του Γ. Χριστοφιλάκη, από το Άρδην τ. 87, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2011
Ομιλία του Γιώργη Χριστοφιλάκη, στο Χωρίον Λύκαιον Αρκαδίας, που ήφκιασε συναυλία – παράσταση για τον Μεγάλο Συριανό
Ε δώ, το ιερόν Λύκαιον όρος.
Από ενταύθα ξεκίνησαν όλα.
Η πιο οργανωμένη Κοινωνία…
Από τον Πελασγό και τον Λυκάονα,
τα 50 παιδιά του:
Ο Τεγεάτης ήφτιαξε την Τεγέα, ο Μαντινεύς την Μαντινεία,
ο Τραπεζούντος την Τραπεζούντα, ο Αίτνας την Αίτνα,
ο Μακεδόνας την Μακεδονία, ο Κρώμος την Κρώμη….
Και μετεφέρθη ως φρυκτωρίες ο Πολιτισμός
μέχρις σήμερο.
Να πάμε και λίγο, στην Μυθολογία.
Ο Κρόνος ήτο παιδοφάγος.
Κι όταν η ωραία γυναίκα του Ρέα,
έμεινε για άλλη μια βολά έγκυος,
κατάλαβε ότι κουβαλάει στην κοιλιά της,
μερακλίδικο παιδί,
κι ελόγου της, την κοπάνησε,
για να το γεννήσει στο Λύκαιον όρος.
Και, πραγματικά, εγέννησεν μαγκάκο μαγκιόρο,
έναν ωραίο αρσενικό
και τον έδωκε σε τρεις νύμφες να τον φυλάξουν
και να τον βυζάξει η Νέδα.
Η Νέδα ήτο έμορφη γκόμινα.
Κι ο Κρόνος που έσπειρεν τον Θεούλη ήτο ο Δίας.
Δεν είχεν νερό να πλύνει το παιδάκι η Μανούλα,
κοπανάει μια μπουνιά στο χώμα και βγαίνει νερό.
Έσουρε μπόλικο το νερό κι εγίνει ποταμάκι.
Εκεί κάτου που είναι ο καταρράκτης με την λιμνούλα,
τον έπλενε τον Δία στο καθαρό νεράκι.
Γι’ αυτό, το ποταμάκι πήρε τ’ όνομά της: Νέδα…
Το μόνο θηλυκό ποτάμι στον κόσμο.
Αλλά ο Θεούλης Δίας είχεν έναν φιλαράκο, τον Θεό Πάνα.
Ο οποίος Θεός Πάνας ήτο ασχημούλης, αλλά βαρβάτος…
Ήτο τραγοπόδαρος,
αλλά ο μεγαλύτερος Συνθέτης όλων των Εποχών.
Κι ήπαιζε τον Οξύαυλο.
Ενώ ο Δίας ήτο έμορφος και βαρβάτος.
Είχαν κι οι δύο ένα καλό κουσούρι:
Ηγαπούσαν στεντορείως τες γυναίκες.
Και του λέγει ο Δίας:
– Θα σου δώκω την Αρκαδία να την έχεις εσύ…
Κι ελόγου του οργανώνει γιουρούσι
με Νύμφες, Σατύρους, Σειληνούς, Βάκχες…
κι αρχίζει το γιορτάσι. Γλεντοκόπι…
Έτσι μπαίνουν τα πρώτα θεμέλια.
Θα σταθώ στο Λύκαιον Όρος
και στους πρώτους Αρκάδες Πελασγούς,
σε τρία πράματα:
Το πρώτο πράμα λοιπόν εκεί πάνω ήτονε: Τ’ αθλήματα.
Από δω ξεκίνησαν οι πρώτοι αγώνες
και μετά γινήκανε στην Ολυμπία.
Το δεύτερο, και θέλω να το προσέξετε, ήταν:
Ο Κοινός Γάμος.
Αξεπέραστος ακόμα και σήμερο. Ακούτε:
Ωσάν τα παιδία γινόντουσαν 12 ετώνε
και μπαίνανε στην Λίμπιντο,
τα παγαίνανε σ’ ένα Κοινόβιο για 3 χρόνια.
Και κει τα παιδία σπουδάζανε το Νου,
το Σώμα και την Ψυχή.
Κι είχανε ποικίλο αλησβερίσι τ’ Αρσενικά με τα Θηλυκά.
Ζευγαρώνανε αδιαλλείπτως,
μέχρις να φτάσουν στο ταίριασμα.
Και βγαίνανε στο τέλος τεφαρίκια….
Η Αστική Τάξη
κι η αυστηρότητα της καλής μας Ορθοδοξίας,
τίναξε τον Γάμο στον αγέρα
και τις Σχέσεις των δύο Φύλων.
Το τρίτο ήτο: Η Μουσική.
Τα όργανα που επαιζόντουσαν τότες ήτο:
Ο Αυλός, η Άρπα, η Λύρα, η Κιθάρα, το Τούμπανο
κι η Ύδραυλις
που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Παντερμαλής.
Η ΄Υδραυλις είναι το Εκκλησιαστικό Όργανο,
που ήπαιζε και συνέθετε μουσική ο Βιβάλντι, ο Μπαχ
κι οι άλλοι Προκλασικοί…
Κι ήτονε κι ένα Οργανέτο,
το οποίο το λέγανε: Πανδουρίδα.
Κι αυτήνα η Πανδουρίδα δεν είναι άλλο
από το σημερινό Μπουζούκι.
Όπως έχουμε το Μπουζούκι με τες υποδιαιρέσεις:
Το Σάζι, ο Μπαγλαμάς, Γόνατο και το Μπαλαμούτι,
(το Μπαλαμούτι είναι το μικρό Μπαγλαμαδάκι
που δεν το παίζουμε σήμερο),
έτσι κι η Πανδουρίδα είναι εκείνο τ’ Όργανο,
που έδωσε στο εδικό μας Μπουζούκι
την εκλεκτική συγγένεια.
Είναι το ίδιο.
Απάνου λοιπόν σ’ αυτό τ’ ΄Οργανο, στο μάνικο,
αυτοί οι Μερακλήδες της Εποχής,
βάλανε τα τάστα στη σειρά.
Και τα βάλανε με μαθηματικά.
Διότι η μουσική είναι μαθηματικά.
Και κει απάνω περάσανε τες κόρδες,
ψάξανε τα χορδίσματα και τες αρμονίες.
Από τες αρμονίες βγήκανε οι Τρόποι μουσικής,
τους οποίους εμελέτησε ο Πυθαγόρας,
εξακόσα χρόνια πριν Χριστού
και μας αφήκε τους:
Κώδικες και τα Κλειδιά της Μουσικής.
Αλλά αυτά εχαθήκαν, γιατί αν είχανε σωθεί,
θα ήτο η μεγαλύτερη μουσική Επανάσταση στον Ντουνιά.
Αυτοί οι Κώδικες Μουσικής χαθήκαν,
ωσάν οι Εβδομήκοντα
κάψανε την Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη,
με τις 6.000 Τραγωδίες,
με τις Κωμωδίες άλλες τόσες,
με τις Φιλοσοφίες και τα Ιατρικά βιβλία,
την Ποίηση…Ιστορία…Γεωγραφία….
Μετά εγκαταστάθηκε η Ορθοδοξία.
Η Ορθοδοξία εκράτησεν από το Δωδεκάθεον τα καλά.
Και μέσα στα καλά ετσάκωσε και τη Μουσική.
Κι η Μουσική μεταλαμπαδεύτηκε σε μας,
στο Ρεμπέτικο και στο Δημοτικό,
όπως ήτο στην Αρχαία Ελλάδα.
Δηλαδή ο Αρχαίος Τρόπος: Δώρειος
είναι ο τέταρτος Λέγετος στο Βυζάντιο
και φτάνει μέχρις εμάς ως Ουσάκ.
Άρα λοιπόν το Δημοτικό τραγούδι το δικό μας,
το ακραιφνές Δημοτικό, όχι το δημοτικοφανές,
και το Ρεμπέτικο,
έλκουν ρίζα απ’ την Αρχαία Ελλάδα.
Ο Ζεϊμπέκικος είναι:
Αρχαίος Ελληνικός Χορός από το Ζευς και Μπέκος.
Ζευς είναι: Το πέταγμα, η ανάσα, η ανάσταση,
το γύρισμα, το μερακλίκι,
ο έρωτας, η φιλότητα.
Μπέκος είναι : Το ψωμί, η αδήριτος ανάγκη. Ο Πόνος.
Όταν ομιλούμε για Ζεϊμπέκικο θα ομιλούμε,
για μια Ψυχή κι ένα Σώμα,
που το χορεύγει από την μια μεριά,
λακτώντας τον ανήφορο ως τα επουράνια,
να βρει τον Συμπαντάρχη με Μερακλίκι
και μια βουτιά προς τα κάτω,
να συναντήσει τον ανθρώπινο πόνο.
Το Ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των χορών
και δεν μπορεί να τον χορεύγει ο κάθε κόπανος
και να κουνάει τον κώλο του.
Το Ζεϊμπέκικο θα το χορέψουνε Μάγκες.
Θα το βολτάρουνε Ντερβίσηδες, Βασάνηδες, Κουρνάζοι.
Οι άλλοι είναι βερέμια, αλλουβρέχηδες,
είναι και καψομούρηδες.
Το Ζεϊμπέκικο φέρνουμε ’δω στο Λύκαιο.
Αυτή η Συνάντηση που γίνεται εδώ,
με το Κρυφό Σχολειό που είσαστε εσείς,
θα κάνει το γύρο του Ντουνιά
και θα συνδέσει τον Μάρκο με τον Πάνα
και με το Βυζάντιο, μέχρις σήμερο.
Μία είναι η Πατρίδα μας και μία είναι η Γλώσσα.
Γνώρισα τον Μάρκο Βαμβακάρη το 1960.
Εν τάχει θα σας ειπώ δυο κουβέντες για την Ιστορία του:
Γεννήθηκε το 1905 στο Σκαλί στη Σύρα.
Ο Παππούλης του έγραφε Ασμάτια,
ο Πατέρας του ήτο φτωχός,
έπλεκε καλάθια
κι είχε έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κοριτσάκια.
Σε ηλικία 5 ετών βάρηγε με τον πατέρα του,
που έπαιζε γκάιντα,
το τούμπανο
και το ’μαθε καλά.
Παίρνουν τον Πατέρα στρατιώτη,
κι ο Μάρκος γίνεται Πάτερ-Φαμίλιας.
Σε ηλικία 10 ετών, κάνει δουλειές του ποδαριού.
Πουλάει φημερίδες, παραγυιός σε μπακάλικο,
έχει και μια Θειά τσουκνίδα…πα πα πα σαν τις πεθερές.
Τον βάνει και κοιμάται σ’ ένα αχούρι.
Μετά πιάνει δουλειά σ΄ ένα υφαντουργείο
και πήγαινε τις κούτσες στις υφάντρες.
Κούτσες είναι αυτές οι κουβαρίστρες.
Εκεί που πήγαινε τις κούτσες,
ο Μάρκος δώδεκα ετών ήτονε αντράκι,
τον μπάνισε μια Κρητικιά σερνικανάφτρα,
τον γονατίζει κάτου
και τον μαθαίνει
ούλα τα μυστικά των αχράντων Μυστηρίων.
Έτσι, ξεβγαίνει ο Μάρκος ένα σερνικαδάκι από δαύτην, Σεβνταλίδικο.
Κι όπως λοιπόν αλλάζει μέσα του η Λίμπιντο
και καταλαβαίνει τι σημαίνει Γυναίκα,
ούλη μέρα τραγούδαγε κι ούλη μέρα ήτο στα βουνά,
ν’ ακούσει τη μουσική απ’ τα πουλιά.
Και κει πάνω στην Άνω Σύρα,
ήτο μια κοτρώνα μεγάλη,
την κυλάει τον κατήφορο,
πέφτει σε μια στέγη απάνω, την γκρεμίζει.
Φοβήθηκε ο Μάρκος,
επήρε ένα Παπόρο κι ήρθε στον Περαία.
Εκείθεν τον περιμένει άλλος κύκλος ζωής:
Αγωγιάτης, Χαμάλαρος, Καρβουνιάρης. Χασάπης….
Βέβαια είχε ακούσει τον Αϊβαλιώτη
και τον Σκούρτη να παίζουν Μπουζούκι.
Και λέει στα 17 του :
– Θα μάθω Μπουζούκι ή θα κόψω τα χέρια μου
με τη στατίρα..
Μέσα σ’ έξι μήνες θα μάθει τέλεια. Αμοναχός του.
Στα 19 του θα παντρευτεί,
την ωραιότερη γυναίκα που έχει γεννήσει η Ελλάδα.
Στα Απομνημονεύματα την λέγει Ζιγκοάλα.
Δεν είναι Ζιγκοάλα.
Είκοσι χρόνια έψαχνα να τη βρω.
Είναι η Ελένη Μαυροειδή κι είναι από την Μάνη.
Αυτή είχε τρία αδέλφια γκαμηλιέρηδες.
Και πάνε κει πέρα οι γκαμηλιέρηδες
και του λένε: – Ή την παίρνεις ή σε σφάζουμε…
Και την παντρεύτηκε.
Δε λέμε άλλα…..
Και την βρήκα στα εξήντα της και της λέγω:
– Είσαι η Ελένη Μαυροειδή;
Και με λέγει:
– Αν αγαπάς τον Μάρκο θα είσαι μπεσαλής. Γι’ αυτό δεν θα με προδώκεις…
Είχα μια φωτογραφική μηχανή.
Δεν την τράβηξα φωτογραφία. Δεν την πρόδωσα.
Φανταστείτε σήμερα,
να είχαμε την φωτογραφία αυτής της γυναίκας,
που ο Μάρκος έγραψε τα ωραιότερα τραγούδια του,
και τα σκληρά και τα μαλακά.
Σ’ όλη του τη ζωή ήτο ερωτευμένος.
– Παλιοπουστρού Γυναίκα….Την ήλεγε.
Με χίλιες γυναίκες επήγε. Αυτήνα ήθελε.
Οι τσιγγάνες ρίχνανε την πραμάτεια στα πόδια του.
Εκεί αυτός. Νταλκάς.
Το 1932 φωνογραφεί το: Στο Φάληρο που πλένεσαι,
και το 1937 φωνογραφεί το: Καραντουζένι,
που πούλησε 7.000 δισκάρια…
Όταν τότες τα 300 ήτο υπερπλούσια πούληση…
Αλλά για να μπει το Μπουζούκι στην Γρεκιά,
(τότες ήταν οι οπερέτες και τα ελαφρά τραγούδια του Γιαννίδη, του Σουγιούλ κ.λπ), ήρθε τότες εν δισκάριον,
ένα Μπουζούκι από το Αμέρικα,
του Τζακ Γρηγορίου ή Χαλικιά.
Αυτό ήτο το: Μινόρε του Τεκέ.
Ετούτο είναι ακόμα αξεπέραστο Ασμάτιο….
Δεν έχει λόγια, είναι σόλο. Βιβάλντι είναι. Αλμπινόνι είναι.
Και αυτό ήφερε σοκ μέσα στην Γρεκιά…
Κι ο Περιστέρης είπεν:
– Πρέπει να βάλουμε Μπουζούκι…
Και του είπανε υπάρχει ένας Μάρκος.
Και πήγε και τον ευρήκε στην Ανάσταση στον Πειραιά
σε μια ταβέρνα του Σαραντόπουλου.
Ο Χαβάς εξεκίνησεν…
Μάρκος Συμπαντάρχης…Ο Ένας…
Απού ήπαιζε το πένταθλο…
Ήφκιανε τη μούζικα, βάραγε το τρίχορδον,
έγραφε τα στιχάκια, τα τραγούδαγε και τα χόρευε.
Πένταθλον.
Ο Άλλος ήτο ο Στράτος Παγιουμτζής απ’ τ’ Αϊβαλί.
Ακόμα και σήμερο δεν υπάρχει τέτοια φωνή
στον Ντουνιά.
Είναι η καλύτερη…Σημαντικότερη…Θεόθεν…
Κι αυτός έγραφε στίχους και μουσική.
Επίσης ήταν ο Ανέστος Δελιάς, μαγκάκος ο μικρός,
που κι αυτός τραγουδούσε και συνέθετε.
Αυτόν τον Δελιά πρέπει να σας το ειπώ,
Τον ηγάπησε μια πουτάνα ’πο τα Βούρλα.
Και για να τον κερδίσει,
από την πολλή αγάπη απού τούχε,
του ’ριχνε το βράδυ κοκαΐνη και το πρωί ηρωίνη στην μύτη
και τον ήκανε ναρκομανή.
Και πόθανε πολύ μικρός.
Ένας από τους καλύτερους.
Άφησε αρκετά Ασμάτια..
Και ο Τέταρτος ήτο ο Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης ή Ζωρζ Μπατέ,
γιατί είχε Χοροδιδασκαλείον και Παλαιοπωλείον στον Περαία…
Ζωρζ Μπατέ: Χωρατατζής…Φιλόσοφος…Τσικηρικιτζής…
Ήπαιζε το Μπαλαμούτι με ημίψηλο, ρεντικότα,
και στο πέτο απουκάτου είχεν παράσημα.
Κορυφαίος κι αυτός.
Αυτή η Πειραιώτικη Τετράς είναι το ακρεφνές Ρεμπέτικο.
Πρέπει να σας ειπώ, ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία
κράτησε 30 χρόνια…
Το ρεμπέτικο είκοσι. 1915-1935.
Το 1936 ήρθε ο Μεταξάς,
οπότε πλέον αυτολογοκρίθηκαν οι Δημιουργοί,
οι Μαστόροι,
και πάμε μετά στο άλλο Ρεμπέτικο, το λογοκριμένο.
Είκοσι χρόνια φτάσαν,
για να πάρει έκταση το Ρεμπέτικο Παγκόσμια.
Πάμε τώρι να σας ειπώ πώς τον γνώρισα ελόγου μου.
Με τον αδελφό μου τον Γκαλιούρη είμασταν μπατήρια.
Κι όπως είμαστε μπατήρια,
ανακάλυψα ότι ο Μάρκος ήτο στην Νίκαια.
Οποία παρηγορία…
Εσηκώθηκα, πήγα και τον ήβρηκα.
Με τα πόδια.
Γιατί δεν είχα εισιτήριο για το λεωφορείο –
το διφραγκάκι…
Πήγα εκεί λοιπόν
κι άντε την μια,
άντε την άλλη: Δεθήκαμε.
Μου λέγει κάποια στιγμή, ότι του αρένουν
τα γαρούφαλα…
Έμπαινα γω στο 3ο Νεκτροταφείο,
ήκλεβα γαρούφαλα και του τα πάγαινα.
Και γενήκαμε Φίλοι.
Μετά ’πο τρία χρόνια,
μου τόσκασε :
Πού ήτο το Κονάκι του Στράτου Παγιουμτζή
και μου λέγει :
– Το βλέπεις τ’ όρος Αιγάλεω εκεί αψηλά;
– Το γλέπω…
– Το βλέπεις το παράπηγμα με τους πάφλες;
– Βλέπω.
– Εκεί είναι ο Στράτος.
Σαν Δαρείος στη μάχη της Σαλαμίνας.
Πάγω κει πάνω…
Τον θωρρώ…
Κάμουμε γνώρα…
Την άλλη φορά ήταν με την γυναίκα του,
την οποία προσφωνούσε Κασόμπρα.
Πάγω λοιπό ξάνα εκεί
και την δεύτερη φορά φάγαμε φασουλάδα
κι ήπιαμε ένα μπουκάλι κρασί.
Ήτο ένα παράπηγμα από πάφλες και σίκαλη.
– Εδά Φίλε Γιωργή, είναι το Ντιβάνι του Μάγκα.
Δω ’χει πλαγιάσει ο Μάρκος. Ο Μπάτης. Το Ανεστάκι….
Και στα ενδότερα Γιωργή: Η νυφική παστάδα…
Ήτο στρωμένη Μπαλαμούτια….
Μια μέρα μου δίνει ο Πετανίτης – Οπερατέρ,
μια μπομπινίτσα 35mm φιλμ έγχρωμο.
Είχα μια παλιομηχανή,
πάω στον Χατζηπάρα στην Κάνιγγος,
μου το κόβει σε τρία κομμάτια,
το βάνει στο καρουλάκι,
πάγω στον Μάρκο
και του τραβάω δέκα τρεις φωτογραφίες έγχρωμες.
Τις τύπωσα,
την άλλη μέρα ξαναπήγα,
του τις άφησα – με γαρούφαλα πάντοτε,
ήβγαλε και μου ’δωκε το φυλαχτό του,
απ’ την κιμπάρικη φανέλλα,
μου το ’σφιξε στη χέρα…
– Άμε στο καλό…
– Τον ξανάδα… Και τον ξανάδα…
Ατέλειωτες ώρες στη Υπόγα…
Αυτές οι έγχρωμες φωτογραφίες σήμερο,
είναι Μουσειακής αξίας.
Διότι ο Μάρκος δεν φωτογραφήθηκε ποτές έγχρωμος.
Και δύο από αυτές έχουν την εμορφιά της ζωγραφιάς
και της ποιήσεως του Γύζη.
Ο Μάρκος πόθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972.
Είχε πει:
– Δεν θα με θάψετε,
αν δεν έρθει ο αδελφός μου ο Αργύρης…
Από το Αμέρικα.
Ο αδελφός του ο Αργύρης,
ήπαιζε το πεντάχορδο μπουζούκι.
Μετά είναι ο Χιώτης με το τετράχορδο.
Ήρθε ο Αργύρης και τον είδε ποθαμένο.
Έτσι τέλειωσε η ζωή του Συμπαντάρχη
στα 67 του χρόνια…
Μια ζωή σπαρμένη από:
Λεβεντιά,
Ασικλίκι,
Έρωτες
και μεγάλο Πόνο.
************************************************
Αναστενάζω και πονώ [Παπαγκίκα]
Αναστενάζω και πονώ λυπούμαι και δακρύζω
Δεν έχω άλλον από εσέ να ελπίζω
Ανοίξετε τα μνήματα
Ανοίξετε τα μνήματα τα κόκαλα σκορπίστε
τον πλούσιο απ’ τον πτωχό να δείτε αν θα γνωρίστε.
Από τα γλυκά σου [Παπαγκίκα]
Από τα γλυκά σου μάτια τρέχει αθάνατο νερό
και σου ζήτησα λιγάκι και δε μου ‘δωσες να πιω.
Αφού εσύ με μίσησες [Νούρος]
Αφού εσύ με μίσησες το παν θα σε μισήσει
κι ο μισεμένος άνθρωπος δεν πρέπει για να ζήσει
Βαρύτερα απ’ τα σίδερα, Μπουρνοβαλιό [Παπαγκίκα]
Βαρύτερα απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ με μιαν αγάπη που ‘χα
ετούτο είναι το βάσανο κι όχι τα περασμένα
ανοίξανε παλιές πληγές και στάζουν μαύρο αίμα
Την μια φωτιά άλλη φωτιά στο πόνο άλλος πόνος
σε τόσα βάσανα γιατρός ο χάρος είναι μόνος
Βόσπορος [Νταλγκάς]
Η Πόλη και ο Βόσπορος είναι τ’ όνειρό μου
εκεί μένει η αγάπη μου, εκεί το βάσανό μου
Για δες τα χρόνια αυτά [Ρούκουνας]
Για δες τα χρόνια αυτά ο άνθρωπος τίποτα δεν κερδίζει
βάσανα κι αναστεναγμούς το στήθος του γιομίζει
Για μένα η μέρα [Παπασιδερής]
Για μένα η μέρα χάνεται κι ο ήλιος χαμηλώνει
και της καρδιάς αυξάνονται τα βάσανα και οι πόνοι
Για σένα κλαίγω μάνα (Της ξενιτιάς ο πόνος) [Νταλγκάς]
Για σένα κλαίγω μάνα μου γλυκιά και υποφέρω μες στην ξενιτιά
δε θέλω, μάνα, ποτέ να κλάψεις για το παιδί σου
κερί να ανάψεις για το παιδί σου κερί να ανάψεις
Γνώρισα φίλους κι έλεγα [Ρούκουνας]
Γνώρισα φίλους κι έλεγα πως πάντα μ’ αγαπούσαν
μα αυτοί μπροστά μου γέλαγαν και πίσω με μισούσαν
Δάκρυα τρέχουν σαν φωτιά [Ρούκουνας]
Δάκρυα τρέχουν σαν φωτιά γύρω στα μάγουλά μου
και πέφτουνε στο στήθος μου και κάβουν την καρδιά μου
Είμαι ορφανός [Κώστας Ρούκουνας ή Σαμιωτάκη]
Είμαι ορφανός από παιδί, δεν έτυχε να δούνε
και μένα τα ματάκια μου μάνα για να χαρούνε
Έτσι μου ήτανε γραφτό γονιούς να μη γνωρίσω
ούτε αδέλφια κι αδελφές και ορφανός να ζήσω.
Βλέπω μανάδες με παιδιά και καίγεται η καρδιά μου
και με παράπονο πολύ κλαίγω τη μοναξιά μου
Όλο με αχ κι όλο με βαχ οι μέρες μου περνάνε
και πάντα βρίσκομαι ορφανός στην κλίνη που κοιμάμαι
Η τύχη μου [Εσκενάζη Ρόζα] Gkazeli Arampi ousak
Η τύχη μου με δίκασε να ζω βασανισμένα
ποτές μου δεν εγέλασε τ’ αχείλι μου και μένα
Κάθε στιγμή τα μάτια μου [Σωφρονίου]
Κάθε στιγμή τα μάτια μου βρίσκονται δακρυσμένα
το πήρα πια απόφαση πως θα χαθώ για σένα
Καρδιά μου γίνε σίδερο [Ρούκουνας]
Καρδιά μου γίνε σίδερο καρδιά μου γίνε αμόνι
να σε βαστούν αλύπητα τα βάσανα κι οι πόνοι
Βάστα καρδιά χτυπήματα μη λιώσει το κορμί σου
γιατί πολλοί θα το χαρούν για την καταστροφή σου
Βάστα καρδιά βαριά χτυπήματα
Κρυφή πληγή, (Τζιβαέρι) [Νούρος]
Κρυφή πληγή αδύνατον να αφήσω, αχ τζιβαέρι μου,
γιατί σ’ αυτήν την συμφορά εσύ ‘σαι η αιτία
Λησμόνησε ολότελα, ταμπαχανιώτικος [Καρίπης]
Λησμόνησε ολότελα μην έχεις πια ελπίδα
και πες που δε σε γνώρισα ούτε ποτές σε είδα
Μου λένε να μη σ’ αγαπώ, ταμπαχανιώτικος μανές [Γ.Τσανάκας]
Μου λένε να μη σ’ αγαπώ τους λέγω τι να κάνω
που ‘χω μια ώρα να σε ιδώ το νου μου τον εχάνω
Μπάτης ο δερβίσης [1932] [Μπάτης]
Τέρμα θα ρίξω στη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω
γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον απάνω
Ξαπλώσετέ με νεκρικά, πειραιώτικος μανές [Παγιουμτζής Στράτος]
Ξαπλώσετέ με νεκρικά και σκίστε την καρδιά μου
και βγάλτε μου τον σάρακα που τρώει τα σωθικά μου
Ο φθισικός [1936] [Ρούκουνας]
Μάνα μου, ρίζωσε βαθιά η φθίση στο κορμί μου
και λίγο λίγο προχωρεί στο θάνατο η ζωή μου
Όσο και αν αμάρτησα [Εσκενάζη Ρόζα]
Όσο και αν αμάρτησα άλλη είναι η αιτία
αφού ο κόσμος ψεύτισε και είναι όλο ατιμία
Όσοι με βλέπουν που γλεντώ [Παπάζογλου Αγγελική]
Όσοι με βλέπουν που γλεντώ ποιος ξέρει τι νομίζουν
μα εμένα τα ματάκια μου καθημερνώς δακρύζουν
Όταν πονάς και δεν το λες, σαμπάχ μανές [Εσκενάζυ]
Όταν πονάς και δεν το λες νομίζεις πως θα γιάνεις
χειροτερεύεις πιο πολύ μπορεί και να πεθάνεις
Όχι δεν παραδέχεσαι [Β.Σωφρωνίου]
Όχι δεν παραδέχεσαι δάκρυα δεν πιστεύεις,
κορμί που χάνεται για σε γιατί να το παιδεύεις
Πάντα αποφεύγω τη φωτιά [Παπασιδέρης]
Πάντα αποφεύγω τη φωτιά μα η φλόγα της με καίει
σε ποιον να παραπονεθώ που η τύχη μου τα φταίει
Πάντα με σέβας περπατώ [Ψαματιανός]
Πάντα με σέβας περπατώ κι όλο τη γη κοιτάζω
τον κόσμο εγεννήθηκα καρδιές να δοκιμάζω
Πες μου βρε Χάρε να χαρείς [Παπασιδέρης]
Πες με βρε Χάρε να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι
σαν αποθάνω ο πόνος μου θα γιατρευτεί στον Άδη
Πνοή πλέον δεν μ’ άφησες [Νούρος Κώστας]
Πνοή πλέον δεν μ’ άφησες και τη φωτιά ν’ αντέξω
γιατί συ με τυραννείς δίχως εγώ να φταίξω
Πρέπει να σκέφτεται κανείς, Γκαζελί νεβά σαβάχ [Ρίτα Αμπατζή]
Πρέπει να σκέφτεται κανείς την ώρα του θανάτου
ότι θα μπει στη μαύρη γης και σβήνει τ’ όνομά του
Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά [Νταλγκάς]
Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά το καθετί πεθαίνει
σκέψου και συ ω άνθρωπε πως μια κακία μένει
Σαν τ’ ασβησμένο κάρβουνο, νεβά ραστ μανές [1935] [Ρούκουνας]
Σαν τ’ ασβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου
απ’ τα πολλά μου βάσανα κι από τα δάκρυά μου
Σε βλέπουν τα ματάκια μου [Καρίπης]
Σε βλέπουν τα ματάκια μου και μου περνάει ο πόνος
αδύνατο ‘ναι μάτια μου να ζήσω πλέον μόνος
πνοή δεν έχω για να ζω και στήθος για να αντέξω
μη με παιδεύεις άδικα με δίχως να σου φταίξω
Σε θυμούμαι [Κώστας Ρούκουνας]
Σε θυμούμαι και πικρά τρέχουν τα δάκρυά μου
μα δύναμη δεν έχουνε να σβήσουν τη φωτιά μου
Στον κόσμο αυτό δεν έμεινε [Κ. Ρούκουνα ή Σαμιωτάκη]
Στον κόσμο αυτό δεν έμεινε άνθρωπος να μην έχει
άπονο φίλο ύπουλο να τον εκαταστρέψει
Τέτοια μια έρημη ζωή (Τζιβαέρι) [Μαγκίδου]
Τέτοια μια έρημη ζωή, τζιβαέρι μου, εμένα τι αξίζει
αφού η δόλια μου καρδιά δεν έχει να ελπίζει
Τέτοια πληγή που έχω εγώ [Παναγής]
Τέτοια πληγή που έχω εγώ είναι μεγάλο ντέρτι
γιατρός είναι ο θάνατος τον καρτερώ να έρθει
Την ξενιτιά, την ορφανιά [Παγιουμτζής Στράτος]
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα και τη λύπη
όλα μου τα ‘δωσε ο θεός κανένα δεν μου λείπει
Τι ωφελεί τον άνθρωπο [Σωφρονίου]
Τι ωφελεί τον άνθρωπο όσα και ν’ αποκτήσει
αφού θε να ‘ρθει μια στιγμή τα μάτια του να κλείσει
Τον χάρο τον ρωτήσανε [Ατραΐδης Δημήτρης]
Τον χάρο τον ρωτήσανε πεντ’ έξι μερακλήδες
δίχως κρασί πως την περνούν στον Άδη οι μπεκρήδες
Τύχη πώς με κατήντησες [Παπάζογλου Αγγελική]
Τύχη πώς με κατήντησες δε θέλω πια να ζήσω
… και βάσανα για να τα πω να σβήσω
Φίλοι πια δεν υπάρχουνε [Ρούκουνας]
Φίλοι πια δεν υπάρχουνε να σ’ αγαπούν με πόνο
αν σ’ αγαπάει και κανείς για το συμφέρον μόνο
Χτυπώ νεκροί [Παγιουμτζής Στράτος]
Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου να μπω για να σκουπίσω
τον τόπο τον παντοτινό όπου θα κατοικήσω
Ψεύτη ντουνιά [Μαρίκα Νίνου]
Ψεύτη ντουνιά και άπιστε δεν έχεις μπιστοσύνη
ούτε θεό φοβάσαι πια ούτε δικιοσύνη
Ψεύτισε πλέον ο ντουνιάς [Κώστας Ρούκουνας]
Ψεύτισε πλέον ο ντουνιάς δεν έχει πια φιλία
μόνο στα πλούτη σ’ αγαπούν κι όχι στη δυστυχία
Οι συγγενείς κι οι φίλοι μου είναι τα τάλιρα μου
που περπατώ ντερβίσικα και χαίρεται η καρδιά μου
Όποιος τα φράγκα σήμερα στην τσέπη του δεν τα ‘χει
σε τούτο το ντουνιά εδώ φιλία δεν υπάρχει
Ως και αυτού η τύχη μου, (Τζιβαέρι) [Ρούκουνας]
Ως και αυτού η τύχη μου θέλει να μη ‘μποδίσει, αχ τζιβαέρι μου,
να χάσω κείνο που ‘λπιζα κι έρημο να μ’ αφήσει
Ως πότε πια η τύχη μου, νεβά χετζάζ μανές [Μαρίκα Πολίτισσα]
Ως πότε πια η τύχη μου θα μ’ έχει δικασμένο
να σέρνομαι στην ξενιτιά σαν φύλλο μαραμένο