Συγγραφέας: Δικαιάκος Μάριος
Μετά από δεκαέξι μήνες έκδοσης του «Άρδην», ήρθε λοιπόν η ώρα για έναν πρώτο δημόσιο απολογισμό. Όντας τακτικός αναγνώστης αισθάνθηκα την υποχρέωση να ανταποκριθώ στην πρόσκληση της Συντακτικής Επιτροπής, να συγκεντρώσω σκόρπιες σκέψεις και εντυπώσεις και να διατυπώσω απόψεις που ίσως φανούν χρήσιμες στη μελλοντική εκδοτική πορεία του «Άρδην». Στο βωμό αυτής της… «χρησιμοθηρίας» θα θυσιάσω προς στιγμήν το θαυμασμό μου για το περιοδικό και τις άοκνες προσπάθειες των συντελεστών του, θα προσπεράσω τους διθυράμβους για να σταθώ στις επικρίσεις. Ας μη με παρεξηγήσουν οι φίλοι της Συντακτικής και της Τεχνικής Επιτροπής: «όποιος αγαπάει πονάει» λένε… Μέσα από την καλόπιστη κριτική ελπίζω να ξεπηδήσουν κάποια ερεθίσματα, χρήσιμα για τους συντελεστές του «Άρδην».
Φυλλομέτρησα το πρώτο τεύχος του περιοδικού τυχαία σε κάποιο περίπτερο, σε μία από τις εσχατιές του Ελληνισμού. Ήταν ακόμα νωπή η καταισχύνη από τα γεγονότα των Ύμια και την προσοχή μου τράβηξε ο προβληματισμός της αρθρογραφίας του πάνω στο καίριο ερώτημα «Αντίσταση ή Υποταγή», με εκπεφρασμένη κεντρική επιλογή την «Αντίσταση». Raison d’ κtre του περιοδικού λοιπόν, η εθνική, οικολογική και κοινωνική αμφισβήτηση. Στόχος η ανάδειξη της αλληλοδιαπλοκής των εθνικών, κοινωνικών, οικολογικών και οικονομικών προβλημάτων που ταλανίζουν την πατρίδα μας. Φιλοδοξία του να αναδειχθεί σε χώρο σύνθεσης ρευμάτων σοβαρού προβληματισμού, σε βήμα εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας προβλημάτων και λύσεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, σαν αναγνώστης, θα επιθυμούσα το «Άρδην» να αποτελέσει μια σταθερή και αξιόπιστη «πυξίδα» ερμηνείας και κατανόησης των εξελίξεων στην Ελλάδα και στο γύρω χώρο. Εξελίξεων που συσκοτίζονται από την υπερπληροφόρηση των «μέσων», τα οποία μας πλημμυρίζουν με εικόνες, πληροφορίες και μηνύματα υψηλού εντυπωσιασμού και συναισθηματικής φόρτισης, αλλ’ αμελητέας πολιτικής ουσίας. Επίσης, εξελίξεων που αποκρύπτονται από τη σκόπιμη παραπληροφόρηση «έγκυρων» αναλυτών, οι οποίοι εξυπηρετούν μάλλον κάποιες «διαπλεκόμενες» ή κομματικές σκοπιμότητες και όχι το δημόσιο συμφέρον.
Αναγκαίες προϋποθέσεις για την εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων είναι η υψηλού επιπέδου αρθρογραφία με έμφαση στη σοβαρή επιχειρηματολογία και στην εις βάθος ανάλυση, η συνεπής κάλυψη θεμάτων με αναφορές σε στοιχεία και πηγές, η αποφυγή της ιδεολογικής μονομέρειας και η διεξαγωγή διαλόγου μέσα από τις στήλες του περιοδικού. Είναι εξάλλου σαφές ότι μια έκδοση δεν μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου, προβληματισμένου, κοινού εάν προσφέρει «εκθέσεις ιδεών» αντί αναλύσεων, ιδεοληπτικές πομφόλυγες αντί πολιτικών επιχειρημάτων, εάν εκφέρει απόψεις «περιθωριακού» ύφους αντί να απευθύνεται στα κριτήρια της πλειονότητας. Η ικανοποίηση των ανωτέρω προϋποθέσεων είναι εκ των ων ουκ άνευ για να αποκτήσει το«Άρδην» μια ευρύτερη επιρροή, αποδοχή και κατ’ επέκταση κυκλοφορία.
Στους δεκαέξι μήνες έκδοσης, το περιοδικό έχει κατορθώσει να παρουσιάσει πολύ καλή αρθρογραφία, δημοσιογραφικό ήθος και πρωτοτυπία απόψεων σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, από την ελληνική εξωτερική πολιτική ως τον πολιτισμό και την οικολογία. Ωστόσο, η σταθερότητα στις «επιδόσεις» του ποικίλει ανάλογα με τη θεματική ενότητα. Τα εθνικά θέματα και η ελληνική εξωτερική πολιτική, για παράδειγμα, τυγχάνουν συνεπούς κάλυψης και εξαιρετικής ανάλυσης. Ιδιαίτερα αξιέπαινη και αξιοπρόσεκτη για τα δεδομένα του ελλαδικού τύπου είναι η συστηματική αναφορά στα κυπριακά τεκταινόμενα και οι συνεισφορές Κυπρίων αρθρογράφων, οι οποίες αναδεικνύουν το «Άρδην» σε ένα από τα ελάχιστα «ελληνικά» και όχι «ελλαδικά» περιοδικά. Μεγάλο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία έχει και η παρουσίαση θεωρητικών θεμάτων (π.χ. με τα άρθρα Ζιάκα, Καραμπελιά, Μεταλληνού, Ξυδιά κ.α.), δεδομένου και του εκ των πραγμάτων μικρού χώρου που αφιερώνεται σε αυτά.
Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλες θεματικές ενότητες, που χρήζουν συχνής και ευρύτερης κάλυψης. Π.χ., παρά τις καλές αναλύσεις που δημοσιεύονται ενίοτε, απουσιάζει η συστηματική εκείνη ματιά, η οποία θα βοηθήσει τον αναγνώστη να κρίνει και να απορρίψει (ή να… αποδεχθεί) την κυρίαρχη «ιδεολογία» των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων που αντιπροσωπεύεται από το ηχητικώς βαρβαρικό τοπωνύμιο «Μάαστριχτ». Λείπει ακόμα η αναλυτική αναφορά σε κρίσιμα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα, όπως οι αλλαγές που συντελούνται στις κοινωνικές ασφαλίσεις και την περίθαλψη, το κίνημα διαμαρτυρίας των συνταξιούχων, τα οράματα και οι προοπτικές της νεολαίας, η διεύρυνση της φτώχειας, το αίτημα της οικονομικής ανάπτυξης, η κατάντια της εκπαίδευσης, η γάγγραινα των «διαπλεκομένων»συμφερόντων και το «έλλειμμα» δημοκρατίας, η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη, η εξάπλωση των ναρκωτικών κ.λπ. Προβλήματα, τα οποία παραπέμπονται από τους διαμορφωτές της επικαιρότητας στην μετά τη «σύγκλιση»εποχή, αλλά διατηρούν την παρουσία τους στη δύσκολη καθημερινότητα των απλών Ελλήνων.
Ξεφυλλίζοντας τις πολιτιστικές σελίδες του «Άρδην»βρίσκει κανείς πολύ ενδιαφέροντα κείμενα, όπως οι εξαιρετικές συνεντεύξεις με Βαλτινό, Γαλανάκη, Φακίνο κ.ά. Συνολικά, όμως, η πολιτιστική θεματολογία είναι μάλλον περιστασιακή. Ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν στον περιορισμένο χώρο ενός διμηνιαίου και κατά κύριο λόγο πολιτικού περιοδικού τα λογοτεχνικά, θεατρικά, μουσικά και εικαστικά δρώμενα. Ωστόσο, θα ήταν π.χ. εφικτή και πολλαπλά χρήσιμη μια συστηματική βιβλιοπαρουσίαση εκδόσεων σε θέματα με τα οποία καταπιάνεται το «Άρδην», κάτι που άρχισε να γίνεται στο τελευταίο τεύχος. Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν και για την κάλυψη οικολογικών θεμάτων.
Απαραίτητος τέλος είναι κι ένας σχολιασμός των αφιερωμάτων του «Άρδην». Είναι πολύ καλή και πρωτότυπη ιδέα και πρακτική, δίπλα στην τακτική ύλη της έκδοσης, να υπάρχουν αφιερώματα σε θέματα στα οποία εστιάζει το περιοδικό. Η χρησιμότητα ενός αφιερώματος είναι διττή: αφ’ ενός εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα και αφ’ ετέρου παρουσιάζει αναλύσεις και εμβαθύνσεις σ’ αυτό. Πρωταρχικό κριτήριο-αίτημα για την ύπαρξη αφιερώματος σε ένα τεύχος πρέπει να είναι η ποιότητα και η σφαιρικότητά του. Πιστεύω ότι το κριτήριο αυτό ικανοποιείται στα περισσότερα αφιερώματα, τα οποία μάλιστα αξίζει να συγκεντρωθούν σε κάποια ξεχωριστή έκδοση. Έχω ωστόσο κάποιες αιτιάσεις για τρία αφιερώματα, τις οποίες και αναφέρω γιατί παρουσιάζουν, πιστεύω, γενικότερο ενδιαφέρον:
- Στο αφιέρωμα με τίτλο «Από τη μεταπολίτευση στη “νέα εποχή”» όλα τα κείμενα είναι πολύ αξιόλογα αλλά παρουσιάζουν μία μόνο οπτική γωνία. Θα άξιζε να δοθεί το βήμα και στις «εκσυγχρονιστικές» απόψεις ώστε να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους ή έστω να καταδειχθεί η απουσία των.
- Το αφιέρωμα για την παγκοσμιοποίηση δεν προσέφερε πολλά σε έναν αδαή αναγνώστη όπως ο γράφων·αντίθετα, πιο διαφωτιστικό ήταν το κοινό αφιέρωμα της«Monde Diplomatique» και των «Financial Times» (“La mondialisation – Est-elle inevitable?” 9/6/97), το οποίο βασίστηκε σε μία αντιπαράθεση επιχειρημάτων των υποστηρικτών και των πολέμιων της παγκοσμιοποίησης.
- Στο αφιέρωμα «Κύπρος – η Ελλάδα που αντιστέκεται»είναι αταίριαστη η συνύπαρξη τόσο καλών αναλύσεων, άρθρων και ενημερωτικών κειμένων με κείμενα είτε χωρίς ειρμό (συζήτηση με την ΕΠΑΛ) είτε επουσιώδη (δύο ολόκληρα άρθρα αφιερωμένα στις κινήσεις γυναικών για την άμυνα). Εμφανής ακόμη η απουσία των απόψεων εκείνων που εκφράζουν, εκλογικά τουλάχιστο, την συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων.Τέλος, ήταν άστοχη η δημοσίευση της άδικης και αήθους προσωπικής επίθεσης του Σ. Παύλου κατά του Χ. Τσούκα (“Επαναπροσεγγιστικά ιδεολογήματα”). Ορμώμενος από μία μόνο καταληκτική πρόταση σε άρθρο του κ. Τσούκα, που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» πριν ένα χρόνο, ο κ. Παύλου σπεύδει να προσάψει αυθαιρέτως στον κ. Τσούκα απόψεις και νοοτροπίες τις οποίες στη συνέχεια με ευκολία κατακεραυνώνει. Σημειωτέον ότι το άρθρο του κ. Τσούκα ήταν απάντηση σε προηγούμενο άρθρο του Βήματος και ότι αμφότερα δεν είχαν ως θέμα τους την επαναπροσέγγιση.
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ αφ’ ενός στις εξαιρετικές εκδηλώσεις που έγιναν για τη«Σύγκρουση των Πολιτισμών» και το Αλβανικό και οι οποίες πρέπει να συνεχιστούν. Αφ’ ετέρου, σε μερικά πιο πρακτικά προβλήματα, που σχετίζονται με την έκδοση του περιοδικού. Καταρχήν, υπήρχε η πολύ χρήσιμη πρακτική να παρουσιάζονται τα περιεχόμενα του κάθε τεύχους σε ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα· η πρακτική αυτή διεκόπη στο τελευταίο τεύχος. Σε δύο τεύχη ήταν εμφανής η απουσία του τακτικού (;) χρονογραφήματος του Β. Φτωχόπουλου, το οποίο επέστρεψε στο Τεύχος 9, ενώ στα τρία τελευταία τεύχη είναι αισθητή η απουσία των άλλοτε τακτικών κειμένων του Δ. Ρόκου. Τι συνέβη; Έλλειψη χρόνου του κ. Ρόκου, διακοπή της συνεργασίας; Θα ήταν ευπρόσδεκτη η ενημέρωση των αναγνωστών. Πιστεύω ότι τακτική αρθρογραφία με ανοικτό θέμα από ανθρώπους με ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες απόψεις όπως ο Β. Φτωχόπουλος και ο Δ. Ρόκος προσφέρουν πολλά στο περιοδικό και τους αναγνώστες του.
Εκτιμώντας τη συνολική παρουσία του «Άρδην» από τις αρχές του 1996 έως σήμερα δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό ιδεολογικό κενό στον χώρο του περιοδικού τύπου. Παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό και τα περιορισμένα μέσα, οι προδιαγραφές της προσπάθειας παραμένουν υψηλές και σύμφωνες με τους αρχικούς στόχους της έκδοσης, η οποία αποτελεί πραγματικό άθλο. Δυνατότητες βελτίωσης υπάρχουν, ευτυχώς, πολλές. Απαιτούν όμως μεγαλύτερη «στράτευση» από πλευράς των φίλων του περιοδικού και διεύρυνση του κύκλου των τακτικών συνεργατών ώστε να διευκολυνθεί και η οργανωτική προσπάθεια της Συντακτικής Επιτροπής.