Αρχική » Προβολή ταινίας: “Οι ζωές των άλλων” (Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018)

Προβολή ταινίας: “Οι ζωές των άλλων” (Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018)

από Άρδην - Ρήξη

 

Στα πλαίσια του αφιερώματος: “Ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός μέσα από τον Κινηματογράφο” την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018 στις 19.30 θα προβληθεί η ταινία: Οι Ζωές των Άλλων” (2006) σε σκηνοθεσία Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ.

Στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού Ρήγας Βελεστινλής, Ξενοφώντος 4, 6ος όροφος 

Είσοδος Ελεύθερη

 Οι Ζωές των Άλλων / Das Leben den Anderen

Δραματική 2006 | Έγχρ. | Διάρκεια: 137′ Γερμανική ταινία, σκηνοθεσία Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ με τους: Ούλριχ Μίχε, Μαρτίνα Γκέντεκ, Σεμπάστιαν Κοχ, Ούλριχ Τουκούρ. Η ταινία βραβεύτηκε το 2006 με το Βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, ενώ σημείωσε ρεκόρ υποψηφιοτήτων στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου.

Στάζι

Το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας (γερμανικά: Ministerium für Staatssicherheit, MfS, ή αλλιώς Stasi προφέρεται: Στάζι) ιδρύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1950 και στεγαζόταν σε ένα τεράστιο κτήριο στο Λίχτενμπεργκ του Βερολίνου. Ανέπτυξε σταδιακά ένα τεράστιο δίκτυο επισήμων υπαλλήλων και πληροφοριοδοτών, οι οποίοι κατασκόπευαν και αρχειοθετούσαν κάθε πτυχή της ζωής εκατομμυρίων πολιτών της χώρας. Με την κατάρρευση του καθεστώτος, έγινε γνωστό οι φάκελοι έφταναν τα δέκα εκατομμύρια. Εκτός της κατασκοπείας των πολιτών της χώρας, το έργο της Στάζι περιελάμβανε κατασκοπεία δυτικών κρατών και ιδίως της Δυτικής Γερμανίας, την οποία επιχειρούσε να αποσταθεροποιήσει μέσω της ενίσχυσης της RAF]. Τέλος, το έργο της περιελάμβανε ανακρίσεις και βασανισμούς κρατουμένων. Μετά την πτώση του καθεστώτος, βασανισθέντες αποκάλυψαν ότι ακτινοβολούνταν εσκεμμένα στις φυλακές της Στάζι με ραδιενέργεια, προκειμένου να τους προξενηθεί καρκίνος.

Μετά την κατάρρευση

Κατά τις τελευταίες εβδομάδες πριν την κατάρρευση του καθεστώτος (1989-1990), υπάλληλοι της Στάζι κατέστρεφαν αρχεία, με καταστροφείς εγγράφων και με τα χέρια. Το 1995 η γερμανική Κυβέρνηση ξεκίνησε την επανασυναρμολόγηση των εγγράφων αυτών, τα οποία είχαν βρεθεί σε 16.000 σακούλες (περί τα 33 εκατομμύρια σελίδες). Το έργο της ταξινόμησης και της επεξεργασίας αυτών των φακέλων ανατέθηκε από την κυβέρνηση της Βόννης στον υπερκομματικό πρώην ιερωμένο του Ροστόκ αγωνιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων και μετέπειτα Προέδρου της Γερμανίας Γιοάχιμ Γκάουκ. Η γνωστή ως «Υπηρεσία Γκάουκ» στελεχώθηκε με 300 άτομα, μεταξύ των οποίων και πρώην υπάλληλοι της Στάζι. Κάποια αρχεία είχαν αποκτηθεί από τη CIA, και επιστράφηκαν στη Γερμανία το 2000. Μετά από 6 χρόνια, ανακοινώθηκε ότι είχαν ολοκληρωθεί 300 σακούλες. Το κτήριο της Στάζι μετατράπηκε σε μουσείο

Ζώντας με τον εχθρό : Ενημερώνοντας τη Στάζι στη ΛΔΓ /Του David Cook

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήταν το ‘χρυσό παιδί’ της Σοβιετικής Ένωσης, που συχνά παρουσιάζονταν ως ο δαδούχος για το κομμουνιστικό σύστημα σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν είχαν την ελευθερία να εκφράσουν τις ατομικές απόψεις τους, οι απόψεις του κράτους ήταν τελικές και απόλυτες και κάθε αντίθεση στο κόμμα θεωρούνταν ένα έγκλημα τόσο σοβαρό όσο η προδοσία. Ένα ισχυρό αστυνομικό ήταν απαραίτητο στο να κρατήσει τους ανθρώπους υπό έλεγχο, να σπείρει τον φόβο και να κάμψει το λαό στη θέληση του κράτους. Στη ΛΔΓ η Ministerium für Staatssicherheit (MFS), γνωστή ως Στάζι, ήταν το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για να «πλάσει» τους Ανατολικογερμανούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, η αστυνομική πίεση και το κόμμα από μόνα τους δεν ήταν  αρκετά για να καταπιέσουν ολόκληρη την χώρα. Η «λαϊκή συμμετοχή» είναι τελικά, το κλειδί της επιβίωσης κάθε καθεστώτος. Στην περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι ίδιοι οι άνθρωποί της βοήθησαν να διατηρηθεί η εξουσία του κόμματος μέσω του ρόλου τους ως πληροφοριοδότες της αστυνομίας. Οι πληροφοριοδότες έπαιξαν κρίσιμο ρόλο, λειτουργώντας ως ένα ζωτικό γρανάζι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστυνομικού κράτους της Ανατολικής Γερμανίας. Τόσο η ανταπόκριση στο κλίμα φόβου όσο και η διαιώνιση αυτού του κλίματος διαπέρασε όλη την κοινωνία της Ανατολικής Γερμανίας.

Μέχρι το 1989 όταν το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε και ο κομμουνισμός στην Ανατολική Γερμανία έφτασε στο τέλος του, εκτιμάται ότι η MfS (Στάζι) είχε 97.000 επίσημους απασχολούμενους καθώς και περίπου 173.000 ανεπίσημους πληροφοριοδότες. Αυτό μεταφράζεται ως μια αναλογία ενός πράκτορα ανά 63 κατοίκους (!), ένας αριθμός που ξεπερνά κατά πολύ την KGB της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε έναν ανά 5.830 άτομα (Στοιχεία από το Anna Funder, Stasiland, Granta: 2004). Η Στάζι διατηρούσε έναν μικρό στρατό που διείσδυε στην ίδια τη δομή του κομμουνιστικού καθεστώτος, του οποίου μοναδικός σκοπός ήταν η παρακολούθηση και η καταστολή του λαού της Ανατολικής Γερμανίας. Ο φόβος του κράτους – και της Στάζι ως ένα εργαλείο κρατικού ελέγχου – ήταν διαδεδομένος και αυτή η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία μιας «εύπλαστης» κοινωνίας πολιτών.

…..Για να λειτουργήσει πλήρως ένα αστυνομικό κράτος, το κλειδί είναι η συμμετοχή από το λαό. Το ζωτικής σημασίας εργαλείο του κομμουνιστικού αστυνομικού κράτους ήταν οι Inofizelle Mitarbeiter (IM). Οι IM ήταν ανεπίσημοι συνεργάτες που έδιναν πληροφορίες για τους συναδέλφους τους, τους φίλους τους ακόμα και τους συζύγους τους. Οι πληροφοριοδότες ήταν ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής, που παρείχαν στη Στάζι το αναγκαίο υλικό για να εξουδετερώσει τους στόχους της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας από το υφιστάμενο αρχειακό υλικό εκτιμάται ότι υπήρχαν μέχρι και 500.000 πληροφοριοδότες που δραστηριοποιούνταν σε διάφορους χρόνους. Ή αλλιώς, ένας στους 30 ανθρώπους είχε εργαστεί για τη Στάζι! Οι πληροφοριοδότες ελέγχονταν από ειδικό τμήμα, το HA IX (Κεντρικό Τμήμα 9) που ήταν γνωστό ως «το κέντρο της Ιεράς Εξέτασης».

Οι άνθρωποι δεν ήταν πρόθυμοι συχνά, να γίνουν πληροφοριοδότες και θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί η πλειοψηφία των Ανατολικογερμανών ότι συναίνεσε ελεύθερα να συνεργαστεί με τη Στάζι. Τα κίνητρα ήταν πολυάριθμα, ωστόσο, ποιο ήταν το ζωτικής σημασίας που οδήγησε τόσους πολλούς να δίνουν πληροφορίες για τους δικούς τους ανθρώπους; Ο Robert Gellately σε άρθρο του (“Denunciation in 20th Century Germany”), αναφέρει ότι η «κουλτούρα της καταγγελίας» ήταν ένα κατάλοιπο από τη ναζιστική περίοδο. Οι άνθρωποι γίνονταν I.Ms για μια σειρά από λόγους κατά την άποψή του: για προσωπικό κέρδος, για να μπορούν να κάνουν επισκέψεις στην Δύση, από την επιθυμία τους να αλλάξουν το σύστημα «από μέσα», ή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, εξ αιτίας εκβιασμών και εξαναγκασμών από τη Στάζι. Ο φόβος λοιπόν, χρησιμοποιείτο ως εργαλείο για την πρόσληψη πληροφοριοδοτών από το γενικό πληθυσμό….

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ