του Κ. Δημητρόπουλου, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Ο Δημήτρης Δημαλέξης γεννήθηκε στη Χιμάρα της Βορείου Ηπείρου το 1935. Έβγαλε τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου στη Χιμάρα, παρακολουθώντας μόνο τις ώρες διδασκαλίας που γίνονταν στην ελληνική γλώσσα και συμπληρώνοντας τις υπόλοιπες με μελέτη στο σπίτι. Ποτέ του δεν θέλησε να μάθει την αλβανική γλώσσα. Στην ηλικία των δέκα ετών και πριν εγκαταλείψει την Αλβανία, πρόλαβε να γνωρίσει την εξορία, όταν ολόκληρη η οικογένεια ( πλην του πατέρα, ο οποίος ήταν προγραμμένος από το καθεστώς, είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα από το 1944) εξορίστηκε για ένα χρόνο στην Κρούγια της Βόρειας Αλβανίας. Με
την επιστροφή στην Χιμάρα, ο Δημήτρης δραπέτευσε στην Κέρκυρα με την βοήθεια του πατέρα του, αφήνοντας πίσω μάνα και αδελφές. Τη μάνα του δεν την ξαναείδε από τότε, ενώ τις αδελφές του κατάφερε να τις συναντήσει 45 χρόνια αργότερα, το 1990. Η οικογένεια που απέμεινε στη Χιμάρα πέρασε τα πάνδεινα (φυλακές και εξορίες) κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η νοσταλγία για τον τόπο του και την οικογένεια του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του Δημήτρη Δημαλέξη.
Τελείωσε το δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στην Κέρκυρα και κατόπιν γράφτηκε οικότροφος στο ιεροδιδασκαλείο της Μονής Βελά στα Γιάννενα, όπου και πήρε το απολυτήριο Γυμνασίου και στη συνέχεια το δίπλωμα του δημοδιδασκάλου. Κατά τη φοίτηση του στη Βελά έλαβε ενεργό μέρος στις κινητοποιήσεις της μαθητικής και μαθητικής νεολαίας των Ιωαννίνων υπέρ του Κυπριακού αγώνα, ο οποίος εκείνη την περίοδο έφθανε στην κορύφωση του. Μετά την αποφοίτησή του, εγγράφηκε στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε στο τρίτο έτος για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά μαζί με άλλους συμπατριώτες του στην προετοιμασία μιας προσπάθειας απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου, ανάλογης με αυτής των κυπρίων αγωνιστών. Η προσπάθεια αυτή δεν έμελλε να υλοποιηθεί ποτέ και εγκαταλείφθηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Από τότε και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μεσολαβεί μια περίοδος συνειδητής αποχής από τα βορειοηπειρωτικά ζητήματα, τα οποία σταδιακά ολισθαίνουν προς την στασιμότητα και την πλήρη ταύτιση με στείρες «εθνικοπατριωτικές» κορώνες ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Η περίοδος αυτή είναι η πλέον γόνιμη για τον Δ.Δ. ο οποίος κάνει οικογένεια και εργάζεται ως δημοδιδάσκαλος περνώντας συνολικά μια εικοσαετία σε Κεφαλονιά, Ιθάκη και Εύβοια πριν καταλήξει το 1985 στην Αθήνα. Συνολικά άσκησε για περισσότερο από 30 χρόνια το λειτούργημα του δασκάλου, με τρόπο μοναδικό. Μετά τη μεταπολίτευση λαμβάνει ενεργό μέρος στους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες της εποχής, ενταγμένος στο ΠΑΣΟΚ. Στο διάστημα 1979-1983 διατελεί Πρόεδρος του Διδασκαλικού Συλλόγου Χαλκίδας, ενώ τη διετία 1981 -83 θητεύει στο Δ.Σ. της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Κατά την ίδια περίοδο είναι μέλος της Νομαρχιακής Οργάνωσης Εύβοιας του ΠΑΣΟΚ και υπεύθυνος έκδοσης της εφημερίδας Ευβοϊκή Αλλαγή. Το 1983 διαφωνεί με την πολιτική του κόμματος στο συνδικαλιστικό τομέα και διαγράφεται από αυτό. Συνεχίζει την ενεργό ενασχόληση του με το συνδικαλισμό ως ανένταχτος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Κατόπιν, με τη θεαματική αλλαγή των πολιτικών συνθηκών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, φθάνει το 1991 η στιγμή της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, με συνέπεια τη μαζική έξοδο του βορειοηπειρωτικού στοιχείων προς την Ελλάδα. Οι συνθήκες διαβίωσης των ομογενών οικονομικών προσφύγων στη χώρα μας είναι εκείνη την εποχή άθλια, αφού ζουν σε καθεστώς ημιπαρανομίας, χωρίς χαρτιά και χωρίς άδεια εργασίας. Ταυτόχρονα η μαζική έξοδος προς την Ελλάδα έχει οδηγήσει σε ουσιαστική ερήμωση των χωριών της Βορείου Ηπείρου από το βορειοηπειρωτικό στοιχείο.
Τα δύο αυτά αλληλένδετα προβλήματα, το ανθρωπιστικό και το εθνικό παρακινούν τον Δ.Δ. να επανασυστήσει την «Ένωση Χειμαρριωτών», η οποία στο διάστημα 1992-1998 εξελίσσεται σε έναν από τους πλέον δραστήριους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους της χώρας μας.
Πρώτη προτεραιότητα είναι πάντοτε η συνδρομή στην επίλυση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Για το σκοπό αυτό γίνονται προσπάθειες αφενός πιστοποίησης της ελληνικής εθνικότητας των προσφύγων της περιοχής της Χιμάρας και αφετέρου ομαλής ένταξής τους στο ελληνικό οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον. Ο
Δ.Δ. δημιουργεί μητρώο των 20.000 περίπου οικογενειών που κατάγονται από την περιοχή της Χιμάρας, το καταχωρεί ο ίδιος σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων (με επίπονη και χρονοβόρα προσωπική εργασία) και το χρησιμοποιεί για την έκδοση πιστοποιητικών ελληνικής καταγωγής με βάση τα οποία οι αρμόδιες ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν στους χιμαριώτες την ιδιότητα του ομογενούς. Ταυτόχρονα οργανώνει σειρά ανθρωπιστικών και δημοσιογραφικών αποστολών στην περιοχή της Χιμάρας, προκειμένου να ανακουφίσει τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό που έχει απομείνει στην περιοχή και να κάνει γνωστά στην ελληνική κοινή γνώμη τα σημαντικά ανθρωπιστικά και εθνικά προβλήματα που υφίστανται στην περιοχή της Χιμάρας. Πολλές από τις αποστολές αυτές έγιναν σε πραγματικά επικίνδυνες συνθήκες, ιδιαίτερα εκείνες της περιόδου της εξέγερσης στον αλβανικό νότο.
Για την προώθηση της επίλυσης του εθνικού προβλήματος (αναγνώριση της μειονότητας και των μειονοτικών δικαιωμάτων στην περιοχή Χιμάρας, κατάργηση του καθεστώτος διακρίσεων σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής) ο Δ.Δ. προχωρεί σε σειρά επαφών με τους πολιτικούς φορείς της χώρας μας, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε σειρά ημερήσιων και περιοδικών εντύπων προσπαθώντας να διατηρήσει στην επικαιρότητα το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Βόρεια Ήπειρο.
Η στάση ζωής του Δ.Δ. καθορίσθηκε από τον απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του ατόμου και την υπέρμετρα αναπτυγμένη αίσθηση περί ηθικής ακεραιότητας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Για την επιδίωξη του σκοπού αυτού καλλιέργησε και ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την άποψη της ανιδιοτελούς προσφοράς προς τους συνανθρώπους του, η οποία τον χαρακτήρισε ολόκληρο τον βίο του.