Αρχική » Κατευνασμός ή αποτροπή; Νεοθωμανική ή Ευρωπαϊκή στρατηγική;

Κατευνασμός ή αποτροπή; Νεοθωμανική ή Ευρωπαϊκή στρατηγική;

από Άρδην - Ρήξη

Η σύγκρουση στους κόλπους του ελληνικού –και όχι μόνον– κατεστημένου

Η χθεσινή δήλωση της Αριστοτελείας Πελώνη, εκπροσώπου τύπου της κυβέρνησης, μήπως θα πρέπει να ιδωθεί ως απάντηση στις δηλώσεις του υπουργού εξωτερικών, Νίκου Δένδια, στην Άγκυρα;  Σε ερώτηση δημοσιογράφου του Alpha, για την παρενόχληση του γαλλικού ερευνητικού σκάφους από τουρκικό πολεμικό σκάφος εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, σε περιοχή που άπτεται της πρόσφατης ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας περί ΑΟΖ, η κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωσε: «Δεν αναμένω κάτι, έχουμε πει επανειλημμένα ως προς τα ελληνοτουρκικά ότι εμείς επιδιώκουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και αποκλιμάκωση, το περιστατικό αυτό αφορά τη γαλλική πλευρά». 

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς και πολύ ευφυής για να αντιληφθεί ότι οι δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος από τις θέσεις που ο Νίκος Δένδιας εξέφρασε στην Άγκυρα.

Η ενόχληση του ελλαδικού κατεστημένου

Είχε προηγηθεί ένα Σαββατοκύριακο οξείας αντίδρασης των μεγάλων συγκροτημάτων Τύπου της χώρας στην στάση που είχε ο υπουργός εξωτερικών κατά την συνέντευξη τύπου με τον Τούρκο ομόλογό του, Μ. Τσαβούσογλου. Τον τόνο έδωσε ο ΣΚΑΪ το ίδιο βράδυ, όταν στο κεντρικό του δελτίο οι βασικοί του συντελεστές (Σία Κοσιώνη, Αλέξης Παπαχελάς) εμφανίστηκαν ιδιαίτερα ενοχλημένοι από τις ελληνικές θέσεις. Η βασική γραμμή των επιχειρημάτων τους, είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται ανυποχώρητη, μην μπορώντας όμως επί της ουσίας ούτε να προβλέψει, ούτε να ελέγξει τις τουρκικές αντιδράσεις. Ακολούθησε η επίθεση του συμβούλου του ΕΛΙΑΜΕΠ, Π. Ιωακειμίδη από τις σελίδες των Νέων του Σαββατοκύριακου, που απηύθυνε στον Νίκο Δένδια το υποτιμητικό «πρέπει να ξέρεις πότε να σιωπάς», σπεύδοντας να εξηγήσει ότι η προάσπιση των ελληνικών θέσεων ενώπιον της Τουρκίας συνιστά «διπλωματία του μεγαφώνου» (!;), η οποία κατά την εκτίμησή του «δεν οδηγεί πουθενά».

Παρόμοια ήταν και η θέση του Μιχάλη Τσιντσίνη στην Καθημερινή, το Σάββατο 17 Απριλίου 2021. Στο άρθρο του μαθαίνουμε ότι η δημόσια προάσπιση των ελληνικών θέσεων ενώπιον Τούρκων αξιωματούχων συνιστά… «συμβολική βία» (!;;!): «Η επίσκεψη Δένδια στην Αγκυρα εκτόνωσε την ένταση με την Τουρκία, διοχετεύοντάς τη σε συμβολική βία. Αλλά πολλή συμβολική βία».

Ο Ν. Δένδιας, κατά την εκτίμησή του «έδειξε να προσέρχεται στη σκηνή χωρίς το αυτολογοκριτικό φρένο, που χρησιμοποιείται συνήθως για να διασωθούν τα διπλωματικά προσχήματα. Το γεγονός ότι ο Ερντογάν τον είχε δεχθεί εκτός πρωτοκόλλου δεν μετρίασε την κατηγορηματικότητα με την οποία ο Δένδιας προέτεινε λίγο μετά, τις αιχμές των ελληνικών θέσεων». Σύμφωνα με τα όσα λέει, θα έπρεπε να είναι και χαρούμενος ο Δένδιας, που εδέησε να τον δεχθεί εντός πρωτοκόλλου ο Τούρκος Πρόεδρος –ο οποίος μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε απειλήσει την Κύπρο με… στρατιωτική απόβαση– και να καταπιεί τις ελληνικές θέσεις κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία.

Για τους επιφυλλιδογράφους των Νέων και της Καθημερινής, η ενδεδειγμένη ελληνική στάση οφείλει να κινείται στην «σχολή Μισέλ», ο οποίος άφησε σύξυλη την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να περιμένει όρθια κατά την συνάντηση κορυφής Ε.Ε. – Τουρκίας, «για να μην χαλάσουν οι εντυπώσεις». Αυτό αποτελεί και πάγια τουρκική θέση, αναφορικά με τις επισκέψεις ξένων αξιωματούχων στην γειτονική χώρα: Είμαστε υπερδύναμη, οφείλετε όταν μας επισκεπτόσαστε να σκύβετε το κεφάλι.

Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου, πως τα ίδια επιχειρήματα που παρουσιάζονται στον ελληνικό τύπο απευθύνει και η Τουρκική πλευρά για να υποδείξει ότι η στάση του Έλληνα Υπουργού ήταν ‘ανάρμοστη’ (sic!), αλλά και για να εκφράσει την ενόχλησή της για την κοινή συνέντευξη τύπου Τσαβούσογλου-Δένδια. Το είπε και ο ίδιος ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κατά την διάρκειά της: «Αυτά μπορούμε να τα συζητούμε κατ’ ιδίαν, αλλά δεν πρέπει να τα λέτε δημόσια, εδώ».

Σύγκρουση δύο στρατηγικών στην Ευρώπη

Ούτε είναι τυχαίο πως ο γερμανικός τύπος υποδέχθηκε με τους ίδιους τόνους τις δηλώσεις Δένδια στην Άγκυρα. Η Bild, για να δημιουργήσει τις δικές της εντυπώσεις, έδωσε μια ολότελα διαφορετική εκδοχή των δημόσιων διαξιφισμών μεταξύ των δύο Υπ. Εξ.: «Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου κατηγόρησε την Ελλάδα ότι “πετά ανθρώπους στη θάλασσα”, εννοώντας τους πρόσφυγες που θέλουν να φθάσουν στην Ευρώπη περνώντας το Αιγαίο. Απαντώντας ο Νίκος Δένδιας έκανε λόγο για “Fake News». Η Γερμανία είναι μια από τις χώρες που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιούν το μεταναστευτικό ζήτημα –σε συντονισμό με την Τουρκία– για να εκβιάσουν την ελληνική πλευρά προκειμένου να αποδεχθεί την τουρκική επιθετικότητα. Η δε Frankfurter Allgemeine Zeitung, είδε καλή πρόθεση από την πλευρά της… Τουρκίας: «Από ότι όλα δείχνουν η Τουρκία θέλει να ξεχαστούν οι εντάσεις των τελευταίων ετών» (!!!).  

Πίσω απ’ όλα αυτά υποβόσκει η σύγκρουση αναμεταξύ δύο στρατηγικών, η οποία αφορά τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και στην Ευρώπη ολόκληρη. Δεν είναι άσχετα, μάλιστα, τα δύο επίπεδα μεταξύ τους καθώς το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Υπάρχει στο ευρωπαϊκό στερέωμα, μια τάση χωρών όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Αυστρία –εσχάτως, με την αλλαγή της κυβέρνησης η Ιταλία του Ντράγκι–, που κινούνται προς την κατεύθυνση της ‘ευρωπαϊκής κυριαρχίας’, θέλοντας την Ε.Ε. να μην διασύρεται τόσο εύκολα στα ζητήματα Άμυνας και φύλαξης των συνόρων της, από τις μεθοδεύσεις του νέου Οθωμανισμού.

Ιδίως οι Ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι την επιρροή της Τουρκίας στις χώρες της Βορείου Αφρικής (ιδίως, την Λιβύη) και θέλουν να την αποκρούσουν –εξ ου και η στήριξή τους προς τις ελληνικές θέσεις αναφορικά με το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η Αμερική του Μπάιντεν, επίσης, θέλει προς ώρας να δείξει στην Τουρκία την ενόχλησή της, γι’ αυτό ο Αμερικάνος πρόεδρος δεν έχει καλέσει ακόμα τον Ερντογάν –σε αντίθεση με τις συνομιλίες που είχε με τον Έλληνα πρωθυπουργό–, ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Από την άλλη, στέκεται η «Γερμανική Ευρώπη» που έχει επενδύσει παρά πολλά στην ‘ειδική’ σχέση της Μέρκελ με τον Ερντογάν. Πιστεύει ότι ο προσεταιρισμός της Τουρκίας από τις κεντροευρωπαϊκές δυνάμεις –και σε αυτό το σχέδιο συνομολογεί και η Ουγγαρία, παρ’ όλο που ο Ορμπάν δεν θέλει να βλέπει την Μέρκελ– θα της αποδώσει το γεωπολιτικό βάθος που δεν έχουν προς την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Υπάρχει και μια ευρύτερη, ίσως γεω-οικονομικά αναπόφευκτη, ροπή των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων προς την Ευρασία, ιδίως τώρα που η Κίνα αναδύεται στο νέο οικονομικό κέντρο του πλανήτη, και φιλοδοξεί μέσω του ‘νέου δρόμου του Μεταξιού’ να αποκτήσει ερείσματα και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όλα αυτά, βέβαια, τα έχουμε ξαναδεί. Είναι γεωπολιτικές σταθερές που ενεργοποιούνται κατά καιρούς στην ενδο-ευρωπαϊκή σκακιέρα και δυναμιτίζουν ενίοτε την συνοχή της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η ειδική γερμανοτουρκική σχέση, εξ άλλου, έχει την δική της μακρά διαδρομή στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκηνή, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Η Ελλάδα μεταξύ των δύο στρατηγικών

Οι Έλληνες, ως συνήθως, διχάζονται από αυτήν την διάσταση των στρατηγικών. Όχι στην βάση, αλλά σε επίπεδο ηγεσίας. Παρ’ όλο που το στρατόπεδο των κατευναστών –ΕΛΙΑΜΕΠ και λοιπά Ιδρύματα, συγκροτήματα του τύπου, επιχειρηματίες με έντονη ελληνοτουρκική δραστηριότητα, πολιτικοί που συνδέονται με το δίκτυο αυτό– εμφανίζεται υπό τις σημαίες της παγκοσμιοποίησης, και του κλασικού υπερφιλελεύθερου μοτίβου ‘το εμπόριο θα υποκαταστήσει τις εθνικές αντιθέσεις’, επί της ουσίας προκρίνουν μια στρατηγική «ανατολικού τύπου».

Σπρώχνουν ώστε η Ελλάδα να μεταβληθεί σε προσάρτημα του νέο-οθωμανικού υποσυστήματος ισχύος, και πιστεύουν ότι θα εξασφαλιστεί με το να αποτελέσει η ίδια πεδίο… στρατηγικού βάθους της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα κρατήσουν την Τουρκία στη Δύση, ακόμα και αν το τίμημα θα είναι η ‘μεσανατολικοποίηση’ των ίδιων των ευρωπαϊκών χωρών (πρωτίστως, της Ελλάδας), καθώς η Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια με αιχμή το μεταναστευτικό έχει εγκαταστήσει σοβαρούς μηχανισμούς επιρροής και ισχύος εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών (και πάλι πρωτίστως, της Ελλάδας, αργής γενομένης από τα ακριτικά ελληνικά νησιά και τον Έβρο).

Στον αντίποδα αυτής της γραμμής, και υπό την επίδραση των διεθνών εξελίξεων, βρίσκεται στα σπάργανα η οικοδόμηση ενός διαφορετικού μπλοκ και εντός της Ελλάδας. Δεν είναι ούτε ‘ακροδεξιό’ όπως αρέσκονται να διακινούν τα μεγάλα συγκροτήματα του τύπου, ούτε απλώς ‘αντιπολιτευτικό’. Προσπαθεί να αναβιώσει μια στρατηγική που θυμίζει σε πολλά εκείνην του Ελευθέριου Βενιζέλου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα: Με σημερινούς όρους, αυτό σημαίνει να σταθούν τα δύο ελληνικά κράτη στο πλευρό των δυνάμεων που προκρίνουν την προοπτική της ‘ευρωπαϊκής κυριαρχίας’. Να την υπηρετήσουν όχι ως παρακολούθημα, αλλά ενεργά, με τον ελληνισμό να αναλαμβάνει ρόλο γεωπολιτικού ακρίτα της Ευρώπης. Διασφαλίζοντας την ασφάλεια των νοτιοανατολικών της συνόρων, συμβάλλοντας παράλληλα ώστε να έχει έρεισμα η ευρωπαϊκή ήπειρος στο μαλακό υπογάστριο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, καθώς και παράθυρο συνεννόησης και συνεργασίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Θα φανεί παράδοξο, αλλά ό,τι θετικό έχει επιτύχει η ελληνική διπλωματία τον τελευταίο καιρό (Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ισραήλ, επαναπροσέγγιση με την Λιβύη, ακόμα, θεαματική βελτίωση των σχέσεών της με την… Ινδία) κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η άλλη πλευρά, αυτό που έχει να επιδείξει είναι μόνο… απογοητεύσεις από το άδειασμα που συνήθως η Γερμανία επιφυλάσσει στις ελληνικές θέσεις σε κάθε ευρωπαϊκή σύνοδο, καθώς και την αδηφαγία των διεκδικήσεων της Τουρκίας, η οποία ενθαρρύνεται ακριβώς από την εθελούσια δορυφοροποίηση της Ελλάδας στο άρμα της.

Δεκεμβριστής

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΣΩΚΡΆΤΗΣ 20 Απριλίου 2021 - 15:38 ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ