθερά στην τεχνολογία μείωσης των εκπομπών ιχναερίων από τις καύσεις ορυκτών καυσίμων, ενώ η Ιαπωνία δείχνει μεγάλη ευελιξία αναφορικά με τη διάθεση κεφαλαίων για διεθνή προγράμματα περιορισμού τους.
Η σταθεροποίηση των κλιματικών συνθηκών προϋποθέτει οι ετήσιες εκπομπές ιχναερίων να μη ξεπερνούν, σε παγκόσμιο επίπεδο, τα 500 kg κατά κεφαλή. Στις ΗΠΑ όμως το ποσό αυτό είναι δεκαπλάσιο κι ανάλογα υψηλό είναι βεβαίως το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της, που συσχετίζεται άμεσα με τις ενεργειακές απαιτήσεις και τις εκπομπές ιχναερίων. Γι’ αυτό και κανείς Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πρόκειται ν’ αποδεχτεί ποτέ ως θέμα διαπραγματεύσεων τον ενεργοβόρο αμερικανικό τρόπο ζωής, όσες συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος κι αν συνυπογράψει.
Η τρίτη στρατηγική είναι η «στρατηγική της ενοχοποίησης» κι ακολουθείται από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, που επιδιώκουν την ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξή τους χωρίς να δίνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, την πρέπουσα σημασία στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τα κράτη αυτά αναγάγουν τις υπάρχουσες ανισοβαρείς οικονομικές σχέσεις και την τεχνολογική τους ανεπάρκεια σε βασική αιτία της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, για την οποία καθοριστική ευθύνη έχει ο αναπτυγμένος Βορράς. Σημείο αναφοράς των χωρών αυτών είναι το παρελθόν, όταν έγινε η συσσώρευση στην ατμόσφαιρα των ιχναερίων που ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Κατά τα τελευταία 150 χρόνια τα ποσοστά συμμετοχής στο φαινόμενο του θερμοκηπίου των βιομηχανικών κρατών ήταν για το μεν διοξείδιο του άνθρακα περίπου 90% και για τους χλωροφθοράνθρακες σχεδόν 98%. Τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται σήμερα στο 75% και 95% αντιστοίχως, γεγονός που κάνει τις αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου να θεωρούν την «στρατηγική της πρόληψης», εκτός από πανάκριβη και ύποπτη. Όπως όλα δείχνουν, η εποχή που οι χώρες αυτές θ’ αποφασίσουν ν’ ακολουθήσουν πολιτική πρόληψης, θ’ αργήσει πολύ, ιδιαίτερα αν δεν υπάρξει οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη των αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών.
Η «στρατηγική της ενοχοποίησης» ουδόλως διαφέρει βέβαια από την «στρατηγική του μπλοκαρίσματος» των ΗΠΑ, το αναπτυξιακό μοντέλο των οποίων αποτελεί πρότυπο και τείνει να καταστεί κυρίαρχο. Όπως οι ΗΠΑ, έτσι και η Κίνα είναι από εκείνες τις χώρες που ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις αναμενόμενες κλιματικές συνέπειες από το φαινόμενο του θερμοκηπίου – παρότι οι διαφορές ανάμεσά τους, τόσο σε επίπεδο εκπομπών αερίων και τεχνολογικών δυνατοτήτων, όσο και στο βιοτικό επίπεδο, είναι τεράστιες.
Η ενεργειακή πείνα της Κίνας
Παρά τα σημαντικά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης, η βιομηχανική παραγωγή της Κίνας είναι ακόμη κατά 1/3 μικρότερη των σημερινών δυνατοτήτων της και η αιτία είναι η έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας. Πολλές απαγορευτικές διατάξεις στον ενεργειακό τομέα που ισχύουν στη Κίνα συσχετίζονται με την έλλειψη ενέργειας, γεγονός που παρατηρεί κανείς και στη τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, που τα τελευταία χρόνια συνεχώς αυξάνεται. H μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας στη Κίνα δεν ξεπερνά σήμερα τα 800 W την ημέρα, όταν η μέση κατανάλωση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι της τάξης των 1,5 kW και στις ΗΠΑ φτάνει τα 11 kW. Γι’ αυτό και το ακαθάριστο κοινωνικό προϊόν της Κίνας των 1,3 δισεκατ. ανθρώπων (ποσοστό στο παγκόσμιο πληθυσμό: 21,5%) είναι μικρότερο από το ισπανικό και το μισό του βρετανικού, ενώ μία στις δέκα κινέζικες οικογένειες στερείται ακόμη ηλεκτρικού ρεύματος.
Η νέα οικονομική πολιτική που ακολούθησε η Κίνα μετά την άνοδο στην εξουσία του Ντεγκ Σιάο Πινγκ είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, η ετήσια αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στη Κίνα να κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 8%, παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν ανάλογη με τα υψηλά ποσοστά της οικονομικής της ανάπτυξης. Οι δείκτες ενεργειακής κατανάλωσης αναμένονται μελλοντικά να είναι ακόμη υψηλότεροι, αφού μέχρι το 2000 η συνολική ισχύς των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων της Κίνας αναμένεται ν’ αυξηθεί από 199.000 Μεγαβάτ που ήταν το 1994, στα 300.000 (Γερμανία 1996: 120.000 ΜW).
Εντός της επόμενης εικοσαετίας το ποσοστό της Κίνας στην παγκόσμια κατανομή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα φτάσει από 11,7 (ΗΠΑ: 22,1) που ήταν το 1995, στο 19,8, εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση τις ΗΠΑ, το ποσοστό της οποίας θα πέσει στο 16,5.
Η βιομηχανία είναι ο τομέας που καταναλώνει το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας (πίν. 1) και κατά τα φαινόμενα θ’ αποτελέσει τη βάση για την μετατροπή της Κίνας σε οικονομική υπερδύναμη.
Κίνα | ΗΠΑ | Ιαπωνία | |
Βιομηχανία | 65 | 30 | 46 |
Συγκοινωνίες | 5 | 35 | 24 |
Νοικοκυριά | 22 | 30 | 21 |
Αγρ. Οικονομία | 8 | 5 | 9 |
Πίν. 1. Ποσοστό κατανάλωσης ενέργειας σε Κίνα, ΗΠΑ και Ιαπωνία (1989). (Πηγή: WRI)
Δεν πρέπει ασφαλώς να εκπλήσσει το χαμηλό ποσοστό κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα των συγκοινωνιών, καθώς στους 270 Κινέζους το 1987 αναλογούσε ένα αυτοκίνητο (Γερμανία: ένα αυτοκίνητο ανά δύο κατοίκους). Η εγχώρια παραγωγή αυτοκινήτων στη Κίνα παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια θεαματική άνοδο, όπως επίσης και η εισαγωγή ξένων – με πρωτοπόρο την Volkswagen, που ελέγχει το 55% της κινέζικης αγοράς. Οι προγνώσεις αναφορικά με τις εκπομπές αερίων στο τομέα των συγκοινωνιών (συμμετοχή στο φαινόμενο του θερμοκηπίου: 21%) συγκλίνουν στην άποψη ότι θα υπάρξει εκρηκτική αύξηση τόσο στ’ αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, όσο και στ’ ελαφριά φορτηγά, με τις ανάλογες δυσμενείς βεβαίως συνέπειες για το περιβάλλον.
Ο άνθρακας και η ενεργειακή πολιτική της Κίνας
Η ενεργειακή πολιτική της Κίνας εκφράστηκε με ξεκάθαρο τρόπο στη Συνδιάσκεψη της Μαδρίτης για την Παγκόσμια Ενέργεια το 1992, όπου ο εκπρόσωπός της υπογράμμισε ότι: «Η Κίνα βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το τέλος της εκβιομηχάνισής της. Για ένα συγκριτικά μεγάλο διάστημα η κατανάλωση ενέργειας θα είναι αναπόφευκτη και θα αυξηθεί κατά πολύ… Ο άνθρακας θα συνεχίζει να παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο».
Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στη Κίνα καλύπτεται σήμερα κατά 73,8% (παγκοσμίως: 29%) από τη καύση άνθρακα, (Πιν. 2).
Πηγή | Ποσοστό |
Άνθρακας | 73,8 |
Πετρέλαιο | 18,6 |
Φυσικό αέριο | 2,0 |
Νερό | 5,6 |
Πιν. 2. Πηγές ενέργειας στη Κίνα (1993)
Η Κίνα θεωρείται μια από τις χώρες με τα μεγαλύτερα αποθέματα άνθρακα (700 δισ. τόνοι) και είναι αναμενόμενο στον ενεργειακό σχεδιασμό της η καύση του άνθρακα να παραμείνει σταθερά στη πρώτη θέση παραγωγής ρεύματος. Έτσι, ενώ το 1994 η εξόρυξη άνθρακα στη Κίνα ξεπερνούσε ήδη το ένα δισ. τόνους (1/4 της παγκόσμιας παραγωγής), το 2010 το ποσό αυτό αναμένεται να φτάσει, σύμφωνα με τις προβλέψεις του US-Mining Congress, τα 1,8 δισ. τόνους (παγκόσμια παραγωγή: 5,9 δισεκατ. τόνοι).
Για την άμεση κι αποτελεσματική αντιμετώπιση των εκπομπών ιχναερίων από διαδικασίες καύσης, απαιτούνται εκατοντάδες δισεκατ. δολλάρια, καθώς η ανυπαρξία ηλεκτροστατικών φίλτρων χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Κίνας. Τα διαθέσιμα κεφάλαια για επένδυση στον τομέα αυτό είναι ελάχιστα, αρκεί ν’ αναλογιστεί κανείς ότι οι δυνατότητες ισχυρών Χρηματιστηριακών Ινστιτούτων, όπως για παράδειγμα το γερμανικό KfW, δεν ξεπερνούν τα 180 εκατ. μάρκα το χρόνο. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η αναγκαιότητα αύξησης του βαθμού αποδοτικότητας των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων της Κίνας είναι άμεση, καθώς σήμερα μόνο το 25% της χρησιμοποιούμενης ποσότητας άνθρακα μετατρέπεται σε ηλεκτρικό ρεύμα (διεθνή πρότυπα: 38 – 40%). Το 1989 για την παραγωγή μιας μονάδας κοινωνικού προϊόντος η Κίνα κατανάλωνε κατά μέσο όρο πέντε φορές περισσότερη ενέργεια απ’ ό,τι οι ΗΠΑ, δέκα φορές περισσότερο από τη Γερμανία και δεκαπέντε φορές περισσότερο από την Ιαπωνία (Πιν. 3)!
Κράτη | ΜJ/US-$ (1989) |
Πολωνία | 79 |
Κίνα | 76 |
Βενεζουέλα | 36 |
Μεξικό | 30 |
Ινδία | 26 |
ΗΠΑ | 15 |
Βρετανία | 11 |
Γερμανία (Δ.) | 8 |
Ιαπωνία | 6 |
Πιν. 3. Κατανάλωση ενέργειας και οικονομικές αποδόσεις.
Κοινωνικό προϊόν και ορυκτά κάυσιμα (Πηγή: World Resources Institute, 1992-93)
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η μη χρησιμοποίηση ηλεκτροστατικών φίλτρων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων έχει ως αποτέλεσμα κινεζικές εταιρείες να αναλαμβάνουν μόνες τους την κατασκευή ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων με κόστος κατασκευής κατά 50% μικρότερο απ’ ό,τι μια ευρωπαϊκή εταιρεία.
Στα μεγαλεπήβολα σχέδια της Κίνας αναφορικά με την ενεργειακή πολιτική της περιλαμβάνονται, εκτός από τις νέες μονάδες καύσης άνθρακα και γιγαντιαία υδροηλεκτρικά έργα, με κορυφαίο παράδειγμα το «φράγμα των τριών ποταμών» στην επαρχία Χουμπέι. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της κινέζικης κυβέρνησης το 2010 θα είναι έτοιμο το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό έργο του κόσμου, ύψους 185 και πλάτους 1970 μέτρων. Η ισχύς της μονάδας, κόστους 45 δισεκατ. γερμανικών μάρκων, θα φθάνει τα 17.680 ΜW και θα είναι 13 φορές μεγαλύτερη των συνηθισμένων (1300 MW) μονάδων που λειτουργούν στην Ευρώπη. Ογιγαντισμός που διέπει το έργο αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφής αν υπογραμμιστεί ότι για την κατασκευή του έργου, έκτασης 280.000 στρεμμάτων, θα απαιτηθούν 200.000 εργάτες, ενώ 1,4 εκατ. άνθρωποι θα υποχρεωθούν να μετοικήσουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το κόστος μετακίνησης θα ξεπεράσει τα τρία δισεκατ. γερμανικά μάρκα. Με την περάτωση του έργου αυτού το ποσοστό της υδροηλεκτρικής ενέργειας στη Κίνα αναμένεται να φτάσει, από 5,6% που είναι σήμερα, σχεδόν στο 20% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι σαφές ότι οι οικολογικές συνέπειες από την λειτουργία μιας τέτοιων διαστάσεων ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας θα είναι τεράστιες, ενώ δεν προβλέπεται να υπάρξει μείωση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τις μονάδες καύσης του άνθρακα. Όμως και η λειτουργικότητα του έργου είναι επισφαλής, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο ποταμός Γιανκτσέ, όπου κατασκευάζεται το έργο, μεταφέρει ετησίως 680 εκατ. τόνους λάσπη στη θάλασσα της Αν. Κίνας.
Τα παγκόσμια διλήμματα της Κίνας
Η ενεργειακή πολιτική που αναμένεται ν’ ακολουθήσει στο άμεσο μέλλον η Κίνα έχει άμεση σχέση με τη παγκοσμιότητα της οικολογικής κρίσης. Αν η Κίνα αντιγράψει το μοντέλο ανάπτυξης των βιομηχανικών κρατών, αναμένεται μια σοβαρή επιδείνωση της οικολογικής κρίσης σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, καθόσον μάλιστα η τεχνολογία που θα χρησιμοποιηθεί δεν είναι η ενδεδειγμένη. Αν κατορθώσει ν’ αποφύγει τις λανθασμένες επιλογές των βιομηχανικών κρατών, τότε πιθανότατα οι διαστάσεις της οικολογικής καταστροφής να μην είναι τόσο τρομακτικές. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι χώρες που κατέχουν υψηλή τεχνογνωσία και οικονομική ευρωστία συνεργαστούν ισότιμα με την Κίνα, ώστε η τελευταία να εγκαταλείψει την «στρατηγική της ενοχοποίησης» και εξετάσει το όλο θέμα εκτός από αναπτυξιακά και με οικολογικά αλλά και τεχνολογικά κριτήρια ήπιας μορφής.
Εκτός αυτού είναι απαραίτητο η κινεζική πολιτική ηγεσία να σταθμίσει με ακρίβεια τις συνέπειες που θα έχει για την Κίνα η στρατηγική του «άκρατου εκσυγχρονισμού» της χώρας στα πρότυπα της Δύσης ή της Ιαπωνίας. Η αυτοματοποίηση κι ο εξορθολογισμός της παραγωγής υποδαυλίζουν την ανεργία και προκαλούν επικίνδυνες για τη συνοχήτης απέραντης αυτής χώρας, κοινωνικές και τοπικές διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Η σταδιακή οικονομική ενσωμάτωση της Κίνας στο «παγκόσμιο χωριό» θα προκαλέσει πιθανότατα, πέρα από τις οικονομικές και πρωτόγνωρες πολιτιστικές αλλαγές με άμεσο αντίκτυπο στην εσωτερική πολιτική και στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας.
Ένας πιθανός εκδημοκρατισμός της Κίνας θα είχε όμως ως αποτέλεσμα και την αλλαγή στο σχεδιασμό της περιβαλλοντικής πολιτικής της. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο η συμβολή των δυτικών κρατών θα μπορούσε να ήταν καθοριστική, αν βέβαια δεν ετίθετο θέμα αξιοπιστίας, αναφορικά με τη δική τους άκρως ελλειμματική περιβαλλοντική πολιτική. Διότι ακόμη κι αν η Κίνα διατηρήσει τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξής της με το υπάρχον χαμηλό επίπεδο τεχνολογίας, οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα της χώρας αυτής θα υπερτριπλασιαστούν μεν αλλά δεν θα ξεπερνούσαν μελλοντικά το 20% σε παγκόσμιο επίπεδο (ΗΠΑ 1990: 23%).
Είναι σαφές ότι το παγκόσμιο στοίχημα που λέγεται φαινόμενο του θερμοκηπίου θα έχει ελάχιστους νικητές και πολλούς ηττημένους, ακόμη κι αν δεν επαληθευτούν όλες οι καταστροφικές προγνώσεις. Και είναι σίγουρο ότι αυτοί που προβλέπεται ότι θα χάσουν θα είναι κυρίως αυτοί που σήμερα συγκαταλέγονται ήδη στους φτωχούς συγγενείς. Η Κίνα ως ραγδαία ανερχόμενη δύναμη στην παγκόσμια οικονομία έχει πολλές ελπίδες αυτή τη φορά να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Το οικολογικό αλλά και πολιτικό τίμημα για μια τέτοια επιτυχία δεν μπορεί κανείς να το προδιαγράψει σήμερα με απόλυτη σιγουριά. Σε κάθε περίπτωση όμως θα έχει παγκόσμιες επιπτώσεις.
Βιβλιογραφία
Theo Sommer, “Asien – Partner oder Widerpart?”, DIE ZEIT, Nr. 24, 9-6-1996
Thorwald Ewe, “Bammel vor Chinas Schloten”, Bild der Wissenschaft, 5/1996
Gunnar Heesch, “Der Drei-Schluchten Damm in China”, Bild der Wissenschaft, 8/1996
Rolf Linkohr, “Guter Wille, kein Erfolg”, EU-Magazin, 9/1996
Reinhard Loske, “Chinas Marsch in die Industrialisierung: Gefahr fϋr das Weltklima?”, Blaetter fϋr deutsche und internationale Politik, 12/93
Daniele Laborgne/Alain Lipietz, “Postfordische Politikmuster im globalen Vergleich”, DAS ARGUMENT, 217/1996