Tου Γιώργου Ρακκά από το newshub.gr
Αίσθηση έχει προκαλέσει η εμμονή του Ερντογάν με την Αγία Σοφία και την επαναλειτουργία της ως τζαμί, κάτι που επιδιώκει τις τελευταίες εβδομάδες μετά μανίας. Η Ελλάδα θα έπρεπε ήδη να έχει ξεσηκωθεί. Η Αγία Σοφία είναι μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που εντάσσεται στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμού, και αν εκείνοι που αξιώνουν την συνέχειά του δεν το υπερασπίζονται τότε ποιος θα το κάνει;
Οι ήπιες ελληνικές αντιδράσεις δεν είναι απλά ένα ακόμα δείγμα της υποχωρητικότητας των ελληνικών ελίτ εναντίον της Τουρκίας. Αρνούμενη να υπερασπιστεί την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, η ηγεσία της χώρας, παρουσιάζεται στα μάτια όλου του υπόλοιπου πλανήτη ως ανίκανη να διαχειριστεί τις οικουμενικές διαστάσεις του· ένα μεγάλο κληροδότημα στα χέρια ενός μικρού επιγόνου.
Σε μια εποχή όπου όλοι οι πόλοι ισχύος του πλανητικού συστήματος υλοποιούν πολιτική ‘ιστορικού και πολιτισμικού βάθους’, η Ελλάδα όπως φαίνεται περίτρανα και από την επίσημη Επιτροπή του 1821 αρνείται να αναδείξει την ιστορική της συνέχεια. Τι άλλο όμως κάνουν τα υπόλοιπα κράτη: Ο νέος ‘δρόμος του Μεταξιού’ της Κίνα η ευρασιατική ηγεμονία που αξιώνει ο Πούτιν, ο νέο-οθωμανισμός του Ερντογάν, αλλά και ο τρόπος που επαναδιατυπώνει ο Μακρόν το γκωλικό σχήμα της ισχυρής Γαλλίας μέσα σε μια ισχυρή Ευρώπη, είναι δείγματα αυτής της στροφής.
Αυτή η διάσταση είναι καίριας σημασίας για το παιχνίδι που εξελίσσεται στην Νοτιανατολική Μεσόγειο: Καθώς περνάμε από τον μονοπολικό στον πολυπολικό κόσμο και η πλανητική πρωτοκαθεδρία της Δύσης κάμπτεται, αναδεικνύεται στην συγκεκριμένη περιοχή ένα κενό ισχύος. Ποιος θα (αναδι)οργανώσει τον συγκεκριμένο χώρο, τώρα; Αυτό είναι το ερώτημα. Η Άγκυρα θέτει την υποψηφιότητά της ισχυριζόμενη ότι το ίδιο έπραττε και στο ένδοξο οθωμανικό της παρελθόν.
Η Ελλάδα δεν της έχει απαντήσει στο επίπεδο αυτό. Εκείνο που μόνο ζητά, είναι η Τουρκία να σεβαστεί το ‘Διεθνές Δίκαιο’. Εκείνο που οι εγχώριοι κύκλοι διακυβέρνησης δεν έχουν συνειδητοποιήσει, είναι ότι για να αναβιώσει το ‘οθωμανικό παρελθόν’ εμπόδιο στέκονται τα… κεκτημένα του 1821. Δηλαδή ότι υπάρχει ένα ελληνικό κράτος που λειτουργεί ως σφήνα και εμποδίζει την προς δυσμάς επέκταση της τουρκικής ισχύος.
Άρα αυτονοήτως, η Τουρκία θα κινηθεί αναθεωρητικά, και θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει την ισχύ της για να δημιουργήσει νέα δεδομένα διεθνούς δικαίου σε βάρος της Ελλάδας, κάτι που θα της επιτρέψει να παίξει ρόλο οργανώτριας δύναμης στην ευρύτερη περιοχή. Με λίγα λόγια, η επιθετικότητά της είναι μια αναπόδραστη συνέπεια της ίδιας της δυναμικής της. Εδώ ακριβώς κρύβεται και το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της εμμονής του Ερντογάν με την Αγία Σοφία.
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ των ελλαδικών ελίτ, είναι ότι αυτές οι κινήσεις κρύβουν από πίσω τους έναν τακτικισμό που γίνεται για ‘εσωτερική κατανάλωση᾿. Ο Ερντογάν θέλει να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την χείριστη διαχείριση της οικονομίας αλλά και της πανδημίας, και κινητοποιεί τα σωβινιστικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων του. Αυτά πάνω κάτω λέει η (αυτο)κατευναστική καραμέλα.
Αυτή η περίφημη ‘εσωτερική κατανάλωση’ κρύβει εντούτοις κάτι πολύ παραπάνω από έναν πολιτικάντικο τακτικισμό. Οι υπερασπιστές αυτής της θεωρίας, θα πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί, πέραν του δικού του εκλογικού ακροατηρίου, ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα συσπειρώνει και την αντιπολίτευση γύρω από το κράτος, αίροντας τις κατά τα άλλα ασυμφιλίωτες αντιθέσεις μεταξύ της κοσμικής Τουρκίας και της ισλαμικής.
Ο περίφημος ‘αντι-Ερντογάν’ Εκρέμ Ιμάμογλου, που υποτίθεται ότι σκίζει τα ρούχα του για την ‘εργαλειοποίηση’ της Αγίας Σοφίας από τον Ερντογάν, δήλωσε στις 29η Μαΐου 2020, κατά την επέτειο της οθωμανικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης: «θα γίνει μία πόλη όπως την ονειρεύτηκε ο Πορθητής». Μπορεί στη συνέχεια, να επανέλαβε ορισμένα κλισέ περί ανοχής και πολυπολιτισμικότητας, εντούτοις, το σημείο αναφοράς παραμένει «ο Πορθητής».
Σε μια δημοσκόπηση που διεξήχθη στην Τουρκία πριν από μερικές μέρες, και δημοσιοποιήθηκε και στις δικές μας εφημερίδες, τα ποσοστά υπέρ της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι ή αγγίζουν την πλειοψηφία υπερκομματικά: Συντριπτικά προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος –το 90% των ψηφοφόρων του Ερντογάν, το 90% εκείνων του Μπαχτσελί, το 70% των ψηφοφόρων της Ασκενέρ· ένα 40% της εκλογικής βάσης του Κεμαλικού CHP συμφωνεί μαζί τους, πράγμα που δεσμεύει και τους κεμαλιστές προς την ίδια κατεύθυνση.
Αυτό συμβαίνει γιατί η αντίθεση με τους Έλληνες είναι για τους Τούρκους ιδρυτική στιγμή της δικής τους κρατικής συγκρότησης: Η φάση της οθωμανικής αυτοκρατορίας εγκαινιάζεται με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οπότε το οθωμανικό κράτος παύει να είναι ένα μπεϊλίκι και φορά τα γεωπολιτικά ρούχα του Βυζαντίου. Το σύγχρονο τουρκικό κράτος δε, συγκροτείται στις αρχές του 20ου αιώνα, πάνω στην γενοκτονία των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Η επιθετικότητα, επομένως, δεν είναι σύμπτωμα ή πράξη εκτόνωσης των κρίσεων που καταλαμβάνουν την Τουρκία, αλλά αποτελεί τον ίδιο τον κινητήρα της εθνικής της ολοκλήρωσης. Αυτό που έχει να μας διδάξει η ιστορία –και του 1821 παρεμπιπτόντως– είναι ότι σε αυτό το ανταγωνιστικό δίδυμο, η άνοδος του ενός είναι η πτώση και η καταστροφή του άλλου. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, από πολύ νωρίς η τουρκική εθνική διαμόρφωση συντελέστηκε παρασιτικά ως προς εκείνην του ελληνισμού. Πρόκειται συν τοις άλλοις και για δυο αξιακά διαφορετικούς κόσμους που συγκρούονται, όταν το ενοποιητικό στοιχείο των μεν είναι οι αγώνες για την απελευθέρωση, των δε, για την κατάκτηση.
Το τουρκικό σενάριο, λοιπόν, για την αναβίωση της τουρκικής περιφερειακής ηγεμονίας που υλοποιείται στις μέρες μας περνάει, στην κυριολεξία από πάνω μας. Και είναι τόσο νευραλγική η ανάγκη της δορυφοριοποίησής μας που μόνο εμείς μπορούμε να το σταματήσουμε εφόσον την αποφύγουμε.
Η επιβίωσή μας, ή ο περιορισμός τους, λοιπόν και από αυτό το στοίχημα θα κριθεί αν η ευρύτερή μας περιοχή θα διατηρήσει κάτι από τον ιστορικό της χαρακτήρα.
Αν θα παραμείνει δηλαδή σύνορο των κόσμων που εξισορροπώντας τον ανταγωνισμό αναμεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, επιτρέπει με αυτόν τον τρόπο στην όσμωση και όχι την σύγκρουση των πολιτισμών. Μια πολιτική την οποία είχε περιγράψει ο Καποδίστριας για τον διεθνή ρόλο της Ελλάδας και που επί της ουσίας ήταν αναβίωση του γεωπολιτικού ρόλου που έπαιζε το Βυζάντιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ή αν από την άλλη μέσω της γιγάντωσης της τουρκικής επιρροής, αλλά και των κυμάτων της σαρωτικής μετανάστευσης που προέρχονται από την ασιατική Ανατολή και τον Αφρικανικό Νότο, αλλάξει ριζικά χαρακτήρα αφομοιούμενη πρώτα πολιτικά, κι έπειτα δημογραφικά και πολιτιστικά στην Ανατολή.
Δεν είναι, δηλαδή, μόνον ένα στοίχημα για την γεωπολιτική ύπαρξη των Ελλήνων, που μπορεί να συμπαρασύρει σε συμμαχία και τα άλλα έθνη τα οποία απειλούνται από την νεο-οθωμανική εξάπλωση. Είναι και το στοίχημα υπεράσπισης ενός ολόκληρου πολιτισμού, και της διαφορετικότητάς του, η οποία απειλεί να συνθλιβεί καθώς η Ανατολή μετακινείται προς την Δύση.
Τι σημαίνουν όλα αυτά. Ότι τα επιχειρήματα της ‘κατευναστικής παράταξης’ προσβάλλονται πλέον από την ίδια την πραγματικότητα και διαψεύδονται στο ισχυρό σημείο τους. Μια υποχώρηση έναντι της Τουρκίας, όσο σοβαρή κι αν είναι, δεν πρόκειται να την σταματήσει ούτε καν προσωρινά. Αντίθετα θα επιταχύνει την πορεία της προς το Νέο Σουλτανάτο, κάτι που θα ενισχύει την υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Ο κατευνασμός ως εκ τούτου, όχι μόνον είναι ανεδαφικός αλλά λειτουργεί με αντίθετο τρόπο από αυτόν που ισχυρίζονται οι οπαδοί του: Είναι για ‘εσωτερική κατανάλωση’, λειτουργεί ως αυτοκατευνασμός της δικής μας πλευράς, και άρα, παίζει ανασταλτικό ρόλο στην κατάρτιση οποιασδήποτε άλλης εθνικής στρατηγικής.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το τι θα μπορούσε να υποκαταστήσει την κατευναστική πολιτική και τους μηχανισμούς παραγωγής πολιτικής που έχει δημιουργήσει. Δηλαδή τα ιδρύματα όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, την επιρροή που έχει χτίσει μέσα στο ελληνικό διπλωματικό σώμα ή τις σχολές διεθνών σχέσεων των Πανεπιστημίων.
Οι κραυγές οποιασδήποτε δημαγωγίας αποκλείονται, διότι η αποτροπή κρίνεται εκ του αποτελέσματος και όχι εκ των προθέσεων. Ζητείται επομένως να συντελεστεί μια ‘πορεία μέσα από τους θεσμούς’ , η οποία να συμβεί μάλιστα γρήγορα, και να τους αναδομήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το αίτημα της κοινωνίας για αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, έχει εκφραστεί, στις ηγεσίες και τους θεσμούς χωλαίνουμε.
Χρειαζόμαστε ένα «πατριωτικό ΕΛΙΑΜΕΠ», τμήματα Διεθνών Σχέσεων που να μην κυριαρχεί το his master’s voice αλλά να χτίζουν το θεωρητικό βάθος της ελληνικής αποτροπής. Απαιτείται και ένα συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής που θα εξασφαλίζει την συνέχεια της εθνικής μας στρατηγικής ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία.
Για να συμβούν όλα αυτά, υπάρχει η εξής παράδοξη προϋπόθεση. Απαιτείται εκσυγχρονισμός σύσσωμου του ελληνικού κράτους, του πολιτικού συστήματος που πρέπει να αναβαθμιστούν θεαματικά αν θέλουν να αντιμετωπίσουν την τουρκική επιθετικότητα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν το ζητούμενο μέσα στην κρίση;
Αντίθετα αν η κυριαρχία του κατευνασμού επιβεβαιωθεί, συνεπάγεται στασιμότητα σε όλους τους τομείς. Θα συνεχίσουμε στην μικροπολιτική πεπατημένη του πολιτικού συστήματος, και την θεσμική, οικονομική και πολιτιστική κακομοιριά, αφού ούτως ή άλλως θα έχουμε θέσει πολύ χαμηλά τον πήχη και τις προσδοκίες για την Ελλάδα. Ένα κράτος-δορυφόρος, φινλανδοποιημένο, δεν έχει λόγο να εκσυγχρονιστεί, μπορεί και να παραμείνει κακομοίρικο.
Οι υπερβάσεις, ακόμα και αυτήν της αριστεράς με την δεξιά, ποτέ δεν συντελούνται στ’ όνομα της ίδιας της υπεράβασης. Χρειάζεται στόχος εθνικός, και αυτήν την στιγμή τον πιο ρεαλιστικό τον θέτει ο Ερντογάν με την επιθετικότητά του.
- Ο κ. Ρακκάς είναι Πολιτικός Επιστήμονας, με διδακτορικό στην Κοινωνιολογία. Είναι δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Θεσσαλονίκης από το 2014
1 ΣΧΟΛΙΟ
Εξαιρετικο αρθρο, απο τον κ. Ρακκα!